ΤΙΜΟΘΕΟΣ, ᾿Απόστολος
συνεργὸς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου
22 ᾿Ιανουαρίου
Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ μᾆς παρέχουν οἱ πρῶτες πηγὲς (Πράξεις καὶ ᾿Επιστολὲς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου), ὁ Τιμόθεος ἦταν ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ στενοὺς συνεργάτες τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου· τὸ ὄνομά του εἶναι ἑλληνικό, πολὺ γνωστὸ καὶ συνηθισμένο (Πρβλ. Α’ Μακ. 5, 6ἑ· Β’ Μακ. 8, 30), καὶ σημαίνει· αὐτὸς ποὺ τιμᾆ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ποὺ τιμᾆ ὁ Θεός.
Γεννήθηκε μᾆλλον στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας (ἢ πιθανὸν στὴ Δέρβη), ἀπὸ πατέρα ἕλληνα ἐθνικὸ (Πρ. 16, 1) καὶ μητέρα πιστὴ ᾿Ιουδαία, προφανῶς ἐκ γενετῆς καὶ πιθανὸν προσήλυτη, ὀνόματι Εὐνίκη. ᾿Απὸ τὴν ἔκφραση “ἕλλην ὑπῆρχε” (Πρ. 16, 3) μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεράνει ὅτι ὁ πατέρας του ἦταν ἤδη πεθαμένος. Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ἦταν εὐσεβής, ὅπως καὶ ἡ μάμμη του, ἐκ μητρός, Λωῒς (Β’ Τιμ. 1, 5). ῾Ο Τιμόθεος δέχθηκε ἀπὸ τὶς εὐσεβεῖς αὐτὲς γυναῖκες τὴν πρώτη θρησκευτικὴ ἀγωγὴ καὶ διδάχθηκε “ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα”· μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ προετοιμάσθηκε κατάλληλα νὰ ἀποδεχθεῖ στὴ συνέχεια τὴ χριστιανικὴ πίστη (Β’ Τιμ. 3, 15).
῾Η ὁριστικὴ μεταστροφή του στὸ Χριστιανισμὸ φαίνεται νὰ ἔγινε κατὰ τὴν Α’ ἀποστολικὴ περιοδεία, ὅταν ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβα ἐπισκέφθηκαν τὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας καὶ πιθανὸν φιλοξενήθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Τιμοθέου (Πρ. 14, 6-7, 20ἑ. καὶ Πρ. 16, 1ἑ.). ῞Οταν ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιο στὰ Λύστρα εἶναι ἐπίσης βέβαιο ὅτι ὁ Τιμόθεος παρηκολούθησε τὸ κήρυγμά του καὶ ἔγινε μάρτυρας τῶν διωγμῶν καὶ τῶν παθημάτων ποὺ ὑπέστη ὁ ᾿Απόστολος ἐκεῖ (Β’ Τιμ. 3, 10ἑ.).
῾Η ἐμπειρία τῶν γεγονότων αὐτῶν φαίνεται ὅτι ἐπηρέασε ἔντονα τὸν Τιμόθεο καὶ τὸν προετοίμασε ψυχικὰ νὰ δεχθεῖ τὴ διδασκαλία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πιστέψει σ᾿ Αὐτόν. ῎Αλλωστε, ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ Τιμόθεος εἶχε ἤδη προετοιμασθεῖ γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ μητέρα του Εὐνίκη καὶ τὴ μάμμη του Λωΐδα καὶ ἔτσι ὁ προσηλυτισμός του ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο ἦταν εὐκολότερος τώρα γιὰ νὰ γίνει ἀκόλουθός του.
῾Ο Τιμόθεος λόγῳ τῆς εὐσεβείας ποὺ τὸν διέκρινε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία (Β’ Τιμ. 1, 5· 3, 15) καὶ λόγῳ τῆς πίστεως, ποὺ ἤδη εἶχε δεχθεῖ, ἀπολάμβανε μεγάλη ἐκτίμηση καὶ ὑπόληψη καὶ εἶχε γενικὰ καλὴ τὴν ἔξωθεν μαρτυρία ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Λυκαονίας (Πρ. 16, 2). ᾿Αλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος διεπίστωσε ὅτι ὁ Τιμόθεος εἶχε προοδεύσει ἀρκετὰ στὴν πίστη καὶ στὴν ἀρετὴ καὶ ὅτι εἶχε γίνει ἕνας τέλειος μαθητὴς (Πρ. 16, 1). ῞Ομως ὁ Τιμόθεος ἦταν ἀπερίτμητος, γιατὶ ἦταν ἕνας ἐθνικὸς ἀπὸ τοὺς φοβουμένους τὸ Θεό· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ γεννήθηκε ἀπὸ ᾿Ιουδαία μητέρα, ἐθεωρεῖτο, κατὰ τὸ Ρωμαϊκὸ δίκαιο καὶ τὸν ᾿Ιουδαϊκὸ νόμο, ὅτι ἀνῆκε στὴ θρησκεία τῆς μητέρας του καὶ ἔπρεπε νὰ εἶναι περιτμημένος.
Τὸ ζήτημα τῆς περιτομῆς, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀπασχολοῦσε πολλοὺς μέσα στὴν ᾿Εκκλησία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Τιμόθεος γιὰ νὰ ἀποφύγει νὰ γίνει ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ καὶ ἀποστροφῆς τῶν ἐξ ᾿Ιουδαίων χριστιανῶν καὶ προκειμένου νὰ διευκολύνει τὸ ἔργο τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό του ἀνάμεσα στοὺς ᾿Ιουδαίους δέχθηκε τὴν περιτομὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο (Πρ. 16, 3ἑ.).
