ΣÍΛΑΣ ἢ ΣΙΛÁΣ ἢ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ,
᾿Απόστολος καὶ συνεργάτης τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου
30 ᾿Ιουλίου
Τὸ ὄνομα Σιλουανὸς εἶναι λατινικὴ ἀπόδοση τοῦ ἀραμαϊκοῦ Sche'iah, ποὺ σημαίνει “ἀπεσταλμένος”. Οἱ ῾Εβραῖοι μποροῦσαν νὰ παίρνουν ἕνα ὁμόηχο ρωμαϊκὸ ὄνομα, ἰδιαίτερα ἂν ἦταν ρωμαῖοι πολῖτες. Μὲ τὸ ἴδιο κριτήριο διάλεγαν ἕνα περίπου ὁμόηχο ἑλληνικὸ ὄνομα (πρβλ. Σαούλ-Σαῦλος). Τὸ ὄνομα Σίλας καὶ ἐπὶ τὸ δοκιμότερον Σιλᾆς εἶναι κατὰ μία ἄποψη συντετμημένη μορφὴ τοῦ ὀνόματος Σιλουανός. ῞Οπως ὅμως ὑποστηρίζει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Β. Στογιάννος (Α¢ ᾿Επιστολὴ Πέτρου, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 455-457) φαίνεται ὅτι τὸ Σίλας εἶναι ὄχι σύντμηση τοῦ λατινικοῦ, ἀλλὰ ἑλληνικὴ ἀπόδοση τοῦ ἀραμαϊκοῦ Sche'iah.
Στὴν Κ.Δ. συναντῶνται συχνὰ καὶ τὰ δύο ὀνόματα Σίλας καὶ Σιλουανός. Προφανῶς πρόκειται περὶ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου. Μὲ τὸ ὄνομα Σίλας (ἢ Σιλᾆς) ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων (15, 22· 32· 40· 16, 19· 25-30· 17, 4-10. 14) καὶ παρουσιάζεται ὡς μέλος ἐπίσημο τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων καὶ πολὺ γνωστὸς τοῦ Πέτρου πρὶν προσκολληθεῖ στὸν ᾿Απόστολο Παῦλο. Μὲ τὸ ὄνομα Σιλουανὸς παρουσιάζεται σὲ ἐπιστολὲς τῶν ᾿Αποστόλων Παύλου καὶ Πέτρου. (Α¢ Θεσ. 1, 1. Β¢ Θεσ. 1, 1. Β¢ Κορ. 1, 19 καὶ Α¢ Πέτρ. 5, 12) καὶ ἀναφέρεται ὡς συναποστολέας τῶν ἐπιστολῶν πρὸς Θεσσαλονικεῖς καὶ ὡς ὑπογραφέας τῆς Α¢ Πέτρου.
῾Ο Σίλας-Σιλουανὸς ἦταν ἀπὸ τὰ διακεκριμένα γιὰ τὸ ἦθος τους ἡγετικὰ στελέχη τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνεδείχθη μεταξὺ τῶν ὀλίγων ἐκλεκτῶν, τοὺς ὁποίους ἡ ᾿Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων ἀνεγνώριζε καὶ ἐκτιμοῦσε. ῾Η ἀναγνώριση αὐτὴ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς ἀποστολικῆς Συνόδου (49-50 μ.Χ.), τόσο οἱ ἀπόστολοι μὲ τοὺς πρεσβυτέρους, ὅσο καὶ ὁλόκληρη ἡ ᾿Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων, ἀπεφάσισαν νὰ ἐκλέξουν μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι θὰ συνόδευαν τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο καὶ τὸ Βαρνάβα στὴν ᾿Αντιόχεια γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν καὶ οἱ ἴδιοι τὶς ἀποφάσεις ποὺ εἶχαν ληφθεῖ στὴν ἀποστολικὴ Σύνοδο, τὶς ὁποῖες θὰ ἐπέδιδαν γραπτῶς στὴν τοπικὴ ᾿Εκκλησία. Φαίνεται ἐδῶ ἡ εὐαισθησία τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων νὰ μὴν ὑπάρξει κανένας κίνδυνος ἐνδεχομένης παρανοήσεως τῶν ἀποφάσεων τῆς ἀποστολικῆς Συνόδου ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους χριστιανοὺς τῆς ᾿Αντιοχείας. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ λοιπὸν ἐξέλεξαν τὸν ᾿Ιούδα, τὸν ἐπονομαζόμενο Βαρσαββὰ καὶ τὸν Σίλα, ἄνδρες ποὺ κατεῖχαν ἐξέχουσα καὶ ἡγετικὴ θέση μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν. Παρ᾿ ὅτι ὁ Σίλας ἦταν ἡγετικὴ προσωπικότητα καὶ κατεῖχε σημαντικὴ θέση στὴν ᾿Εκκλησία, ἐν τούτοις δὲν ἀναφέρεται εἰδικὰ τὸ εἶδος τῆς ἡγετικῆς αὐτῆς θέσεώς του. ῾Οπωσδήποτε ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν προφητῶν τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στὴ συνέχεια τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων, “᾿Ιούδας τε καὶ Σιλᾆς, καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν” (Πρ. 15, 32).
