ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΤΗΣ, ὁμολογητὴς
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (π. 1305-1379)
Τὸ Συνοδικὸ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, στὸ παράρτημα τῆς ᾿Εκκλησίας Θεσσαλονίκης ἀφιερώνει στὸν Δωρόθεο ἕνα ἐξαιρετικὸ τιμητικὸ ἐγκώμιο, ὅπου τονίζεται ὅτι ὁ Δωρόθεος ἦταν ἀξιοθαύμαστος γιὰ τὶς θεοειδεῖς ἀρετές του, ὅτι ἦταν πιστὸς μαθητὴς τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾆ, ὅτι ὑπέστη φοβερὲς διώξεις καὶ κακώσεις ὑπὲρ τῶν δογμάτων τῆς ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλό του Γρηγόριο, ὅτι ἦταν λαμπρὸς διδάσκαλος καὶ πρὸ τῆς ἀρχιερατείας του καὶ κατ᾿ αὐτήν. Εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὅπως δείχνει τὸ μονόγραμμά του στὸ περιθώριο:
“Δωροθέου τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ δῶρον ὡς ἀληθῶς ἐκ Θεοῦ δοθέντος τῷ τῶν χριστωνύμων πληρώματι, καὶ ταῖς θεοειδέσι μὲν ἀρεταῖς περιβοήτου τοῖς πᾆσι καὶ θαυμαστοῦ γεγενημένου, καὶ ταῖς πατρικαῖς καὶ πνευματικαῖς εἰσηγήσεσι καὶ διδασκαλίαις, καὶ πρὸ τῆς ἀρχιερωσύνης, καὶ μετὰ τὸ δέξασθαι ταύτην, πάντας καταφωτίσαντος, ἱδρῶτας δὲ καὶ πόνους καὶ φυλακὰς καὶ πολλὰς κακώσεις ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καὶ τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας ὑπομεμενηκότος συνάμα τῷ θείῳ καὶ θαυμαστῷ πατρὶ καὶ διδασκάλῳ Γρηγορίῳ τῷ πάνυ, αἰωνία ἡ μνήμη”.
῾Η μαθητικὴ θέσις του ἀπέναντι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾆ δείχνει ὅτι πιθανῶς ἦταν νεώτερος κατὰ μία ὀκταετία τουλάχιστον, ἄρα ὅτι θὰ ἐγεννήθηκε γύρω στὰ 1305. Κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Φιλοθέου Κοκκίνου ἦσαν αὐτὸς καὶ ὁ ἀδελφός του Μάρκος φίλοι τοῦ Φιλοθέου ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία, “ἐκ παιδὸς ἐς τὰ μάλιστα”, ποὺ σημαίνει ὅτι ἦσαν συνομήλικοι. ᾿Αργότερα συνασκήτευσαν ὅλοι αὐτοὶ μαζί, καθὼς καὶ μὲ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾆ καὶ τὸν ᾿Ισίδωρο.
Τὰ δύο ὁράματα ποὺ εἶδε ὁ Γρηγόριος Παλαμᾆς στὸ ῞Αγιον ῎Ορος, τὸ ἕνα πολὺ ἐνωρίς, κατὰ τὸ δεύτερο ἔτος τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του, περὶ τῆς συνεχοῦς πρὸς αὐτὸν προστασίας τῆς Θεοτόκου, τὸ ἄλλο μετὰ δεκαετία περίπου, περὶ ἀνάγκης μεταδόσεως καὶ στοὺς ἄλλους τοῦ θείου ποτοῦ ποὺ ἀνέβλυζε μέσα του, τὰ διηγήθηκε ἀποκλειστικῶς στὸν Δωρόθεο, “τὸν μαθητὴ καὶ σύνοικο”· ἀλλ᾿ αὐτὸ συνέβηκε πολὺ ἀργότερα (Φιλοθέου, Βίος Γρηγορίου, ἔκδ. Χρήστου, σ. 82 καὶ 144). Πιθανῶς γιὰ πρώτη φορὰ συνάντησε τὸν Γρηγόριο στὸ ῞Αγιον ῎Ορος, ἀλλὰ περισσότερο συνδέθηκε μαζί του στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τὴν ἔναρξι τῆς ἔριδος μὲ τὸν Βαρλαάμ, τὸ 1338. Οἱ τρεῖς ἄνθρωποι ποὺ προσκλήθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾆ, γιὰ νὰ δώσουν λόγο περὶ τῶν πεποιθήσεών του ἐνώπιον τῆς Συνόδου ἦταν ὁ ᾿Ισίδωρος, ὁ Δωρόθεος καὶ ὁ ἀδελφός του Μάρκος. ῞Οπως λέγει ὁ Καντακουζηνὸς (῾Ιστορία, ἐκδ. Bonn. 550) “καὶ παρῆσαν καὶ αὐτοὶ τῷ λόγῳ ὑπέχειν εὐθύνας”. Μετὰ τὴν πλήρη δικαίωσί τους ὁ Δωρόθεος ἔμεινε δίπλα στὸν Παλαμᾆ καὶ συμμερίσθηκε τὶς ταλαιπωρίες του. ῎Εμεινε στὴ φυλακὴ τῶν ἀνακτόρων μαζὶ μὲ αὐτὸν ἀπὸ τὸν ᾿Απρίλιο τοῦ 1343 καὶ τὸν ἐξυπηρετοῦσε ὡς γραμματεύς.
