ΝΕΙΛΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ,
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (π. 1300-1363)
ΒΙΟΣ
῾Ο Νεῖλος ἦταν γόνος μιᾆς ἀπὸ τὶς πιὸ γνωστὲς ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες τῆς Θεσσαλονίκης, τῶν Καβασιλῶν. Γεννήθηκε λίγο πρὶν τὸ 1300 καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Νικόλαος. Γιὰ τοὺς γονεῖς του δὲν γνωρίζουμε κάτι συγκεκριμένο· μποροῦμε ὅμως νὰ συμπεράνουμε ὅτι καταγόταν ἀπὸ μία οἰκογένεια μὲ βαθειὰ εὐσέβεια. Αὐτὴ ἡ οἰκογένεια ἔδωσε καὶ ἄλλους εὔχυμους καὶ ἁγιασμένους καρποὺς στὴν ᾿Εκκλησία. ῾Η ἀδελφή του τελείωσε τὴ ζωή της στὴ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας στὴ Θεσσαλονίκη. ῎Ισως δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἀνεψιὸς τοῦ ἁγίου Νείλου ἔλαβε τὸ βαπτιστικὸ ὄνομα τοῦ θείου του· πρόκειται γιὰ τὸν γνωστὸ θεολόγο καὶ διδάσκαλο τοῦ ιδ¢ αἰώνα ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα τὸ Χαμαετό.
᾿Απὸ τὴ νεανική του ἡλικία ἦταν ἐγκρατὴς καὶ ἀσκητικός. Εἶναι γνωστὴ ἡ μαρτυρία τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾆ γιὰ τὴν “διὰ βίου βαθεῖαν ἐγκράτειαν καὶ ἀκτημοσύνην” (Ρωμαϊκὴ ῾Ιστορία 22,4) ἀρετὲς ποὺ καλλιέργησε ἀπὸ μικρὸ παιδί. ᾿Απὸ νεαρὸς ἀκόμη καλλιέργησε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀφάνεια, ἡ ὁποία τὸν χαρακτήριζε σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Μεγάλωσε σὲ μία ἐποχὴ ἀκμῆς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν, ὅταν ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἰδιαίτερα φημισμένη γιὰ τοὺς λογίους της. Πολλοὶ ρήτορες, φιλόσοφοι, γραμματικοὶ καὶ καλλιτέχνες συνέρρεαν στὴν πόλη. Διδάσκονταν ἡ φιλοσοφία, ἡ ρητορική, τὰ μαθηματικά, ἡ ἰατρική, ἡ νομική. Στὴ Θεσσαλονίκη ἐπίσης συνέρρεε καὶ πλῆθος μοναχῶν, καθὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μεγάλο ἀριθμὸ τῶν μοναστηριῶν ποὺ περιέκλειε, ἀποτελοῦσε συγχρόνως καὶ πέρασμα πρὸς τὴ μοναστικὴ πολιτεία τοῦ ῎Αθωνα. ᾿Εκεῖ διδάχθηκε καὶ τὴν κορωνίδα τῶν ἐπιστημῶν, τὴ θεολογία, ἀπὸ γνῶστες τόσο τῆς “θεωρίας” ὅσο καὶ τῆς “πράξεως”. ῎Ετσι λοιπὸν ὁ νεαρὸς Νικόλαος μεγάλωσε μέσα σ᾿ ἕνα πλούσιο πνευματικὸ περιβάλλον, πλάι στὸ Θωμᾆ Μάγιστρο, τὸν Μάξιμο Πλανούδη, τὸν Δημήτριο Τρικλίνιο, τὸν Ματθαῖο Βλάσταρη, τὸν Γρηγόριο Παλαμᾆ, τὸν Φιλόθεο Κόκκινο καὶ πλῆθος ἄλλων προσωπικοτήτων γνωστῶν καὶ ἀγνώστων.
Φαίνεται ὅτι ὁ νεαρὸς Νικόλαος εἶχε μεγάλη κλίση στὰ γράμματα καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς νέους τῆς ἐποχῆς του, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στὸν διδασκαλικὸ στίβο. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν καθηγητὴς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ ἐπιστημῶν. Δίδαξε ὄχι μόνο τὴ ρητορική, τὴ φιλοσοφία, τὴν ἀστρονομία καὶ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, ἀλλὰ καὶ τὴ θεολογία, τόσο μὲ λόγους ὅσο καὶ μὲ ἔργα. ῏Ηταν ἕνα πνεῦμα εὐρὺ καὶ δυνατό. Συνδεόταν μὲ τὸν ᾿Ιωάννη Καλέκα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν ἀκόμη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καὶ πιθανῶς τὸν ἀκολούθησε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν ἐκλέχθηκε πατριάρχης τὸ 1334. Συνδεόταν ἐπίσης μὲ τὸ Βαρλαὰμ καὶ εἶχε προσωπικὴ φιλία μὲ τὸ Γρηγορᾆ. ᾿Ανῆκε στὴν ἀφρόκρεμα τῆς διανόησης τῆς ἐποχῆς του. ῾Ωστόσο, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς δοκιμασίας συνειδητὰ θυσίασε τὶς φιλίες του γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας.