῾Η μαρτυρία αὐτὴ συνδέει τὴν τάξη τῶν προφητῶν τῶν ῾Ιεροσολύμων μὲ τὴν ἀντίστοιχη τάξη τῆς ᾿Αντιοχείας, τῆς ὁποίας μέλη ἦταν οἱ ᾿Απόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας.
῾Ο Σίλας εἶχε συνδεθεῖ ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς ἰδιαίτερα μάλιστα μὲ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπέλεξε ἀντὶ τοῦ Μάρκου ὡς συνοδό του στὴ δευτέρα ἀποστολικὴ περιοδεία: “Παῦλος δὲ ἐπελεξάμενος Σιλᾆν” (Πρ. 15, 40). ῎Εκτοτε ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πιὸ στενοὺς συνεργάτες του (ὅπως καὶ τοῦ ᾿Αποστόλου Πέτρου) στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τους. Σὲ ὅλον αὐτὸ τὸ χρόνο ποὺ συνόδευε τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο συμμερίσθηκε τὶς δοκιμασίες, τὰ παθήματα καὶ τὶς θλίψεις του· στοὺς Φιλίππους ὑπέστησαν μαζὶ ραβδισμοὺς καὶ φυλάκιση.
῾Ως γνωστὸ στοὺς Φιλίππους ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος ἐθεράπευσε μία παιδίσκη ποὺ εἶχε πνεῦμα πύθωνα καὶ ὅταν οἱ προστάτες της, ποὺ τὴν ἐκμεταλλεύονταν, ἔχασαν τὰ ἔσοδα τῆς ἐργασίας τους συνέλαβαν τοὺς ᾿Αποστόλους Παῦλο καὶ Σίλα καὶ τοὺς παρέδωσαν στοὺς στρατηγοὺς τῆς πόλεως. ᾿Εκεῖνοι διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν καὶ πληγωμένους τοὺς ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Μάλιστα ὁ δεσμοφύλακας “ἔβαλε αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον” (Πρ. 16, 24). Καὶ ἐνῶ κατὰ τὸ μεσονύκτιο οἱ ᾿Απόστολοι προσεύχονταν καὶ ὑμνοῦσαν τὸ Θεὸ καὶ οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι τοὺς ἄκουγαν ἔκπληκτοι, ξαφνικὰ ἰσχυρὸς σεισμὸς ἔγινε μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνοίξουν οἱ θῦρες καὶ νὰ λυθοῦν τὰ δεσμά τους. Βλέποντας αὐτὰ ὁ δεσμοφύλακας καὶ νομίζοντας ὅτι τοῦ διέφυγαν οἱ φυλακισμένοι ἔσυρε τὸ μαχαίρι γιὰ νὰ αὐτοκτονήσει. ᾿Αλλ᾿ ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος τὸν ἀπέτρεψε ἀπὸ τὸ διάβημά του καὶ ὁ δεσμοφύλακας τοὺς πῆρε στὸ σπίτι του, τοὺς περιποιήθηκε τὰ τραύματά τους, ἄκουσε τὸ λόγο τους καὶ πίστεψε αὐτὸς καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του (Πρ. 16, 30-35).
Κατόπιν οἱ στρατηγοὶ ἔστειλαν τοὺς ραβδούχους νὰ εἰποῦν στοὺς ᾿Αποστόλους νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Φιλίππων, ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι διεμαρτυρήθηκαν γιατὶ τοὺς ἔδειραν ἐνῶ ἦταν ρωμαῖοι πολῖτες· τοῦτο προκάλεσε ἀνησυχία καὶ φόβο στοὺς στρατηγοὺς καὶ ἔτσι ἀναγκάσθηκαν νὰ πᾆνε οἱ ἴδιοι καὶ νὰ παρακαλέσουν τοὺς ᾿Αποστόλους νὰ φύγουν (Πρ. 16, 35-40). Τελικὰ οἱ ᾿Απόστολοι, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκαν τὴν πρώτη εὐρωπαία χριστιανή, τὴ Λυδία, ἡ ὁποία εἶχε πιστεύσει στὸ κήρυγμά τους, στοὺς Φιλίππους, ἀνεχώρησαν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους καὶ διερχόμενοι ἀπὸ τὴν ᾿Αμφίπολη καὶ ᾿Απολλωνία ἔφθασαν στὴ Θεσσαλονίκη (Πρ. 16, 40-17, 1).