Βέβαια στὸ ζήτημα αὐτὸ τῆς ἐκ περιτομῆς δικαιώσεως εἶχε ἤδη δοθεῖ λύση στὴ Σύνοδο τῶν ᾿Αποστόλων στὰ ῾Ιεροσόλυμα μὲ πρωτοβουλία τοῦ ᾿Αποστόλου ᾿Ιακώβου καὶ ἐπιμονὴ τοῦ Παύλου, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς περιτομῆς ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ δικαίωση καὶ σωτηρία τῶν χριστιανῶν (βλ. Πρ. 16, 3· Ρωμ. 2, 25. Α’ Κορ. 7, 19. Γαλ. 5, 6. 11. 6, 15. Φιλιπ. 3, 3). Μάλιστα ἡ ἐκδοθεῖσα ἀπόφαση τῆς Συνόδου αὐτῆς εἶχε σταλεῖ στὶς ᾿Εκκλησίες τῶν ἐξ ἐθνῶν χριστιανῶν καὶ ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος (γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς σκοπιμότητος) δέχθηκε κατ᾿ “οἰκονομίαν” τὴν περιτομὴ τοῦ μαθητοῦ του Τιμοθέου καὶ συμμορφώθηκε πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ᾿Ιουδαίων προκειμένου νὰ τοὺς κερδίσει (Α’ Κορ. 9, 20), παρ᾿ ὅτι γι᾿ αὐτὸν ἡ περιτομὴ ἦταν κάτι τὸ ἀδιάφορο γιὰ τὴ σωτηρία.
Μετὰ τὰ γεγονότα στὴ Δέρβη καὶ στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος παρέλαβε μαζί του πιστὸ καὶ ἀχώριστο συνοδό του τὸν Τιμόθεο (Πρ. 16, 3. Α’ Θεσ. 1, 1. Β’ Θεσ. 1, 1. Φιλιπ. 1, 1. Β’ Κορ. 1, 1-19) ἀντὶ τοῦ Μάρκου ὡς “συνεργόν” (Ρωμ. 16, 21). ῎Εκτοτε ὁ Τιμόθεος ἔγινε ὁ πιὸ προσφιλὴς καὶ ἀφοσιωμένος μαθητὴς καὶ συνεργὸς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου στὸ ἔργο τῆς ἱδρύσεως τῶν ᾿Εκκλησιῶν στὶς διάφορες περιοχὲς τῆς Μ. ᾿Ασίας καὶ τῆς ῾Ελλάδος ἀργότερα καὶ τῆς στηρίξεως τῆς πίστεως τῶν διωκομένων χριστιανῶν. ᾿Ανέλαβε πολλὲς σημαντικὲς καὶ ἐμπιστευτικὲς ἀποστολὲς (Α’ Κορ. 4, 17· 16, 10-11. Φιλιπ. 2, 19-24. Πρ. 19, 22· 20, 4. Ρωμ. 16, 21) γιὰ σπουδαῖα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας καὶ τὴν ἀπειρία του.
Συγκεκριμένα, συνεχίζοντας τὴν Β’ περιοδεία διελθόντες διὰ μέσου τῆς Φρυγίας καὶ τῆς Γαλατίας ἔφθασαν στὴ Μυσία καὶ Τρωάδα καὶ διαπλεύσαντες τὴν Σαμοθράκη ἦλθαν στὴ Νεάπολη καὶ ἐκεῖθεν στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. ᾿Απὸ ἐκεῖ, ὁδοιποροῦντες, πέρασαν ἀπὸ τὴν ᾿Αμφίπολη καὶ ᾿Απολλωνία καὶ κατέληξαν στὴ Θεσσαλονίκη.
Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Τιμόθεος ἐργάσθηκε ἀθόρυβα καὶ ἀποδοτικά, συνέβαλε σημαντικὰ στὸ ἔργο τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου τόσο γιὰ τὴν ἵδρυση χριστιανικῆς κοινότητος (Α’ Θεσ. 1, 1. Β’ Θεσ. 1, 1), ὅσο καὶ γιὰ τὴ στήριξη τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης (Α’ Θεσ. 3, 6. Πρ. 18, 5), γι᾿ αὐτὸ καὶ συνδέεται μὲ τὴν ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Καὶ ὅπως μᾆς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, στὴ Θεσσαλονίκη ἐδίδασκαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τρία Σάββατα στὴ Συναγωγὴ τῶν ᾿Ιουδαίων, κατὰ τὴν συνήθειά τους, καὶ συζητοῦσαν μαζί τους γιὰ θέματα τῶν ῾Αγίων Γραφῶν· μάλιστα τὶς Γραφὲς ἑρμήνευαν ἀποδεικνύοντες ὅτι, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα εἶχαν προφητευθεῖ, ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πάθει καὶ νὰ ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν καὶ ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Μεσσίας ὁ ᾿Ιησοῦς, τὸν ὁποῖον ἐκήρυττον στοὺς Θεσσαλονικεῖς (Πρ. 17, 3). ᾿Αποτέλεσμα τοῦ κηρύγματος τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου καὶ τῶν μαθητῶν του Τιμοθέου καὶ Σίλα ἦταν ὅτι ἐκτὸς τῶν ὀλίγων ᾿Ιουδαίων πολὺ πλῆθος ἀπὸ τοὺς προσηλύτους ῞Ελληνες καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς γυναῖκες τῆς ἀνωτέρας τάξεως πείσθηκαν καὶ ἀποδέχθηκαν τὸ κήρυγμά τους. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀποδεικνύει τὴ μεγάλη ἐπιτυχία ποὺ εἶχε τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων σὲ ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα τῶν Θεσσαλονικέων. ῾Ο μεγάλος ἀριθμὸς ἰδίως τῶν εἰδωλολατρῶν (Α’ Θεσ. 1, 9-10), ποὺ ἀσπάσθηκαν τὸ Εὐαγγέλιο μᾆς ἐπιτρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ χρόνος τῶν τριῶν Σαββάτων-τριῶν ἑβδομάδων, ἴσως ἦταν ἐκεῖνος ποὺ διετέθη γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μόνο μεταξὺ τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ὄχι ὁ συνολικὸς χρόνος τῆς δράσεως τῶν ἀποστόλων στὴ Θεσσαλονίκη. Μετὰ τὴν σημειωθεῖσα ἀντίδραση τῶν ᾿Ιουδαίων στὸ κήρυγμα τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν του, αὐτοὶ προφανῶς στράφηκαν στὸν εἰδωλολατρικὸ πληθυσμό, ὅπου καὶ σημείωσαν μεγάλες ἐπιτυχίες. Γιὰ τὴ συμβολή τους αὐτὴ στὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στοὺς Θεσσαλονικεῖς καὶ στὴ μεγάλη ἐπιτυχία ποὺ εἶχε ἡ δράση τους, ὡς συνοδῶν τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, εἰδικὰ στὴν ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Σίλας τιμῶνται πολὺ καὶ ἀναγνωρίζονται ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης, μετὰ βεβαίως τὸν ἱδρυτή της ᾿Απόστολο Παῦλο.
