Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Χρήσιμες Συνδέσεις Χάρτης Πλοήγησης Γλωσσάριο
 website clocks
αναζήτηση    

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ὁ ΠΑΡΙΟΣ,

ὅσιος (1722-24.6.1813)

24 ᾿Ιουνίου



῞Ενας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους διδασκάλους τοῦ Γέ­νους, ἐπιφανὴς θεολόγος καὶ ἀπ᾿ τοὺς κατ᾿ ἐξοχὴν πνευ­μα­τι­κοὺς ἡγέτες τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἔργο του σημάδεψε τὴν πνευματικὴ κίνηση τῶν μέσων τοῦ ΙΗ¢ καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΘ¢ αἰῶνος, εἶναι ὁ ἱερομόναχος ὅσι­ος ᾿Αθανάσιος ὁ Πάριος, κατά κόσμον ᾿Αθανάσιος Τού­λιος.

Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κῶστος τῆς Πάρου γύρω στὸ 1722. Πρωτότοκος γιὸς τοῦ Σιφνίου ᾿Αποστόλου Τούλιου καὶ μιᾆς Παριανῆς, ὁ ᾿Αθανάσιος θὰ μείνει γνωστὸς σὲ ὅλους μὲ τὴν ἐπωνομασία Πάριος καὶ ὄχι μὲ τὸ πραγματικό του ἐπί­θετο.

῞Ολες οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴ ζωή του προ­έρχον­ται κατὰ βάσιν ἀπὸ τὴ βιογραφία -τὴν πρώτη χρο­νι­κά- τὴν ὁποία ἔγραψε ὁ προσφιλὴς μαθητής του στὴ Σχο­λὴ τῆς Χί­ου ᾿Α. Ζ. Μάμουκας. ᾿Εκτὸς ὅμως ἀπ᾿ αὐτὴν, ἀποσπασματικὰ βρί­σκουμε ἀρκετὲς ἀναφορὲς στὸ πρόσωπό του ποὺ γίνον­ται ἀπὸ κάποιους ἄλλους μαθητές του, ὅπως ὁ ὅσιος Νικη­φόρος ὁ Καρδαμυλίτης ἢ ὁ Σχολάρχης ῎Ανδρου Σαμουήλ, οἱ ὁποῖες μᾆς βοηθοῦν νὰ σκιαγραφήσουμε καλύτερα τὴν προ­σω­πικό­τητα τοῦ Παρίου. ᾿Αξιόλογο ἐπίσης εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ ἔ­χει γράψει ὁ Παριανὸς πρεσβύτερος Νικόλαος ᾿Αρκᾆς μὲ τίτλο ᾿Αθανάσιος ὁ Πάριος, στὸ ὁποῖο ὑπάρχουν ὅλες σχεδὸν οἱ ἱστορικὲς μαρτυρίες γιὰ τὰ συγγράμματά του καθὼς καὶ πλῆθος βιογραφικῶν στοιχείων, ἐνῶ ση­μαντικὲς εἶναι καὶ οἱ πληροφορίες ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ συγγράμ­ματα ἀντιπάλων του, ὅπως τοῦ ᾿Αδαμαντίου Κοραῆ, ποὺ καταδεικνύουν τὴν εὐστροφία, τὴν πολυμάθεια καὶ τὴν πνευ­ματικὴ διαύγεια ποὺ τὸν διέκρινε.

᾿Απὸ πολὺ νωρὶς ὁ εὐκατάστατος πατέρας του φρόν­τισε ὁ γιός του νὰ εἰσαχθεῖ στὸ δρόμο τῆς γνώσεως καὶ τῶν γραμ­μάτων, ἐγγράφοντάς τον ἀρχικὰ στὰ ἐκπαιδευτήρια τῆς γε­νέτειράς του Πάρου καὶ ἀργότερα, ὅπως μποροῦμε νὰ ὑπο­­θέσουμε, σὲ ἕνα ἄλλο, ἀνώτερο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λειτουρ­γοῦ­σαν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὴν περιοχὴ τῶν Κυκλάδων. Πολὺ γνω­στὴ ἦταν ἡ Σχολὴ τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου στὴ Νά­ουσα τῆς Πάρου καθὼς καὶ τοῦ Παναγίου Τάφου στὴ Σί­φ­νο. ᾿Αξιόλογη ἐπίσης ἦταν καὶ ἡ Σχολὴ τοῦ Γένους στὴν ῎Ανδρο.

Τὸ 1745 ὁ ᾿Αθανάσιος ἀναχώρησε γιὰ τὴ Σμύρνη καὶ ἐγγράφηκε στὴ Σχολὴ τοῦ Γένους -κατοπινὴ Εὐαγγελικὴ Σχολή- τὴν ὁποία εἶχε ἱδρύσει τὸ 1733 καὶ διηύθυνε ὁ μο­ναχὸς ῾Ιερόθεος Δενδρινὸς ἀπὸ τὴν ᾿Ιθάκη, ἄνδρας σπάνιας μορφώσεως καὶ διδάσκαλος πολλῶν γνωστῶν λογίων τῆς ἐπο­χῆς του. ῾Επτὰ χρόνια μαθήτευσε κοντά του καὶ τὸ 1752 μετέβη στὸ ῞Αγι­ον ῎Ορος καὶ γράφηκε στὴν ᾿Αθωνιάδα. Εὐ­τυχὴς συγκυ­ρία ἦταν τὸ ὅτι τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς εἶχε ὁ ἐκ Πατρῶν μοναχὸς Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὁποῖος καὶ τὴν εἶ­χε ἱδρύσει, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐρυμάθεια καὶ τὴν προσήλωσή του στὴν παράδοση τῆς ὀρθόδοξης δι­δασκαλίας. Αὐτοὶ οἱ δύο ἄνδρες καὶ διδάσκαλοι τοῦ Παρίου ἦταν ἐκεῖ­νοι ποὺ διαμόρφωσαν οὐσιαστικὰ τὴν προσωπικό­τητα τοῦ μαθητῆ τους, ἐπηρεάζοντάς τον συνάμα στὸ νὰ τη­ρήσει σὲ ὅλο τὸ ἐπιστημονικό του ἔργο αὐτὴ τὴν αὐστηρά ὀρθό­δοξη χροιά, γιὰ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ὁ πλέον παραδο­σιακὸς ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἄνδρες τῶν χρόνων του.

