Ἁγιολόγιον - Δεκέμβριος 26


Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου


Ἡ φυγὴ στὴν Αἵγυπτο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ὅταν οἱ μάγοι προσκύνησαν τὸ Χριστό, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν πατρίδα τους, χωρὶς νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Ἡρῴδη. Τότε ἄγγελος Κυρίου φάνηκε σὲ ὄνειρο στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάρει τὸ παιδὶ μὲ τὴν μητέρα του καὶ νὰ φύγει στὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἔμειναν ἐκεῖ, μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρῴδης, γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου Ὠσηέ: «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Ὤσ. ια΄ 1). Μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἡρῴδης ἔστειλε στρατιῶτες καὶ θανάτωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲμ καὶ τὰ περίχωρά της, ἀπὸ ἡλικίας δυὸ ἐτῶν καὶ κάτω. Διότι τόσο εἶχε ὑπολογίσει τὴν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ, Τὸν ὁποῖο φοβόταν ὅτι θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὴν βασιλεία. Ἐπίσης, ἡ φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, φράσσει καὶ τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅπως λέει, ἂν δὲν ἔφευγε ὁ Κύριος καὶ φονευόταν ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη , θὰ εἶχε ἐμποδιστεῖ ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἂν πάλι τὸν συνελάμβαναν καὶ δὲν φονευόταν, θὰ ἔλεγαν πολλοὶ ὅτι δὲ φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ μόνο κατὰ φαντασία. Ἔπειτα, ἡ φυγὴ φανερώνει ἄλλη μία φορά, ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ματαιώσει τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ.


Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Σάρδεων

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης, στὸ Ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἅγιο αὐτὸν τὰ ἑξῆς:

Ἤκμασεν ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780-797), γεννηθεῖς ἐν Λυκαονίᾳ καὶ σπουδάσας ἐν Ἀλεξάνδρειᾳ. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῶν σπουδῶν αὐτοῦ κατέφυγεν εἰς μονήν τινα ἀποκαρεῖς μοναχὸς καὶ διαπρέψας ἐν τῇ μοναχικῇ πολιτείᾳ· διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν παιδείαν αὐτοῦ προεβιβάσθη εἰς τὸν μητροπολιτικὸν θρόνον τῶν Σάρδεων, λαβὼν μέρος ἐν τῇ κατὰ τῶν εἰκονομάχων ἀθροισθείσῃ ἐν Νίκαιᾳ τὸ δεύτερον Ἑβδόμῃ οἰκουμενικῇ συνόδῳ (787), ἐν ᾗ τὴν ὀρθὴν τῆς ἐκκλησίας δόξαν μετὰ παῤῥησίας καὶ θάῤῥους καθωμολόγησε καὶ ὑπέγραψε (ἴδε Mansi, τ. XII, σ. 1087-1088). Τὰ ἐξαιρετικὰ αὐτοῦ προσόντα ἐκτιμῶντες οἱ βασιλεῖς ἐνεπιστεύθησαν αὐτῷ διαφόρους δημοσίας ἀποστολάς, ἀλλ΄ ἐπὶ τῆς βασιλείας Νικηφόρου Α΄ (802-811), ἐπὶ καταγγελίᾳ γενομένη παρὰ ἀνωτέρου ὑπαλλήλου ἐν Σάρδεσι ὅτι ἔκειρε μοναχὴν κόρην, ἣν ἐζήτει οὗτος εἰς γάμον, ὁ Εὐθύμιος ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Παττάλαραν λίαν ταλαιπωρηθεῖς. Ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπανῆλθεν εἰς Κωνσταντινούπολη (814), ἀλλὰ καὶ πάλιν μετὰ τὴν ἔκρηξιν τῆς εἰκονομαχίας ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813-820), ὀπαδὸς τῆς ἐναντίας ταχθεῖς μερίδος, ἐξωρίσθη εἰς Ἀσσὸν (παρὰ τὸ Ἀδραμύτιον), ἔνθα παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Λέοντος ἀνακληθεῖς ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829)· ἀλλὰ καὶ τοῦτον καταβροντήσας δι᾿ ὧν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ εἶπεν, «εἰ τὶς οὐ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰκόνι περιγραπτὸν ἤτω ἀνάθεμα», ἐξώργισε καὶ ἠνάγκασε νὰ ἐξορίσει αὐτὸν εἰς τὸν Ἀκρίταν, ἔνθα ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς ζοφερωτάτην φυλακὴν ἐκεῖ διὰ βουνεύρων τυπτόμενος καὶ ἐκ τῶν πληγῶν ἐξογκωθεῖς ὡς ἀσκὸς ὀκτὼ ἡμέρας μετὰ τὴν ἄθλησιν, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε». Θεῷ παραστάς, Εὐθύμιε, τρισμάκαρ, πλήρης ἄληκτου τυγχάνεις εὐθυμίας. (Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 11η Ὀκτωβρίου).