Στοὺς Φιλίππους ἵδρυσαν τὴν πρώτη ᾿Εκκλησία σὲ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος, ἡ ὁποία ἦταν μία ἀπὸ τὶς περισσότερο ἀγαπημένες χριστιανικὲς κοινότητες καὶ πρὸς τὴν ὁποία ἔδειξαν ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ στοργικὸ ἐνδιαφέρον· ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἔδειξε ἐπίσης τὴν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσή της πρὸς τοὺς ᾿Αποστόλους Παῦλον καὶ Σίλαν.
Καὶ μάλιστα, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τὴν ᾿Εκκκλησία αὐτή ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος, ἡ ᾿Εκκλησία τῶν Φιλίππων συχνὰ τὸν ἐβοήθησε καὶ οἰκονομικά.
῾Η ᾿Εκκλησία τῶν Φιλίππων ἦταν μία ἀπὸ τὶς ᾿Εκκλησίες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος διατηροῦσε συνεχῆ ἐπικοινωνία εἴτε μὲ ἀπεσταλμένους του εἴτε μὲ ἐπιστολές του εἴτε καὶ μὲ αὐτοπρόσωπες ἐπισκέψεις του κατὰ διάφορα χρονικὰ διαστήματα. Καί, ὅπως εἶναι γνωστό, τὴν ἐπισκέφθηκε τουλάχιστον ἄλλες τέσσερες φορές.
῾Η ἵδρυση τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας ἐπὶ εὐρωπαϊκοῦ ἐδάφους, τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Φιλίππων, ἀπετέλεσε τὴν ἀπαρχὴ ἱδρύσεως χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν στὴ Μακεδονία καὶ στὴ λοιπὴ νότια ῾Ελλάδα, τὶς ὁποῖες ἀποτελοῦσαν κυρίως χριστιανοὶ ἐξ ἐθνῶν.
Πάντως ἡ ἐπίσκεψη τῶν ᾿Αποστόλων Παύλου καὶ Σίλα στοὺς Φιλίππους καὶ τὸ κήρυγμά τους ἐκεῖ εἶχε ὁπωσδήποτε καλὰ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ προσείλκυσαν πολλοὺς χριστιανοὺς καὶ αὐτὸ ἀπετέλεσε σημαντικότατο γεγονὸς γιὰ τὴν παραπέρα πορεία τους σὲ ἄλλες περιοχές.
Γι᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ μεγάλη συμβολὴ τοῦ ᾿Αποστόλου Σίλα, ἰδιαίτερα, στὴν ἐπιτυχία τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς Φιλιππησίους καὶ στὴν ἐν γένει δραστηριότητά του καὶ εἰδικὰ στὴν ἵδρυση τῆς ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Φιλίππων ὁ ᾿Απόστολος Σίλας συνδέεται μὲ τὴν ᾿Εκκλησία τῶν Φιλίππων, ἀναγνωρίζεται ὡς συνιδρυτὴς τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς καὶ τιμᾆται ὡς κατ᾿ ἐξοχὴν ἰδικός της ᾿Απόστολος. Χαρακτηριστικὴ ἀπόδειξη τῶν ἰδιαίτερων δεσμῶν του μὲ τὴν τοπικὴ ᾿Εκκλησία τῶν Φιλίππων εἶναι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἡ ἵδρυση πρὸς τιμήν του καὶ ἐπ᾿ ὀνόματί του τῆς ὁμώνυμης ῾Ιερᾆς Μονῆς τοῦ ᾿Αποστόλου Σίλα καὶ οἱ ξεχωριστὲς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις ποὺ γίνονται κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του.
Τοὺς ᾿Αποστόλους Παῦλο καὶ Σίλα δὲν ἀποθάρρυναν οὔτε οἱ διωγμοὶ καὶ οἱ κακοποιήσεις, ἀλλ᾿ οὔτε οἱ μαστιγώσεις καὶ οἱ φυλακίσεις ποὺ ὑπέστησαν στοὺς Φιλίππους στάθηκαν ἱκανὰ νὰ κάμψουν τὸ φρόνημά τους. ᾿Αντίθετα μάλιστα χαλύβδωσαν τὴ θέλησή τους καὶ ἐνίσχυσαν τὴν ἀπόφασή τους. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ ὅσα γράφει σχετικὰ ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος στὴν Α¢ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του: “ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες ἐν Φιλίπποις ἐπαρρησιασάμεθα, λαλῆσαι πρὸς ὑμᾆς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ” (Α¢ Θεσ. 2, 2).