Τὸ 1753 ὁ περίφημος λόγιος ἱεροδιάκονος ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, Εὐγένιος Βούλγαρις, διαδέχθηκε τὸν Νεόφυτο στὴ διεύθυνση τῆς ᾿Αθωνιάδος. Παρόλη ὅμως τὴν ἐπιστημονικὴ εὐρυμάθεια ποὺ τὸν διέκρινε -χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ “νέος ᾿Αριστοτέλης τῆς ῾Ελλάδος”- δὲν στάθηκε παράδειγμα μί­μησης γιὰ τὸν Πάριο ὡς πρὸς τὴ διδασκαλία του. Μάλιστα ὁ Πάριος τὴν ἀποδοκίμασε θεωρώντας την ὡς μὴ ἐκφρά­ζουσα πλήρως τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. ᾿Ασχέτως ὅμως μὲ τὴ διαπίστωσή του αὐτή, ὠφελήθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν Βούλγα­ρι, τελειοποιώντας μαζί του τὶς γνώσεις του στὰ φιλοσοφι­κὰ καὶ τὶς ξένες γλῶσσες.

῞Υστερα ἀπὸ τετραετῆ φοίτηση στὴν ᾿Αθωνιάδα καὶ ἀριστεύοντας σὲ ὅλα τὰ μαθήματα, ἀναλαμβάνει θέση κα­θη­γητῆ στὴ Σχολὴ βοηθώντας κατὰ πολὺ τὸν διδάσκαλό του Εὐγένιο στὸ δύσκολο ἔργο τῆς Σχολαρχίας. Τὴν περίοδο αὐτὴ χει­ροτονεῖται διάκονος προφανῶς μὲ σύσταση τοῦ Εὐγενίου.

᾿Ενόσω βρισκόταν καὶ δίδασκε στὸν ῎Αθω, ἡ Σχολὴ τοῦ Γένους τῆς Θεσσαλονίκης δὲν εἶχε διευθυντή. Οἱ Θεσ­σαλο­νικεῖς γνωρίζοντας καλὰ τὸ ἔργο καὶ τὴν προσωπικό­τητα τοῦ Παρίου, ζήτησαν ἀπὸ τὸν Εὐγένιο νὰ ἀναλάβει ὁ ᾿Αθα­νάσιος τὴ διεύθυνσή της. ᾿Εκεῖνος τοῦ τὸ προτείνει ἀλλὰ ὁ ταπεινὸς ᾿Αθανάσιος μὲ χίλιες δυὸ προφάσεις ἀρνεῖται. Δὲν καταφέρνει ὅμως νὰ ἐμμείνει στὴν ἀπόφασή του. ῾Η πίεση τοῦ διδασκάλου του σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀξιόλογη θέση ποὺ κατεῖχε ἡ Θεσσαλονίκη γιὰ τὴν ὀρθοδοξία, ἀνα­τρέφοντας καὶ προσφέροντας τόσους ἁγίους καὶ διδασκά­λους στὴν ὑπη­ρεσία της, τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ ἀναλά­βει τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς.

Δύο χρόνια οἱ Θεσσαλονικεῖς ἀπόλαυσαν τὴ διδασκα­λία του στὴ Σχολὴ καὶ τὰ φλογερά του κηρύγματα στοὺς ναούς. Μαγεμένοι ἀπὸ τὴν εὐφράδεια τοῦ λόγου του καὶ τὸ παραδοσιακὰ ὀρθόδοξο ὕφος του, συνέρ­ρεαν κατὰ πλήθη στοὺς ναοὺς ποὺ κήρυττε ἀποκομίζοντας μεγάλη ὠ­φέλεια ἀπ᾿ αὐτόν. Δυστυχῶς ἡ ἐπιδημία πανώλης ποὺ ἐνέ­σκηψε στὴν πόλη, ἀνάγκασε τὴ Σχολὴ νὰ διακόψει τὰ μα­θήματά της, τὸν δὲ ᾿Αθανάσιο νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὴν Κέρ­κυρα γύρω στὰ 1760.