῞Ομως τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν Θεσσαλονικέων ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του Τιμόθεο καὶ Σίλα διεκόπη ἀπὸ τὴν ἀντίδραση φθονερῶν ᾿Ιουδαίων, ποὺ δὲν ἐπίστευσαν στὸ κήρυγμά τους καὶ χρησιμοποιήσαντες “ἀγοραίους ἄνδρας”, τοὺς ἐξανάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ Θεσσαλονίκη καὶ νὰ καταφύγουν στὴ Βέροια (Πρ. 17, 1-14). Οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῆς Βεροίας ἦταν εὐγενέστεροι τῶν Θεσσαλονικέων (Πρ. 17, 11) καὶ ὅσο χρόνο παρέμειναν ἐκεῖ οἱ ᾿Απόστολοι Παῦλος, Τιμόθεος καὶ Σίλας ἐκήρυτταν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνέλυαν τὶς Γραφὲς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πιστεύσουν πολλοὶ ᾿Ιουδαῖοι καὶ ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς ἑλληνίδες γυναῖκες τῶν ἀνωτέρων τάξεων καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ὄχι ὀλίγοι (Πρ. 17, 12).
῞Οταν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ἔμαθαν ὅτι οἱ ἐκδιωχθέντες ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἀπόστολοι ἐκήρυτταν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴ Βέροια κατέφθασαν ἐκεῖ καὶ ξεσήκωσαν τὸν ὄχλο ἐναντίον τους (Πρ. 17, 13), μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἀδελφοὶ Βεροιεῖς νὰ ἐξαποστείλουν τὸν Παῦλο καὶ νὰ τὸν φυγαδεύσουν πρὸς τὴ θάλασσα (Πρ. 17, 14), ἐνῶ παρέμειναν στὴ Βέροια ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος.
Στὴν ᾿Αθήνα ὅπου ὁδηγήθηκε ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος, τὸν ἀκολούθησαν κατ᾿ ἐντολή του, τὸ γρηγορότερο, ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος (Πρ. 17, 15). ᾿Απὸ τὴν ᾿Αθήνα ὁ Παῦλος ἀγωνιώντας γιὰ τὴν κατάσταση τῶν χριστιανῶν τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης, ἔστειλε τὸν Τιμόθεο “τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ” ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, στὴ Θεσσαλονίκη, -ὅπου βεβαίως ἐξετιμᾆτο ἰδιαιτέρως γιὰ τὸ ἔργο ποὺ εἶχαν ἐκτελέσει ἐκεῖ μὲ τὸν διδάσκαλό του ᾿Απόστολο Παῦλο-, προκειμένου νὰ στηρίξει στὴν πίστη τοὺς χειμαζομένους χριστιανοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος τῆς Θεσσαλονίκης καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσει στὶς θλίψεις τους (Α’ Θεσ. 3, 1-6). Καὶ ὅταν ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴν Κόρινθο, ὅπου εἶχε καταφύγει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος προερχόμενος ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα, τοῦ ἔφερε εὐχάριστα νέα γιὰ τὴ σταθερότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης τὴν ὁποία ἔτρεφαν οἱ Θεσσαλονικεῖς πρὸς αὐτόν, γεγονὸς ποὺ τὸν ἐχαροποίησε πολὺ (Πρ. 18, 5. Α’ Θεσ. 3, 6), ὥστε νὰ γράψει στοὺς Θεσσαλονικεῖς· “῎Αρτι δὲ ἐλθόντος Τιμοθέου πρὸς ἡμᾆς ἀφ᾿ ὑμῶν καὶ εὐαγγελισαμένου ἡμῖν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην ὑμῶν, καὶ ὅτι ἔχετε μνείαν ἡμῶν ἀγαθὴν πάντοτε, ἐπιποθοῦντες ἡμᾆς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ἡμεῖς ὑμᾆς, διὰ τοῦτο παρεκλήθημεν, ἀδελφοί, ἐφ᾿ ὑμῖν ἐπὶ πάσῃ τῇ ἀνάγκῃ καὶ θλίψει ἡμῶν διὰ τῆς ὑμῶν πίστεως, ὅτι νῦν ζῶμεν ἐὰν ὑμεῖς στήκετε ἐν Κυρίῳ. Τίνα γὰρ εὐχαριστίαν δυνάμεθα τῷ Θεῷ ἀνταποδοῦναι περὶ ὑμῶν ἐπὶ πάσῃ τῇ χαρᾷ ᾗ χαίρομεν δι᾿ ὑμᾆς ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὑπερεκπερισσοῦ δεόμενοι εἰς τὸ ἰδεῖν ὑμῶν τὸ πρόσωπον καὶ καταρτίσαι τὰ ὑστερήματα τῆς πίστεως ὑμῶν;” (Α’ Θεσ. 3, 6-10).