῎Ετσι ἡ ἀντίδραση ποὺ συνάντησαν στοὺς Φιλίππους τοὺς ἔδωσε περισσότερο θάρρος νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ στοὺς Θεσσαλονικεῖς, στὴ Συναγωγὴ τῶν ὁποίων ἐκήρυξαν τουλάχιστον ἐπὶ τρεῖς ἑβδομάδες μὲ βάση πάντοτε τὰ κείμενα τῆς Βίβλου. Τὸ κήρυγμά τους ποὺ ἦταν Χριστοκεντρικό, περιελάμβανε πρῶτα τὴν ἀπόδειξη τῶν προφητειῶν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας καὶ δεύτερο, ὅτι αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πάθει καὶ νὰ ἀναστηθεῖ, σύμφωνα πάντοτε μὲ τὰ ὅσα εἶχαν προφητευθεῖ. Καὶ ἔπρεπε μὲν νὰ πάθει ὁ Χριστὸς γιατὶ ἀλλιῶς ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπολύτρωσή μας· ἔπρεπε δὲ ἐπίσης νὰ ἀναστηθεῖ γιατὶ ἀλλιῶς ἡ ἀπολύτρωσή μας δὲν θὰ ἐτελειοῦτο, ἐφ᾿ ὅσον ὁ θάνατος δὲν θὰ κατελύετο. ῏Ηταν, ἀσφαλῶς, ἀπαραίτητο νὰ περιλαμβάνει τὸ κήρυγμά τους τὰ παραπάνω, νὰ εἶναι δηλαδὴ Χριστοκεντρικὸ γιὰ νὰ διορθώσει τὶς ὅποιες πεπλανημένες καὶ μονομερεῖς ἰδέες εἶχαν σχηματίσει οἱ ᾿Ιουδαῖοι γιὰ τὸν Μεσσία ἀπὸ τὶς διάφορες ἑρμηνεῖες τῶν προφητειῶν.
Τὸ κήρυγμά τους στὴ Θεσσαλονίκη εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους ἀκροατές τους ὄχι μόνο νὰ πεισθοῦν στοὺς λόγους τους, νὰ συνδεθοῦν ὡς φίλοι καὶ σύντροφοι τῶν ᾿Αποστόλων, ἀλλὰ καὶ νὰ πιστεύσουν στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστὸ καὶ ἔτσι νὰ δοθοῦν σ᾿ αὐτοὺς γιὰ νὰ καθοδηγοῦνται πνευματικὰ καὶ νὰ ταυτίσουν μαζί τους τὴν ἐλπίδα τους καὶ τὶς προσδοκίες τοῦ μέλλοντός τους (Πρ. 17, 4).
Δὲν ἦταν ὅμως μόνο ἕνας ἀριθμὸς ᾿Ιουδαίων ποὺ πίστευσαν στὸ κήρυγμα τῶν ᾿Αποστόλων Παύλου, Σίλα καὶ Τιμοθέου, ἀλλὰ καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ τοὺς προσηλύτους ῞Ελληνες, ποὺ σέβονταν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὶς γυναῖκες τῆς ἀνωτέρας τάξεως ὄχι ὀλίγες (Πρ. 17, 5).
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποδεικνύει τὴ μεγάλη ἀπήχηση καὶ ἐπιτυχία ποὺ εἶχε τὸ κήρυγμά τους σὲ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ ἐκείνων, ἰδίως τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἀσπάσθηκαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὴ Θεσσαλονίκη (Α¢ Θεσ. 1, 9-10).
Γι᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ μεγάλη συμβολὴ τοῦ ᾿Αποστόλου Σίλα στὴν ἐπιτυχία τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς Θεσσαλονικεῖς καὶ στὴν ἐν γένει δραστηριότητά του στὴ Θεσσαλονίκη καὶ εἰδικὰ στὴν ἵδρυση τῆς ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ᾿Απόστολος Σίλας τιμᾆται καὶ ἀναγνωρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης.
῞Ομως ἡ ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος στὴ Θεσσαλονίκη προκάλεσε τὴν ἀντίδραση τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ φθόνο ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον τῶν ᾿Αποστόλων καὶ, χρησιμοποιώντας “ἀγοραίους ἄνδρες”, τοὺς ἐξανάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ Θεσσαλονίκη καὶ νὰ καταφύγουν στὴ Βέροια (Πρ. 17, 5-10).
Οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῆς Βεροίας ἦταν εὐγενέστεροι ἀπὸ τοὺς Θεσσαλονικεῖς (Πρ. 17, 11) καὶ καθ᾿ ὅλο τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς ἐκεῖ παραμονῆς τους οἱ ᾿Απόστολοι Παῦλος, Σίλας καὶ Τιμόθεος ἐκήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἔρευνα καὶ ἀνάλυση τῶν Γραφῶν. ᾿Αποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἐξετάσεων τῶν Γραφῶν καὶ τῶν γενομένων συζητήσεων ἦταν νὰ πιστεύσουν πολλοὶ ᾿Ιουδαῖοι καὶ ὄχι ὀλίγοι ἀπὸ τοὺς ἄνδρες καὶ γυναῖκες τῆς ἀνωτέρας τάξεως (Πρ. 17, 12), μεταξὺ τῶν ὁποίων θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ὁ Σώπατρος Βεροιαῖος (Πρ. 20, 4).