᾿Εκεῖ ὁ ᾿Αθανάσιος παρακολούθησε μαθήματα φιλο­σο­φίας, φυσικῆς καὶ ρητορικῆς στὴν ἰδιωτικὴ Σχολὴ τοῦ Νι­κη­φόρου Θεοτόκη, διάσημου ἐπιστήμονα καὶ φίλου τοῦ δι­δα­σκάλου του Εὐγενίου, συμπληρώνοντας καὶ διευρύ­νοντας ἔτσι τὶς γνώσεις του. ῾Η παραμονή του ὅμως καὶ ἐδῶ δὲν διήρ­κεσε πολύ. ῾Ο συμμαθητής του στὴν ᾿Αθωνιάδα καὶ ἱδρυτὴς τῆς “Παλαμαίας Σχολῆς” τοῦ Μεσολογγίου, Πανα­γιώτης Πα­λαμᾆς, ὁ Θεσσαλός, τὸν προσκάλεσε νὰ πάει καὶ νὰ διδάξει ἐκεῖ, ἀφ᾿ ἑνὸς γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὴ δι­δασκαλία στὴ Σχο­λὴ καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γιὰ νὰ διακονήσει ὡς κήρυκας τοῦ εὐαγ­γελίου στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Αἰ­τωλοακαρνανίας. ῾Ο ᾿Α­θα­νάσιος ὑποχώρησε στὶς πιέσεις τοῦ φίλου του Παλαμᾆ, διέ­κοψε τὰ μαθήματα ποὺ παρακολου­θοῦσε στὴν Κέρκυρα καὶ πῆγε στὸ Μεσολόγγι, ὅπου μὲ συ­νέπεια ἐργάστηκε ἕως τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὴ Θεσσαλο­νίκη τὸ 1767.

Τὸ ἔτος 1771 μετατέθηκε ὁ Σχολάρχης τῆς ᾿Αθωνιά­δος Σέργιος Μακραῖος στὴ Μεγάλη Σχολὴ τῆς Βασιλεύου­σας καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κάλεσε τὸν ᾿Αθανάσιο νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνσή της. ᾿Εκεῖνος ἀποδέχτηκε τὴν πρό­ταση καὶ με­τέβη στὸ ῞Αγιον ῎Ορος γιὰ νὰ ἀρχίσει τὸ δύσκο­λο ἔργο του. Πρέπει ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ᾿Αθωνιάδα μετὰ τὴν ἀπο­χώρηση τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη εἶχε περιέλθει σὲ μιὰ πολὺ ἄσχημη κατάσταση, γεγονὸς ποὺ μαρτυρεῖται καὶ γλαφυρὰ παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν λογιώτατο διδάσκαλο ᾿Ιώ­σηπο Μοι­σιόδακα στὸ ἔργο του “᾿Απολογία”. Κάποιοι λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς θεωροῦν ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὴν ἀπόφασή του νὰ ἐπαναφέρει τὸν ᾿Αθανάσιο στὸν ῎Αθω­να, ἤθε­λε νὰ δώσει στὴ Σχολὴ τῆς ᾿Αθωνιάδος τὴν αἴγλη ποὺ εἶχε στὰ χρόνια τοῦ ἀποχωρήσαντος Εὐγενίου Βούλ­γαρη.

Δὲν ἦταν γραφτὸ ὅμως νὰ συνεχιστεῖ τὸ ἀξιόλογο ἔρ­γο ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Πάριος ὡς Σχολάρχης καὶ τὸ Πατριαρ­χεῖο διαψεύστηκε στὶς προβλέψεις του. ῾Η ἀνάμιξή του στὴν περὶ μνημοσύνων ἔριδα ποὺ τὰ χρόνια ἐκεῖνα συγκλόνιζε τὸ ῞Αγιον ῎Ορος, καθὼς καὶ ἡ πολεμική του πρὸς κάθε τι ποὺ θεωροῦσε νεωτερισμὸ ἀλλοιωτικὸ τοῦ χαρακτῆρα τῆς ὀρθό­δοξης παράδοσης, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἐκδιω­χθεῖ ἀπὸ τὸ ῎Ορος καὶ τὴ Σχολαρχία μαζὶ μὲ τοὺς φί­λους καὶ ὁμοϊδεά­τες του, ἁγίους, Νικόδημο τὸν ῾Αγιορείτη καὶ ἐπίσκοπο Κο­ρίνθου Μακάριο τὸν Νοταρᾆ. ᾿Επίσης κα­θαιρέθηκε μὲ συν­οδικὴ ἀπόφαση ἀπὸ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα -βαθμὸ ποὺ λίγα χρόνια πρὶν εἶχε λάβει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἁγίου Μακαρίου- ἐξαιτίας τῶν συκοφαντιῶν ποὺ ἐκτοξεύθηκαν ἐναντίον του στὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ἔτος 1776 ἐπὶ πατριάρχου Σωφρονίου. Μαζί του καταδικάστηκαν οἱ ᾿Ιάκωβος ὁ Πελο­ποννήσιος, ᾿Αγάπιος ὁ Κύπριος, Νεόφυτος Καυσοκαλυ­βί­της, Χριστόφο­ρος Προδρομίτης καὶ Νικόδημος ῾Αγιορείτης. ῞Ολοι τους ἔ­φεραν τὸν ἐμπαικτικὸ τίτλο “Κολλυβάδες”.

Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ ἀρθεῖ ἡ παρεξήγηση μεταξὺ Πα­τριαρχείου καὶ Παρίου. Μὲ ὁμολογία πίστεως ποὺ ὁ ᾿Αθα­νάσιος ἔστειλε στὸ Πατριαρχεῖο, ἀθωώθηκε πανηγυρικὰ καὶ ἀνέκτησε τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου τὸ ἔτος 1781 ἐπὶ πα­τριάρχου Γαβριήλ. Στὸ τέλος τοῦ ἔργου του “᾿Αντίπαπας” μπο­ροῦμε νὰ διαβάσουμε τὴν ἀθώωσή του τὴν ὁποία ὁ Πά­ριος ἔχει ἀφιερώσει στὸν πατριάρχη Γαβριήλ.

