Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Χρήσιμες Συνδέσεις Χάρτης Πλοήγησης Γλωσσάριο
 website clocks
αναζήτηση    
Λατρευτική Εβδομάδα στην Θεσσαλονίκη (20 -27 Απριλίου 2024)

ΝΗΦΩΝ Β

ΝΗΦΩΝ Β’, ὁ ἀπὸ Θεσσαλονίκης

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1418-1508)

11 Αὐγούστου



῾Η ἐκτενὴς ἔκδοση τοῦ Βίου τοῦ ὁσίου Νήφωνος ποὺ δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὸν V. Grecu, στὴν πραγματικότητα εἶ­ναι ἐρανίσματα ἀπὸ ὑπομνήματα τοῦ ἱερομονάχου Γαβριήλ, Πρώ­του τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, σὲ παράφραση. Τὰ ἐρανίσματα αὐτὰ βρίσκονται στοὺς κώδικες 715 τῆς ῾Ιερᾆς Μονῆς Διο­νυσίου, τοῦ 18ου αἰώνα, ὅπου καὶ ἡ ἐκτενὴς ἀφήγηση τοῦ Βίου, καθὼς καὶ στὸν κώδικα 610 τοῦ 1754 τῆς ἰδίας Μονῆς.

Πατρίδα τοῦ ὁσίου Νήφωνος ὑπῆρξε ἡ Πελοπόννη­σος (Μωριάς). Πιθανὴ χρονολογία τῆς γεννήσεώς του εἶναι τὸ 1418. ῾Η μητέρα του, ἡ Μαρία, καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελο­πόννησο, ὁ πατέρας του ὅμως, ὁ Μανουήλ, καταγόταν ἀπὸ τὴ Δαλ­ματία (Σκλαβωνία) καὶ ἦταν σύμβουλος τοῦ μεγάλου αὐθέν­του καὶ δούκα τῆς Δαλματίας, Γεωργίου. ῞Ομως ἐξαι­τίας τῆς τιμιότητός του συκοφαντήθηκε καὶ φυλακίστηκε ἀπὸ τὸν δούκα. Σὲ τρεῖς ἡμέρες τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι ἀποφασί­στη­κε νὰ θανατωθεῖ, ἡ σύζυγος ὅμως τοῦ δούκα ποὺ πλη­ρο­φο­ρή­θηκε τὸ γεγονός, πέτυχε νὰ ὁδηγήσουν μπροστά της τὸ Μα­­νουήλ. Γνωρίζοντας ὅτι οἱ κατηγορίες ἦταν ψευδεῖς, τὸν φυ­γάδευσε νύκτα πρὸς τὴν Πελοπόννησο, ὅπου αὐθέν­της ἦταν ὁ ἀδελφός της Θωμᾆς. ῾Ο Μανουὴλ παρουσιά­στηκε στὸ Θω­­μᾆ κομίζοντας μαζί του καὶ ἐπιστολὲς τῆς ἀ­δελφῆς του. ῞Οταν ὁ Θωμᾆς πληροφορήθηκε τὴ σκευω­ρία, διέταξε νὰ παρα­μεί­νει στὸ παλάτι του καὶ τὸν ὅρισε πρῶτο στὴν αὐλή του.

Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ὁ αὐθέντης παρα­κίνησε τὸ Μανουὴλ νὰ βρεῖ σύζυγο καὶ νὰ δημιουρ­γήσει οἰ­κογένεια. ῾Ο Μανουὴλ ἐπέλεξε τὴ Μαρία, νεαρὴ παρθένο, εὐ­­γενῆ στὴν καταγωγή, ἰσάξιά του, ἡ ὁποία κατα­γόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. ῾Ο γάμος τους ἔδωσε μεγάλη χαρὰ στὸν αὐθέντη Θωμᾆ, διότι μεταξὺ ἄλλων, σύμφωνα μὲ τὸ Βίο, δι­έ­κρινε στὸ ζευγάρι μεγάλα χαρίσματα, καὶ κυρίως τὴν ἐλεη­μοσύνη καὶ τὴ βαθειὰ θρησκευτικὴ εὐλάβεια. ῾Η Μαρία γέν­νησε τρία παιδιά, δύο ἀγόρια, τὸ Δημήτριο καὶ τὸ Νικόλαο, καὶ ἕνα κορίτσι, τὴ Μαρία. ῎Επειτα ἀπὸ ἕξι χρόνια πέθανε ὁ Μανουὴλ καὶ ἡ σύζυγός του Μαρία ἔμεινε χῆρα σὲ νεαρὴ ἡλικία. Παρὰ τὶς συνεχεῖς παραινέσεις τῶν συγγενῶν της νὰ ξαναπαντρευτεῖ, αὐτὴ ἔμεινε πιστὴ στὸν πρῶτο της γάμο, προκαλώντας ἀκόμη καὶ τὸ θαυμασμὸ τοῦ αὐθέντη τῆς Πε­λο­ποννήσου γιὰ τὴ σεμνότητά της.

῾Η Μαρία στὴ συνέχεια ἀσχολήθηκε ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν της. Τὸν πρῶτο της γιό, τὸ Δημήτριο, τὸν παρέδω­σε στὰ ἀνάκτορα τοῦ αὐθέντη Θω­μᾆ, ὁ ὁποῖος τὸν δέχθηκε μὲ χαρὰ καὶ τὸν εἶχε ὡς συγκά­θεδρο μαζὶ μὲ τοὺς γιούς του, νὰ μαθαίνει κοντά του τὰ ἁρμόδια γιὰ τὸν μελ­λοντικὸ καταρτισμό του. Τὸν δεύτερο, τὸ Νικόλαο, τὸν ἔ­στειλε στὸ σχολεῖο γιὰ νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμ­ματα, ἐνῶ κράτη­σε κοντά της τὴν κόρη της.

῾Ο Νικόλαος ἀπὸ μικρὸς ἔδειχνε τὸ μεγάλο του ζῆλο καὶ τὴν ἔφεσή του στὰ γράμματα, ἀναζητώντας τὴ μάθηση κοντὰ σὲ προικισμένους διδασκάλους. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐ­τῶν γνώριζε ἄπταιστα ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικά, ἀκολουθίες καὶ ἀνα­γνώσματα. ῾Η ἀγάπη του γιὰ τὰ ἱερὰ γράμματα τὸν ἔσπρω­ξε στὴ μελέτη τῶν Βίων τῶν ἁγίων καὶ ὁ θαυμασμός του γιὰ τὴ μάθηση τῆς ἑλληνικῆς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀ­ρι­στεύσει στὸ ἑλληνικὸ φροντιστήριο, ξεπερνώντας τοὺς ἄλλους μαθη­τὲς καὶ προκαλώντας τὸ θαυμασμὸ ἀκόμη καὶ τοῦ δι­δα­σκά­­λου του Εὐθυμίου.

Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Βίου του, πέρασε ἀπὸ τὸ σχολεῖο του ἕνας ἱερομόναχος, ὁ ᾿Ιω­σήφ, κορυφαῖος ἐπιστήμονας καὶ διδάσκαλος, καὶ ὁ Νικό­λαος, κρυφὰ ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ τὸ διδάσκαλό του, τοῦ ζήτησε νὰ τὸν πάρει στὴ συνοδεία του. ῾Ο ᾿Ιωσὴφ τὸν δέ­χθηκε καὶ τὸν πῆρε μαζί του διδάσκοντάς του τὴ φιλοσοφία.