Μόλις ὅμως πληροφορήθηκαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ὅτι οἱ ἐκδιωχθέντες ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ᾿Απόστολοι ἐκήρυτταν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴ Βέροια, κατέφθασαν ἐκεῖ καὶ προκάλεσαν ταραχές, ἐξήγειραν τὸν ὄχλο καὶ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἐναντίον τους (Πρ. 17, 13) καὶ ἐξανάγκασαν τοὺς Βεροιεῖς νὰ ἐξαποστείλουν τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο πρὸς τὴ θάλασσα καὶ νὰ τὸν φυγαδεύσουν, ἐνῶ παρέμειναν στὴ Βέροια ὁ Σίλας μὲ τὸν Τιμόθεο (Πρ. 17, 14).
῎Ετσι βλέπομε ὅτι, ὅσο οἱ ἐχθροὶ τοῦ Εὐαγγελίου προσπαθοῦσαν νὰ προβάλουν ἐμπόδια καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ᾿Αποστόλους νὰ διαδόσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐκδιώκοντάς τους ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, τόσο συντελοῦσαν καὶ οἱ ἴδιοι μὲ τὶς μετακινήσεις τῶν ᾿Αποστόλων στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.
῾Ο Σίλας (μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεο) πολὺ σύντομα ἔφυγε ἀπὸ τὴ Βέροια καὶ ἀκολούθησε τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, τὸν ὁποῖο συνάντησε στὴν Κόρινθο (Πρ. 17, 15. 18, 5) ὅπου τοῦ ἔφερε εὐχάριστες εἰδήσεις γιὰ τὶς ᾿Εκκλησίες τῆς Μακεδονίας.
Στὴν Κόρινθο ὁ Σίλας παρέμεινε κοντὰ στὸν ᾿Απόστολο Παῦλο (μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεο), τὸν συμπαραστάθηκε καὶ τὸν βοήθησε πολὺ στὸ ἔργο, ποὺ ἤδη εἶχε ἀρχίσει ἐκεῖ, νὰ ἀναπτυχθεῖ ἀκόμη περισσότερο (Β¢ Κορ. 1, 19 “δι᾿ ἐμοῦ καὶ Σιλουανοῦ καὶ Τιμοθέου”). ᾿Απὸ τὴν Κόρινθο ἔγραψαν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο τὶς πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὲς (Α¢ Θεσ. 1, 1. Β¢ Θεσ. 1, 1).
῾Ο ᾿Απόστολος Σίλας ἦταν τὸ μόνο πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος μποροῦσε νὰ ἀποκαλεῖ, ἰδιαίτερα ἐνώπιον τῶν Κορινθίων, “ὁ ἀδελφός μας” (Β¢ Κορ. 8, 22. 12). Καὶ αὐτὸ γιατὶ τὸν ἐγνώρισε ὡς ἰσότιμο ἀδελφὸ ἐν Χριστῷ καὶ τὸν ἔζησε ὡς πολὺ δικό του ἄνθρωπο, ἐνῶ παράλληλα ἦταν καὶ πολὺ ἀγαπητὸς στοὺς Κορινθίους, ὡς δικός τους ἀδελφός, καὶ, ἀκόμη, δοκιμασμένος καὶ ἄξιος ἐργάτης στὸ ἔργο τῆς λογίας εἰδικὰ μεταξὺ τῶν Κορινθίων.
Οἱ πληροφορίες τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων γιὰ τὸν Σίλα σταματοῦν στὸ τέλος τῆς Β¢ ἀποστολικῆς περιοδείας τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου (Πρ. 18, 5) μὲ τελευταῖες εἰδήσεις γι᾿ αὐτὸν στὴ Β¢ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ (Β¢ Κορ. 1, 19). ῎Ισως δὲ ἡ τελευταία πληροφορία γιὰ τὸ Σίλα-Σιλουανὸ εἶναι τὸ χωρίο τῆς Α¢ ἐπιστολῆς Πέτρου (5, 12), ποὺ τὸν ἐμφανίζει ὡς συνεργάτη τοῦ ᾿Αποστόλου Πέτρου (5, 12 “Διὰ Σιλουανοῦ ὑμῖν τοῦ πιστοῦ ἀδελφοῦ, ὡς λογίζομαι, δι᾿ ὀλίγων ἔγραψα παρακαλῶν καὶ ἐπιμαρτυρῶν ταύτην εἶναι ἀληθῆ χάριν τοῦ Θεοῦ εἰς ἣν στῆτε”).