Φεύγοντας ἀπὸ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος ἐνέδωσε στὴν ἐπίμο­νη παράκληση τῶν Θεσσαλονικέων νὰ ἔρθει ξανὰ στὴν πό­λη τους καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν ἄλλη Σχολή της, τὸ περίφημο ῾Ελ­ληνο­μουσεῖο. Οἱ ἀπόψεις διχάζονται στὸ ση­μεῖο αὐτό γιὰ τὸ πόσα χρόνια ὁ Πάριος διηύθυνε τὴ Σχο­λή. ῾Ο ᾿Α. Ζ. Μάμου­κας λέει ὅτι ἦταν διευθυντὴς γιὰ δώδε­κα ἔτη, ἄποψη ποὺ υἱοθετεῖ καὶ ὁ καθ. Π. Κ. Χρήστου, ἐνῶ ὁ Ν. ᾿Αρκᾆς μαζὶ μὲ κάποιους ἄλλους ὑποστηρίζουν ὅτι διηύθυνε αὐτὴ γιὰ ὀ­κτὼ ἢ ἐννέα ἔτη. Τὸ σίγουρο πάν­τως εἶναι ὅτι ὁ Πάριος εἶχε τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς ἕως τὸ Φθινόπωρο τοῦ 1786.

Γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ ἀπολαύσει τόσο τὴ διδασκαλία του ὅσο καὶ τὴν ἀπ᾿ ἄμ­βωνος ψυχωφελέστατη οἰκοδομὴ ποὺ προσέφεραν τὰ κηρύγ­ματά του. ῾Η πόλη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾆ βλέπει στὸ πρόσωπο τοῦ Παρίου ἕναν ἄξιο συνεχιστὴ τῶν ἀληθει­ῶν τῆς πίστεως ποὺ εἶχε εἰσηγηθεῖ ὁ ἡσυχασμός. ῾Ο ἴδιος ὁ ᾿Αθα­νάσιος, δείχνει ἰδιαίτερη ἀγάπη στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγί­ου Γρηγορίου καὶ θεωρώντας τον, ὅπως ἀναφέρει, “μέ­γιστον ὑπέρ­μαχον τῶν θείων δογμάτων καὶ προστάτην τῆς ὀρθοδο­ξίας θερμότατον” μεταφράζει τὸ Βίο του ποὺ εἶχε συγγρά­ψει ὁ μαθητής του πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος. Προϊὸν ἐπίσης τῆς δεύτερης Σχολαρχίας του στὴ Θεσσαλο­νίκη εἶναι καὶ τὸ ἀξιολογώτατο ἔργο του “᾿Αντίπαπας”ÿ σ᾿ αὐτὸ, μὲ ἀφορμὴ τὴν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Μάρκου ᾿Εφέσου καὶ τὴν ἐμμονή μὲ τὴν ὁποία ἐκεῖνος ὑποστήριζε στὶς ἀλήθειες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καταφέρεται ἐναντίον τῶν κινδύνων ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ὀρθοδοξία στὶς μέρες του ἀπὸ τοὺς κάθε λογῆς ἑτεροδόξους. ῞Ομως, καὶ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἄλλα ἔργα γράφηκαν τὴν περίοδο αὐτὴ ἀπὸ τὸν Πάριο στὴ Θεσσαλο­νίκη, ἐνῶ παράλληλα συνέχιζε καὶ τὴν κηρυκτικὴ διακονία του, ὠφελώντας μεγάλο μέρος πιστῶν. ῾Η δραστηριότητά του αὐτὴ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἁγιότητα βίου ποὺ τὸν διέκρινε, ἔγιναν αἰτία νὰ κληθεῖ ὁ ᾿Αθανάσιος ἀπὸ τὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴ Σχολὴ τῆς Βασιλεύ­ουσας. Μεταξὺ τῶν δελεα­στικῶν προσφορῶν ποὺ τοῦ ἔγιναν προκειμένου νὰ δεχθεῖ, ἦταν ἀκόμη καὶ ἡ χειροτονία του σὲ μητροπολίτη σὲ ἐπαρ­χία τῆς ἐπιλογῆς του.

῾Ο ᾿Αθανάσιος ὅμως, ἄνθρωπος ποὺ μιὰ ζωὴ ἔζησε μὲ ταπείνωση καὶ ἀνιδιοτέλεια, δὲν δελεάστηκε ἀπὸ τὶς προτά­σεις τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἔδωσε ἀπάντηση ἀνάλογη μὲ τὸ ἦθος καὶ τὶς ἀρχές του. ῾Ο βιογράφος του ᾿Α. Μάμουκας μᾆς τὴ διασώζει αὐτολεξί: “Τὰς μὲν ἀρχιερατείας τιμῶ καὶ προ­σκυνῶ ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος. ῍Αν ἐκαταλάμβανα ὅτι ἔκα­μνα περισ­σότερον καρπὸν εἰς τὴν Βασιλεύουσαν πόλιν, ἤθε­λα ἔλθει αὐτόκλητος. ᾿Επειδὴ ὅμως, ὡς στοχάζομαι, αὐτοῦ εἶναι κά­ποια ἐμπόδια, διὰ τοῦτο, ἄφετέ με, παρακαλῶ, ἐδῶ εἰς τὰ πέριξ νὰ ὠφελῶ ὅσον δύναμαι τοὺς ἀδελφούς μου καὶ τὸ Γένος μου”.