Στὴν ᾿Επίδαυρο ἄκουσαν ὅτι βρίσκεται ἕνας μεγάλος ἀσκητής, ὁ ᾿Αντώνιος. ῾Ο ᾿Ιωσὴφ μὲ τὸν Νικόλαο ζήτησαν νὰ δοῦν τὸ γέροντα γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. ῾Ο Νι­κό­λαος ἐνθουσιάστηκε καὶ ζήτησε νὰ μείνει κοντά του. Παρὰ τὶς προφάσεις καὶ ἀντιρρήσεις τοῦ γέροντα, ὁ Νικό­λαος ἐπέ­μενε στὴν ἐπιθυμία του κι ἔτσι ἔμεινε κοντὰ στὸ γέροντα, στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Νικόλαος ζήτησε ἀπὸ τὸ γέροντα ᾿Αντώνιο νὰ τὸν κείρει μοναχό. ῾Ο ᾿Αντώνιος τὸν ἔκειρε καὶ τὸν ὀνόμασε Νήφωνα, ἐνῶ στὴ συνέχεια ὁ Νήφων παρέμενε κοντά του ἐπιδιδόμενος σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἔχοντας ὡς ἐργόχειρο τὴν καλλιγραφία. ῾Η ἐπίδοσή του στὴν καλλιγραφία τὸν ἔ­κανε γνωστὸ στὴ γύρω περιοχή, ὅπου ἀντέγραψε πολλὰ ἱερὰ κείμενα κατὰ παραγγελία ἐφημερίων τῶν γύρω χωριῶν.

Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα κοιμήθηκε ὁ γέροντας ᾿Αντώνιος καὶ ὁ Νήφων ἔμεινε μόνος. ᾿Αφοῦ ἔζησε γιὰ ἀρκε­τὸ χρονικὸ διάστημα στὴν ἡσυχία, ἔμαθε πὼς στὸ κά­στρο τῆς Νάρδας ἔμενε ἕνας σοφώτατος ἄνθρωπος μὲ τὸ ὄνομα Ζα­χαρίας, ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος καὶ γνώριζε τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ σλαβονικὴ γλῶσσα. ῾Η ἐπιθυ­μία του νὰ πλη­ροφορη­θεῖ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ μοναχισμοῦ στὸ ῞Αγιον ῎Ορος, ἀλλὰ καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ διδασκά­λου, τὸν ἔφερε κοντά του, καὶ ἔτσι ἐντάχθηκε στὴ συνοδεία του.

Τὸ διάστημα ἐκεῖνο ὑπῆρχε μεγάλη σύγχυση καὶ τα­ραχὴ στὶς ᾿Εκκλησίες ἐξαιτίας τῆς λεγομένης “ὀγδόης Συνό­δου”, ποὺ συνεκλήθη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ᾿Ιωάννη Πα­λαι­ο­λόγο στὴ Φλωρεντία καὶ οἱ ἀνατολικοὶ δὲν ἤθελαν νὰ τὴ δεχθοῦν. ῾Ο Ζαχαρίας μὲ τὸ Νήφωνα, μόλις τὰ πληρο­φορή­θηκαν αὐτά, πέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ (Νάρδα) στὸν ᾿Ασκά­λωνα δι­δάσκοντας στὶς κατὰ τόπους ἐκκλησίες, τοὺς χριστιανοὺς νὰ παραμένουν σταθεροὶ στὶς παραδόσεις καὶ τὴ διδασκα­λία τῶν ᾿Αποστόλων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. ᾿Απὸ ἐκεῖ στὴ συνέχεια ἀνέβηκαν στὸ κάστρο τῆς Τρουΐας. ῾Ο αὐθέντης τοῦ τόπου, Γεώργιος Σκεδὲρ πέγης, τοὺς ὑποδέ­χθηκε μὲ μεγάλη τιμὴ καὶ τοὺς φιλοξένησε στὸ παλάτι του. ᾿Εκεῖνο τὸ διά­στημα πέθανε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ ᾿Ιωάννης Παλαιο­λόγος καὶ στὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ ἀδελφός του Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος συγκρότησε σύνοδο ποὺ κήρυ­ξε ἄκυρη τὴ σύνοδο τῆς Φλωρεντίας.

Τὸ 1453 οἱ Τοῦρκοι κατέλαβαν τὴν Κωνσταντινού­πο­λη· ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῆς καταδίωξης ἔτρεψε σὲ φυγὴ τοὺς χριστιανούς. ῎Ετσι καὶ ὁ Ζαχαρίας μὲ τὸ Νή­φωνα κρύ­φτηκαν γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα σ᾿ ἕνα ὄ­ρος, μέχρι νὰ πάψει ἡ σύγχυση, καὶ στὴ συνέχεια πῆγαν στὴ χώρα τῶν ᾿Α­χριδῶν καὶ ἐγκαταβίωσαν σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο στὴν ῾Υπεραγία Θεοτόκο.

Τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα πέθανε ὁ ἀρχιερέας τῆς Πρώ­της ᾿Ιουστινιανῆς, δηλαδὴ τῆς ᾿Αχρίδος, Νικόλαος καὶ ἡ σύνα­ξη τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν κληρικῶν τῆς πόλεως ζή­τησε ἀπὸ τὸ Ζαχαρία νὰ γίνει ὁ νέος τους ἀρχιεπίσκοπος. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Ζαχαρία τελικὰ τὸν χειροτόνησαν ἀρ­χιερέα. Τότε ὁ Νή­φων ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ διδασκάλου του Ζα­χαρία γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ καταφύγει καὶ νὰ μονά­σει στὸν ῎Αθω. ῾Ο Ζαχαρίας, ἂν καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν κρατή­σει κοντά του, ὡστόσο καθ᾿ ὑπόδειξη καὶ ἑνὸς ἀγγέλου σὲ ὅ­ραμα, σύμφωνα μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ Βίου τοῦ ὁσί­ου Νή­φωνος, πείσθηκε καὶ ἄφησε τὸ Νήφωνα νὰ φύγει.

῾Ο Νήφων μετέβη ἀρχικὰ στὴ μονὴ Βατοπεδίου, ὅπου συνάντησε πολλοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀγωνίζονταν στὰ μεγάλα στάδια τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς προσευχῆς. ᾿Ερχόμενος στὶς Κα­ρυ­ὲς συνάντησε τὸν Πρῶτο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους Δα­νιήλ, ὁ ὁποῖος τοῦ ζήτησε νὰ διδάξει στοὺς πατέρες ἀπὸ τὶς γνώσεις του. Περνώντας ἀπὸ τὴ σκήτη καὶ τὰ σπήλαια τῶν Καρυῶν συν­άντησε μεγάλους ἀσκητές. ᾿Επισκέφθηκε καὶ τὴ μονὴ τοῦ Χα­ρίτωνος (Κουτλουμουσίου) καὶ ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετὸ και­ρό, πῆγε στὴ μονὴ τοῦ Παντοκρά­τορος καὶ μετὰ στὸ σπή­λαιο Κρήτη. ῎Εμεινε κοντὰ σὲ αὐ­στηροὺς ἀσκητὲς διδάσκον­τας καὶ διδασκόμενος καὶ ζοῦσε ἀπὸ τὴν καλλιγραφία. Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα οἱ πατέρες τῆς μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου τοῦ ζήτησαν νὰ μεταβεῖ καὶ νὰ διδάξει καὶ σ᾿ αὐτούς. ᾿Απὸ ἐκεῖ πληροφο­ρή­θηκε γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Μα­νουὴλ Κομνηνοῦ τοῦ Τιμίου Προ­δρόμου, τὴ λεγόμενη τοῦ κυροῦ Διονυσίου, ὅτι τὴν ἐπαι­νοῦ­σαν γιὰ τὸν τρόπο λει­τουργίας της. ῎Ετσι πέρασε ἀπὸ τὴ Σκή­τη τῆς ῾Αγίας ῎Αν­νης καὶ ἔφθασε στὴ μονὴ Διονυσίου. ᾿Εκεῖ ἐκάρη μικρό­σχημος μοναχός. ῎Επειτα ἀπὸ μικρὸ χρο­νικὸ διάστημα χει­ροτονήθηκε ἀναγνώστης, ὑποδιάκονος, ἱερο­διάκο­νος καὶ ἱερεύς. Τὸ ἐνάρετο τοῦ βίου του μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς περιστατικό: Κάποτε ὁ Νήφων ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι μ᾿ ἕνα γέροντα, τὸν Πετρώνιο καὶ τὸ βρά­δυ, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, ὁ Πετρώνιος εἶδε τὸ Νήφωνα νὰ φωτίζεται ὁλόκληρος ἐνῶ προσευχόταν. Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Πε­τρώνιος ἀπεκάλυψε στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τὸ συμβάν. Μὲ τὴ συνετὴ ἐπέμβαση τοῦ ἡγουμένου ἔμεινε μυστικό, γιὰ νὰ μὴ φύγει ὁ Νήφωνας λόγω τῶν ἐπαίνων.

Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες συνέπεσε νὰ ἔλθουν στὸ ῞Αγιον ῎Ο­ρος δύο Θεσσαλονικεῖς ἄρχοντες γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερὰ μνημεῖα. ῞Οταν ἐπισκέφθηκαν τὴ μονὴ Διονυσίου συν­έπεσε νὰ λειτουργεῖ ὁ Νήφων, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια κή­ρυξε καὶ τὸ θεῖο λόγο, προκαλώντας τους δέος, ὥστε ὅταν ἐπέστρεψαν στὴ Θεσσαλονίκη μίλησαν γι᾿ αὐτὸν μὲ τὰ καλύ­τερα λόγια.

Σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἐκοιμήθη ὁ ἀρχι­επίσκοπος Θεσσαλονίκης Παρθένιος καὶ οἱ ἐπίσκοποι ποὺ συνῆλθαν μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο ἀποφάσισαν νὰ ἐκλέξουν νέο ἀρχιερέα τῆς πόλεως τὸ Νήφωνα. ᾿Αντιπροσωπεία δύο ἐπι­σκόπων καὶ κληρικῶν ἔφθασε στὴ μονὴ Διονυσίου καὶ ζήτη­σε ἀπὸ τοὺς προεστῶτες πατέρες νὰ τὸν παρακινήσουν νὰ δεχθεῖ. Οἱ πατέρες ὅμως ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς βοηθήσουν, διότι θεω­ροῦσαν ἰδιαίτερη εὐλογία τὴν παρουσία τοῦ Νήφωνος ἀνά­μεσά τους. Οἱ ἐπίσκοποι μὲ τοὺς κληρικούς, βλέποντας ὅτι οἱ προσπάθειές τους ἔμεναν ἄκαρπες, προσευχήθηκαν γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς ἀποστολῆς τους. Τὴν ἑπομένη, μετὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἡ παρουσία τῆς πρεσβείας προκάλεσε τὴν περιέργεια καὶ τὸ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Νήφωνος νὰ μάθει γιατί ἦλθαν στὴ μονή. Μόλις ἄρχισε νὰ ἀντιλαμβά­νεται τί συμβαίνει καθησύχασε τὸν ἡγούμενο βεβαιώνοντάς τον ὅτι θὰ μείνει κοντά τους καὶ δὲν θὰ δεχθεῖ τὶς προτά­σεις τῆς πρεσβείας. ῾Ο ἡγούμενος ὅμως μὲ προορατικὴ διά­θεση τοῦ ἐξήγησε ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἦλθαν νὰ τὸν πάρουν γιὰ νὰ τὸν ἐκλέξουν καὶ νὰ τὸν χειροτονήσουν ἀρχιεπίσκο­πο Θεσσαλο­νίκης. Θλίψη κατέλαβε τότε τὸ Νήφωνα καὶ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο ἀπομακρύνσεώς του ἀπὸ κοντά τους. Στὴν ἀθρόα σύναξη ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ καθο­λικὸ τῆς μονῆς, οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοὶ τῆς Θεσ­σα­λο­νίκης παρέδωσαν στὰ χέρια τοῦ Νήφωνος τὰ γράμματα ποὺ κόμιζαν ἀπὸ τὴν πόλη τους, παρακαλώντας τον νὰ ἀ­ποδε­χθεῖ τὴν ἐκλογὴ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. ῾Ο ἡγού­μενος τότε παρενέβη θετικὰ πρὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς πρε­σβείας καὶ ἀπεκάλυψε στὴ σύναξη πὼς σὲ ὄνειρο τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ νὰ παροτρύνει τὸ Νήφωνα νὰ δεχθεῖ.

Τὴν ἑπομένη, γρήγορα γρήγορα ἡ πρεσβεία ἀναχώρη­σε μαζὶ μὲ τὸ Νήφωνα ἀπὸ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος γιὰ τὴ Θεσ­σαλονίκη, φοβούμενοι μήπως οἱ μοναχοὶ ποὺ κατέφθα­σαν ἀπὸ τὶς γύρω μονές, τὰ κελλιὰ καὶ τὶς σκῆτες, μόλις πληρο­φορήθηκαν τὸ γεγονὸς γιὰ νὰ τὸν ἀσπασθοῦν καὶ νὰ τὸν χαιρετήσουν, τοῦ μετέβαλλαν τὴν τελικὴ γνώμη.

Μόλις ἔφθασαν στὴ Θεσσαλονίκη πλῆθος πιστῶν συγ­κεν­τρώθηκε γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει. Τὴν πρώτη Κυριακὴ χει­ροτονήθηκε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. ῾Η χειροτονία τοῦ Νήφωνος στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης το­πο­θετεῖται χρονικὰ τὸ 1482, καὶ διετέλεσε ἀρχιεπίσκοπος γιὰ πέντε χρόνια. Στὸ Συνοδικὸ τῆς Θεσσαλονίκης ὡστόσο ἀνα­φέρεται ἀμέσως μετὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Γρηγόριο ὁ Νή­φων: “Νήφωνος τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου τοῦ θειο­τάτου μη­τροπολίτου Θεσσαλονίκης ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Θετταλίας, πολλὰ τὰ ἔτη”. Σημειώνεται δηλαδὴ ὅτι ὁ Νήφων ἔγινε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης μετὰ τὸ θάνα­το τοῦ Γρη­γορίου, τὸ 1439. Στὴν πραγματικότητα ὅμως τὸν Γρηγόριο διαδέχθηκε στὸ θρόνο ὁ Μεθόδιος καὶ αὐτὸν ὁ Παρθένιος, ὁ προκάτοχος τοῦ Νήφωνος. Δὲν μπορεῖ νὰ προταθεῖ καμμία ταύτιση γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο καὶ τὸ 1439 καὶ τὸ 1482. ῎Ισως νὰ ὑπῆρχε καὶ ἄλλος Νήφων ποὺ ἀρχιερά­τευσε μετὰ τὸν Γρηγόριο.

᾿Επειδὴ ἦταν ἀκόμη νωπὰ τὰ προβλήματα ποὺ προ­κά­λεσαν οἱ λατινόφρονες καὶ ἡ σύνοδος τῆς Φλωρεντίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ στὴ σκλαβιὰ κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῶν Τούρκων (᾿Αγαρηνῶν), ὁ Νήφων ἄρχισε εὐθὺς ἀμέ­σως νὰ κηρύττει στοὺς πιστοὺς συστηματικὰ γιὰ τὰ ὀρθὰ δόγματα καὶ τὴν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας, παρακι­νώντας ταυτόχρονα τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς εὐγενεῖς τῆς πόλεως νὰ ἐπιδίδονται συ­χνότερα στὴν ἐλεημοσύνη. ῾Η φήμη του ξεπέρασε τὰ ὅρια τῆς πόλεως καὶ τῆς ἐπαρχίας του καὶ ἁπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴ Θεσ­σα­λία, φθάνοντας ἀκόμη καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη. ῎Επειτα ἀπὸ δύο χρόνια διαποίμανσης, τὸ 1484, κλήθηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ, ἀφοῦ ἦταν ἤδη γνωστὲς οἱ ἀρετές του, ἡ ἱκανότητά του νὰ διοικεῖ ὀρθὰ καὶ μὲ τάξη τὴν ἐπαρχία του καὶ οἱ βαθειὲς θεολογικές του γνώσεις.

Στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέμεινε συμμετέχον­τας στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο, βρῆκε τὸ διδάσκαλό του ἀρ­χιεπίσκοπο ᾿Αχριδῶν Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος ὅμως λίγες ἡμέ­ρες μετὰ ἀρρώστησε καὶ πέθανε. Τὴν κηδεία του τέλεσε ὁ ἴδιος ὁ Νήφων, ὡς μαθητής του. Στὸ διάστημα τῆς ἐκεῖ παρα­μο­νῆς του κοιμήθηκε καὶ ὁ πατριάρχης Συμεὼν Α¢ ὁ Τραπε­ζούντιος. Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοὶ τῆς Κωνσταντι­νούπολης στὴ σύνοδο ποὺ συγκάλεσαν καὶ στὴν ὁποία συμμετεῖχε καὶ ὁ ᾿Εφέσου Δανιήλ, ἐξέλεξαν, παρὰ τὴ θέλη­σή του, νέο πα­τριάρχη τὸν Θεσσαλονίκης Νήφωνα. ῾Ο Μη­τροπολίτης ῾Ηρα­κλείας τοῦ ἔδωσε τὸ πατριαρχικὸ δικανίκι­ον καὶ ἐκλήθη νὰ ἀρχιερατεύσει στὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο περὶ τὰ τέλη τοῦ 1486.

᾿Αμέσως ὁ νέος πατριάρχης ἄρχισε μὲ ἄσβεστο ζῆ­λο νὰ κηρύττει καθημερινὰ τὰ δόγματα καὶ τὶς διδασκαλί­ες τῆς ᾿Εκ­κλησίας, ἀγωνιώντας νὰ διαφυλάξει τὴν ὀρθοδοξία ἀπὸ κάθε εἴδους ἐπιβουλές. Μαρτυρεῖται δὲ ὅτι μὲ τὴν σθε­ναρὴ παρου­σία του κατάφερνε ἀρκετὰ συχνὰ νὰ κατηχεῖ καὶ νὰ βαπτί­ζει κρυφὰ χριστιανοὺς πολλοὺς μουσουλμάνους.

Πολὺ σύντομα ὅμως ξέσπασαν ἔριδες καὶ ἐκδηλώθηκε μῖσος καὶ φθό­νος γιὰ τὸ πρόσωπό του σχηματίζοντας ἐν­αν­τίον του φα­τρίες κληρικῶν ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἀνατροπή του καὶ κατόρθωσαν τε­λικὰ νὰ τὸν ἐκδιώξουν ἀπὸ τὸ Πα­τριαρχεῖο. Αὐτὰ ἀναφέρει ὁ Βίος τοῦ ῾Οσίου. ῾Ωστόσο, τὰ πράγματα ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ δρώμενα ἦταν κάπως διαφο­ρε­τικά. ῞Οταν πέθανε ὁ πα­τριάρχης Συμεών, ἄφησε ἀρκετὰ μεγάλη περι­ουσία, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ φορολογηθεῖ ἢ νὰ περιέλθει στὸ Δημόσιο. ῾Αρμόδιος ὑπάλληλος ἦταν ὁ γιὸς τοῦ φιλο­σόφου Γ. ᾿Αμιρούτζη Σκερδέμπεης, ὁ ὁποῖος ἐπίσης κατα­γόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα. ῾Ο Νήφων γιὰ νὰ ἀπο­φύ­γει τὴ φορολογία παρουσίασε ὡς νόμιμο κληρονόμο τοῦ Συ­μεὼν κάποιο μακρινὸ ἀνεψιό του τὸν Βασίλειο. ῾Ο σουλτά­νος Βαγιαζὴτ πληροφορήθηκε τὸ συμβὰν καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὶς ἔντονες πιέσεις τοῦ Σκερδέμπεη, ὁ ὁποῖος ἐπεδίω­κε νὰ δη­μεύσει τὴν περιουσία, καὶ πιθανῶς κατεῖχε καὶ τὸ ἀ­ξίωμα τοῦ ὑπουργοῦ τῶν οἰκονομικῶν, ὀργισμένος προχώ­ρησε σὲ βι­αιότητες κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας, ἁρπάζοντας ἱερὰ κειμήλια, διώκοντας ἱερεῖς καὶ διατάσσοντας τὴ βίαιη ἀπο­μάκρυνση τοῦ πατριάρχη. ῾Ο Νήφων ὅμως κρυφά, ἂν καὶ ἔκ­πτωτος, ἐρ­χόταν στὴν Πόλη καὶ ἐκτελοῦσε τὰ καθήκοντά του. ῞Οταν μα­θεύτηκε καὶ αὐτό, ὁ σουλτάνος διέταξε νὰ τὸν ἀπομακρύ­νουν ὁριστικά, ἴσως στὶς ἀρχὲς τοῦ 1488, καὶ νὰ ἐκλέξουν ἄλλον πατριάρχη. Τὸν ᾿Ιούλιο τοῦ 1488, ἔπειτα ἀπὸ ὀλιγό­μηνη χηρεία, ἐξελέγη γιὰ δεύτερη φορὰ πατριάρ­χης ὁ Διο­νύσιος Α¢. ᾿Εγκαταλείποντας λοιπὸν τὸ Πατριαρ­χεῖο, πέρασε στὴ Σωζόπολη, σ᾿ ἕνα μοναστήρι ποὺ ἦταν ἀ­φ­ιερωμένο στὸν Τίμιο Πρόδρομο καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἀσκούμε­νος στὴν ἡσυχία. ῾Ωστόσο, ἡ ἔντονη προσωπικότητά του συ­γκέν­τρωσε γύρω του πλήθη πιστῶν ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸν ἀσπα­σθοῦν καὶ νὰ ἀκού­σουν τὴ διδασκαλία του.

Στὸ μοναστήρι ἔμεινε δύο χρόνια, ὥσπου καὶ πάλι τὸν κάλεσαν στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπό­λεως. ᾿Εδῶ μᾆλλον γίνεται κάποια σύγχυση ἀπὸ τὸ βιογρά­φο του, διότι μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Διονυσίου Α¢ στὰ τέλη τοῦ 1490 στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἀνῆλθε ὁ Μάξιμος καὶ παρ­έμεινε ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 1497. ῾Ο Νήφων κλήθηκε στὸ θρό­νο τὸ θέρος τοῦ 1497, παρὰ τὴ θέλησή του. ῞Ενα περιστα­τικὸ ὅμως κάπως ἀσυνήθιστο, ποὺ μᾆς παραθέτει ὁ Βίος, στάθηκε ἀφορμὴ νὰ ἐκδιωχθεῖ πάλι ἀπὸ τὴν Κωνσταν­τινού­πολη καὶ μάλιστα αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ βίαιο τρόπο. Συναν­τή­θηκε ξαφνικὰ ἐνῶ ἐπέστρεφε περπατώντας στὸ κτήριο τοῦ Πατριαρχείου μὲ τὸν Τοῦρκο σουλτάνο, ἀλλὰ δὲν τὸν χαι­ρέ­τησε ὅπως ὅριζαν οἱ νόμοι προσκυνώντας τον, προκαλώντας τὴν ἔντονη ὀργή του. ῾Ο σουλτάνος διέταξε νὰ ἐξοριστεῖ ἀμέσως μὲ στρατιωτικὴ συνοδεία στὴν ᾿Αδρια­νούπολη. ῾Υπ­άρχει ὡστόσο καὶ μία ἄλλη ἐκδοχή, ἡ ὁποία ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ ᾿Ιωάννη Μαλάλα, ὅτι ἡ κύρια αἰτία γιὰ τὴν σύντομη β¢ πατριαρχία τοῦ Νήφωνος Β¢ ὑπῆρξε ἡ γε­νι­κὴ σύγχυση καὶ ἀναταραχὴ ποὺ εἶχαν προκαλέσει μὲ σκάν­δαλα ὁ προκάτοχός του Μάξιμος Δ¢ καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, μη­τροπολῖτες καὶ ἐπίσκοποι, καὶ ἔτσι ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸν πα­τριαρχικὸ θρόνο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς κακουχίες στὴ δια­δρο­μή, στὴν ᾿Αδριανούπολη τοῦ ἐπιτρά­πηκε μόνο νὰ κατοικεῖ στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Στεφά­νου, ὑπὸ αὐστηρὸ περιορι­σμό, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ κηρύττει καὶ νὰ διδάσκει στοὺς πιστούς.