῾Ο Σίλας-Σιλουανός, ὡς συνεργάτης καὶ σύντροφος τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, στὸν ὁποῖο εἶχε ἐμπιστευθεῖ ὁ μέγας ᾿Απόστολος τὴν εὐθύνη τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῆς Μ. ᾿Ασίας, ὅταν διεπίστωσε τὸν κίνδυνο τὸν ὁποῖο διέτρεχαν οἱ ᾿Εκκλησίες αὐτὲς ἀπὸ τὴν ὕπαρξη διαφόρων αἱρετικῶν, Νικολαϊτῶν κ.λπ. κατέφυγε στὸν ᾿Απόστολο Πέτρο, στὸν ὁποῖο, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, ἦταν ἤδη γνωστός, πρὶν προσκολληθεῖ στὸν ᾿Απόστολο Παῦλο καὶ καθὼς ἦταν ἐπίσημο μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων. ῾Ο ᾿Απόστολος Πέτρος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ζήτησε βοήθεια, τὸν ἐφοδίασε μὲ σχετικὴ ἐπιστολή, τὴν Α¢ Πέτρου, στὴν συγγραφὴ τῆς ὁποίας συμμετέσχε ὁ Σίλας-Σιλουανός, καὶ τὸν ἀπέστειλε στὶς ᾿Εκκλησίες τῶν περιοχῶν τοῦ Πόντου, τῆς Γαλατίας, τῆς Καππαδοκίας, τῆς δυτικῆς Μ. ᾿Ασίας καὶ τῆς Βιθυνίας· μὲ αὐτὴν τοὺς στέλνει τοὺς χαιρετισμούς του ἀπὸ τὴν “ἐν Βαβυλῶνι συνεκλεκτήν” ᾿Εκκλησίαν καὶ ἀπὸ τὸν γνωστό τους Μᾆρκον (Α¢ Πέτρ. 5, 12-13). Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ χαρακτηρίζει τὸν Σιλουανὸ “πιστὸν ἀδελφόν”.
Κατὰ μία μαρτυρία, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ ἀρχαία παράδοση καὶ μνημονεύεται σὲ πανάρχαιο χειρόγραφο τῆς ῾Ιεροσολυμιτικῆς Βιβλιοθήκης (ἀρ. 423), ἀναφέρεται ἡ δράση τῶν ἑβδομήκοντα ᾿Αποστόλων μεταξὺ τῶν ὁποίων μνημονεύεται καὶ ὁ ᾿Απόστολος Σίλας στὴ 15η σειρά. Μάλιστα, εἰδικὰ γιὰ τὸν Σίλα, ἀναφέρεται ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴν Κόρινθο, ὁ Σίλας παρέμεινε ἐκεῖ ὡς ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κορίνθου, ὅπου καὶ εἶχε εἰρηνικὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Κατὰ μία ἄλλη ὅμως ἐκδοχὴ καὶ εὐσεβῆ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας (῾Ωρολόγια, Συναξάρια) ὁ ᾿Απόστολος Σίλας παρουσιάζεται ὡς διαφορετικὸ πρόσωπο τοῦ Σιλουανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνήκει καὶ αὐτὸς στὸν κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα ᾿Αποστόλων. Τὴν ἐκδοχὴ αὐτὴ ἀκολουθοῦν στὴ συνέχεια διαδοχικὰ καὶ οἱ νεώτερες ἐκδόσεις Συναξαρίων, οἱ ὁποῖες ἐμφανίζουν ἀμφοτέρους ὡς ἀνήκοντας στὸν κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα ᾿Αποστόλων. ᾿Αλλὰ τὸν μὲν Σίλα ὅτι “συνεμόχθησε μετὰ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου” καὶ “μετὰ παρέλευσιν πολλοῦ χρόνου γενόμενος ᾿Επίσκοπος Κορίνθου, τὰς πρὸς Κορινθίους δύο ᾿Επιστολὰς τοῦ Παύλου καὶ τοὺς ἐν Κορίνθῳ κατοικοῦντας προήγαγεν ἐπὶ τὰ βελτίῳ· ἀφοῦ δὲ πολὺ ἐκοπίασε καὶ ἐστήριξεν ὅλους εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἀπῆλθε πρὸς Κύριον”. Τὸν δὲ Σιλουανὸ ὅτι “ἔγινε ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, καὶ ὑπέμεινε πολλοὺς καὶ ἀλλεπαλλήλους κινδύνους διὰ τὸν Χριστιανισμόν, ἐπειδὴ οἱ Θεσσαλονικεῖς ἦσαν ἐπιτήδειοι εἰς τὰς διαστροφὰς καὶ τὰ σοφίσματα τῶν λόγων· καλῶς λοιπὸν καὶ αὐτὸς ἀγωνισάμενος, ἀπῆλθε πρὸς τὸν ποθούμενον Κύριον”.
Αὐτὴ ἡ διάκριση δύο διαφορετικῶν προσώπων τοῦ Σίλα καὶ Σιλουανοῦ δὲν βρῆκε εὐρύτερη ἀπήχηση καὶ δὲν ἔγινε καθολικὰ ἀποδεκτή.