Στὴν Κόρινθο ὁ Τιμόθεος παρέμεινε κοντὰ στὸν ᾿Απόστολο Παῦλο ἀγωνιζόμενος μαζί του καί, ὅταν ἐγράφησαν οἱ δύο ἐπιστολὲς πρὸς Θεσσαλονικεῖς, πάλι αὐτὸς βρισκόταν μαζί του (Α’ Θεσ. 1, 1. Β’ Θεσ. 1, 1. Β’ Κορ. 1, 19).
Κατὰ τὴν Γ’ ἀποστολικὴ περιοδεία, ὅταν ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος πέρασε ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Μ. ᾿Ασίας (Πρ. 18, 21-23) καὶ κατέληξε στὴν ῎Εφεσο (Πρ. 19, 1-40, Γαλ. 1, 6-9. 3, 1. 5, 3-12) παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ μία τριετία, ἔχοντας μαζί του τὸν Τιμόθεο. ᾿Απὸ τὴν ῎Εφεσο ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπέστειλε τὸν Τιμόθεο σὲ εἰδικὲς ἐμπιστευτικὲς ἀποστολὲς στὴ Μακεδονία (Πρ. 19, 22· 20, 4. Α’ Κορ. 16, 10-11) μαζὶ μὲ τὸν ῎Εραστο καὶ ἴσως καὶ ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ στὴν Κόρινθο (Α’ Κορ. 4, 17· 16, 10-11) καὶ τὸν ἀνέμενε νὰ ἐπιστρέψει πάλι στὴν ῎Εφεσο (Α’ Κορ. 16, 11), ὀλίγον πρὶν γράψει τὴν Α’ πρὸς Κορινθίους ᾿Επιστολή του (Α’ Κορ. 4, 17· 16, 10-11). Τελικὰ ἡ συνάντησή τους ἔγινε μᾆλλον στὴ Μακεδονία παρὰ στὴν ῎Εφεσο, ὅπου κατέφθασε ἐν τῷ μεταξὺ καὶ ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος (Πρ. 20, 1). Καὶ ὅταν ἔγραφε τὴν Β’ πρὸς Κορινθίους ᾿Επιστολὴ εἶχε καὶ πάλιν κοντά του τὸν Τιμόθεο (Β’ Κορ. 1, 1) καὶ μαζὶ πῆγαν γιὰ τρίτη φορὰ στὴν Κόρινθο ἀπ᾿ ὅπου ἔστειλε τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ (Ρωμ. 16, 21. Β’ Κορ. 11, 4· 13, 11).
᾿Απὸ τὴν Κόρινθο ὁ Τιμόθεος μὲ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο ἐπέστρεψαν διὰ μέσου τῆς Ν. ῾Ελλάδος στὴ Μακεδονία καὶ στὴ συνέχεια ἀποβιβάσθηκαν στὴν Τρωάδα (Πρ. 19, 21ἑ. 24, 3-4) καὶ διαπλέοντες τὸ ᾿Α. Αἰγαῖο, πέρασαν ἀπὸ τὴ Μίλητο (Πρ. 20, 13-16 καὶ 17-38). ᾿Απὸ τὴ Μίλητο διῆλθαν ἀπὸ τὰ νησιὰ Κῶ, Ρόδο, ἔφθασαν στὰ Πάταρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Τύρο (Πρ. 21, 1-6). Στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὴν Τύρο πέρασαν ἀπὸ τὴν Πτολεμαΐδα καὶ τὴν Καισάρεια καὶ κατέληξαν στὰ ῾Ιεροσόλυμα (Πρ. 21, 7-23. 30), μεταφέροντας τὴ λογία (Πρ. 20, 4) γιὰ τοὺς ἐκεῖ Χριστιανούς.
Στὰ ῾Ιεροσόλυμα ὁ Τιμόθεος παρέμεινε κοντὰ στὸν ᾿Απόστολο Παῦλο κατὰ τὴν ἐκεῖ φυλάκισή του (Φιλιπ. 1, 1. Κολ. 1, 1. Φιλήμ. 1) καὶ κατόπιν τὸν συνόδευσε στὴ φυλακὴ στὴ Ρώμη (Πρ. 27, 3-28, 15) ἀπ᾿ ὅπου ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος ἐσκέπτετο νὰ τὸν στείλει στοὺς Φιλίππους.
᾿Εδῶ θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἐγράφησαν ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου -οἱ καλούμενες ἐπιστολὲς αἰχμαλωσίας- ἐγράφησαν στὸ ὄνομά του καὶ ἀναφέρονται ὡς συναποστελλόμενες ἀπὸ τὸν Τιμόθεο καὶ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, ὅπως οἱ Φιλιπ. 1, 1. 2, 19. Φιλήμ. 1. Κολ. 1, 1. Τρεῖς ἄλλες ἐπιστολὲς μνημονεύονται ὅτι συναποστέλλονται ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, τὸν Τιμόθεο καὶ τὸν Σιλουανό, ὅπως Α’ Θεσ. 1, 1· Β’ Θεσ. 1, 1, κατὰ τὴν Β’ ἀποστολικὴ περιοδεία· καὶ χωρὶς τὸν Σιλουανὸ ἡ Β’ Κορ. 1, 1 κατὰ τὴ Γ’ ἀποστολικὴ περιοδεία.
Εἶναι βέβαιο ὅτι κατὰ τὴν τελευταία μετάβαση τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου στὰ ῾Ιεροσόλυμα, μετὰ τὴν πρώτη ἀποφυλάκισή του στὴ Ρώμη, συνοδευόταν ἀπὸ τὸν Τιμόθεο, τὸν ὁποῖο μάλιστα ἄφησε στὴν ῎Εφεσο (Α’ Τιμ. 1, 3).
Μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴ καὶ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς φυλακῆς του στὴ Ρώμη ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος φαίνεται ὅτι ἐπεχείρησε τὴ λεγόμενη Δ’ ἀποστολικὴ περιοδεία γιὰ νὰ καταλήξει νὰ φυλακισθεῖ καὶ πάλι γιὰ δεύτερη φορὰ στὴ Ρώμη, ὅπου προσκάλεσε κοντά του καὶ πάλι τὸν Τιμόθεο· ἀπὸ τὴ φυλακὴ σχετικὰ τοῦ ἔγραφε: “᾿Αδιάλειπτον ἔχω τὴν περὶ σοῦ μνείαν ἐν ταῖς δεήσεσί μου νυκτὸς καὶ ἡμέρας, ἐπιποθῶν σὲ ἰδεῖν, μεμνημένος σου τῶν δακρύων, ἵνα χαρᾆς πληρωθῶ” (Β’ Τιμ. 1, 3-4) καὶ “Σπούδασον ἐλθεῖν πρός με ταχέως. Σπούδασον πρὸ χειμῶνος ἐλθεῖν” (Β’ Τιμ. 4, 9· 21).
Δὲν εἶναι πάντως, βέβαιο ὅτι ὁ Τιμόθεος συνάντησε στὴ Ρώμη τὸν φυλακισμένο ᾿Απόστολο παρ᾿ ὅ,τι στὴν πρὸς ῾Εβραίους ἐπιστολὴ (13, 23) γίνεται ἀναφορὰ γιὰ μία δική του πιθανὴ αἰχμαλωσία ἀπὸ τὴν ὁποία τελικὰ καὶ ἀπελευθερώθηκε. Σχετικὰ ἀναφέρεται: “Γιγνώσκετε τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν Τιμόθεον ἀπολελυμένον, μεθ᾿ οὗ, ἐὰν τάχιον ἔρχεται, ὄψομαι ὑμᾆς” (῾Εβρ. 13, 23). Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία ἀναφορὰ ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Τιμόθεο στὴν Κ. Διαθήκη. ῾Ο Τιμόθεος φαίνεται ὅτι ἐπανῆλθε στὴν ῎Εφεσο καὶ παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τοῦ ἐπισυμβάντος μαρτυρικοῦ θανάτου του.
Σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα ἀναφέρθηκαν μέχρι τώρα, γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ Τιμόθεος ἀκολούθησε τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς περιοδεῖες του καὶ μάλιστα συμμερίσθηκε τοὺς διωγμούς, τὰ δεσμὰ καὶ τὰ παθήματά του (Β’ Τιμ. 3, 10-11), παρὰ τὴν ἀσθενικὴ φύση καὶ καχεκτικὴ κράση του (Α’ Τιμ. 6, 23-24). Γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀφοσίωσή του πρὸς αὐτόν, γιὰ τὴν βαθειὰ εὐσέβεια καὶ σύνεσή του καὶ ἐπειδὴ μάλιστα κατηχήθηκε στὴ νέα πίστη καὶ βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο (Β’ Τιμ. 3, 10. Α’ Κορ. 4, 14ἑ.), ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος τὸν ἀποκαλεῖ “γνήσιον τέκνον” (Α’ Τιμ. 1, 1). Τὸν χαίρεται καὶ τὸν καμαρώνει ὡς πιστὸ ἀκόλουθο καὶ μιμητή του (Β’ Τιμ. 3, 10). ᾿Ακόμη τὸν ἀποκαλεῖ “τέκνον ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ” (Α’ Κορ. 4, 14-17), καθὼς καὶ “ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ” (Α’ Τιμ. 6, 11). ᾿Επιπλέον ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος μᾆς πληροφορεῖ ὅτι τὸν ὑπηρέτησε στὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κηρύξεως τοῦ εὐαγγελίου στὸν κόσμο ὅλο ὡς τέκνον πατρί: “τὴν δὲ δοκιμὴν αὐτοῦ γινώσκετε, ὅτι ὡς πατρὶ τέκνον σὺν ἐμοὶ ἐδούλευσεν εἰς τὸ εὐαγγέλιον” (Φιλιπ. 2, 22), γράφει σχετικά. ῎Ετσι, γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴ μεγάλη προσφορά του, δικαιολογώντας τοὺς τόσο τιμητικοὺς χαρακτηρισμοὺς ποὺ τοῦ ἀποδίδει, γράφει: “οὐδένα γὰρ ἔχω ἰσόψυχον, ὅστις γνησίως τὰ περὶ ὑμῶν μεριμνήσει” (Φιλιπ. 2, 20) καὶ μάλιστα ἐκτιμώντας τὶς ἀρετὲς καὶ ἱκανότητές του ἀνέθεσε στὸν Τιμόθεο τὴ διαποίμανση τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Εφέσου γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς διάφορες κακοδοξίες καὶ τὴν εἰδωλολατρία τῆς περιοχῆς αὐτῆς.
Κατὰ τὶς ᾿Αποστολικὲς Διαταγὲς (Ζ’ 46, 3) καὶ τὸν Εὐσέβιο (᾿Εκκλ. ῾Ιστορία 3, 46), ποὺ ἀπηχοῦν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ Τιμόθεος φαίνεται ὅτι ἐμαρτύρησε στὴν ῎Εφεσο ἐπὶ Δομιτιανοῦ περὶ τὸ 90 μ.Χ. Κατὰ μία ἄλλη ἐκδοχὴ φέρεται ὅτι ἐμαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρβα καὶ ἀνθυπάτου Περεγρίνου τὸ 97 μ.Χ. καὶ ὅτι τὰ ἀναφερόμενα στὴν ᾿Αποκάλυψη 2, 1-7 ἀφοροῦν ἔμμεσα τὸν Τιμόθεο. ῾Ο Τιμόθεος κατὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό του ἀναφέρεται ὅτι πρέπει νὰ ἦταν περίπου 59 ἐτῶν, ἐφ᾿ ὅσον τὸ μαρτύριό του ἔγινε τὸ 90· ἐὰν ὅμως ἐμαρτύρησε τὸ 97, τότε θὰ πρέπει νὰ ἦταν 66 ἐτῶν.