῾Η φήμη τοῦ ῾Αγίου διαδόθηκε ἀπὸ ἐκεῖ στὴ γειτονικὴ Μεγάλη Βλαχία καὶ ὁ τότε αὐθέντης Ράδουλας ἐξέφρασε ζωηρότατο ἐνδιαφέρον νὰ τὸν γνωρίσει. Συνέπεσε τότε νὰ τὸν κα­λέσει ὁ σουλτάνος στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ πλη­ρώ­­­σει τὰ βασιλικὰ τέλη. ῾Ο Ράδουλας δὲν ἔχασε τὴν εὐκαι­ρία περ­νώντας ἀπὸ τὴν ᾿Αδριανούπολη καὶ μαθαίνοντας ὅτι ὁ ἅγι­ος Νήφων βρίσκεται ἐκεῖ ἐξόριστος ὑπὸ αὐστηρὸ περιο­ρι­σμό, νὰ μεταχειριστεῖ ὁποιοδήποτε μέσο γιὰ νὰ τὸν δεῖ. Κατόρ­θωσε λοιπὸν νὰ πάρει ἄδεια καὶ νὰ συναντήσει τὸν ῞Αγιο. ῎Εμεινε ἔκθαμβος ἀπὸ τὴ σπουδαία προσωπικότητά του καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ ὑποσχεθεῖ, πὼς ἂν κατόρθωνε νὰ πάρει τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ σουλτάνο, θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε μαζί του στὴ Βλαχία, στὴν πόλη Τζάρα.

Στὴ Μεγάλη Βλαχία ὁ Νήφων διεπίστωσε σοβαρὰ προ­βλήματα στὴν τοπικὴ ᾿Εκκλησία καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ἰδιαί­τερο ζῆλο στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ τῆς ὀρθῆς λειτουργίας τῶν μοναστηριῶν, ἐνῶ σὲ δεύτε­ρο ἀλλὰ ἐξίσου σημαντικὸ ἐπίπεδο ἀγωνίστηκε μὲ τὴ συστη­ματικὴ δι­δασκαλία καὶ τὰ κηρύγματά του νὰ προσελκύσει τὸ θρη­σκευ­τικὸ ἐνδιαφέρον τῶν κατοίκων. ῾Ο αὐθέντης τὸν ἐξουσιο­δό­τησε νὰ ἔχει τὴν ἀποκλειστι­κὴ εὐθύνη γιὰ τὰ ζη­τήματα τῆς τοπικῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο Νήφων ζήτησε νὰ συγ­κληθεῖ τοπικὴ σύνοδος καὶ νὰ κλη­θοῦν σ᾿ αὐτὴν οἱ ἡγού­με­νοι ὅλων τῶν μοναστηριῶν τῆς Οὑγγροβλαχίας, οἱ ἱερεῖς τῶν ἐπαρχιῶν καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ παλατιοῦ μαζὶ μὲ τὸν αὐθέν­τη. ῾Ο Νήφων ἀφοῦ ἔκανε διορ­θωτικὲς παρεμβάσεις στὴν τά­ξη τῆς τοπικῆς ᾿Εκκλησίας, ἐπι­λύοντας πληθώρα προβλη­μά­των, χειροτόνησε καὶ δύο ἐπι­σκόπους σὲ διορισμένες ἐπι­σκο­πές. Στὴ συνέχεια ἐπεράτωσε τὴ σύνοδο κρατώντας γιὰ μία ἐπιπλέον ἑβδομά­δα μόνον τοὺς ἡγουμένους τῶν πολὺ ἀπο­μακρυσμένων μο­ναστηριῶν.

Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ὅμως δημιουργήθηκε ἕνα σοβαρότα­το πρόβλημα μέσα στὸ παλάτι. ῾Ο αὐθέντης Ράδουλας πάν­τρεψε παράνομα τὴν ἀδελφή του μὲ ἕναν εὐγενῆ ἀπὸ τὴν Μπογδανία, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν ἤδη παντρεμένος στὴν πα­τρίδα του ἀπὸ ὅπου εἶχε καταφύγει στὴ Βλαχία. ῾Η πρώ­τη του γυναίκα ἔστειλε ἐπιστολὲς στὸν αὐθέντη καὶ στὸ Νήφω­να, ὅπου τοὺς ἀπεκάλυπτε ὅτι εἶχε καὶ παιδιὰ ἀπὸ τὸ γάμο της μὲ τὸν Μπόγδανο. ῾Ο Νήφων ἀρχικὰ κάλεσε καὶ ἐπέ­πληξε τὸν ἴδιο τὸν Μπόγδανο, χωρὶς ὅμως κανένα οὐσια­στικὸ ἀποτέλεσμα. Στὴ συνέχεια, μὲ τὴν ἴδια αὐστηρό­τητα ἀπευθύνθηκε καὶ στὸν αὐθέντη πού, ἐνῶ γνώριζε γιὰ τὸν πρῶτο γά­μο τοῦ Μπόγδανου, τὸν πάντρεψε μὲ τὴν ἀδελφή του. Αὐτὸ προκάλεσε τὴν ἔντονη δυσφορία τοῦ Ράδουλα, ὁ ὁποῖος τὸν κατηγόρησε ἄδικα, ὅτι δῆθεν θέλει νὰ ἀλλοιώσει τὶς τοπι­κὲς παραδόσεις τῆς Βλαχίας αὐθαιρετώντας ἀνεξ­έ­λεγκτα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἦλθε στὴν Τζάρα. ῎Εκ­πληκτος ὁ Νήφων ἀπὸ τὴν ξαφνικὴ μεταστροφὴ τοῦ αὐ­θέν­τη, τοῦ θύμισε ὅτι ἐκεῖνος τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει στὴ Βλαχία καὶ τοῦ τόνισε πὼς αὐτὸς ὅ,τι ἔκανε τὸ ἔκανε ἔ­χον­τας ὡς μοναδικὸ γνώμονα τὸ νόμο τῆς ᾿Εκκλησίας.

Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ παλάτι πῆγε στὴν ἐκκλησία, ζή­τη­σε νὰ συγκεντρωθεῖ ὁ λαός, φόρεσε τὴν ἀρχιερατική του στο­λή, κήρυξε μὲ παρρησία στὸ συγκεντρωμένο πλῆθος καὶ στὴ συνέχεια ἀφόρισε τὸν Μπόγδανο γιὰ τὸν παράνομο δεύτερο γάμο του καὶ ὅλους ὅσους τὸν βοήθησαν, θέτοντάς τους ἐκτὸς ᾿Εκκλησίας. Προφήτευσε δὲ ὅτι τόσο ὁ Μπόγ­δανος ὅσο καὶ ὁ αὐθέντης θὰ ἔχουν κακὸ τέλος ἐξ αἰτίας τῶν ἁ­μαρτιῶν τους. Στὴ συνέχεια ἀπέθεσε τὴν ἀρχιερατική του στο­λὴ ἐπά­νω στὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ καὶ ἀποσύρθηκε.

῾Ο αὐθέντης Ράδουλας διέταξε ἀμέσως νὰ παύσουν νὰ τὸν θεωροῦν ἀρχιερέα καὶ νὰ τὸν ἀπομονώσουν ἀπειλώντας πὼς ὅποιος τὸν βοηθοῦσε θὰ κινδύνευε μὲ τὴ ζωή του καὶ μὲ ἄμεση δήμευση τῆς περιουσίας του. ῾Ο Νήφων ἐπιθυμόν­τας νὰ ἐκτονωθεῖ ἡ ἔνταση, ἀναχώρησε σὲ μία ἄκρη τῆς χώρας καὶ ἐκεῖ ζοῦσε μόνος του. ῾Ωστόσο, ἕνας νέος μὲ εὐ­γενικὴ καταγωγὴ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῶν Βεσαράβων, ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Νήφωνος, ὁ Νεάγουλος ἢ Νεάγκος, μὲ κίν­δυ­νο τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς ἀψήφησε τὶς διαταγὲς τοῦ Ρά­δουλα καὶ τὸν ἐπισκεπτόταν κρυφὰ προμηθεύοντάς τον μὲ τρόφιμα καὶ ἐπιζητώντας κυρίως τὴ συναναστροφὴ μαζί του καὶ τὴ διδασκαλία του.