Μετὰ τὴν ἀποκατάστασι τῆς τάξεως ἀκολούθησε τὸν Γρηγόριο Παλαμᾆ στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου διακρίθηκε ὡς πνευματικὸς διδάσκαλος. ῾Ο Νικόλαος Καβάσιλας ὡς φοιτητὴς στὴν Κωνσταντινούπολι πρὶν ἀπὸ τὸ 1341, γράφει πρὸς τὸν πατέρα του, ὅτι ὁ μόνος ἀλληλογράφος του στὴ Θεσσαλονίκη εἶναι ὁ Δωρόθεος, τὸν ὁποῖο καὶ διακρίνει ἀπὸ ὅλους· “τὸν ἐμὸν ἐξαίρω πατέρα τὸν ἱερώτατον Βλατῆν”. ᾿Αλλ᾿ ἀργότερα ἡ δραστηριότης του στὴν πνευματικὴ καθοδήγησι, ἰδίως τῶν νέων, ἔχει καθολικὴ ἀναγνώρισι.
Γύρω στὸ 1355, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Μάρκο ἵδρυσε τὴν μονὴ τοῦ Σωτῆρος Παντοκράτορος στὸ ὕψωμα τῆς Θεσσαλονίκης, τὴν γνωστὴ ἀπὸ αὐτοὺς ὡς μονὴ Βλατέων, πιθανῶς μὲ ἐνίσχυσι τῆς βασιλομήτορος ῎Αννας, ἡ ὁποία διέμενε τότε στὴ Θεσσαλονίκη. Σὲ μιὰ ἐπιγραφὴ τοῦ 1801 γράφεται ὅτι οἱ ἱδρυταὶ αὐτῆς τῆς μονῆς εἶναι Κρῆτες· καὶ ναὶ μὲν στὴν Κρήτη ἀπαντᾆται τὸ ὄνομα Βλατῆς καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ἀργότερα, ἀλλ᾿ ἀπαντᾆται καὶ ἀλλοῦ. Καμμιὰ παλαιὰ μαρτυρία δὲν ὑπάρχει γιὰ τὴν κρητική τους καταγωγή.
Τὸ 1371 ὁ Δωρόθεος ἐξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης διαδεχόμενος τὸν ᾿Αντώνιο, ὁπότε βέβαια στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς θὰ τὸν διαδέχθηκε ὁ Μάρκος, ἂν εἶχε ἐπιβιώσει. Διετήρησε τὴν μητροπολιτικὴ ἕδρα ἕως τὸν θάνατό του ποὺ συνέβηκε τὸ 1379 καὶ τότε τὸν διαδέχθηκε ὁ ᾿Ισίδωρος Γλαβᾆς.
Παρὰ τὴν γενικὴ ἀναγνώρισι τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ὀρθοδοξίας τοῦ Δωροθέου καὶ παρὰ τὸ ἐγκώμιο τοῦ Συνοδικοῦ δὲν ἔχει ἐγγραφεῖ κατ᾿ ἄλλον τρόπο στὸ ἑορτολόγιο, ἀφοῦ ἀρκετὴ ἐθεωρήθηκε ἡ μνήμη του κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Θεοχαρίδης, Γ., “Οἱ ἱδρυταὶ τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ μονῆς τῶν Βλατάδων”, Πανηγυρικὸς τόμος ἑορτασμοῦ ἑξακοσιετηρίδος Γρηγορίου Παλαμᾆ, Θεσσαλονίκη 1960, σσ. 49-70. Στογιόγλου, Γ., ῾Η ἐν Θεσσαλονίκῃ Πατριαρχικὴ Μονὴ Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 56-65. Petit, L., "Les évêques de Thessalonique", EO 5 (1901-1902) 94. ῾Ο ἴδιος, "Le Synodicon de Thessalonique", EO 18 (1916-1919) 249. Laurent, V., "La liste episcopale du Synodicon de Thessalonique", EO 32 (1933) 302. Guillard, J., "Le Synodicon de l’Orthodoxie", TM 2 (1967) 114. Π.Χ. |