Κατὰ τὶς πληροφορίες τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου (᾿Εκκλ. ῾Ιστορία 3, 4, 5. ΒΕΠ 19, 251, 5-6· πρβλ. Νικηφόρου Καλλίστου, ᾿Εκκλ. ῾Ιστορία 3, 11), οἱ ὁποῖες ἐπίσης ἀπηχοῦν τὴν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ Τιμόθεος τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο πρῶτος ἐπίσκοπος ᾿Εφέσου: “Τιμόθεος γε μὴν τῆς ἐν ᾿Εφέσῳ παροικίας ἱστορεῖται πρῶτος τὴν ἐπισκοπὴν εἰληχέναι ὡς καὶ Τίτος τῶν ἐπὶ Κρήτης ἐκκλησιῶν”, ἐπαληθεύων ἔτσι τὴ μαρτυρία τῆς Κ.Δ. (Α’ Τιμ. 1, 3) κατὰ τὴν ὁποία, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, ἐπιστρέφοντας ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος, μετὰ τὴν πρώτη ἀποφυλάκισή του, ἀπὸ τὴ Ρώμη στὰ ῾Ιεροσόλυμα καὶ διερχόμενος ἀπὸ τὴν ῎Εφεσο ἄφησε τὸν Τιμόθεο ἐκεῖ, ὅπου παρέμεινε ὡς ἐπίσκοπος, ἴσως, καὶ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ ᾿Ιωάννου.
Κατὰ τὰ Acta Timothei ὁ Τιμόθεος βλέποντας τὶς ὀργιώδεις καὶ ἀπάνθρωπες τελετὲς ποὺ γίνονταν σὲ κάποια τοπικὴ ἑορτὴ τῆς ᾿Εφέσου, “τὰ καταγώγια”, πρὸς τιμὴν κάποιας εἰδωλολατρικῆς θεότητας, (πιθανὸν τῆς θεᾆς ᾿Αρτέμιδος ἢ τοῦ Διονύσου, κατὰ τὸ Συναξαριστή, Πολυκράτη καὶ Συμεὼν τὸ Μεταφραστή, PG 114, 76ἑ.), ἡ ὁποία σχετιζόταν μὲ τὴν “ἐπάνοδό της” στὸν τόπο “καταγωγῆς” καὶ προσπαθώντας νὰ πείσει τοὺς ᾿Εφεσίους νὰ μὴ λάβουν μέρος στὶς ὀργιαστικὲς καὶ ἀπάνθρωπες τελετές, ἐπεδίωξε νὰ τὶς καταργήσει. Πρὸς τοῦτο πῆγε στὰ “καταγώγια” τῶν εἰδωλολατρῶν γιὰ νὰ τὶς ἀποτρέψει, ὅπου ὅμως ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τοὺς ὁποίους, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ἦλθε σὲ σύγκρουση μαζί τους.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν “οἱ ἀπάνθρωποι καὶ θηριώδεις, κινηθέντες ὑπὸ μανίας καὶ μεγάλης ὀργῆς” ἐναντίον του “ἐφόνευσαν τὸν τοῦ κυρίου ἀπόστολον μὲ τὰ ξύλα τὰ ὁποῖα εἶχον εἰς τὰς χεῖρας των καὶ οὕτω πως ὁ μακάριος τελειωθεὶς ἐνεταφιάσθη ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν· τὸ δὲ ἅγιον λείψανον ἀνεκομίσθη ὕστερον (τὸ 356 ἐπὶ Κωνσταντίου) καὶ μετεφέρθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀποθησαυρισθὲν μετὰ τῶν λειψάνων Λουκᾆ καὶ ᾿Ανδρέου εἰς τὸν Ναὸν τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, ὅπου καὶ ἡ σύναξις καὶ ἑορτὴ αὐτοῦ τελεῖται” κατὰ τὸν Συναξαριστή. Κατὰ τὸν δέκατο τρίτο αἰώνα ἀνακομίσθηκαν καὶ βρέθηκαν τελευταῖα κάτω ἀπὸ τὴν ἁψῖδα τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Termoli.
῾Η ᾿Εκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Αποστόλου Τιμοθέου, τὴν 22α ᾿Ιανουαρίου.
᾿Απολυτίκιον
Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾆσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόρρητα· καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, ᾿Απόστολε Τιμόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Οἱ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολὲς
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ἔγραψε πρὸς τὸν Τιμόθεο δύο ἐπιστολὲς οἱ ὁποῖες (μὲ τὴν πρὸς Τίτο) ὀνομάζονται Ποιμαντικὲς ᾿Επιστολές. Μὲ τὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος παρέχει στὸν παραλήπτη ὁδηγίες καὶ συμβουλὲς γιὰ τὰ καθήκοντά του ὡς ποιμένα πρὸς τὸ ποίμνιό του ποὺ τοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὴν πνευματικὴ διαποίμανση. Κατὰ τὸ περιεχόμενό τους διαφέρουν ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐπιστολὲς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, γιατὶ αὐτὲς προϋποθέτουν τὶς ἴδιες σχεδὸν ἱστορικὲς περιστάσεις, τὶς ἴδιες ψευδοδιδασκαλίες, τὴν ἴδια ἐκκλησιαστικὴ ὀργάνωση καὶ ἀκόμη γιατὶ παρουσιάζουν μεγάλη ὁμοιότητα μεταξύ τους, ἔχουν τὸ ἴδιο σχεδὸν λεκτικὸ ὕφος, τὶς ἴδιες θεολογικὲς ἰδέες καὶ ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένες καταστάσεις τῆς ᾿Εκκλησίας.
᾿Επειδὴ στὶς δύο αὐτὲς ἐπιστολές του πρὸς τὸν Τιμόθεο ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος δίδει ὁδηγίες γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου γι᾿ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζονται ἀπὸ μερικοὺς ὡς τὸ “Κανονικὸ Δίκαιο” τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου.