῎Επειτα ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ὁ Ράδουλας σκεπτόμενος τὴν ὀργὴ ποὺ θὰ προκαλοῦσε ἡ προσωπικότη­τα τοῦ Νήφωνος θέλησε νὰ τὸν μεταπείσει μὲ κολακεῖες, ἀλλὰ συνάντησε καὶ πάλι τὴν ἄκαμπτη ἐπιμονή του νὰ ὑπε­ρ­ασπίζει τὸ δίκαιο καὶ τὸ σωστό. ῾Ο Νήφων ὅταν κλήθηκε νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν του, ὠμὰ καὶ μὲ παρρησία τὸν κατ­ήγγειλε γιὰ τὶς μεθοδεύσεις του καὶ προέβλεψε ὅτι θὰ ἔλ­θουν πολλὰ κακὰ στὸν τόπο. Στὴ συνέχεια ἔφυγε ἀπὸ τὸ παλάτι καὶ πῆγε νὰ συναντήσει τὸν Νεάγκο. Σ᾿ αὐτὸν ἀπε­κάλυψε ὅτι πολλὰ κακὰ θὰ βροῦν τὴν Τζάρα καὶ ὅτι ὁ ἴδι­ος θὰ κινδυνεύσει μαζὶ μὲ τὴ γενιά του, ἀλλὰ στὸ τέλος θὰ τὸν περιμένουν μεγάλες τιμὲς καὶ δόξα. ῞Ενα σημαντικὸ περι­στατικὸ ποὺ δὲν ἀναφέρει ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Νήφωνος, εἶναι ὅτι τὸ 1502, ὅταν ὁ ῞Αγιος βρισκόταν στὴ Βλαχία, ἔφθασε ἀντιπροσωπεία ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ ἀνέλθει γιὰ τρίτη φορὰ στὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο. ῞Ομως ὁ Νήφων ἀρνήθηκε καὶ στὶς 26 ᾿Ιουνίου τοῦ 1503 ἔστειλε καὶ ἐγγράφως τὴν παραίτησή του πρὸς τὸν ἤδη ἐκλεγμένο πατριάρχη Παχώμιο Α¢.

᾿Αφοῦ συνέβησαν αὐτά, τὸ 1505 ὁ Νήφων μαζὶ μὲ δύο νέους μαθητές του, τὸν ᾿Ιωάσαφ καὶ τὸν Μακάριο, ἀποφά­σισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Βλαχία καὶ κατέβηκε στὴ Μακε­δονία, ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Πετόλια καὶ τέλος ἔφθασε στὸ ῞Αγιον ῎Ορος, ὅπου προσευχόταν νὰ παραμείνει ἕως τὸ τέ­λος τῆς ζωῆς του. ᾿Αρχικὰ πῆγε στὴ μονὴ Βατοπεδίου, ὅπου ἀπὸ πολὺ παλαιὰ μόναζαν δύο μαθητές του. Οἱ πατέ­ρες τῆς μο­νῆς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀσκητὲς ἀπὸ τὴ γύρω περιοχὴ χάρηκαν μὲ τὸν ἐρχομό του. Στὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ παρέμεινε στὴ μονὴ συνέβη νὰ πεθάνουν καὶ οἱ δύο πα­λαιοὶ μαθητὲς τοῦ Νήφω­νος καὶ τοὺς ἐνταφίασε ὁ ἴδιος.

῾Ο ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Νήφωνος, ὁ Μακάρι­ος, τοῦ ἐκμυστηρεύθηκε τὴ βαθύτερη ἐπιθυμία του νὰ μαρ­τυρήσει γιὰ τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο Νήφων, ἀφοῦ τὸν εὐλό­γησε, τοῦ ἐπέτρεψε νὰ φύγει· ὁ Μακάριος μόλις ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη μαρτύρησε δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ.

῾Ο Νήφων πῆρε τὸ μαθητή του ᾿Ιωάσαφ καὶ κρυ­φὰ ἀποχώρησε ἀπὸ τὴ μονὴ Βατοπεδίου γιὰ τὴ μονὴ Διονυ­σί­ου. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ χάρηκε διότι διεπίστωσε πὼς τὸ τυ­πικὸ τῆς μονῆς ἦταν ὅπως τὸ ἄφησε πρὸ πολλῶν ἐτῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ποὺ ἄφησε ὁ κτίτορας τῆς μο­νῆς, κάθε νέος μοναχὸς ἔπρεπε πρῶτα νὰ δοκιμαστεῖ σὲ ταπεινὲς ὑπη­ρεσίες, ὡς βορδωνάρης στὰ μουλάρια ἢ νὰ κου­βαλᾆ ξύλα καὶ ἄλλα ὑλικὰ καὶ στὴ συνέχεια γινόταν δεκτὸς ἀπὸ τὴ μονή. ῾Ο Νήφων ποὺ δὲν ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τοὺς πα­τέρες, ἀπ­έ­κρυψε τὴν πραγματική του ἰδιότητα καὶ δέχθηκε νὰ ὑπο­στεῖ τὶς δοκιμασίες. ῞Ομως κατὰ τὴ διάρκεια μίας ὑπηρεσίας του ὡς νυκτερινὸς φύλακας ἐξαιτίας τοῦ κινδύνου ἐπι­δρο­μῆς πειρατῶν, τὸν εἶδαν τόσο ὁ μοναχὸς ποὺ βρισκόταν μαζί του ὅσο καὶ πατέρες ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τὴν ὥρα ποὺ προ­σ­ευχόταν νὰ γίνεται πύρινος καὶ φωτεινός. Οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἀμέσως συνάχθηκαν καὶ προσευχήθηκαν νὰ τοὺς φα­νερωθεῖ ποιὸς πραγματικὰ ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. ῎Ετσι σὲ ὅραμα ἀποκαλύφθηκε στὸν ἡγούμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾿Ιωάννη τὸν Πρόδρομο ὅτι ἦταν ὁ πατριάρχης Νήφων. Οἱ πατέρες τῆς μονῆς ὑποδέχθηκαν τὸν πατριάρχη Νήφωνα μὲ ἀναμμέ­να κεριὰ καὶ τιμὲς καὶ ὁ Νήφων ἔμεινε στὴ συνέχεια κοντά τους διδάσκοντας τοὺς πατέρες καὶ τοὺς πολλοὺς ἄλλους μοναχοὺς καὶ ἀσκητὲς ποὺ συγκεντρώνονταν ἀπὸ τὰ γύρω κελλιὰ καὶ τὶς σκῆτες.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης παραμονῆς του στὴ μονὴ Διονυσίου ὁ πατριάρχης Νήφων συνέβαλε σὲ μεγά­λο βαθμὸ μεταξὺ ἄλλων καὶ στὴν ἀνοικοδόμηση πολλῶν τμη­μάτων της. Παρέδωσε στὴ μονὴ καὶ ἀρκετοὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὅμως καταστράφηκαν ἀπὸ πυρκαγιὰ ἔπειτα ἀπὸ πυρ­πόλησή της μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα χειρόγραφα, ἱερὰ κει­μήλια καὶ βιβλία.

῾Ο ἅγιος Νήφων ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἐτῶν. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του, δύο ἀδελφοὶ καὶ πατέρες τῆς μο­νῆς, ποὺ στὸ παρελθὸν εἶχαν πικράνει μὲ τὴ συμπεριφο­ρά τους τὸν ῞Αγιο, τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ἀφήσει γραπτὲς συγ­χω­ρητικὲς εὐχές. Πράγματι, ὁ ὑποτακτικὸς καὶ μαθητὴς τοῦ Νήφωνος, ᾿Ιωάσαφ, ἔγραψε καθ᾿ ὑπαγόρευσιν τὶς εὐχές, ὁ ῞Α­γιος μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἐκοιμήθη στὶς 11 Αὐγούστου τοῦ 1508.