Ὁ Ὅσιος Κωνσταντῖνος «ὁ ἐξ Ἰουδαίων»

Καταγόταν ἀπὸ τὰ Σύναδα τῆς Φρυγίας, Ἑβραῖος στὸ γένος, ἐπέστρεψε στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ βαπτίστηκε στὴ Μονὴ τοῦ Φουβουτίου, ὅπου εἶχε καταφύγει. Ἀπὸ τὴν Μονὴ αὐτὴ πῆγε στὸν Ὄλυμπο καὶ ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο στὰ Μῦρα τῆς Λυκίας. Κατόπιν ἐπισκέφθηκε τὴν Κύπρο, τὴν Ἀττάλεια καὶ ἄλλους τόπους γιὰ νὰ καταλήξει καὶ πάλι στὸν Ὄλυμπο, ὅπου ἔκανε αὐστηρὴ νηστεία 40 ἡμερῶν, χωμένος μέχρι τὴν μέση σ΄ ἕνα λάκκο. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ στὴ συνέχεια ἔφυγε στὴν Ἀτρώα, ὅπου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Εὐάρεστος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία ἀπὸ γονεῖς ἔνδοξους καὶ ἐπισήμους τῆς χώρας αὐτῆς. Ἀφοῦ καλὰ καὶ ὅσια ἐκπαιδεύτηκε στὴ χώρα του, πῆγε μὲ τὸν πατέρα του στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813-820) καὶ τὸν φιλοξενοῦσε ὁ συγγενής του πατρίκιος Βρυέννιος. Ὅταν αὐτὸς στάλθηκε ἀπὸ τὴν βασίλισσα Θεοδώρα πρέσβυς στοὺς Βούλγαρους, πῆρε κοντά του καὶ τὸν Εὐάρεστο καὶ ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν Σκόπελο, ἐκεῖ ὁ Εὐάρεστος συνάντησε γέροντα ἀσκητή, στὸν ὁποῖο προσκολλήθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός. Ὁ δὲ γέροντας, βλέποντας τὴν ὑψηλὴ πνευματικὴ ἔφεση τοῦ νέου, τὸν ἔστειλε μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ στὴ Μονὴ Στουδίου, ὅπου ὁ Εὐάρεστος διέπρεπε σὰν αὐστηρὸς ἀσκητής. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 79 χρονῶν. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του ἐναποτέθηκε στὴ Μονὴ Κοκουρουβίου (ἢ Κοκκοροβίου).


Ὁ Ἅγιος Κωνστάντιος ὁ Ῥῶσος, ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας

Ὁ Κωνστάντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥωσία καὶ ὑπηρετοῦσε σὰν ἐφημέριος στὴ Ῥωσικὴ Πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὸν Ῥωσοτουρκικὸ πόλεμο ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα στὴ Μεγίστη Λαύρα, ἀπ΄ ὅπου ἀναχώρησε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐπανῆλθε στὴ Μεγίστη Λαύρα καὶ περίμενε τὴν εἰρήνη μεταξὺ Ῥωσίας καὶ Τουρκίας. Ὅταν ἐπιτεύχθηκε ἡ εἰρήνη, ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέμεινε σὰν ἐφημέριος στὴν ἴδια πρεσβεία. Ἐκεῖ ὅμως, ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους, ἦλθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Ῥῶσο Πρέσβη καὶ εἴτε ἀπὸ φόβο εἴτε ἀπὸ θυμό, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἔτυχε μεγάλων τιμῶν καὶ περιποιήσεων ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο του ὀλίσθημα, μετανοημένος ἔκλαψε πικρὰ καὶ πόθησε τὸ μαρτύριο. Ἔτσι πέταξε τὰ τούρκικα ῥοῦχα, φόρεσε ἕνα φθαρμένο ῥάσο, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκήρυξε τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Χωρὶς καμιὰ διαδικασία, οἱ Τοῦρκοι πῆραν τὸν μάρτυρα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν μπροστὰ στ΄ ἀνάκτορα τοῦ σοῦλτάνου τὸ 1743.


Κυριακὴ μετὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ

Κατὰ τὴν 26η τοῦ μήνα αὐτοῦ, ἂν τύχει Κυριακὴ ἢ ἂν δὲν τύχει Κυριακὴ ὁποιαδήποτε μέρα ποὺ νὰ συμπίπτει 26 Δεκεμβρίου, τιμοῦμε τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων.

Δηλαδή, τὸ κατὰ κόσμον γένος καὶ οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ.

(Συνήθως αὐτὴ τὴν Κυριακή, τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες θ. Λειτουργίες).