᾿Απὸ τὸ 1334 μέχρι τὸ 1339 δίδαξε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ τὸν ξαναβρίσκουμε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1343. ῎Ισως αὐτὴ ἡ μετάβασή του στὴ Θεσσαλονίκη δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν ἐπανάσταση τῶν Ζηλωτῶν ποὺ εἶχε ἐκδηλωθεῖ τὴν ἐποχὴ αὐτή. ᾿Απὸ τὸ 1343 μέχρι τὴν ἐκλογή του στὴ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τὸ 1361, παρέμεινε στὴν πρωτεύουσα ὡς καθηγητής, ἀσχολούμενος παράλληλα μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Μεταξὺ τῶν πιὸ λαμπρῶν μαθητῶν του συγκαταλέγονται ὁ ἀνεψιός του Νικόλαος καὶ ὁ Δημήτριος Κυδώνης. ῾Ο ἀνεψιὸς Νικόλαος Καβάσιλας σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν πατέρα του μαρτυρεῖ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν θεῖο του καὶ τὰ γράμματα, ἡ ὁποία τὸν ἀνάγκασε νὰ ξενητευτεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν. ῾Ο σύνδεσμος θείου καὶ ἀνεψιοῦ συνεχίστηκε καὶ ἀργότερα. ῞Οταν ὁ νεαρὸς Νικόλαος ὡς φοιτητὴς ἔγραψε ἕνα ἐγκώμιο στὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ κατηγορήθηκε γιατὶ παρομοίασε τὸν ἅγιο Δημήτριο μὲ τὸν ἅγιο ᾿Ιωάννη τὸ Βαπτιστή, τότε ὁ Νεῖλος τοῦ ἔστειλε ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ὅπου βρισκόταν (1341) γιὰ νὰ τὸν ὑπερασπισθεῖ καὶ νὰ τὸν ἐνθαρρύνει. ῾Η ἀγάπη, ἐκτίμηση καὶ εὐγνωμοσύνη τοῦ ἀνεψιοῦ καὶ μαθητοῦ Νικολάου πρὸς τὸ θεῖο του διατηρήθηκε καὶ μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ τελευταίου, ὅταν ἀνέλαβε προσωπικὰ τὴν ἔκδοση καὶ διάδοση σὲ ἀξιοθαύμαστο ἀριθμὸ χειρογράφων (σώζονται περίπου 20 τοῦ ιδ¢ αἰώνα) τῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου του Νείλου. Τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν “Προθεωρία”, ἕνα ἔργο εἰσαγωγικὸ στὰ ἔργα τοῦ Νείλου ποὺ ἔγραψε ὁ Νικόλαος (ἐκδ. PG 149, 677-680 καὶ Δημητρακόπουλος ᾿Ανδρ., ᾿Ορθόδοξος ῾Ελλάς, σσ. 78-80).
Γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ Νείλου Καβάσιλα μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἄλλος του μαθητὴς καὶ ἀργότερα ἀντίπαλός του Δημήτριος Κυδώνης: «ἦταν ἕνας ἄνδρας ἀληθινὰ πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ ἐμᾆς τοὺς ὑπολοίπους· στὴ σοφία δὲν ὑπῆρχε δεύτερος καὶ τὸ ἦθος του ἦταν ἀντάξιο μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ ἔχαιρε, ὅπως ἦταν φυσικό, γενικῆς ἐκτιμήσεως καὶ ἀναγνωρίσεως. ῏Ηταν ἄνθρωπος ἀγάπης καὶ ἡ διδασκαλία του συνδυαζόταν μὲ τὴ φιλία καὶ τὸ σεβασμό. ᾿Αγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ μὲ σύνεση ἀπέφευγε ὅσο μποροῦσε τὶς ἔριδες καὶ τὴν ταραχή, συμβουλεύοντας: “ὁρᾷς δὲ καὶ αὐτὸς ὡς οὐκ ἀσφαλὲς εἴη πρὸς βασιλέας καὶ πατριάρχας καὶ δῆμον ἐρίζειν”» (Δ. Κυδώνη, ᾿Απολογία, ἔκδ. Mercati, Notizie, σσ. 390-392). Καὶ ἀλλοῦ ὁ ἴδιος τὸν χαρακτηρίζει: “φίλον τε ἐμόν... καὶ διδάσκαλον” (Vat. gr. 614, φ. 110).
῾Ο Νεῖλος Καβάσιλας ἦταν μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ ἀφανεῖς καὶ κρυμμένες. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ περιόδους ταραχῶν καὶ ἀντιπαραθέσεων ἔχαιρε γενικῆς ἐκτιμήσεως καὶ ἀναγνωρίσεως ὄχι μόνο γιὰ τὴν κατὰ κόσμο σοφία του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικό του ἦθος καὶ τὴ θεολογική του κατάρτιση. ῾Ορισμένες μικρὲς λεπτομέρειες ποὺ συναντοῦμε διάσπαρτες, ἂν ἀνασυντεθοῦν θὰ μπορέσουν ἴσως νὰ μᾆς δώσουν μία μικρὴ εἰκόνα περὶ τῆς προσωπικότητας καὶ ἁγιότητας τοῦ ἱεροῦ πατρός. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1342, ὅταν ἡ ἡσυχαστικὴ διαμάχη εἶχε ἤδη ἐνταθεῖ, ὁ Νεῖλος (τότε ἀκόμη Νικόλαος) ἔγινε ἀποδέκτης δύο ἐπιστολῶν, προερχομένων ἀπὸ τὶς ἀντιμαχόμενες παρατάξεις. Εἶναι γνωστὸ τὸ σύγγραμμα τοῦ Δαβὶδ Δισυπάτου “Περὶ τῶν τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ᾿Ακινδύνου βλασφημιῶν ἀποσταλεὶς πρὸς τὸν Καβάσιλαν κῦριν Νικόλαον”, καθὼς καὶ ἡ ἀνάλογη ἐπιστολὴ τοῦ ᾿Ακινδύνου. Στὰ κείμενα αὐτὰ ὁ Καβάσιλας παρουσιάζεται ὡς ἕνας ἄνθρωπος μὲ εὐρεία φήμη, κῦρος καὶ ἐπιρροὴ ἐντὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων, ἀναγνωρίζεται ἡ μεγάλη μόρφωση καὶ ἰδιοφυΐα του, γι᾿ αὐτὸ καὶ καλεῖται νὰ λάβει θέση πρὸς ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας.