῏Ηταν τέλη τοῦ Φθινοπώρου τοῦ 1786, ὅταν ἀποφά­σισε νὰ πραγματοποιήσει τὸ μεγαλύτερο ὄνειρο τῆς ζωῆς του ποὺ ἦταν ἡ ἐπάνοδός του στὴ γενέτει­ρά του, Πάρο, καὶ ἡ προσφορὰ τῶν διδασκαλικῶν του ὑπη­ρεσιῶν στοὺς συμπα­τριῶ­­τες του. ᾿Ανεχώρησε ἀπὸ τὴ Θεσ­σαλονίκη γιὰ ἐκεῖ, ὅμως Ρωσοτουρκικὲς διενέξεις ποὺ συνέ­βαιναν στὴν περιοχὴ τοῦ Αἰγαίου ἀνάγκασαν τὸ πλοῖο του νὰ προσαράξει προσωρινὰ στὴ Χίο. Πρέπει νὰ ἦταν στὶς 6 Νοεμβρίου τοῦ 1786, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Πάριος ἔστει­λε ἀπὸ τὴ Χίο στὴ σύζυγο τοῦ Ρώσου προξένου τῆς Θεσ­σα­λονίκης, Μαλδάμα Μελνικώφ. Τὸ νησὶ αὐτὸ ἐπρόκειτο νὰ ἀπο­τελέσει τὸ τελευταῖο κατα­φύγιο καὶ λιμάνι τοῦ περιπλα­νώμενου ᾿Αθανασίου.

Οἱ Χίοι, θεωρώντας ἐξαιρετικὴ εὐκαιρία νὰ ἔχουν στὸ νησί τους ἕναν διδάσκαλο τῆς ὁλκῆς τοῦ Παρίου, τοῦ πρό­τειναν νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς τους. ῾Η πρό­τα­σή τους δὲν ἔγινε ἀρχικὰ δεκτὴ ἀπὸ τὸν ᾿Αθανάσιο, ὕστερα ὅμως ἀπὸ πιέσεις τοῦ ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾆ, ποὺ τὴν ἐπο­χὴ αὐτὴ βρισκόταν καὶ ἡσύχαζε στὸ νησί, καὶ τοῦ Κοινο­βιάρχου Νήφωνα, ἀποφάσισε νὰ διδάξει στὴ Σχο­λὴ ὡς ἁπλὸς καθηγητὴς τῆς Ρητορικῆς.

Μὲ τὴ λήξη τῶν διενέξεων ὁ δρόμος ἄνοιξε καὶ ὁ ᾿Α­θανάσιος ἑτοιμάστηκε νὰ φύγει γιὰ τὴν Πάρο. Στὴν ἀπόφα­σή του αὐτὴ σύσσωμος ὁ λαὸς τῆς Χίου μὲ ἐπικεφαλὴ τὸν μη­τροπολίτη Χίου Γαβριὴλ ἀντιτάχθηκε, ἐκλιπαρώντας τον νὰ μείνει καὶ νὰ συνεχίσει τὰ μαθήματά του στὴ Σχολή. Τὸ δί­λημμα γιὰ τὸν ᾿Αθανάσιο ἦταν μεγάλο. ᾿Απὸ τὴ μιὰ ἡ νο­σταλγία γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ καθῆ­κον τοῦ διδασκάλου ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ παραμείνει. Τελι­κὰ τὸ δεύτερο ἐπικράτησε καὶ ἀνέλαβε τὴ Σχολαρχία τῶν δημοσί­ων σχολείων, τὰ ὁποῖα ἕνωσε σὲ μιὰ διδακτικὴ μο­νάδα γιὰ νὰ τὰ ὀργανώσει ἀργότερα τὸ 1792, σὰν Δημό­σια Σχολὴ Χίου, τὸ κατοπινὸ Γυμνάσιο Χίου. Στὶς μέρες του ἡ Σχολὴ γνώρισε μεγάλη ἀνάπτυξη καὶ ἔγινε γνωστὴ ἀκόμη καὶ ἐκτὸς ῾Ελλάδος, ἐνῶ ἕνα πλῆθος μαθητῶν ποὺ ἀπεφοίτησαν ἀπὸ αὐτὴ ἀπέβησαν πραγματικοὶ ἱεραπόστολοι στὰ δύσκολα ἐκεῖ­να χρόνια γιὰ τὸ Γένος καὶ τὴν ᾿Εκκλησία.

Τρεῖς δεκαετίες περίπου ὁ ᾿Αθανάσιος ἔμεινε στὴ Χίο, καὶ διηύθυνε τὴ Σχολὴ σχεδὸν μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Παραιτήθηκε ἀπὸ τὴ Σχολαρχία τὸ 1811, ὕστερα ἀπὸ ἔντο­νες πιέσεις καὶ συκοφαντίες τῶν ἀντιπάλων του -κυρί­ως τῶν Κοραῆ, Κούμα καὶ Πρωίου- ὀπαδῶν ὅλων τοῦ εὐ­ρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ.

Ποθώντας τὴν ἠρεμία, ἐνενήντα ἐτῶν πλέον, ἀπο­σύρ­θηκε στὸ μονύδριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου στὰ Ρεστὰ ὅπου ἤδη ἐφησύχαζαν ὁ μαθητής του Νικηφόρος μαζὶ μὲ τὸν ὑποδι­δάσκαλο τῆς Σχολῆς Χίου ἱεροδιάκονο ᾿Ιωσὴφ τὸν ἐκ Φουρ­νᾆ. ῞Ομως οὔτε ἐκεῖ σταμάτησε τὴ συγγραφική του δραστη­ριότητα ἀλλὰ ἀκούραστα ἀφιερώθηκε στὴ σύνθεση νέων ἔρ­γων. Προϊόντα τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι τὸ “᾿Αλε­ξίκακον πνευματικόν” καὶ τὸ ἡμιτελὲς “Περὶ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἁγί­ας πίστεως καὶ περὶ τοῦ τίς ἐστὶν ἡ ἀληθινὴ φιλο­σοφία”.