᾿Αλλὰ πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι τὸ περιεχόμενό τους δὲν ἀναφέρεται σὲ ὅλα γενικὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα καὶ βεβαίως δὲν καλύπτει ὅλες τὶς περιπτώσεις τῆς διοικήσεως καὶ ζωῆς τῆς ᾿Εκκλησίας. Παρὰ ταῦτα τὸ πρακτικὸ σύστημα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶχε ὡς θεμέλιο τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀντλοῦσε κάθε φορὰ ἡ ἱεραρχία τοὺς κανόνες καὶ τὶς διατάξεις τῆς ποιμαντικῆς διακονίας. Καὶ τοῦτο διότι μὲ τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος προβάλλει κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὸν ἰδανικὸ πνευματικὸ ποιμένα καὶ τὸν πρῶτο ὀργανισμὸ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος καὶ ἀκόμη διότι παρουσιάζει τὶς πρῶτες ἱστορικὲς βάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας.
῎Ισως αὐτὸς νὰ ἦταν καὶ ὁ κύριος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀμφισβητήθηκε τόσο πολὺ καὶ ἡ γνησιότητά τους.
Στὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος, ἀφοῦ ἀπευθύνει διάφορες παραινέσεις καὶ ὑποβάλλει διάφορες ὑποθῆκες στοὺς κληρικούς, παίρνει ἀφορμὴ στὴ συνέχεια νὰ ἐκθέσει τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς διάφορες αἱρετικὲς κακοδοξίες. ῎Ετσι σ᾿ αὐτὲς ἀναπτύσσονται τὰ βασικότερα δόγματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ὅπως ἡ παγκοσμιότητα τῆς ἀπολυτρώσεως, ἡ ᾿Εκκλησία, τὰ μυστήρια, ἡ θεοπνευστία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, οἱ βασικὲς ἀρχὲς τοῦ κανονικοῦ δικαίου κ.ἄ. καὶ τονίζεται ὅτι οἱ ἐξουσίες τῶν ἱερατικῶν βαθμῶν πηγάζουν ὄχι ἀπὸ τὴ σύναξη τῶν πιστῶν ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ αὐθεντία καὶ ὅτι τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα (ὁ ἐπίσκοπος) εἶναι ἡ συνέχεια καὶ ἡ μελλοντικὴ κληρονομία τῆς ἀποστολικῆς ἐξουσίας, μὲ τὸν τύπο τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν στοὺς κληρικούς.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ χαρακτήρας τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν δὲν εἶναι μόνο παραινετικός, ἀλλὰ εἶναι ἐν μέρει καὶ δογματικὸς καὶ πολεμικός. Περισσότερα στοιχεῖα καὶ εἰδικώτερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς στὶς διάφορες εἰσαγωγὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ στὰ εἰδικὰ ὑπομνήματα τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν.
ΠΗΓΕΣ
Βασικὲς πηγὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀντλοῦμε πληροφορίες γιὰ τὸν ᾿Απόστολο Τιμόθεο εἶναι:
α) ῾Η Καινὴ Διαθήκη καὶ εἰδικὰ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου κυρίως οἱ Ποιμαντικὲς ἐπιστολές.
β) ῾Η ᾿Εκκλησιαστικὴ παράδοση, ὅπως διασώζεται στὶς ᾿Αποστολικὲς Διαταγές, στὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας καὶ στὰ διάφορα Συναξάρια τῆς ἑορτῆς τοῦ ᾿Αποστόλου καὶ τέλος
γ) Τὰ ᾿Απόκρυφα, Acta Timothei.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: Θεοδωρήτου Κύρου, ῾Ερμηνεία τῆς Α’ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολῆς, PG 82, 787-830. Τοῦ ἰδίου, ῾Ερμηνεία τῆς Β’ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολῆς, PG 82, 831-858. Θεοδώρου Μοψουεστίας, ῾Υπόμνημα (᾿Αποσπάσματα) τῆς Α’ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολῆς, PG 66, 936-944. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα (᾿Αποσπάσματα) τῆς Β’ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολῆς, PG 66, 945-948. Θεοφυλάκτου ᾿Αχρίδος, ᾿Εξήγησις εἰς τὰς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, PG 125, 496-1132. Τοῦ ἰδίου, ᾿Εξήγησις τῆς Α’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς, PG 125, 9-88. Τοῦ ἰδίου, ᾿Εξήγησις τῆς Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς, PG 125, 88-140. ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ, ῾Ερμηνεία εἰς τὴν ἐπιστολὴν Α’ πρὸς Τιμόθεον, PG 95, 997-1016. Τοῦ ἰδίου, ῾Ερμηνεία εἰς τὴν ἐπιστολὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον, PG 95, 1016-1029. ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου, ῾Υπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, PG 60, 13-384. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα εἰς τὴν Α’ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολήν, PG 62, 501-598. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα εἰς τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολήν, PG 62, 599-662. Οἰκουμενίου Τρίκκης, ᾿Εξήγησις εἰς τὰς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, PG 118, 43-308. Τοῦ ἰδίου, ῾Η πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολὴ Α’, PG 119, 136-196. Τοῦ ἰδίου, ῾Η πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολὴ Β’, PG 119, 196-240. Συμεὼν Μεταφραστοῦ, ῾Υπόμνημα εἰς τὸν ῞Αγιον ᾿Απόστολον Τιμόθεον, PG 114, 761-773.