ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α¢ ὁ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ,
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
1 Φεβρουαρίου
Μὲ τὸ ὄνομα Βασίλειος μαρτυροῦνται τέσσερις ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ δύο πρῶτοι ἐποίμαναν τὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης μὲ διαφορὰ ὀλίγων δεκαετιῶν, 860-865, καὶ μετὰ τὸ 904 ἀντίστοιχα, καὶ ἄλλοι δύο μεταγενέστεροι, τὸ 12ο καὶ 13ο αἰ. Μεῖζον πρόβλημα διακρίσεως ἐμφανίζεται μεταξὺ τῶν δύο πρώτων ὡς γειτνιαζόντων χρονικά, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται ἀδιακρίτως ἄλλοτε ὁ μὲν καὶ ἄλλοτε ὁ δέ, ὡς ὁμολογητὴς καὶ ἐξ ᾿Αθηνῶν καταγόμενος. ῾Ο τρίτος διακρίνεται σαφῶς μὲ τὸ προσωνύμιο ᾿Αχριδηνός· ὅσο γιὰ τὸν τέταρτο, δὲ διαθέτουμε πολλὲς πληροφορίες.
Στὸν Συναξαριστὴ καὶ τὸ Μηναῖο τοῦ Φεβρουαρίου ὑπάρχει ἡ μνεία: “Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ [1η Φεβρουαρίου] μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Βασιλείου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὁρμωμένου ἐκ τῆς ᾿Αθηνῶν πόλεως”. ᾿Εκ τῶν δύο Βασιλείων, τὸ προσωνύμιο τοῦ ὁμολογητῆ μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ μᾆλλον στὸν πρῶτο (860-865) ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ἀλλὰ ἀγνοεῖται ἡ ἐξ ᾿Αθηνῶν καταγωγή του.
Τὰ βιογραφικὰ τοῦ Βασιλείου Α¢ εἶναι ἐλλειπῆ· μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ Νικήτα Παφλαγόνα, στὸ Βίο ᾿Ιγνατίου πατριάρχου ὅτι ὁ “Βασίλειος οὗτος ὁ πρότερον μὲν Κρήτης ἐπίσκοπος γενόμενος, διὰ τὴν τῶν ᾿Αγαρηνῶν ἔξοδον εἰς Θεσσαλονίκην μετατεθεὶς” (PG 105, 529). ῾Ο χρόνος χειροτονίας καὶ μεταθέσεως τοῦ Βασιλείου στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, ἀποτελεῖ πρόβλημα. ῾Η χειροτονία του πρέπει νὰ συνέβη κατὰ τὴν πρώτη πατριαρχία τοῦ ᾿Ιγνατίου (847-858) καὶ ἡ μετάθεσή του στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης πολὺ σύντομα· τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ μὴ πρόλαβε νὰ ἐγκατασταθεῖ καθόλου στὴν Κρήτη καὶ νὰ μετατέθηκε σχεδὸν ἀμέσως στὴ Θεσσαλονίκη. Στοὺς μελετητὲς ὑπάρχει διάσταση ἀπόψεων σχετικὰ μὲ τὴν ἕδρα τοῦ Βασιλείου πρὶν ἐγκατασταθεῖ στὴ Θεσσαλονίκη· ὁ μὲν Τωμαδάκης πιστεύει ὅτι ἀπὸ τιτουλάριος ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης μετατέθηκε ἀμέσως στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ δὲ Παναγιωτάκης δέχεται ὅτι ἀπὸ ἐπίσκοπος Γόρτυνος, ἀνεδείχθη ἐν συνεχεία ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης καὶ μετὰ Θεσσαλονίκης. Τὸ πρόβλημα σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ἐξέλιξη τῆς ᾿Αραβικῆς κατακτήσεως στὴν Κρήτη.