Στὶς 24 ᾿Ιουνίου τοῦ ἔτους 1813 καὶ ἐνῶ εἶχε προ­ετοι­μαστεῖ κατάλληλα, ὁ ᾿Αθανάσιος τελείωσε ὁσιακὰ τὸν ἐπί­γειο βίο του πλήρης ἡμερῶν καὶ μέσα σὲ ζηλευτὴ μακα­ριό­τητα, καταλείποντας ἕνα πλουσιώτατο συγγραφικὸ ἔργο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ λιγοστὰ προσωπικά του εἴδη. Χαρακτηριστι­κὰ ὁ βιογράφος του Μάμουκας ἀναφέρει πὼς τὰ μοναδικὰ ἀντικείμενα ποὺ βρῆκαν οἱ συνασκητές του στὸ κελλί του ὅταν πέθανε, ἦταν μιὰ ἐνδυμασία, ἕνα λυχνάρι καὶ ἕνα με­λανοδοχεῖο. “Δι᾿ ὅ, ἀποθανὼν κατέλιπεν ὡς περιουσίαν μίαν ἐνδυμασίαν, ἕναν λύχνον καὶ ἓν μελανοδοχεῖον”.

Οἱ πατέρες Νικηφόρος καὶ ᾿Ιωσήφ, ἐνεταφίασαν τὸ σῶ­μα του στὸ προπύλαιο τοῦ ναοῦ τοῦ μονυδρίου καὶ ἀρ­γό­τερα, ὅταν ἀνοίχτηκε ὁ τάφος γιὰ νὰ θάψουν τὸν Νικη­φόρο, μετέφεραν τὰ ὀστᾆ τοῦ ᾿Αθανασίου στὸ ὀστεοφυλά­κιο. Τὸ 1822 ἀπὸ τὴν τρομερὴ πυρκαγιὰ ποὺ κατέκαυσε τὴ Χίο μαζὶ μὲ ἄλλα κτίρια κάηκε καὶ τὸ ὀστεοφυλάκιο τοῦ ἁγίου Γεωργίου Ρεστῶν. Εὐτυχῶς δὲν ἀποτεφρώθηκαν ὅλα τὰ ὀστᾆ τοῦ Παρίου καὶ διεσώθη ἡ τιμία κάρα του μαζὶ μὲ τεμάχια τοῦ λειψάνου του.

῞Οπως προαναφέραμε, τὸ ἔργο ποὺ κατέλιπε ὁ Πάρι­ος εἶναι ὀγκωδέστατο καὶ τόσο ἀξιόλογο, ποὺ μᾆς ἐπιτρέπει νὰ τὸν χαρακτηρίσουμε ὡς ἕνα ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους θεο­λόγους καὶ διδασκάλους τοῦ καιροῦ του. Οἱ ἐρευνητές του τὸ κατατάσσουν σὲ ὀκτὼ κατηγορίες. ᾿Εδῶ θὰ ἀρκε­στοῦμε στὴν ὀνομαστικὴ μόνο παρουσίαση τῶν τίτλων τῶν ἔργων του κατὰ κατηγορία:

Α¢ ᾿Απολογητικά: 1) ᾿Αντίπαπας, 2) ᾿Αντιφώνησις, 3) Οὐ­ρανοῦ κρίσις, 4) Νέος Ραψάκης, 5) Φραγγέλιον, 6) ᾿Αλε­ξίκακον πνευματικόν, 7) ῎Εκθεσις ᾿Ορθοδόξου Πίστεως, 8) ᾿Εγχειρίδιον ἀπολογητικόν.

Β¢ Δογματικοκανονικά: 1) Δήλωσις περὶ τῆς ἀληθείας τῶν ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει ταραχῶν (διὰ τὰ τῶν Κολλυβάδων), 2) Περὶ τοῦ Μακαρίου Κορίνθου ἀπόδειξις, 3) ᾿Επιτομὴ εἴτε Συλλογὴ τῶν θείων τῆς πίστεως δογμάτων, 4) Προαναφώ­νησις, 5) Λατίνων ἀναβαπτισμός, 6) Περὶ Νεομαρτύρων, 7) ῎Εθος καὶ παράδοσις, 8) ᾿Επιστολή: ᾿Αναίρεσις κακο­δοξιῶν σχετικῶς μὲ τὴν ἀνθρωπίνην ὑπόστασιν τοῦ Κυρίου, 9) Λό­γος εἰς τὴν Β¢ Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν, 10) Βάπτι­σμα ἀνάγ­κης, 11) Χρίσις μὲ μῦρον τῶν ἐπιστρεφόντων ἑτε­ροδόξων, 12) ᾿Ερωτήματα, 13) ᾿Απόκρισις, 14) “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε”, 15) Σαφὴς ἀπόδειξις ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι καὶ αἱρετικοί, 16) Περὶ ἀγγέλων καὶ θείου κάλλους, 17) Περὶ ἐκκλησιασμοῦ, 18) Περὶ ἐπιστροφῆς εἰς τὴν ᾿Ορ­θοδοξίαν ᾿Αρ­μενίου κ.λπ.

Γ¢ Λειτουργιολογικά: 1) ῾Ο Μέγας ῾Αγιασμός, 2) Περὶ ἁγίων εἰκόνων, 3) Περὶ ἀναθημάτων, σκευῶν καὶ ἀμφίων, 4) Περὶ μνημοσύνων, 5) ῾Η γονυκλισία τῆς Πεντηκοστῆς κ.ἄ.

