ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β¢ ὁ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ,
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Πολλὲς φορὲς παρατηρεῖται στοὺς μελετητὲς σύγχυση ἀνάμεσα στὸν Βασίλειο Α¢ καὶ Βασίλειο Β¢, οἱ ὁποῖοι διετέλεσαν ἀμφότεροι ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης μὲ διαφορὰ λίγων δεκαετιῶν, κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 9ου αἰ. Πολλὲς φορὲς οἱ σχετικές, μᾆλλον ἀνεπαρκεῖς, πληροφορίες συμβαίνει νὰ ἀποδίδονται ἀδιακρίτως πότε στὸν μέν, πότε στὸν δέ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκαλεῖται σύγχυση· πάντως σαφῶς διακρίνονται μεταξύ τους: ὁ μὲν Βασίλειος Α¢ (βλ. λῆμμα), πρώην ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, ἐποίμανε τὴν ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης περὶ τὸ 860-865, ὁ δὲ Βασίλειος Β¢ μετὰ τὸ 904.
Γιὰ τὸν Βασίλειο Β¢ ὅσες πληροφορίες διαθέτουμε, προέρχονται ἀπὸ τὸν Βίο Εὐθυμίου τοῦ νέου (βλ. λῆμμα), τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ ὁ συγγραφέας. Σύμφωνα μὲ τὸν παραπάνω Βίο, ὁ Βασίλειος ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν Εὐθύμιο τὸ 875 στὸ μετόχιο τῆς μονῆς τῶν Περιστερῶν, στὸν ἅγιο Δημήτριο τῆς Σερμυλίας (σημ. ᾿Ορμύλια): “ἀποκείρας μὲν ἡμᾆς ἐν τῇ Σερμυλίᾳ λεγομένῃ κώμῃ ἐν τῷ Δημητρίου ναῷ” (Βίος, σ. 46.4-8). ῾Ο Βασίλειος φαίνεται πὼς ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους καὶ ἐμπίστους μαθητὲς τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου, ὥστε νὰ χαίρει ἰδιαίτερης ἐκτιμήσεως στὸν κύκλο τους. ῾Ο Εὐθύμιος, σὲ ἀνύποπτο χρόνο, προφήτευσε στὸν Βασίλειο τὴν ἐπικείμενη ἀνάδειξή του σὲ ἀρχιερέα: “τάχιον τῆς μονῆς ἀναχωρεῖς καὶ ἀρχιερεὺς γίνη, ὅπου τὸ θεῖον προεθέσπισε βούλημα. ᾿Αλλ᾿ ὅρα, φησί, καὶ ἡμῶν ὡς γεννητόρων μνημόνευε, καὶ τῆς μονῆς καὶ τῶν ἐν αὐτῇ ἀδελφῶν μηδέποτε λήθην παρασκευάσης ἐπιγενέσθαι σοι” (Βίος, σ. 47.4-7). Στὸ Βίο δὲν μαρτυρεῖται ὁ χρόνος, καθὼς καὶ ἡ ἕδρα τὴν ὁποία κατέλαβε ὁ Βασίλειος, ἀλλὰ ἀπὸ παλαιὰ μνημονευόταν πάντοτε ὡς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ Βίου καὶ τῆς ᾿Ακολουθίας τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ νέου, στὰ χειρόγραφα. ῾Η ποιμαντορία τοῦ Βασιλείου Β¢ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης θὰ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ μετὰ τὴν ἀρχιερατεία τοῦ ᾿Ιωάννη τοῦ ᾿Εντοπίου (Θεσσαλονικέως), ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ὡς ἀρχιεπίσκοπος ἀκόμη τὸ 904, τουλάχιστον μέχρι τὰ μισὰ τοῦ χρόνου, 31 ᾿Ιουλίου, ὁπότε συνέβη ἡ καταστροφὴ τῆς πόλεως ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς πειρατές. Συνεπῶς ὁ Βασίλειος πρέπει νὰ τὸν διαδέχθηκε. ῾Ο συντομότερος χρόνος ἐφαρμογῆς τῆς προφητείας τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου, “τάχιον τῆς μονῆς ἀναχωρεῖς καὶ ἀρχιερεὺς γίνη”, εἶναι τὸ ἔτος 904.
Μία παράδοση ποὺ καταγράφεται στὰ πολὺ μεταγενέστερα, τοῦ 19ου αἰ., Πάτρια τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ποὺ συνέγραψε ὁ μοναχὸς ᾿Ιάκωβος Νεασκητιώτης, ἀναφέρει τὸν Βασίλειο ὡς κτίτορα μονῆς στὸ ῞Αγιο ῎Ορος: “ἐπὶ δὲ τῆς βασιλείας Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, ὁ μαθητὴς τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ νέου... Βασίλειος, ὕστερον μητροπολίτης Θεσσαλονίκης χρηματίσας, ὁ καὶ ἐν ἁγίοις κατειλεγμένος, ποθῶν ἡσυχάσαι, ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος καὶ ἔκτισε τὴν ἐπώνυμον αὐτοῦ μονὴν τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου εἰς τιμὴν τῆς ᾿Αναλήψεως τοῦ Σωτῆρος” (Λάμπρος, Πάτρια, σ. 215· Γεδεών, ῎Αθως, σ. 314). Πράγματι, μία μαρτυρία περὶ ὑπάρξεως, “μονῆς τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου καὶ Πύργου καλουμένης... εἰς τιμὴν καὶ ὄνομα τῆς θείας τοῦ Χριστοῦ ᾿Αναλήψεως”, ὑπάρχει στὰ ἔγγραφα τοῦ Πρωτάτου (Actes Prôtaton, σ. 90), ἡ ὁποία ὅμως ἀπορρίπτεται ὡς ἀστήρικτη καὶ προϊὸν παρανοήσεως, ἀπὸ τὴν Παπαχρυσάνθου (ὅπ.π., σημ. 299). Προφανῶς ἡ πρώιμη μαρτυρία περὶ τῆς ὑπάρξεως μονῆς τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὁδήγησε στὸ μεταγενέστερο συνδυασμὸ μὲ τὸν πιὸ διάσημο Βασίλειο, τὸ βιογράφο τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου. ᾿Εξίσου ὀρθὴ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ σύνδεση τῆς ἱδρύσεως τῆς μονῆς καὶ μὲ τὸν ὀλιγώτερο διάσημο Βασίλειο Α¢ ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, κάτι ποὺ φαίνεται πιθανότερο.