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Α. Εἰσαγωγές: ᾿Αγουρίδη, Σ., Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ᾿Αθήνα 1971. ᾿Αντωνιάδου, Β., ᾿Εγχειρίδιον Εἰσαγωγῆς εἰς τὰς ῾Αγίας Γραφάς, τ. Β’, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ᾿Αθῆναι 1937. Γαλίτη, Γ., Εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς λόγους τοῦ Πέτρου ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ᾿Αποστόλων, ᾿Αθῆναι 1962. Δαμαλᾆ, Ν., ῾Ερμηνεία εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, τ. Α’, Εἰσαγωγή, ᾿Αθῆναι 1876. ᾿Ιωαννίδου, Β., Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ᾿Αθῆναι 1960. Καραβιδοπούλου, ᾿Ιω., Εἰσαγωγὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983. Σάκκου, Σ., Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 19842. Σιώτου, Μ., Παραδόσεις Εἰσαγωγῆς εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, Μέρος Α’, ᾿Αθῆναι 1971. Β. ῾Ερμηνευτικὰ ῾Υπομνήματα: Γαλάνη, ᾿Ιω., ῾Η Πρώτη ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Αποστ. Παύλου πρὸς Θεσσαλονικεῖς, Θεσσαλονίκη 1985. Τοῦ ἰδίου, ῾Η Δευτέρα ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Αποστ. Παύλου πρὸς Θεσσαλονικεῖς, Θεσσαλονίκη 1989. Γαλίτη, Γ., Αἱ Ποιμαντικαὶ ᾿Επιστολαὶ τοῦ ᾿Αποστ. Παύλου (Εἰσαγωγή-῾Ερμηνεία περικοπῶν κατ᾿ ἐκλογήν), Θεσσαλονίκη 1971. Ζωγράφου, Θ., ῾Ερμηνεία εἰς τὴν Α’ Τιμόθεον, Β’ Τιμόθεον, Τίτον, ᾿Αθῆναι 1932. Καραβιδοπούλου, ᾿Ιω., ᾿Αποστόλου Παύλου ᾿Επιστολὲς πρὸς ᾿Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981. Μακράκη, ᾿Α., ῾Ερμηνεία ὅλης τῆς Κ. Διαθήκης, τ. 1-2, ᾿Αθῆναι 19562. Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, ῾Ερμηνεία εἰς τὰς ἑπτὰ Καθολικὰς ᾿Επιστολὰς τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, Θεσσαλονίκη 1986. Παπαδοπούλου, Χρυσοστόμου, Αἱ Ποιμαντικαὶ καὶ ἡ πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολαί, ᾿Αλεξάνδρεια 1912. Πόποβιτς, ᾿Ιουστίνου, ᾿Αρχ., ῾Ερμηνεία τῆς Α’ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολῆς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, μετάφρ. Μ. Σ. Χρυσανθοπούλου, Θεσσαλονίκη 1986. Στογιάννου, Β., ῾Η Α’ ᾿Επιστολὴ Πέτρου, Θεσσαλονίκη 1980. Τρεμπέλα, Π., ῾Υπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, ᾿Αθῆναι 1955. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα εἰς τὰς ᾿Επιστολὰς τῆς Καινῆς Διαθήκης, τ. 1-2, ᾿Αθῆναι 19562. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα εἰς τὴν πρὸς ῾Εβραίους καὶ τὰς ἑπτὰ Καθολικὰς ᾿Επιστολάς, ᾿Αθῆναι 1941. Φιλιππίδου, Λ., ῾Η πρώτη πρὸς Τιμόθεον Ποιμαντικὴ ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 19732. Γ. ῎Αλλες ἐργασίες: ᾿Αντωνιάδη, Ε., ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ἐν ᾿Αθήναις, ᾿Αθῆναι 1920. Βούλγαρη, Χρ., Χρονολογία τῶν γεγονότων τοῦ βίου τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 19832. Τοῦ ἰδίου, Νέα θεώρησις τῶν ἐρίδων τῆς ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κορίνθου καὶ τῶν ἐν αὐτῇ ἀντιπάλων τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 1976. Καραβιδοπούλου, ᾿Ιω., ᾿Ενδείξεις ἐκ τῶν ἐπιστολῶν τῆς αἰχμαλωσίας καὶ ἐκ τῆς παραδόσεως περὶ τῆς φυλακίσεως τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου ἐν ᾿Εφέσῳ, Θεσσαλονίκη 1965. Σάκκου, Σ., ῾Ο Πέτρος καὶ ἡ Ρώμη, Α’ Μαρτυρία τῆς Κ. Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1989. Τοῦ ἰδίου, Οἱ ᾿Ανώνυμοι ἀδελφοί, στὴ Β’ πρὸς Κορινθίους ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, Θεσσαλονίκη 1989. Σιώτου, Μ., Τὸ ἔργον Μάρκου καὶ Βαρνάβα καὶ ἡ ἑνότης τῆς ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι 1971. Τοῦ ἰδίου, ῾Ο Εὐαγγελιστὴς Λουκᾆς καὶ ἡ πόλις τῶν Φιλίππων, [ἀνάτ. ἀπὸ τὸν ᾿Εκκλ. Φάρο, τ. 65-66 (1983-4)], ᾿Αλεξάνδρεια 1984. Ξένη Βιβλιογραφία: Gaston, B., The Pastoral Epistles, N. York 1974. Goodspeed, E. J., An Introduction to the New Testament, Chicago 1937. Guthrie, D., New Testament Introduction, London 19703. Τοῦ ἰδίου, Pastoral Epistles, London 1973. Holtz, G., Die Pastoral briefe ThHNT, 1965. Moffatt, J., An Introduction to the Literature of N.T., Edinburgh 19334. Scott, E., The Pastoral Epistles, London 1957. Spicq, G., Les Epîtres Pastorales, GB 1-2, Paris 1966. Δ. Λεξικά: A Dictionary of the Bible (ἐκδ. Hastings 1, 1928). Dictionnaire de la Bible (ἐκδ. F. Vigouroux, 1912). Dictionnaire de la Bible Supplement, (ἐκδ. L. Pirot, 1928ἑ.). Λεξικὸν τῆς Κ. Διαθήκης. (Σ. Εὐστρατιάδου, 1910). Νέον ᾿Εγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, (Γ. Ζ. Κωνσταντινίδη, 1976). The Interpreter᾿s Dictionary of the Bible, 1962. Vocabulaire de Théologie Biblique, 19753. Χ.Κ. |