ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ὁ ΓΛΥΚΥΣ,
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (μέσα 13ου αἰ.)
᾿Ελάχιστα στοιχεῖα διαθέτουμε γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Βασίλειο τὸν Γλυκύ, ὁ ὁποῖος ἀρχιεράτευσε κατὰ τὰ μέσα τοῦ 13ου αἰῶνος. Τὸ ὄνομά του συμπεριλαμβάνεται στὸ Συνοδικὸν τῆς Θεσσαλονίκης, στὸ ὁποῖο ἀναγράφονται τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχιεπισκόπων τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸ 770 ἕως τὸ 1453, ποὺ μνημονεύονταν κατὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἐξαιρουμένων ἐκείνων ποὺ εἶχαν προκαλέσει ἢ ὑποπέσει σὲ σκάνδαλα, δογματικοῦ κυρίως χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, ἀναγράφεται στὴν 49η θέση, μετὰ τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντίνου Μεσοποταμίτη καὶ ᾿Ιωσήφ: “... Κωνσταντίνου, ᾿Ιωσὴφ καὶ Βασιλείου μοναχοῦ τῶν ἁγιωτάτων ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης αἰωνία ἡ μνήμη (τρίς)”. Εἶναι ἀξιοσημείωτος ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βασιλείου μὲ τὴν προσωνυμία “ὁ μοναχός”, ἡ ὁποία προφανῶς δηλώνει τὴν προέλευσή του ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν μοναχῶν.
Μὲ τὸ ἐπώνυμο “Γλυκύς” ἀποκαλεῖται σὲ ἔγγραφο ἑνὸς ὀφφικιαλίου τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἕνα ζήτημα ἰδιοκτησιακοῦ δικαίου: “... ἀρχιεπισκοπικὰ σιγίλλια τοῦ ἐν ἀρχιερεῦσι μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Μεσοποταμίτου ἐκείνου δηλονότι, ἀκολούθως τοῦ κῦρ ᾿Ιωσήφ, καὶ ἑπομένως καὶ ἐν ὑστέροις τοῦ Γλυκέος κῦρ Βασιλείου”. Τὸ ὄνομά του ἐπίσης ἐμφανίζεται σὲ μία συνοδικὴ πράξη, χρονολογούμενη τὴν 4η Μαΐου τοῦ 1250.
῾Η ἁγιότητα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βασιλείου τοῦ Γλυκὺ πιστοποιεῖται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τῆς μοναδικῆς -ἐπιζωγραφισμένης- τοιχογραφίας στὴν ὁποία ἀπεικονίζεται “῾Ο ῞ΑΓ(ΙΟΣ) ΒΑΣÍΛΕΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝÍΚΗΣ ῾Ο ΓΛΥΚÝΣ”, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχικὴ ἐπιγραφή της. Βρίσκεται στὸ χῶρο τῆς προθέσεως, μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Βατοπεδίου, δίπλα στὴν τοιχογραφία τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (βλ. λῆμμα). ῾Ο ἀρχιεπίσκοπος Βασίλειος ὁ Γλυκὺς ἀπεικονίζεται ὁλόσωμος, ἂν καὶ ἡ τοιχογραφία εἶναι ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω κατεστραμμένη. Σύμφωνα μὲ πρόσφατη περιγραφή της ἀπὸ τὸν μοναχὸ ᾿Ιουστῖνο Σιμωνοπετρίτη, “στὴ νεότερη ἐπιγραφὴ παραλείπεται τὸ Γλυκύς. Τὸ ἐγκόλπιο πιθανότατα προστέθηκε κατὰ τὴν ἐπιζωγράφηση. Τὰ μαλλιὰ εἶναι πλούσια, τὸ γένι κανονικὸ καὶ στὸ πρόσωπο γίνεται προσπάθεια ἀποδόσεως ἀτομικῶν χαρακτηριστικῶν”.
Μὲ δεδομένη τὴν ἁγιογράφηση τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Βατοπεδίου κατὰ τὸ ἔτος 1312, ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀρχικὴ ἁγιογράφηση τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Γλυκέως, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε μισὸ περίπου αἰώνα μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀρχιερατείας του, γεγονὸς ποὺ ὑπαγορεύει τὴ σχεδὸν ἄμεση συμπερίληψή του στὸ χορὸ τῶν ἁγίων τῆς Θεσσαλονίκης, μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του.
Τὸν ἅγιο Βασίλειο τὸν Γλυκὺ διαδέχθηκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Μανουὴλ Δισύπατος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ᾿Ιουστῖνος Σιμωνοπετρίτης, “Παραστάσεις τεσσάρων ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης σὲ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Βατοπεδίου”, Πρωτᾆτον τχ. 5 (1983) 94-100. Σταυρίδου-Ζαφράκα, ᾿Αλ., “῾Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης 1227-1235. ῞Ενα ζήτημα πολιτικοεκκλησιαστικό”, Ι¢ Πανελλήνιο ῾Ιστορικὸ Συνέδριο (Μάιος 1989). Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 45 σημ. 12. Gouillard, J., "Le Synodicon de l’Orthodoxie. Edition et commentaire", TM 2 (1967) 114.12 ἑ. Katsaros, B., "Documents relatifs à la Mètropole de Thessalonique datant de la fin du XIIIe siècle - debut du XIVe", Βυζαντινὰ 15 (1989) 419. Laurent, V., "La liste épiscopale du Synodicon de Thessalonique. Texte grec et nouveaux compléments", ÅO 32 (1933) 301. ῾Ο ἴδιος, "La succesion épiscopale de la Métropole de Thessalonique dans la première moitié du XIIIe siècle", BZ 56 (1963) 295-296. Petit, L., "Le Synodicon de Thessalonique", ÅÏ 18 (1916-1919) 240, 246. ῾Ο ἴδιος, "Les évêques de Thessalonique", ÅO 5 (1902) 26-33^ 90-97^ 150-156^ 212-219, 6 (1903) 292-298, 8 (1905) 272-274. Σ.Π. |