Λίγο διάστημα πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἁ­γίου Νήφωνος, ἄρχισαν νὰ συμβαίνουν στὴ Μεγά­λη Βλαχία ὅλα τὰ δεινὰ ποὺ εἶχε προβλέψει ὁ ῞Αγιος ἐνώπι­ον τοῦ αὐ­θέντη Ράδουλα στὴν αὐλή του, ἐξ αἰτίας τῆς ἀ­σέβειάς του. ῎Επεσε λοιμὸς στὴ χώρα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ράδου­λας πέθανε μὲ φρικτὸ θάνατο, ἀφοῦ τὸ σῶμα του ἄρχιζε νὰ σαπίζει καὶ νὰ προκαλεῖ δυσβάστακτη δυσωδία.

Στὴν ἡγεσία ἀνῆλθε μὲ πραξικοπηματικὸ τρόπο ὁ Μί­χνας, γιὸς τοῦ Δράκου ἀρμάση, ὁ ὁποῖος προκάλεσε πολλὲς ἐσωτερικὲς διαμάχες καὶ προχώρησε σὲ σφαγὲς καὶ διωγ­μοὺς πολλῶν εὐγενῶν τοῦ τόπου. Θέλησε νὰ ἀφανίσει καὶ τὴν γε­νιὰ τῶν Βεσαράβων εὐγενῶν, ἀλλὰ τὴν τελευταία στιγ­μὴ γλύ­τωσε ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Νήφωνος, ὁ Νεάγκος, ποὺ κατέ­φυγε στὴν Κωνσταντινούπολη. ᾿Εκεῖ μὲ τὴν σύμ­φωνη γνώ­μη τοῦ Τούρκου σουλτάνου συγκεντρώθηκε τουρ­κικὸς στρα­τὸς ποὺ νίκησε τὸν Μίχνα καὶ ἀποκατέστησε στὴν ἐξουσία τὸν γιὸ τοῦ Ράδουλα, τὸν Βλάδουλα. ῞Ομως μὲ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Μπόγδανου ὁ Βλάδουλας ἄρχισε νὰ ἐπιβουλεύεται τὴ ζωὴ τοῦ Νεάγκου, ποὺ τὸν θεωροῦσε ἐπί­δοξο σφετεριστὴ τοῦ θρό­νου του, καὶ θέλησε νὰ τὸν θανα­τώσει. ῾Ο Νεάγκος κατέφυ­γε γιὰ δεύτερη φορὰ στὴν Κων­σταντινούπολη καὶ οἱ Τοῦρ­κοι ποὺ παρενέβησαν μὲ στρατό, ἀφοῦ νίκησαν τὸν Βλά­δουλα καὶ τὸν θανάτωσαν, ἀνέδειξαν νέο βοεβόδα στὴ Βλα­χία τὸν Νεάγκο, μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη καὶ τοῦ λαοῦ.

῾Ο Νεάγκος ζήτησε ἀπὸ τὸν τότε πατριάρχη Κων­σταν­τινουπόλεως Παχώμιο, νὰ χειροτονήσει μητροπολίτη Οὐγ­γροβλαχίας, ὑπέρτιμο καὶ ἔξαρχο Πλαγινῶν καὶ Σεβερί­νων τὸν Μακάριο, ἀποκαθιστώντας ἔτσι τὴν τάξη στὴν ἤδη τα­ραγμένη τοπικὴ ᾿Εκκλησία. Στὴ συνέχεια ὁ Νεάγκος ἔ­στειλε ἐπιβλητικὴ πρεσβεία εὐγενῶν στὴ μονὴ Διονυσίου τοῦ ῾Αγί­ου ῎Ορους καὶ ζήτησε νὰ τοῦ παραχωρήσουν τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Νήφωνος, δίνοντας ὑπόσχεση πὼς θὰ στήριζαν οἰκονομικὰ μὲ κάθε τρόπο τὶς ἀνάγκες τῆς μο­νῆς. Οἱ μο­ναχοί, ἔπειτα ἀπὸ μεγάλη περίσκεψη, παρέδωσαν τμῆμα ἀπὸ τὸ τίμιο λείψανο, τὴν κάρα καὶ τὴ δεξιὰ χεῖρα τοῦ ῾Αγίου, στὴν πρεσβεία. Τὰ λείψανα μεταφέρθηκαν στὸ Βουκουρέστι καὶ τοποθετήθηκαν μὲ πολλὲς καὶ μεγάλες τι­μὲς σὲ πολυτι­μότατο κουβούκλιο στὴ μονὴ τοῦ Ντάλου, ἐνῶ ἡ τιμία κά­ρα τοῦ ῾Αγίου, ποὺ τὴν κρατοῦσε κοντά του ὅσο ζοῦσε ὁ Νεάγκος, μετὰ τὸ θάνατό του ἀφιερώθηκε μὲ ρητὴ ἐντολή του στὴ μονὴ τοῦ ῎Αρτζεσι. ῾Ορίστηκε δὲ νὰ ἑορτάζεται μὲ μεγάλες τιμὲς ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νήφωνος στὶς 11 Αὐ­γούστου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Πάρα πολλὰ θαύματα μαρτυροῦνται ὅτι ἔγιναν ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκταφὴ τοῦ τι­μί­ου λειψάνου τοῦ ὁσίου Νήφωνος, ὁπότε καὶ εὐω­δίασε, τόσο στὴ μονὴ Διονυσίου σὲ ἀσθενεῖς καὶ ἀνάπη­ρους μοναχούς, ὅσο καὶ ἀργότερα ὅταν μεταφέρθηκε στὴ Βλαχία.