῾Ο Νεῖλος Καβάσιλας στὴν ἡσυχαστικὴ ἔριδα δὲν ἔμεινε ἀμέτοχος. Πῆρε ἐνεργὰ τὸ μέρος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾆ καὶ συνεργάσθηκε μὲ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ Τόμου τοῦ 1351. Συγκεκριμένα, ἀπὸ αὐτόγραφες σημειώσεις τοῦ Νείλου φαίνεται ὅτι συμμετεῖχε στὴ σύνταξη ἑνὸς ἀνθολογίου περὶ θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας. ᾿Εξάλλου τὸ ἔργο του “Λόγος σύντομος πρὸς τὴν κακῶς ἐκλαμβανομένην φωνὴν παρὰ τῶν αἱρετικῶν ἀκινδυνιανῶν τοῦ θείου Γρηγορίου λέγοντος τοῦ Νύσσης: ῾῾ἄκτιστον δὲ πλὴν τῆς θείας φύσεως οὐδέν᾿᾿ καὶ ὅτι οὐχ ἡ τοῦ Θεοῦ φύσις ἄκτιστος μόνη, ἀλλὰ σὺν αὐτῇ καὶ τὰ φυσικὰ αὐτοῦ ἰδιώματα”, ἐντάσσεται στὸ ἴδιο πλαίσιο τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου τοῦ 1351.
Μετὰ τὴ σύνοδο τοῦ 1351 καὶ τὸ θρίαμβο τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾆ, ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾆς βρέθηκε ἔγκλειστος στὴ μονὴ τῆς Χώρας. Τότε ἀρκετοὶ ἦταν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν νὰ δεχθεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς συνόδου. Τὸ Πατριαρχεῖο ἀναζήτησε ἕνα καταρτισμένο θεολόγο μὲ κῦρος καὶ εὐρύτερη ἀποδοχή, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ βγάλει τὸ Γρηγορᾆ ἀπὸ τὴ δεινὴ θέση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει. Τότε λοιπὸν ὁ αὐτοκράτορας ᾿Ιωάννης Καντακουζηνὸς καὶ ὁ πατριάρχης Κάλλιστος ἐπέλεξαν καὶ ἔστειλαν τὸ Νεῖλο Καβάσιλα. ᾿Απὸ τὰ περιγραφόμενα στὴν ῾Ιστορία τοῦ Γρηγορᾆ φαίνεται ὅτι ὁ συνομιλητὴς ἦταν φίλος του ἀπὸ παλιὰ καὶ εἶχε ἰδιαίτερα μεγάλο κῦρος καὶ ἐπιρροή· μάλιστα ὁ Γρηγορᾆς ἔδωσε τόσο μεγάλη σημασία στὴ μεταξύ τους συνομιλία, ὥστε τῆς ἀφιέρωσε δύο βιβλία τῆς ῾Ιστορίας του. ῾Ο Γρηγορᾆς θρηνεῖ γιατὶ καὶ ὁ φίλος του “παρασύρθηκε” ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Παλαμᾆ. Συγκεκριμένα, ἀναφερόμενος σὲ αὐτοὺς ποὺ προσχώρησαν στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾆ ἀναφέρει γιὰ τὸν ἅγιο Νεῖλο τὰ ἑξῆς: “Τούτων εἷς μοι καὶ ὁ καλὸς ἐγεγόνει Καβάσιλας, τῶν φίλων ὁ βέλτιστος, πρᾆγμα πρὶν γενέσθαι μηδ᾿ εἰς ἐνθύμησιν ἧκον· ὃ καὶ σφόδρα τοι κομιδῆ τεθαύμακα καὶ θαυμάζων οὐ παύομαι, πρός τε τὸ βαθὺ γῆρας ἀποβλέπων τ᾿ ἀνδρὸς καὶ τὴν διὰ βίου βαθεῖαν ἐγκράτειαν καὶ ἀκτημοσύνην”. Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Γρηγορᾆς δὲν ἀναφέρει τὸ μικρὸ ὄνομα τοῦ Καβάσιλα· ἦταν φαίνεται ἀρκετὰ γνωστὸς γιὰ τὸ θεολογικό του κῦρος ὥστε νὰ μὴν χρειαστεῖ νὰ τὸ ἀναφέρει. ῾Ο Νεῖλος λοιπὸν ἐργάσθηκε δραστήρια, ἂν καὶ ἀφανῶς, γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου τοῦ 1351.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾆ στὴν κατοπινὴ τύχη τοῦ Γρηγορᾆ φαίνεται ὅτι ὁ Νεῖλος ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὴν καταδίκη του. Μπροστὰ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας δὲν ὑπελόγισε προσωπικὲς φιλίες ὅσο ἀγαθὲς καὶ βαθειὲς καὶ ἂν ἦταν. ᾿Εναντίον τοῦ Γρηγορᾆ ἔγραψε 2 ἔργα. Τὸ πρῶτο μὲ τίτλο “Κατὰ τῶν τοῦ Γρηγορᾆ ληρημμάτων” γράφτηκε μετὰ τὴ συζήτηση τοῦ Γρηγορᾆ μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾆ στὰ ἀνάκτορα τὸ 1355 (ἐκδόθηκε ὡς ἔργο τοῦ ἀνεψιοῦ του Νικολάου). ῾Ο Γρηγορᾆς ἔγραψε ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς κατηγορώντας τὸν ἐπίσκοπό τους καὶ ὁ Νεῖλος, ὡς λαϊκὸς ἀκόμη, μὲ τὸ ὄνομα Νικόλαος, τοῦ ἀπάντησε, βρίσκοντας τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκφράσει καὶ δημοσίως τὴν ἀγάπη καὶ τὸ θαυμασμό του πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾆ. ᾿Απὸ τὸ ἴδιο ἐξάλλου ἔργο φαίνεται ἡ προσωπική τους φιλία ποὺ διατηροῦσαν ἀπὸ παλαιά. Τὸ δεύτερο ἔργο τοῦ Νείλου κατὰ τοῦ Γρηγορᾆ εἶναι τὸ “Πρὸς τὸν φιλόσοφον Γρηγορᾆν ἀντίγραμμα”, τὸ ὁποῖο ἔγραψε πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἴσως κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του στὴ Θεσσαλονίκη, κατόπιν ἐντολῆς τῆς συνόδου. Μὲ αὐτὸ τὸ ἔργο συνδέεται καὶ ἡ καταδίκη τοῦ Γρηγορᾆ στὴ Θεσσαλονίκη, καθὼς καὶ τὸ κείμενο τοῦ ἀναθεματισμοῦ, τὸ ὁποῖο γράφτηκε πιθανῶς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Καβάσιλα.