Γεγονὸς εἶναι πάντως ὅτι ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν ἡ βούλα τῆς 25 Σεπτεμβρίου 860 τοῦ πάπα Νικολάου Α¢, μὲ τὴν ὁποία ἐπικυρώνεται ὁ διορισμός του ὡς βικαρίου τῆς Ρώμης στὸ ἀνατολικὸ ᾿Ιλλυρικὸ (Jaffé 2682). ῾Ο Βασίλειος ζοῦσε ἀκόμη τὸ 862· πράγματι στὸ ἔτος αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ καὶ τὸ θαρραλέο διάβημά του στὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ¢ καὶ οἱ κακοποιήσεις ποὺ ἐπακολούθησαν, τὰ ὁποῖα τοῦ χάρισαν τὸν στέφανο τοῦ ὁμολογητῆ. ᾿Αναφέρεται ἀκόμη καὶ στὴν ἐπιστολὴ τοῦ πάπα Νικολάου Α¢ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ¢, τὸ Νοέμβριο τοῦ 865, ὅπου περιλαμβάνεται μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μεταβοῦν στὴ Ρώμη γιὰ νὰ συζητήσουν τὸ ζήτημα τοῦ Φωτίου (Jaffé 2796).
Στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης τὸ ἑπόμενο ἔτος, τὸ 866, ἀναφέρεται ὡς ἀρχιεπίσκοπος ὁ Θεόδωρος, πρᾆγμα ποὺ μαρτυρεῖ ἂν ὄχι τὴν ἐκδημία, τουλάχιστον τὸ τέλος τῆς ποιμαντορίας τοῦ Βασιλείου Α¢ στὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης.
᾿Εκ τῶν δύο Βασιλείων ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης, σύνεγγυς χρονικὰ εἶναι ὁ Βασίλειος Β¢, τὸν τίτλο ὅμως τοῦ ὁμολογητῆ μπορεῖ νὰ διεκδικήσει μόνον ὁ πρῶτος ὡς παθὼν ἐκ μέρους τοῦ Μιχαὴλ Γ¢, παρὰ ὁ ἄλλος Βασίλειος Β¢ (βλ. λῆμμα), ὁ μαθητὴς καὶ βιογράφος τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ νέου (βλ. λῆμμα) ἐξ οὗ καὶ “συναξαριστής”, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει παράδοση ὁμολογίας. ᾿Αφοῦ ὅμως συνδέονται στὸ αὐτὸ πρόσωπο, ὁ τίτλος τοῦ ὁμολογητῆ καὶ ἡ ἐξ ᾿Αθηνῶν καταγωγή, εὔλογο εἶναι νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἀναφέρονται στὸ Βασίλειο Α¢ παρὰ στὸ Β¢. ᾿Ακόμη, ἐκ συγχύσεως πολλὲς φορές, ἀπονεμήθηκε ἀπὸ τοὺς μελετητὲς ἀδιακρίτως τὸ προσωνύμιο “ὁμολογητής” καὶ ἡ ἐξ ᾿Αθηνῶν καταγωγή, καθὼς καὶ ὁ πανηγυρισμὸς τῆς μνήμης του τὴν 1η Φεβρουαρίου, εἴτε στὸ Βασίλειο Α¢ εἴτε στὸ Βασίλειο Β¢ Συναξαριστή, (᾿Α. Λαυριώτης, Σ. Εὐστρατιάδης, ΘΗΕ, Γ. Χρυσοστόμου). Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἵδρυση τῆς “μονῆς τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου καὶ Πύργου καλουμένη”, στὸ ῞Αγιο ῎Ορος, ἡ ὁποία ἀπὸ ἄλλους ἀποδίδεται στὸ Βασίλειο Α¢ (L. Petit, Β. ᾿Ατέσης), στὸ χρόνο μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ ἀπὸ ἄλλους στὸ Βασίλειο Β¢ (Μ. Γεδεών, O. Tafrali, Γ. Χρυσοστόμου), σὲ ἀνύποπτο χρόνο, πρὶν τὴν ἀρχιερατεία του στὴ Θεσσαλονίκη.