᾿Απὸ τὸν συγγραφέα τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Νήφωνος, πρῶτο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους Γαβριήλ, ὁ ῞Αγιος ἀναφέρεται καὶ ὡς νέος κτί­τορας τῆς μονῆς Διονυσίου, διότι κατὰ τὴ δεύτε­ρη παραμονή του ἐκεῖ συνέβαλε στὴν ἀνοικοδόμηση πολλῶν κτισμάτων της καὶ ἀφιέρωσε κανόνες σ᾿ αὐτὴν ποὺ ὅπως ἀνα­φέραμε δυστυχῶς δὲν σώζονται. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὶς δύο ἐπι­σημάνσεις γιὰ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Βίου του ποὺ προαναφέρθηκαν, σώζεται ἐπίσης καὶ στὴ χειρό­γραφη συλ­λογὴ τῆς ᾿Αμβροσιανῆς Βι­βλιοθήκης. ᾿Επίσης ὑπάρχει “ἕτερον ἐπιτάφιον ἐπίγραμμα εἰς τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπό­λε­ως Νήφωνα Β¢ θα­νόντα” τοῦ μοναχοῦ Μαξίμου Τριβόλη. Τέλος, σώζονται δύο ἀκόμη ἐπιγράμματα, τὸ ἕνα στὴ χειρό­γραφη συλλογὴ τῆς μονῆς Διονυσίου, καὶ τὸ ἄλλο στὴ λάρ­να­κα τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ῾Αγίου. ᾿Ασματικὴ ᾿Ακολου­θία πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Νήφωνος συνέθεσε ὁ ἰατρὸς ᾿Ιωάννης Κομνηνός, ὁ μετέπειτα ῾Ιερόθεος μητροπολίτης Δρύστρας.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ᾿Ακολουθία Διονυσιατῶν ῾Αγίων, ἐκδ. ῾Ι. Μο­νῆς Διονυσίου, ῞Αγιον ῎Ορος. Γεδεών, Μ. Ι., Πατριαρχικοὶ πίνα­κες. Εἰδήσεις ἱστορικαί, βιογραφικαὶ περὶ τῶν πατριαρχῶν Κωνσταν­τι­νου­πόλεως ἀπὸ ᾿Ανδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου μέχρι ᾿Ιωακεὶμ Γ¢ τοῦ ἀπὸ Θεσσαλονίκης 36-1884, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1885-1890, σ. 496. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ᾿Ακολουθία πάντων τῶν ἐν Θεσ­σαλο­νί­κῃ ῾Αγίων, ἐν ᾿Αθήναις 1958, σ. 32. ῾Ο ἴδιος, “᾿Ακολουθία πάντων τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ διαλαμψάντων ῾Αγίων”, ΓΠ 73 (1990) 358. Γερ­μανός, μητροπολίτης Σάρδεων, “Συμβολὴ εἰς τοὺς πατριαρχικοὺς κατα­λόγους Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τῆς ἁλώσεως καὶ ἑξῆς”, ᾿Ορ­θοδοξία 8 (1933) 351-354, 9 (1934) 30-35. Γλαβίνας, ᾿Α. Θ., “Οἱ πρῶτοι κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν Μητροπολῖται Θεσσαλονίκης”, ΕΕΘΣΠΘ 23 (1978) 337-343. Γριτσόπουλος, Τ., “Νήφων· ὁ Β¢. Πατριάρχης Κωνσταντι­νου­πόλεως”, ΘΗΕ 9 (1966) στ. 454-456. Δημητριάδης, Β., Τοπογρα­φία τῆς Θεσσαλονίκης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατί­ας, Θεσσαλο­νίκη 1983, σ. 386. Εὐστρατιάδης, Σ., ῾Αγιολόγιον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκ­κλησίας, ᾿Αθῆναι χ.χρ., σ 328. Θέμελης, Χρυσ., ἐπίσκ. Θαυ­μακοῦ (νῦν Μεσσηνίας), “῾Αγιορεῖται ῞Αγιοι”, ᾿Εκκλησία ΜΓ¢ (1963) 416. ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου Διονυσίου, ῾Ο ἅγιος Νήφων πατριάρχης Κωνσταντινου­πόλεως (πρότυπον ἀσκήσεως καὶ ταπεινώσεως), ῞Αγιον ῎Ορος 1990. Καδᾆς, Σ., ῾Η ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου Διονυσίου, ῞Αγιον ῎Ορος 1997, σσ. 22, 133-134. Κο­σμᾆς, Ν. Β., ῾Ο ἀνέκδοτος κώδικας 161 τῆς Χίου γιὰ τὴ σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, τὴν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 1430 καὶ τὴ μάχη τῆς Βάρνας. Εἰ­σαγωγὴ - κείμενο - σχόλια, ᾿Αθήνα 1975, σ. 30. Λαγ­γῆς, Μ., ῾Ο Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆ­ναι 19886, τ. Η¢, σσ. 181-205. Λαυριώτης, ᾿Α. Ε., “Λειτουργικὰ καὶ διά­φορα ἱ­στο­ρικὰ ἐξ ἐγγράφων τῆς ἐν ῎Αθω ἱερᾆς μονῆς Μ. Λαύ­ρας”, ΕΑ 13 (1893-1894) 171. Μυστακίδης, Β. Α., “Διάφορα περὶ Θεσσαλονίκης σημειώματα. ῾Η Μονὴ τῶν Βλαταίων καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔγγραφα, Μη­τροπολῖται Θεσσαλονίκης, ᾿Επισκοπαί, κ.λπ.”, ῾Ο ἐν Κων­σταντινου­πό­λει ῾Ελληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος, σύγγραμμα περιο­δι­κόν, Πρακτι­κὰ καὶ ἐκθέσεις τῶν ΛΕ¢, ΛΣΤ¢, ΛΖ¢ Συλλογικῶν ἐτῶν 1895-1899, τ. 27 (1895-1899), ἐν Κωνσταντινουπόλει 1900, σ. 378. Μυστακίδης, Β. Α., “᾿Επισκοπικοὶ Κατάλογοι”, ΕΕΒΣ 12 (1936) 175. Μωϋσῆς μο­ναχός, “῾Ο ῞Αγιος Πατριάρχης Νήφων Β¢”, ᾿Ορθόδοξη Μαρ­τυρία 15 (Σεπτ.-Δεκ. 1985) 72. Νικόδημος ῾Αγιορείτης, Νέον ᾿Εκλόγι­ον περι­έχον βίους ἀξιολό­γους διαφόρων ἁγίων, καὶ ἄλλα τινὰ ψυχωφελῆ διη­γήματα, ἐκλεχθὲν ἐκ πολλῶν καὶ διαφόρων βιβλίων..., ᾿Ενετίησιν 1803, ᾿Εν Κωνσταντι­νουπόλει 1863, ἐν ᾿Αθήναις 1974, σσ. 333-346. Νικό­δημος ῾Αγιορεί­της, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. ΣΤ¢, Θεσσαλονί­κη 19892, σ. 199. Παπαϊωαννίδης, Κ., “Οἱ μεγάλοι ῾Ιεράρχαι. ῾Ο ὅσιος Νήφων Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης - Οἰκ. Πα­τριάρχης”, ΜΗ 6 (1930) 94. Παπαμιχαήλ, Γ., “῾Η προσω­πικότης Μα­ξίμου τοῦ Γραικοῦ”, Θεολογία 19 (1948) 471, 484-485. Σωφρόνιος, πρ. Λεοντουπόλεως, “῾Ο Ναὸς τῆς ἁγίας μεγαλο­μάρτυρος Παρασκευ­ῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ”, ΓΠ 1 (1917) 130. Τσά­ρας, ᾿Ι., “Τὸ Συνοδικὸ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὁ διάδοχος τοῦ ἀρχι­επισκόπου Γρηγορίου”, Μα­κε­δονικὰ 12 (1972) 246 σημ. 2, 266, 267, 268, 269. ῾Ο ἴδιος, “῾Ο τέ­ταρ­τος καθολικὸς ναὸς τῆς Θεσσα­λο­νίκης στὸ Χρονικὸ τοῦ ᾿Ιωάννου ᾿Αναγνώστη”, Βυζαντινὰ 5 (1973) 180 σημ. 49, 184. Τσιοράν, Γ. Μ., Σχέσεις τῶν ρουμανικῶν χω­ρῶν μετὰ τοῦ ῎Αθω καὶ δὴ τῶν μονῶν Κουτλουμουσίου, Λαύρας, Δοχεια­ρίου καὶ ἁγίου Παντελεήμονος ἢ τῶν Ρώσων, ᾿Αθῆναι 1938. Χρυσο­στόμου, Γ., “Οἱ ἅγιοι τῆς Θεσσα­λο­νίκης”, στὸ Χαριστήριον τῷ Παν­αγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλο­νίκης, κ.κ. Παντελεήμονι τῷ δευτέρῳ ἐπὶ τῇ συμπληρώσει εἰκοσαετοῦς ἐν Θεσσαλονίκῃ ποιμαντο­ρίας (1974-1994), Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 936-937. Banescu, N., "Chronique, A. Bulletin Régionaux, Roma­nie", Byzantion 5 (1929-1930) 542. "Bul­letin des Publications Hagiogra­phiques", Anal. Boll. 56 (1938) 455. Grecu, M., Viata Sfantului Nifon. O redactiune grece­asca inedita editata, tradusa si insotita cu o intro­ducere. Bucarest, Institutul de istorie nationala 1944. Halkin, F., Bi­bliotheca Hagio­graphica Graeca, τ. II, Bruxelles 1957, σ. 154. ῾Ο ἴδιος, Novum Auctarium Bi­blio­the­cae Hagiographicae Graecae, Bruxelles 1984, σ. 160. ῾Ο ἴδιος, "Pu­bli­cation récentes de textes hagiographi­ques grecs III (1940-1947)", Anal. Boll. 64 (1946) 257. Le Quien, M., Oriens Christianus, in qua­tuor patriarchatus digestus, τ. 2, Pa­ri­siis 1740, σσ. 60-61. Lau­rent, V., "La liste episcopale du synodicon des Thessalonique. Texte grec et nouveuaux compléments", EO 32 (1933) 304, 309-310. Meinar­dus, O., "A study of the Relics of Saints of the Greek Orthodox Church", Oriens Christianus 53-54 (1970) 228. Mercati, J. et de Ca­valieri, P. F., Codices Vaticani Graeci, τ. I, Ro­mae 1923, 196. Ou­dot, I., Patriarchatus Constantinopolitani acta selecta II, Grottafer­ra­ta (Roma) 1967, σ. 24. Petit, L., "Les évê­ques de Thes­salo­nique", EO 5 (1901-1902) 96-97. ῾Ο ἴδιος, "Le syno­dicon de Thes­salonique", EO (1916-1919) 238-239, 250, 251, 254.
Α.Κ.

...επιστροφή
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης Κοινωνία της Πληροφορίας