Δ¢ Παιδαγωγικά: 1) Γραμματικὴ τοῦ Νεοφύτου, 2) Ρη­τορικὴ πραγματεία, 3) Στοιχεῖα Μεταφυσικῆς, 4) Σχο­λικὴ ἐπίτασις, 5) Θεματογραφία, 6) ᾿Εξήγησις τῆς πρὸς τοὺς νέ­ους παραινέσεως τοῦ Μ. Βασιλείου, 7) Διογένης περὶ ἀρε­τῆς, 8) ᾿Εξήγησις εἰς τὸν πρὸς Δημόνικον τοῦ ᾿Ι­σο­κρά­τους παραινετικὸν λόγον.

Ε¢ Βιογραφίες: 1) Τοῦ ἁγίου Κλήμεντος, ἀρχιεπισκό­που Βουλγαρίας, 2) Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾆ, 3) Τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ᾿Εφεσίου, 4) Τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Κρητός, 5) Τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Χίου, 6) Τοῦ ἁγίου Μα­καρίου Νοταρᾆ, 7) Συναξάρια ὅλων τῶν Κυριακῶν καὶ τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ Νικηφόρου Καλλίστου, μεταφρα­σθέντα εἰς τὴν ἁπλῆν, 8) Διήγησις τοῦ ἐν Χίῳ γεγονότος θαύματος τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου κατὰ τῶν ᾿Αρμενίων ἐν ἔτει 1748, 9) Διήγησις τοῦ ἐν Χίῳ θαύματος τοῦ Τιμίου Προδρόμου κατὰ τῶν ᾿Αγαρηνῶν ἐν ἔτει 1740.

ΣΤ¢ Ποιητικά: Πλῆθος ἐπιγραμμάτων ποικίλων περιε­χομένων καὶ μέτρων, καθὼς καὶ τὶς ἑξῆς ᾿Ακολουθίες: 1) Εἰς τὸν ἅγιον Κλήμεντα, 2) εἰς τὸν ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾆν, 3) εἰς τὸν ἅγιον ᾿Ελευθέριον, 4) εἰς τὸν ἅγιον Φανούριον, 5) εἰς τὴν ἁγίαν Παρασκευήν, 6) εἰς τὸν ἅγιον Δημήτριον τὸν νεομάρτυρα, 7) εἰς τὸν ἅγιον Μακάριον, 8) εἰς τὴν Οἰ­κουμενικὴν Σύνοδον τῆς ῾Αγίας Σοφίας, 9) ᾿Ανάπτυξις τρο­πα­ρίου ἁγίας Παρασκευῆς “Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλ­ληλον...”.

Ζ¢ ῾Ομιλίες καὶ Λόγοι: Μέχρι στιγμῆς ἔχουν σωθεῖ ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν κηρυγμάτων του τὰ ἑξῆς: 1) Εἰς ἁγίαν Αἰκατερίναν, 2) εἰς Μέγαν ᾿Αθανάσιον, 3) εἰς τὸν Εὐαγγε­λι­σμὸν τῆς Θεοτόκου, 4) εἰς τὸν Τίμιον Σταυρόν, 5) ᾿Εξή­γη­σις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ κ.λπ.

Η¢ ᾿Επιστολές: ᾿Απὸ τὸ πλῆθος ἐπίσης τῶν ἐπιστολῶν του ἔχουν βρεθεῖ πρὸς τὸ παρὸν δύο ἀπολογητικὲς στοὺς ὑπ᾿ ἀριθ. 5716 καὶ 6175 κώδικες τῆς Μονῆς ἁγ. Παντελεή­μονος ῎Αθω. Πρὸς Κοραῆν, πρὸς ᾿Ιωάννην, πρὸς Παναγιώ­την Παλαμᾆν κ.ἄ. (Βλ. σχετικὰ Κατάλογο Σπ. Λάμπρου). ᾿Επιστολὲς πρὸς ἐπίσκοπον ᾿Αρδαμερίου, πρὸς μητροπολίτην Γεννάδιον. Σὲ χειρόγραφο τῆς ᾿Εθνικῆς Βιβλιοθήκης, ἐπιστο­λὴ πρὸς ἐλλογιμώτατον Κυπριανὸν (χειρόγραφο 1344) κ.λπ.

Τὸ ἔτος 1995, 182 χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, ἡ Με­γάλη τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία ἀποφάσισε νὰ τιμήσει καὶ τὸν τρίτο “Κολλυβά”. Μὲ πράξη ἁγιοποίησης ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ μῆνα ᾿Ιανουάριο -στὶς ἐννέα- ἀνακήρυξε αὐτὸν ἅγιο, ὕστε­ρα ἀπὸ ἔκθεση τοῦ μητροπολίτη Παροναξίας κ.κ. ᾿Αμ­βροσί­ου καὶ ἐπίμονη ἐπιθυμία καὶ παράκληση τοῦ ποιμνίου τῆς μητροπόλεως αὐτῆς. ῾Η δὲ μνήμη του καθορίστηκε νὰ ἑορτά­ζεται στὶς 24 ᾿Ιουνίου ἑκάστου ἔτους, ἡμερομηνία τῆς ὁσια­κῆς κοιμήσεώς του.

Τὰ τίμια λείψανά του -ἡ κάρα καὶ μέρος τῶν ὀστῶν- φυ­λάσσονται στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Γεωργίου Ρεστῶν Χί­ου, ὅπου καὶ ὁ τάφος του, ἐνῶ καὶ στὴ γενέτειρά του, Κῶ­στο τῆς Πάρου, φυλάσσεται τεμάχιο ἐξ αὐτῶν.