῾Η φήμη τοῦ Νείλου ἦταν τόσο μεγάλη ὥστε τὸ 1353, μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α¢, προτάθηκε στὸ τριπρόσωπο γιὰ τὴν πλήρωση τῆς ἕδρας τοῦ πατριάρχη μαζὶ μὲ τὸν Φιλόθεο Κόκκινο, μητροπολίτη ῾Ηρακλείας, καὶ τὸν Μακάριο Χρυσοκέφαλο, μητροπολίτη Φιλαδελφείας· καὶ οἱ τρεῖς προτεινόμενοι ἦταν ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἐκκλησιαστικὲς φυσιογνωμίες τῆς ἐποχῆς τους. Μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν “ἔτι ἰδιώτης”, δηλαδὴ λαϊκός, ὅταν ἀκόμη ὀνομαζόταν Νικόλαος, μαρτυρεῖ τὸ μεγάλο κῦρος καὶ τὴ γενικὴ ἐκτίμηση ποὺ ἔχαιρε.
῾Η βίαιη στροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς μετὰ τὴν ἄνοδο στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τοῦ ᾿Ιωάννου Ε¢ Παλαιολόγου καὶ ἡ λατινικὴ προπαγάνδα στὴν Κωνσταντινούπολη συνετέλεσαν ὥστε νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὸ πρόβλημα τῶν σχέσεων τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν “τῆς τε παλαιᾆς καὶ νέας ῾Ρώμης” καὶ συγκεκριμένα μὲ τὸ θέμα τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καὶ τὴν προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque). Εἶναι πιθανὸ ὅτι συμμετεῖχε στὶς συζητήσεις στὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ ἔγιναν μὲ ἀφορμὴ τὶς ἐπισκέψεις τοῦ λατίνου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Παύλου τὸ 1355 καὶ τοῦ ἐπισκόπου Πάττης Πέτρου-Θωμᾆ τὸ 1357. Φαίνεται ἐπίσης ὅτι ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴ θεολογία τῶν λατίνων, καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Θωμᾆ ᾿Ακινάτη, τὰ ὁποῖα μεταφράστηκαν ἀργότερα ἀπὸ τὸ μαθητή του Δημήτριο Κυδώνη.
Στὶς 14 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1359 κοιμήθηκε ὁ ἀπὸ ζῶν ἀκόμη τιμώμενος ὡς ἅγιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμᾆς. Ποιός θὰ ἦταν ἄξιος νὰ διαδεχθεῖ στὸ θρόνο τὸν μέγιστο ἐκεῖνο ἱεράρχη; Τὸ ὅτι τελικὰ ἐπελέγη ὁ Νεῖλος, παρὰ τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας του καὶ τὸ ἀσθενὲς τῆς ὑγείας του, καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν λαϊκός, μαρτυρεῖ πολλά. Καὶ ἐνδεικτικὸ τῆς μεγάλης του ταπεινώσεως εἶναι ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ πάει στὴ Θεσσαλονίκη ὡς μητροπολίτης παρὰ μόνο μετὰ τὴν παρέλευση δύο ἐτῶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Γρηγορίου. ῾Η ἀρχιερατεία του ἦταν σύντομη· μόλις ἑνάμιση χρόνο ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη, διότι στὶς ἀρχὲς τοῦ 1363 (ἴσως τὸ Μάρτιο) ἀπέθανε. ῾Ως ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως ἐπελήφθη τοῦ θέματος τῆς καταδίκης τοῦ Γρηγορᾆ, τὴν ὁποία καὶ πραγματοποίησε.