῾Η ᾿Εκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Αποστόλου Σίλα τὴν 30ὴ ᾿Ιουλίου.
᾿Απολυτίκιο τοῦ ᾿Αποστόλου Σίλα
“῾Ωραῖοι οἱ πόδες σου, Σίλα ᾿Απόστολε, τὴν γῆν καθηγίασαν, τῆς Νεαπόλεως καὶ τῶν Φιλίππων, τὴν κλεινὴν χώραν, πανεύφημε. Φωτὸς τοῦ θείου μύστης, πρὸς ἡμᾆς χρηματίσας, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ. Δι᾿ ὃ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾆς”.
Τὸ ᾿Απολυτίκιο τοῦ Σίλα ἔγραψε ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ὁ ἀπὸ Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου.
ΠΗΓΕΣ:
Βασικὲς πηγὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀντλοῦμε πληροφορίες γιὰ τὸν ᾿Απόστολο Σίλα εἶναι:
α) ῾Η Καινὴ Διαθήκη καὶ εἰδικὰ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου κυρίως οἱ Ποιμαντικὲς ἐπιστολές.
β) ῾Η ᾿Εκκλησιαστικὴ παράδοση, ὅπως διασώζεται στὶς ᾿Αποστολικὲς Διαταγές, στὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας καὶ στὰ διάφορα Συναξάρια τῆς ἑορτῆς τοῦ ᾿Αποστόλου.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: Θεοδωρήτου Κύρου, ῾Ερμηνεία τῆς Α¢ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολῆς, PG 82, 787-830. Τοῦ ἰδίου, ῾Ερμηνεία τῆς Β¢ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολῆς, PG 82, 831-858. Θεοδώρου Μοψουεστίας, ῾Υπόμνημα (᾿Αποσπάσματα) τῆς Α¢ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολῆς, PG 66, 936-944. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα τῆς Β¢ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολῆς, PG 66, 945-948. Θεοφυλάκτου ᾿Αχρίδος, ᾿Εξήγησις εἰς τὰς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, PG 125, 496-1132. Τοῦ ἰδίου, ᾿Εξήγησις τῆς Α¢ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς, PG 125, 9-88. Τοῦ ἰδίου, ᾿Εξήγησις τῆς Β¢ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς, PG 125, 88-140. ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ, ῾Ερμηνεία εἰς τὴν ἐπιστολὴν Α¢ πρὸς Τιμόθεον, PG 95, 997-1016. Τοῦ ἰδίου, ῾Ερμηνεία εἰς τὴν ἐπιστολὴν Β¢ πρὸς Τιμόθεον, PG 95, 1016-1029. ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου, ῾Υπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, PG 60, 13-384. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα εἰς τὴν Α¢ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολήν, PG 62, 501-598. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα εἰς τὴν Β¢ πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολήν, PG 62, 599-662. Οἰκουμενίου Τρίκκης, ᾿Εξήγησις εἰς τὰς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, PG 118, 43-308. Τοῦ ἰδίου, ῾Η πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολὴ Α¢, PG 119, 136-196. Τοῦ ἰδίου, ῾Η πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολὴ Β¢, PG 119, 196-240.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Α. Εἰσαγωγές: ᾿Αγουρίδη, Σ., Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ᾿Αθήνα 1971. ᾿Αντωνιάδου, Β., ᾿Εγχειρίδιον Εἰσαγωγῆς εἰς τὰς ῾Αγίας Γραφάς, τ. Β¢, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ᾿Αθῆναι 1937. Γαλίτη, Γ., Εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς λόγους τοῦ Πέτρου ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ᾿Αποστόλων, ᾿Αθῆναι 1962. Δαμαλᾆ, Ν., ῾Ερμηνεία εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, τ. Α¢, Εἰσαγωγή, ᾿Αθῆναι 1876. ᾿Ιωαννίδου, Β., Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ᾿Αθῆναι 1960. Καραβιδοπούλου, ᾿Ιω., Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 1983. Σάκκου, Σ., Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 19842. Σιώτου, Μ., Παραδόσεις Εἰσαγωγῆς εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, Μέρος