Στὴν ᾿Αντίπαρο ὑπάρχει ναὸς ἀφιερωμένος στὸν ἅγιο ᾿Αθανάσιο τὸν Πάριο καὶ στὸν Κῶστο ἔχει ἀνεγερθεῖ ἡρῶ­ον πρὸς τιμήν του. ᾿Επίσης ἡ Μητρόπολη Παροναξίας ἔχει ἀρχί­σει ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀνέγερση ναοῦ στὴ γενέτειρά του.

᾿Ακολουθία τοῦ ἁγίου ἔχει συντάξει ὁ ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας Γεράσιμος μοναχὸς ὁ Μι­κραγιαννανίτης.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ῎Αμαντος, Κ., Τὰ γράμματα εἰς τὴν Χί­ον κατὰ τὴν τουρκοκρατία 1566-1822, Πειραιᾆς 1964. ᾿Ανδρεάδης, Ι. Μ., ῾Ι­στορία τῆς ἐν Χίῳ ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι 1940. ᾿Αρ­κᾆς, Ε. Ν., “᾿Αθανάσιος ὁ Πάριος”, ΘΗΕ 1 (1962) 562-572. ῾Ο ἴδιος, ᾿Αθα­νάσιος ὁ Πάριος, ᾿Αθῆναι 1960. Βελανιδιώτης, ᾿Ι., “Περὶ μνημοσύ­νων”, ᾿Εκκλησιαστικὸς Φάρος 6 (1912) 162 ἑ. Βερί­της, Γ., “Τὸ ἀνα­μορ­φωτικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ οἱ δύο ᾿Α­λέξανδροι τῆς Σκιά­θου”, ᾿Ακτίνες 6 (1943) 99-110. Γεράσιμος Μι­­κραγιαννανίτης, “᾿Ακο­λουθία τοῦ ῾Οσίου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Διδασκά­λου ᾿Αθανασίου τοῦ Παρίου”, ᾿Εκκλησία (1.6.95) 171-180. Δαμα­λᾆς, Ν., ᾿Επιστολαὶ ᾿Αδαμ. Κοραῆ, τ. Α¢ καὶ Β¢, ἐν ᾿Αθήναις 1880. Δυο­βουνιώτης, Κ., ᾿Ανέκδοτα ἔργα τοῦ ᾿Αθανασίου τοῦ Παρίου, ᾿Αθῆναι 1938. ᾿Εγκόλπιον ἡμερολό­γιον ῾Ιερᾆς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν ἔτους 1996, ἀφιερωμένον εἰς τὸν ἅγιον ᾿Αθανάσιον τὸν Πάριον. Εὐαγγελίδης, Τρ., ῾Η παιδεία ἐπὶ τουρκοκρατίας, (1936), (Α-Β). Καραμπέτσου, ᾿Α., ᾿Αθα­νάσιος ὁ Πάριος, [᾿Εκκλησιαστικαὶ ᾿Εκδόσεις ᾿Εθνικῆς ῾Εκατον­ταπεν­τηκονταετηρίδος 15], (1974). Μακάριος Κορίνθου - Νικόδημος ῾Αγιο­ρείτης - Νικηφόρος Χῖος - δι­δάσκαλος ᾿Αθανάσιος Πάριος, Συν­αξαρι­στὴς Νεομαρτύρων, Θεσσα­λονίκη 1989, σ. 60. Μακρῆς, Γ. Σπ., “Κολ­λυβάδες”, ΘΗΕ 7 (1965) 742-745. Μεταλληνός, Γ., “᾿Αθανάσιος Πά­ριος (1721-1813) (᾿Εργογραφία - ᾿Ιδεολογία - Βιβλιογραφικά)”, ἀν. ΕΕΘΣΠΑ 30 (1995) 293-349, τιμ. ἀφ. ᾿Αν. Θεοδώρου. Μπαλᾆνος, Κ., “᾿Αθανάσιος ὁ Πάριος”, ἐν Μ. ῾Ελλ. ᾿Εγκ., Β. 9. Οἰκονομίδης, Β. Δ., “᾿Αθανάσιος ὁ Πάριος”, ᾿Επετηρὶς Κυκλαδικῶν Σπουδῶν 1 (1961). Παπουλίδης, Κ. Κ., Τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ᾿Αθῆναι 1971. Πά­σχος, Β. Π., “῾Ο μοναχισμός, οἱ νεο­μάρτυρες καὶ ἡ παράδοση. ῾Υμνο­λογικὰ κείμενα τοῦ ῾Αγ. Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου καὶ τοῦ ᾿Αθα­νασίου Παρίου, σὲ κρι­τικὴ ἔκδοση”, ΕΕΘΣΠΑ 29 (1994) 265-324, τιμ. τόμ. Σ. ᾿Αγουρίδη. Petit, L., "Athanase de Paros", εἰς DTC VII, 2189. Πράξη ῾Αγιοποί­η­σης ᾿Α­θανασίου τοῦ Παρίου, 9 ᾿Ιανουαρίου 1995, ᾿Επινεμήσεως Γ¢. Τζώγας, Σ. Χ., “῾Η περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν ἁγίῳ ὄρει κατὰ τὸν ιη¢ αἰῶνα”, ΕΕΘΣΠΘ παραρ. 3 (1969) 29-42. Χαλκιᾆ-Στεφάνου, Π., Οἱ ῞Α­γιοι τῆς Χίου, ᾿Αθήνα 1994, σσ. 393-399. Χρήστου, Π., ᾿Εκ­κλη­­σιαστικὴ Γραμματολογία, Πατέρες καὶ Θεολόγοι τοῦ Χριστιανι­σμοῦ, τ. 2, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 320-322.
Κ.Σ.

...επιστροφή
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης Κοινωνία της Πληροφορίας