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
Τὰ ἔργα τοῦ Νείλου εἶναι πολυάριθμα καὶ μεγάλο μέρος ἀπὸ αὐτὰ παραμένει ἀνέκδοτο. ᾿Απὸ τὴν καθηγητικὴ περίοδο τῆς ζωῆς του εἶναι γνωστὰ ὁρισμένα συγγράμματα, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν γιὰ τὸ εὐρὺ φάσμα τῶν ἐνδιαφερόντων του. Σώζονται ἔργα λογικῆς, ἀστρονομίας, γεωμετρίας. Π.χ. τὸ πιθανῶς αὐτόγραφο κείμενο ποὺ βρίσκεται στὸν βατικανὸ κώδικα 2176, στὰ φφ. 293-294, ὅπου σώζονται σημειώσεις τοῦ Νείλου περὶ γεωμετρίας καὶ ἀστρονομίας. Σημειώσεις τοῦ Νείλου περὶ διαλεκτικῆς σώζονται καὶ στὸν φλωρεντινὸ κώδικα Plut. VIII, 23 στὰ φφ. 117-122: “῞Οτι δέκα εἰσὶ τὰ γενικώτατα γένη, εἰς ἃ πάντα τὰ ὄντα ἀνάγονται οἷον οὐσία, ποσόν...”. ῾Ο Νεῖλος εἶχε καὶ ἰατρικὰ ἐνδιαφέροντα, καθὼς ἀντιγράφει Γαληνὸ (Βλ. κώδικα Plut. LXXIV, 10, φφ. 115-123v). ῞Ενα ἄλλο ἔργο τοῦ Νείλου ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια περίοδο διδασκαλίας εἶναι ἡ “Σύνοψις περὶ τῶν συλλογισμῶν” καὶ εἶναι ἀνέκδοτο (Βλ. π.χ. τὸν παρισινὸ κώδικα 2762, φφ. 285-292v: “Τοῦ μακαριωτάτου Θεσσαλονίκης τοῦ Καβάσιλα, Σύνοψις περὶ συλλογισμῶν”).
῾Ωστόσο, ὁ Νεῖλος εἶναι περισσότερο γνωστὸς γιὰ τὸ θεολογικὸ ἔργο τὸ ὁποῖο κατέλιπε. ᾿Ασχολήθηκε κυρίως μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ἐλέγχοντας τὶς καινοτομίες τῶν λατίνων. Σὲ δύο ἔργα του, πιθανῶς πρώιμα, τὰ ὁποῖα μποροῦν ἴσως νὰ χρονολογηθοῦν γύρω στὸ 1330, διαπραγματεύεται τὸ θέμα τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα. ῾Ο τίτλος εἶναι ἐνδεικτικός: “Λόγος ἀποδεικνὺς μὴ ἄλλό τι τὸ τῆς διαστάσεως τῆς Λατίνων ᾿Εκκλησίας καὶ ἡμῶν μέχρι τοῦ παρόντος αἴτιον εἶναι, ἢ τὸ μὴ βούλεσθαι τὸν Πάππαν οἰκουμενικῇ συνόδῳ τὴν τοῦ ἀμφισβητουμένου διάγνωσιν ἐπιτρέψαι· ἀλλ᾿ αὐτὸν μόνον διδάσκαλον ἐθέλειν τοῦ ζητουμένου καθέζεσθαι, τοὺς δὲ ἄλλους ἐν μαθητῶν μοίρᾳ ὑπακούοντας ἔχειν· καὶ ὅτι τὸ τοιοῦτον ἀλλότριον τῶν ἀποστολικῶν καὶ πατρικῶν καὶ νόμων καὶ πράξεων”. Στοὺς λόγους αὐτοὺς ἀναγνωρίζει τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς πρῶτο στὴν τάξη ἀλλὰ ὄχι στὸν ἱεραρχικὸ βαθμό· δηλαδὴ εἶναι ἐπίσκοπος πρωτεύουσας πόλης καὶ ὄχι διάδοχος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. ῎Ετσι λοιπὸν συνδέει τὸ θέμα τοῦ πρωτείου μὲ τὸ πολίτευμα τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τὸ θεωρεῖ ὡς τὴν κύρια αἰτία τῆς διαστάσεως τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζουν καὶ οἱ ἄλλες δογματικὲς διαφορὲς καὶ μάλιστα τὸ πρόβλημα τοῦ Filioque.
῾Ωστόσο, ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὅσο κανεὶς ἄλλος μέχρι τότε. ῾Ο Νεῖλος ἐργάσθηκε γι᾿ αὐτὸ ἀρκετά, ὄχι μόνο στὶς Βιβλιοθῆκες τῆς πρωτεύουσας ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες, ὅπως τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. ᾿Απὸ τὴ συλλογὴ τοῦ ὑλικοῦ του προέκυψε ἕνα ἀνθολόγιο κειμένων, τμῆμα τῶν ὁποίων εἶναι καὶ τὸ περὶ τῆς Συνόδου τοῦ Φωτίου (880) ἔργο του: “Περὶ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου ἥτις ἀποκατέστησε Φώτιον τὸν ἁγιώτατον πατριάρχην εἰς τὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως καὶ διέλυσε καὶ τὰ σκάνδαλα τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῆς τε παλαιᾆς καὶ νέας ῾Ρώμης”. Στὸ ἔργο αὐτὸ παραθέτει ἀποσπάσματα τῶν Πρακτικῶν τῆς συνόδου, τὰ ὁποῖα ἦταν ἐξαιρετικὰ δυσεύρετα.