῾Η βασικὴ παρανόηση στὴν ὁποία βασίζονται οἱ μεταγενέστερες συγχύσεις περὶ τῶν δύο Βασιλείων, νομίζω ὅτι ὀφείλεται στὴν ἀπόδοση τῆς μνείας τοῦ Μηναίου Φεβρουαρίου, περὶ Βασιλείου ὁμολογητοῦ, ἀπὸ τὸν ᾿Αλέξανδρο Λαυριώτη, στὸν Βασίλειο Β¢, τὸ βιογράφο Εὐθυμίου τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος δικαιολογεῖ τὴ δήλωση τοῦ Συναξαρίου γιὰ τὴν ᾿Αθηναϊκὴ προέλευσή του ὡς ἑξῆς: “ὁ Βασίλειος μεταβὰς εἰς ᾿Αθήνας τὴν πατρίδα του, ἐξεπαιδεύθη τελειότερον καὶ ἐγένετο ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔνθα καὶ στερρῶς ὑπὲρ τῆς πίστεως εἴχετο, καὶ ὑπὲρ αὐτῆς ὡμολόγησεν”. ῾Η πληροφορία αὐτή, ἂν καὶ ἀνήκει στὸν Βασίλειο Α¢ τὸν ῾Ομολογητή, εἶναι πολὺ ἀνακόλουθη, διότι τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἡ ᾿Αθήνα τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν ἔχει παύσει πρὸ πολλοῦ νὰ εἶναι πνευματικὸ κέντρο, ὥστε νὰ προσελκύει μαθητές· ἀντιθέτως ἔχουμε περισσότερες πληροφορίες γιὰ νέους ποὺ βρίσκουν καταφύγιο καὶ ἱκανοποίηση στὶς πνευματικές τους ἀναζητήσεις στὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ εἶναι ἡ μεσαιωνικὴ ἐφάμιλλη κατάσταση τῶν ἀρχαίων ᾿Αθηνῶν.
Τέλος, σὲ ἐπιζωγραφισμένη τοιχογραφία ποὺ βρίσκεται στὸ βόρειο πεσότοιχο τοῦ ἱεροῦ βήματος τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Βατοπεδίου, καὶ χρονολογεῖται τὸ ἔτος 1312, ἀπεικονίζεται ὁλόσωμος ῾Ο ῞ΑΓΙ(ΟΣ) ΒΑΣÍΛΕΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝÍΚΗΣ, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχικὴ ἐπιγραφὴ ποὺ αὐτὴ φέρει. ῾Ο εἰκονιζόμενος ἀρχιερεὺς ταυτίζεται ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Βασίλειο τὸ “συναξαριστή”, τὸ μαθητὴ τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ νέου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Petit, L., Vie et office de saint Euthyme le Jeune, [Bibliotheque hagiographique orientale n. 5], Paris 1904. Λαυριώτης, ᾿Α., “Βιογραφικαὶ σημειώσεις περὶ τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ ἐξ ᾿Αθηνῶν”, ΕΑ 20 (1896-1897) 373-375. Tafrali, O., (Thessalonique des origines au quatorzième siècle, Paris 1919)= ἑλλην. μτφρ., ῾Η Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς ἕως τὸν 14ο αἰ., ᾿Αθήνα 1994, σ. 208. Petit, L., "Les évêques de Thessalonique", EO 4 (1900-1901) 221. ῾Ο ἴδιος, "Le Synodicon de Thessalonique", EO 18 (1916-1918) 253. Gouillard, J., "Le Synodicon de l’ Orthodoxie. Edition et Commentaire", TM 2 (1967) 114. Papachryssanthou, D., Actes du Prôtaton, [Archives de l’Athos VII], Paris 1975. ῾Η ἴδια, "La Vie de saint Euthyme le Jeune", REB 32 (1974) 226-234. ῾Η ἴδια, ᾿Αθωνικὸς μοναχισμός, ἐκδ. ΜΙΕΤ, ᾿Αθήνα 1992, σ. 247. Λάμπρος, Σ., “Τὰ Πάτρια τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους”, ΝΕ 9 (1912) 215. Γεδεών, Μ., ῾Ο ῎Αθως. ᾿Αναμνήσεις-῎Εγγραφα-Σημειώσεις, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1885, ἀνατ. ᾿Αθήνα 1990, σ. 314. ᾿Ιουστῖνος Σιμωνοπετρίτης, “Παραστάσεις τεσσάρων ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης σὲ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Βατοπεδίου”, Πρωτᾆτον τχ. 5 (1983) 96-99. Γ.Τ. |