Τέλος, ἐξαιρετικὰ σημαντικὴ εἶναι μία πληροφορία ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Τάξις τῆς στάσεως καὶ τοῦ θυμιάματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καθίσταται γνωστὴ ἡ ὕπαρξη τοῦ τάφου τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βασιλείου -καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾆ- καὶ προσδιορίζεται ἡ θέση του στὸ ναὸ τῆς ῾Αγίας Σοφίας στὴ Θεσσαλονίκη: “εἶτα ἀνέρχεται εἰς τὸ στασίδιον αὐτοῦ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ τὴν ἐκεῖσε προσκυνήσας ἁγίαν εἰκόνα καὶ τοὺς τάφους τῶν ἁγίων ἀρχιερέων Βασιλείου καὶ Γρηγορίου...”. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Βασίλειος, στὸν ὁποῖο ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης προσδίδει τὸν χαρακτηρισμὸ “ἅγιος”, εἶναι ὁ Βασίλειος ὁ ὁμολογητής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως, ἐκδ. Delehaye, H., Propylaeum ad AÁSS Novembris, Bruxellis 1902, στ. 438-439. AASS Februarii, I, σσ. 242-243. Le Quien, M., Oriens Christianus, τ. 2, Paris 1740, στ. 45-46. Hergenröther, J., Photius, Patriarch von Constantinopel, τ. Ι, Regensbourg 1867, óσ. 525-526. Petit, L., Vie et office de saint Euthyme le Jeune, [Bibliotheque hagiographique orientale n. 5], Paris 1904, σσ. 5-7. Tafrali, O., (Thessalonique des origines au quatorzième siècle, Paris 1919) = ἑλλην. μτφρ., ῾Η Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς ἕως τὸν 14ο αἰ., ᾿Αθήνα 1994, σσ. 203-204. Petit, L., "Les évêques de Thessalonique", EO 4 (1900-1901) 218. ῾Ο ἴδιος, "Le Synodicon de Thessalonique", EO 18 (1916-1918) 242, 253. Gouillard, J., "Le Synodicon de l’ Orthodoxie. Edition et Commentaire", TM 2 (1967) 114. Jaffe, Regesta Pontificum Romanorum ab ecclesia condita ad ann. post Chr. nat. 1198, τ. Ι, Lipsiae 1885. Γεδεών, Μ., ῾Ο ῎Αθως. ᾿Αναμνήσεις - ῎Εγγραφα - Σημειώσεις, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1885 (ἀνατ. ᾿Αθήνα 1990), σ. 314. ᾿Ατέσης, Β., ᾿Επισκοπικοὶ κατάλογοι τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, [ἀνατ. ἀπὸ ᾿Εκκλησιαστικὸ Φάρο 56 (1974) καὶ 57 (1975)], ἐν ᾿Αθήναις 1975, σσ. 80-81. Χρυσοστόμου, Γ., “Οἱ ἅγιοι τῆς Θεσσαλονίκης”, στὸ Χαριστήριον τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τῷ Β¢, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 915. Εὐστρατιάδης, Σ., ῾Αγιολόγιον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι χ.χρ., σ. 75. ΘΗΕ, τ. 3, στ. 698. Janin, R., Dictionnaire d’Histoire et de Géographie Ecclésiastiques, VI, Paris 1912, στ. 1160. Proja, G. B., BS 2 (Roma 1962) 947-948. Φουντούλης, ᾿Ι., “Μαρτυρίαι τοῦ Θεσσαλονίκης Συμεὼν περὶ τῶν ναῶν τῆς Θεσσαλονίκης”, ΕΕΘΣΠΘ 21 (1976) 131, 165. Γιὰ τὴν περίοδο τοῦ Βασιλείου στὴν Κρήτη: Συκουτρῆς, ᾿Ι., “Συνοδικὸς Τόμος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ Γ¢”, ΕΕΒΣ 9 (1932) 209. Τωμαδάκης, Ν., “῾Η ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία τῆς Κρήτης κατὰ τοὺς αἰ. Η¢-ΙΓ¢”, ΕΕΒΣ 24 (1954) 71-75. Παναγιωτάκης, Ν., “Ζητήματα τῆς κατακτήσεως τῆς Κρήτης ὑπὸ τῶν ᾿Αράβων”, Κρητικὰ Χρονικὰ 15-16, ΙΙ (1961-1962) 26-28. Tsougarakis, D., Byzantine Crete, from the 5th c. to the Venetian Conquest, Athens 1988, σσ. 210-211. Γ.Τ. |