Μὲ τὸ περὶ ῾Αγίου Πνεύματος ἔργο του ὁ Νεῖλος δὲν ἀρκέστηκε στὴ συνήθη ἀντιπαράθεση ἐπιχειρημάτων καὶ πατερικῶν ἀνθολογίων. ᾿Εμπρὸς στὴν πρόκληση τοῦ Θωμᾆ ᾿Ακινάτη ὅτι “ἡ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος πρόοδος συνεπτυγμένως ἐν τῷ κατὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν συμβόλῳ περιέχεται”, τοποθέτησε τὸ θέμα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος στὰ πλαίσια τῶν σχέσεων τῶν προσώπων τῆς Τριάδος καὶ ἔδειξε τὴν διὰ μέσου τῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων ἑνιαία διδασκαλία καὶ θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι καὶ τοὺς χρόνους τοῦ Φωτίου. Τὸ κύριο σύγγραμμά του “Περὶ ἁγίου Πνεύματος” χωρίζεται σὲ τρεῖς μεγάλες ἑνότητες. ῾Η πρώτη ἑνότητα περιλαμβάνει 5 λόγους “᾿Εκ τοῦ ἐναντίον πρὸς τὸ συμπέρασμα”, ὅπου ἐκθέτει τὸ ὀρθόδοξο δόγμα κατὰ τρόπο συστηματικὸ ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ διδασκαλία περὶ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ περὶ τῶν σχέσεων στὴν Τριάδα ἔχουν ἐκτεθεῖ “ἀνεπτυγμένως” ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ἑπομένως ἡ προσθήκη τῶν λατίνων “καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ” εἶναι ἐκτὸς τῆς παραδόσεως. Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ ἀνήγαγε ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τῶν λατίνων σὲ 49 προτάσεις, ἐπιχειρήματα κυρίως τοῦ Θωμᾆ ᾿Ακινάτη, προχωρεῖ στὴν ἀναίρεσή τους· πρῶτα τῶν ἐπιχειρημάτων ποὺ ἀρύονται ἀπὸ τὴν ῾Αγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες (δεύτερο μέρος) καὶ ἔπειτα τῶν Συλλογισμῶν, τοῦ νέου δηλαδὴ τρόπου ἐπιχειρηματολογίας τῆς σχολαστικῆς θεολογίας (τρίτο μέρος).
Εἶναι πιθανὸ ὅτι οἱ 49 Προτάσεις τῶν Λατίνων ἀποτελοῦσαν τὴν ὁμολογία πίστεως τῶν Λατίνων καὶ τῶν φιλολατίνων ποὺ δροῦσαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ δραστηριότητά τους εἶχε ἀναπτυχθεῖ σὲ ἀνησυχητικὸ βαθμό. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος ὁ ὁποῖος ὤθησε τὸ Νεῖλο Καβάσιλα σὲ ἕνα τέτοιο πολυχρόνιο καὶ κοπιαστικὸ ἔργο. ῾Υπολογίζουμε ὅτι ἡ σύνταξη τοῦ ἔργου κράτησε τέσσερα χρόνια, ἀπὸ τὸ 1356 μέχρι τὸ 1360. ᾿Ιδιαίτερα σημαντικὸ σὲ ὅτι ἀφορᾆ στὴ θέση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἔναντι τῆς σχολαστικῆς εἶναι τὸ προοίμιο στὸ Περὶ Συλλογισμῶν τρίτο τμῆμα τοῦ ἔργου. ῾Ο Νεῖλος ἀναπτύσσει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ διαλεκτικὴ στὴ θεολογία κατέχει θέση βοηθητικὴ καὶ ὄχι ἀποδεικτική.
Μὲ τὸ ἔργο αὐτὸ κατέδειξε ὅτι ἡ διαφορὰ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἀπὸ τὴν καθολικὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ προσθήκη τῶν λατίνων “καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ” στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλὰ ὅτι αὐτὴ ἡ προσθήκη συνεπάγεται ἕνα πρότυπο τριαδολογίας διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων. Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν θεολογία “Περὶ θείας ἑνώσεως καὶ διακρίσεως” τοῦ ἁγίου Διονυσίου ᾿Αρεοπαγίτη, ἀποδύεται στὸν ἀγώνα νὰ δείξει τὶς ἑνώσεις καὶ τὶς διακρίσεις στὸ Θεό. ῾Η ῾Αγία Γραφή, οἱ Πατέρες καὶ οἱ Σύνοδοι τῆς ᾿Εκκλησίας τὶς ἔχουν ἀνεπτυγμένως ἀποκαλύψει καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ προσπάθεια τῶν θεολόγων εἶναι νὰ τὶς διαφυλάξουν ἀκέραιες, ἀμείωτες καὶ ἀπλήθυντες, ἀσύγχυτες καὶ ἀδιαίρετες. Κύρια λοιπὸν γραμμὴ στὴν ἐπιχειρηματολογία του εἶναι πὼς τὰ θεῖα πρόσωπα διακρίνονται μεταξύ τους ἀπὸ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τὰ ὁποῖα εἶναι ἴδια κάθε προσώπου. Τοῦ Πατρὸς εἶναι τὸ ἄναρχον, τοῦ Υἱοῦ τὸ γεννητὸν καὶ τοῦ Πνεύματος τὸ ἐκπορευτόν. Τυχὸν ἀναγωγὴ καὶ τοῦ Υἱοῦ στὴ σφαίρα τῆς αἰτιότητος τοῦ Πνεύματος αὐτομάτως ἀνάγει δεύτερο αἴτιο στὴν Τριάδα καὶ καταργεῖ τὴ μοναρχία τοῦ Πατρός. ᾿Επιπλέον δημιουργεῖται σύγχυση τῶν προσώπων μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταλύεται ὄχι μόνο ἡ αὐτοτέλειά τους ἀλλὰ καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Τριάδος.
Μία προσεκτικὴ μελέτη τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ Νείλου Καβάσιλα δείχνει τὴ σχέση ποὺ ἔχει μὲ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾆ. ῾Ο ἅγιος Νεῖλος συνεχίζει πάνω στὴν ἴδια γραμμὴ τοῦ Γρηγορίου, καὶ μάλιστα συμπληρώνει τὴν ἐπιχειρηματολογία του καὶ ἀναπτύσσει τὸ θέμα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος διεξοδικότερα, καθὼς τὰ συγγράμματά του εἶναι χρονικὰ λίγο μεταγενέστερα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾆ (οἱ δύο ἀποδεικτικοὶ λόγοι περὶ ῾Αγίου Πνεύματος) καὶ ἀπαντοῦν ἐπιπλέον στὴ μόλις προσφάτως μεταφρασθεῖσα θεολογία τοῦ Θωμᾆ ᾿Ακινάτη, μετάφραση ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Δημήτριο Κυδώνη.