Α¢, ᾿Αθῆναι 1971. Β. ῾Ερμηνευτικὰ ῾Υπομνήματα: Γαλάνη, ᾿Ιω., ῾Η Πρώτη ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Απ. Παύλου πρὸς Θεσσαλονικεῖς, Θεσσαλονίκη 1985. Τοῦ ἰδίου, ῾Η Δευτέρα ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Απ. Παύλου πρὸς Θεσσαλονικεῖς, Θεσσαλονίκη 1989. Γαλίτη, Γ., Αἱ Ποιμαντικαὶ ᾿Επιστολαὶ τοῦ ᾿Απ. Παύλου (Εἰσαγωγὴ - ῾Ερμηνεία περικοπῶν κατ᾿ ἐκλογήν), Θεσσαλονίκη 1971. Ζωγράφου, Θ., ῾Ερμηνεία εἰς τὴν Α¢ Τιμόθεον, Β¢ Τιμόθεον, Τίτον, ᾿Αθῆναι 1932. Καραβιδοπούλου, ᾿Ιω., ᾿Αποστόλου Παύλου ᾿Επιστολὲς πρὸς ᾿Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981. Μακράκη, ᾿Α., ῾Ερμηνεία ὅλης τῆς Κ. Διαθήκης, τ. 1-2, ᾿Αθῆναι 19562. Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, ῾Ερμηνεία εἰς τὰς ἑπτὰ Καθολικὰς ᾿Επιστολὰς τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, Θεσσαλονίκη 1986. Παπαδοπούλου, Χρυσοστόμου, Αἱ Ποιμαντικαὶ καὶ ἡ πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολαί, ᾿Αλεξάνδρεια 1912. Πόποβιτς ᾿Ιουστίνου, ᾿Αρχ., ῾Ερμηνεία τῆς Α¢ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολῆς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, μετάφρ. Μ. Σ. Χρυσανθοπούλου, Θεσσαλονίκη 1986. Στογιάννου, Β., ῾Η Α¢ ᾿Επιστολὴ Πέτρου, Θεσσαλονίκη 1980. Τρεμπέλα, Π., ῾Υπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, ᾿Αθῆναι 1955. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα εἰς τὰς ᾿Επιστολὰς τῆς Καινῆς Διαθήκης, τ. 1-2, ᾿Αθῆναι 19562. Τοῦ ἰδίου, ῾Υπόμνημα εἰς τὴν πρὸς ῾Εβραίους καὶ τὰς ἑπτὰ Καθολικὰς ᾿Επιστολάς, ᾿Αθῆναι 1941. Φιλιππίδου, Λ., ῾Η πρώτη πρὸς Τιμόθεον Ποιμαντικὴ ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 19732. Γ. ῎Αλλες ἐργασίες: ᾿Αντωνιάδη, Εὐ., ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ἐν ᾿Αθήναις, ᾿Αθῆναι 1920. Βούλγαρη, Χρ., Χρονολογία τῶν γεγονότων τοῦ βίου τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 19832. Τοῦ ἰδίου, Νέα θεώρησις τῶν ἐρίδων τῆς ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κορίνθου καὶ τῶν ἐν αὐτῇ ἀντιπάλων τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 1976. Καραβιδοπούλου, ᾿Ιω., ᾿Ενδείξεις ἐκ τῶν ἐπιστολῶν τῆς αἰχμαλωσίας καὶ ἐκ τῆς παραδόσεως περὶ τῆς φυλακίσεως τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου ἐν ᾿Εφέσῳ, Θεσσαλονίκη 1965. Σάκκου, Σ., ῾Ο Πέτρος καὶ ἡ Ρώμη, Α¢ Μαρτυρία τῆς Κ. Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1989. Τοῦ ἰδίου, Οἱ ᾿Ανώνυμοι ἀδελφοὶ στὴ Β¢ πρὸς Κορινθίους ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, Θεσσαλονίκη 1989. Σιώτου, Μ., Τὸ ἔργον Μάρκου καὶ Βαρνάβα καὶ ἡ ἑνότης τῆς ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι 1971. Τοῦ ἰδίου, ῾Ο Εὐαγγελιστὴς Λουκᾆς καὶ ἡ πόλις τῶν Φιλίππων, [ἀνάτ. ἀπὸ τὸν ᾿Εκκλ. Φάρο τ. 65-66 (1983-4)], ᾿Αλεξάνδρεια 1984. Ξένη Βιβλιογραφία: Gaston, B., The Pastoral Epistles, N. York 1974. Goodspeed, E. J., An Introduction to the New Testament, Chicago 1937. Guthrie, D., New Testament Introduction, London 19703. Τοῦ ἰδίου, Pastoral Epistles, London 1973. Holtz, G., Die Pastoral briefe ThHNT, 1965. Moffatt, J., An Introduction to the Literature of N.T., Edinburgh 19334. Scott, E., The Pastoral Epistles, London 1957. Spicq, G., Les Epîtres Pastorales, GB 1-2, Paris 1966. Δ. Λεξικά: A Dictionary of the Bible (ἐκδ. Hastings 1, 1928). Dictionnaire de la Bible (ἐκδ. F. Vigouroux, 1912). Dictionnaire de la Bible Supplement, (ἐκδ. L. Pirot, 1928ἑ.). Λεξικὸν τῆς Κ. Διαθήκης (Σ. Εὐστρατιάδου, 1910). Νέον ᾿Εγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, (Γ. Ζ. Κωνσταντινίδη, 1976). The Interpreter᾿s Dictionary of the Bible, 1962. Vocabulaire de Théologie Biblique, 19753. Χ.Κ. |