῾Επομένως, γίνεται φανερὸ ὅτι γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ Νείλου βασικὴ προϋπόθεση εἶναι ἡ μελέτη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾆ. Αὐτὴ ἡ σχέση τῶν δύο ἁγίων καὶ μεγάλων ἱεραρχῶν ὄχι μόνο τῆς Θεσσαλονίκης ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας μαρτυρεῖται καὶ στὴ σλαβικὴ μετάφραση τῶν ἔργων περὶ ῾Αγίου Πνεύματος τῶν ἁγίων Γρηγορίου καὶ Νείλου, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στὰ τέλη τοῦ ιδ¢ αἰώνα. Στὴ σλαβικὴ χειρόγραφη παράδοση τὰ ἔργα τους ἀπαντοῦν μαζί.
Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ
Οἱ σύγχρονες μαρτυρίες γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Νείλου εἶναι ἀρκετὲς καὶ σημαντικές. Τὸ Συνοδικὸ τῆς ᾿Ορθοδοξίας τὸν μνημονεύει εὐφήμως μετὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία: “Νείλου τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ λόγοις ἅμα καὶ ἔργοις καὶ θείοις συγγράμμασιν ἀγωνισαμένου ὑπὲρ τῆς ᾿Εκκλησίας Χριστοῦ καὶ τὴν τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ᾿Ακινδύνου κενοφωνίαν θεοσόφοις λόγοις καὶ ἀποδείξεσιν ἀναντιρρήτοις καταισχύναντός τε καὶ διελέγξαντος, αἰωνία ἡ μνήμη” (ἔκδ. Gouillard, ΤΜ 2 [1967] 89).
῾Ωστόσο ὑπάρχουν καὶ ἄλλες μαρτυρίες, μικρότερης ἴσως σπουδαιότητας, ἀλλὰ σημαντικὲς γιὰ νὰ ἀναφερθοῦν. Στὸν βατικανὸ κώδικα 1365, στὸ φ. 384n σὲ ἕνα ἔργο γεωμετρίας, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς σημείωση γραμμένη ἀπὸ χέρι σύγχρονο τοῦ Νείλου, λίγο μετὰ τὸ θάνατό του: “ἡ παροῦσα προσθήκη μεταγενέστερον ἐγράφη· ποίημα δ᾿ ἐστι τοῦ μακαριωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ἐκείνου κυροῦ Νείλου τοῦ Καβάσιλα σοφίᾳ διενεγκόντος τοὺς κατ᾿ αὐτὸν ἅπαντας οὐ τῇ ῾Ελληνικῇ λέγω μόνον ἀλλὰ καὶ τῇ πολλῷ κρείτονι τῇ διὰ τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν τοῦ σωτῆρος”. ῾Ο Νεῖλος ὑπῆρξε ὄχι μόνο πρότυπο τῆς θύραθεν σοφίας, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο πρότυπο καὶ ζωντανὸ κήρυγμα ἐφαρμογῆς στὴ ζωή του τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
῾Η ἁγιότητα τοῦ Νείλου μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὴ χειρόγραφη παράδοση τῶν ἔργων του. Π.χ.: “Τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Νείλου τοῦ Θεσσαλονίκης, λόγος σύντομος...”. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ συγκεκριμένος τίτλος βρίσκεται σὲ χειρόγραφα τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰώνα, λίγα μόλις χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου.
Τέλος, παραθέτουμε τὸ ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα ποὺ συνέταξε ὁ ἀφοσιωμένος σ᾿ αὐτὸν ἀνεψιός του Νικόλαος Καβάσιλας:
Νείλου κυδαλίμοιο τάφος ὅδε σῶμα καλύπτει,
ψυχῆς παρθενικῆς ἁγνότατον οἶκον.
Νεῖλε μακάρτατε· σὺ μὲν φαίνων οὐρανὸν ἵκου·
ἄμμε δ᾿ ὄπας ἀλάωσας, ἐπεὶ μύσας φάεα καλά·
εὐσεβέες, βοόωσί τε ἣν ποθέοντες ἀοιδήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τὰ ἔργα τοῦ Νείλου Καβάσιλα: 2 λόγοι κατὰ τοῦ ρωμαϊκοῦ πρωτείου: Λόγος ἀποδεικνὺς μὴ ἄλλό τι τὸ τῆς διαστάσεως τῆς Λατίνων ᾿Εκκλησίας καὶ ἡμῶν μέχρι τοῦ παρόντος αἴτιον εἶναι ἢ τὸ μὴ βούλεσθαι τὸν Πάππαν οἰκουμενικῇ συνόδῳ τὴν τοῦ ἀμφισβητουμένου διάγνωσιν ἐπιτρέψαι, ἀλλ᾿ αὐτὸν μόνον διδάσκαλον ἐθέλειν τοῦ ζητουμένου καθέζεσθαι, τοὺς δὲ ἄλλους ἐν μαθητῶν μοίρᾳ ὑπακούοντας ἔχειν· καὶ ὅτι τὸ τοιοῦτον ἀλλότριον τῶν ἀποστολικῶν καὶ πατρικῶν καὶ νόμων καὶ πράξεων: PG 149, 683-700 καὶ Περὶ τῆς τοῦ Πάππα ἀρχῆς: PG 149, 699-730. Κεφάλαια Λατίνων ὅτι καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεται: Τὰ κεφάλαια 10-49: Σπουρλάκου, ᾿Αμ., “Εἶναι ὁ Μανουὴλ Χρυσολωρᾆς ὁ συγγραφέας τοῦ ἔργου Κεφάλαια ὅτι καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται;”, Θησαυρίσματα 2 (1963) 83-117. Καὶ τὰ κεφάλαια 1-49: Κισλᾆς, Π., La question de l᾿union ecclésiastique entre Rome et Byzance au milieu du XIVe siècle. La contribution à la discussion théologique de Nil Cabasilas, [Mémoire en D.E.A.], Strasbourg 1992, σσ. 148-168. ᾿Εκ τοῦ ἐναντίον πρὸς τὸ συμπέρασμα, λόγοι πέντε. ᾿Ανέκδοτο. Λύσεις τῶν προτάσεων τῶν Λατίνων. ᾿Ανέκδοτο. (᾿Εκδεδομένη μόνο ἡ λύση τῆς δευτέρας προτάσεως: Κισλᾆς, Π., ὅπ.π., σσ. 105-125). ῞Οτι οὐκ ἔστι Λατίνοις, συλλογισμοῖς χρωμένοις, ἀποδεῖξαι τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον: Candal, Em., Nilus Cabasilas et theologia S. Thomae de processione Spiritus Sancti, [Studi e Testi 116], Città del Vaticano 1945, σσ. 188-385. Περὶ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, ἥτις ἀποκατέστησε Φώτιον τὸν ἁγιώτατον πατριάρχην εἰς τὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως καὶ διέλυσε καὶ τὰ σκάνδαλα τῶν δύο ἐκκλησιῶν, τῆς τε παλαιᾆς καὶ νέας ῾Ρώμης: Beveregius, G., Synodicon sive pandectae canonum SS. Apostolorum et Conciliorum ab Ecclesia receptorum, τ. 2, Oxford 1672, σσ. 273-292 καὶ ἐπίσης: Παπαδόπουλος Κεραμεύς, ᾿Α., στὸ περ. Pravoslavnyi Palest. Sbornik 11/2 (1892) 141-177. ᾿Απάντησις σαφής τε καὶ σύντομος πρὸς λατίνους ὥσπερ ἐγχειρίδιόν τι προκείμενον τοῖς βουλομένοις ἀγωνίζεσθαι πρὸς ἐκείνους· τὸ ἄλλως λεγόμενο Κατὰ ᾿Ιταλῶν Πρόχειρον: Γκόλτσου, Αἰκ., Νείλου Καβάσιλα κατὰ ᾿Ιταλῶν πρόχειρον, [Μεταπτυχιακὴ ἐργασία], Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 35-46. Λόγος σύντομος πρὸς τὴν κακῶς ἐκλαμβανομένην φωνὴν παρὰ τῶν αἱρετικῶν ἀκινδυνιανῶν τοῦ θείου Γρηγορίου λέγοντος τοῦ Νύσσης: “ἄκτιστον δὲ πλὴν τῆς θείας φύσεως οὐδέν”, καὶ ὅτι οὐχ ἡ παρὰ τοῦ Θεοῦ φύσις ἄκτιστος μόνη, ἀλλὰ σὺν αὐτῇ καὶ τὰ φυσικὰ αὐτοῦ ἰδιώματα, Candal, E., «"La regla teologica" de Nilo Cabasilas», OCP 23 (1957) 237-266. ῾Ως ἐκ προσώπου τῆς ἱερᾆς συνόδου πρὸς τὸν φιλόσοφον Γρηγορᾆν ἀντίγραμμα: Παπαμιχαήλ, Γρ., ΕΦ 11 (1913) 66-75. Λόγος κατὰ τῶν τοῦ Γρηγορᾆ ληρημάτων (ἴσως καὶ τοῦ Νικολάου Καβάσιλα): Garzya, A., "Un opuscule inédit de Nikolas Cabasilas", Byzantion 24 (1954) 524-532. ᾿Αντιλογία εἰς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Βαλσαμὼν τὴν εἰς τὸν ιβ¢ κανόνα τῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ συνόδου: Failler, Al., "Une Réfutation de Balsamon par Nil Kabasilas", REB 32 (1974) 211-223. ᾿Επιστολὴ πρὸς τὸν ἀνεψιό του Περὶ τῆς ἐννοίας τῶν συγγραμμάτων σου: ᾿Ιωάννου Θεοφ., Μνημεῖα ἁγιολογικά, Βενετία 1884, σσ. 67-114 καὶ Λάμπρος, Σπ., ΝΕ 2 (1905) 305-306. Μελέτες περὶ Νείλου Καβάσιλα: Σπουρλάκου, ᾿Αμ., “Νεῖλος Καβάσιλας”, ΘΗΕ 9 (1966) στ. 337-340 (ὅπου καὶ ἡ προγενέστερη βιβλιογραφία). Ζήσης, Θ., “Τὸ θεολογικὸν ἔργον τοῦ Νείλου Καβάσιλα”, στὸ Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 161-180. Γκόλτσου, Αἰκ., Νείλου Καβάσιλα κατὰ ᾿Ιταλῶν πρόχειρον, (ἀδημ. μεταπτυχιακὴ ἐργασία), Θεσσαλονίκη 1989. Κισλᾆς, Π., La question de l᾿ union ecclésiastique entre Rome et Byzance au milieu du XIVe siècle. La contribution à la discussion théologique de Nil Cabasilas, [Mémoire en D.E.A.], Strasbourg 1992. ῾Ο ἴδιος, “᾿Ερανίσματα τῶν Πρακτικῶν τῆς Φωτιανῆς Συνόδου τοῦ 879/880. Προσέγγιση στὴν ἔμμεση παράδοση τοῦ κειμένου”, ἐν Πρακτικὰ ΙΕ¢ Θεολογικοῦ Συνεδρίου “Μέγας Φώτιος”, προνοίᾳ καὶ προεδρίᾳ τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος τοῦ Β¢, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 211-248. Π.Κ. |