Ἁγιολόγιον - Ὀκτώβριος 20


Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ὁ Μεγαλομάρτυρας

Ἦταν διακεκριμένος πολιτικὸς τοῦ Βυζαντίου καὶ εὐσεβέστατος χριστιανός. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἐκτιμῶντας τὰ ἠθικὰ καὶ πολιτικά του χαρίσματα, τοῦ ἔδωσε τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου καὶ τὸν διόρισε Δούκα καὶ Αὐγουστάλιο της Ἀλεξανδρείας. Ὅταν ὁ Ἀρτέμιος ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης βασάνιζε τοὺς χριστιανοὺς στὴν Ἀντιόχεια, ἦλθαν στὰ χείλη του τὰ λόγια τοῦ ψαλμῳδοῦ Δαβὶδ πρὸς τὸ Θεό: «Κύριε, πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με». Κύριε, στήριξέ με μὲ σκέψεις σταθερὲς καὶ θέληση ἰσχυρή, ποὺ νὰ κυριαρχεῖ μέσα μου καὶ νὰ μὲ κατευθύνει στὴν ὑπεράσπιση τοῦ ἀγαθοῦ με θάῤῥος. Πράγματι, ὁ Ἀρτέμιος, μὲ τὴν δύναμη ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, πῆγε ἀμέσως στὴν Ἀντιόχεια καὶ μὲ παῤῥησία ἤλεγξε εὐθέως τὸν Ἰουλιανὸ γιὰ τὶς παρανομίες του κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ Ἰουλιανός, ποὺ δὲν περίμενε τέτοια στάση ἀπὸ ἀξιωματοῦχο, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν μαστίγωσε ἀλύπητα. Ἔπειτα τοῦ ἔσπασε τὰ κόκαλα μὲ πέτρες, καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισε. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἀρτεμίου παρέλαβε κάποια διακόνισσα, ἡ Ἀρίστη, ποὺ τὸ μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τοῦ προφήτου Προδρόμου.


Οἱ Ἅγιοι Ἐβόρης καὶ Ἐνόης

Μαρτύρησαν διὰ λιθοβολισμοῦ. (Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς τοὺς ἀναφέρουν σὰν Ἁγίες Ἐβόρη καὶ Ἐνόη. Ἀλλὰ μᾶλλον, πρόκειται περὶ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Μίλου, Ἐβόρη καὶ Σενοεῖ. Βλέπε σχετικῶς τὴν 10η Νοεμβρίου).


Ἡ Ὁσία Ματρώνα ἡ Χιοπολίτιδα, ἡ θαυματουργή

Ὀνομαζόταν Μαρία καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βολισσὸς τῆς Χίου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, τὸν Λέοντα καὶ τὴν Ἄννα. Ἕξι ἄλλες ἀδελφὲς τῆς Μαρίας, μεγαλύτερές της, παντρεύτηκαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, περιζήτητες νύφες γιὰ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀνατροφὴ καὶ γιὰ τὴν καλὴ προῖκα τους. Ἡ μικρότερη ἀφοσιώθηκε στὴ μελέτη τῶν θείων καὶ ἀσχολεῖτο θερμὰ μὲ φιλανθρωπικὰ καθήκοντα. Ἔτσι θέλησε νὰ ἀκολουθήσει ἄλλο δρόμο. Ἡ τακτικὴ ἐπαφή της μὲ τὶς καλογριὲς τῶν γυναικείων μοναστηριῶν τοῦ νησιοῦ, ἔκανε τὴν Μαρία νὰ ποθήσει τὴν ἁγνὴ μοναχικὴ ζωή. Ἀλλ᾿ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς γονεῖς της, τὴν συγκρατοῦσε στὸ πατρικό της σπίτι. Ὅταν ὅμως αὐτοὶ πέθαναν, ἡ Μαρία δοκίμασε τὴν μοναχικὴ ζωὴ κοντὰ σὲ μία εὐσεβὴ χῆρα, ποὺ ἀσκήτευε μὲ τὶς δυὸ θυγατέρες της. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν μοναχικὴ ἐμπειρία, ἀποφάσισε νὰ προσχωρήσει στὶς μοναχικὲς τάξεις. Χειροτονήθηκε λοιπὸν μοναχὴ καὶ μετονομάσθηκε σὲ Ματρώνα. Ἡ διαγωγή της μέσα στὴ μικρὴ ἀδελφότητα ἦταν ἄριστη. Ἡ διάθεσή της πάντοτε ἀγαθή, φιλάδελφη, ταπεινὴ καὶ ἐγκάρδια. Μάλιστα, ἀπὸ τὰ ἔσοδα τῆς πώλησης τῆς περιουσίας της, κτίστηκε στὸ μοναστήρι ὡραιότατος ναός. Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρόνο, πέθανε ἡ γυναῖκα ποὺ κοντά της ἡ Ματρώνα γυμνάστηκε στὴ μοναχικὴ ζωή. Τότε ὅλες οἱ μοναχὲς ἀπὸ κοινοῦ, ἐξέλεξαν ἡγουμένη -παρὰ τὴ θέλησή της- τὴν Ματρώνα. Ὑπὸ τὶς ὁδηγίες της ἡ ἀδελφότητα ζοῦσε μὲ πολλὴ ἐγκράτεια, ὑπακοὴ καὶ εὐσέβεια. Τὸ 1462 ἡ Ματρώνα πέθανε, ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ πραγματικὰ ἁγία. [Ἄλλες πηγὲς ὑπολογίζουν τὸν χρόνο κοιμήσεως τῆς Ἁγίας 100 περίπου χρόνια πρὶν τὸ 1462, διότι ἡ πρώτη βιογραφία της γράφτηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ῥόδου Νεῖλο (1357)].


Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ νέος ἀσκητής, ὁ Πελοποννήσιος (Μνήμη ἀνακομιδῆς ἱερῶν λειψάνων του)

Γεννήθηκε τὸ 1509 στὰ Τρίκαλα τῆς Κορινθίας. Καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη οἰκογένεια τῶν Νοταράδων καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Δημητρίου καὶ τῆς Καλῆς. Ἀπὸ μικρὸς ἔλαβε χριστιανικὴ καὶ ἀρχοντικὴ ἀνατροφὴ καὶ διακρινόταν στὸ σχολεῖο γιὰ τὴν εὐστροφία καὶ τὴν εὐφυΐα τοῦ μυαλοῦ του. Εὐγενικὴ ψυχὴ ὁ Γεράσιμος, συμπαθοῦσε τοὺς φτωχοὺς συμμαθητές του καὶ τοὺς βοηθοῦσε μὲ κάθε τρόπο. Ὅταν ἔφτασε σὲ ὥριμη ἡλικία, περιηγήθηκε διάφορα μέρη, ὅπως τὴν Ζάκυνθο, τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὰ γύρω ἀπ᾿ αὐτή, τὸ Ἅγιον Ὄρος, διάφορες Μονὲς τῆς Ἀνατολῆς γιὰ νὰ μείνει στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὑπηρέτησε σὰν νεωκόρος γιὰ ἕνα χρόνο στὸν Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ἀργότερα Πρεσβύτερος, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Γερμανό. Κατόπιν ἔφυγε καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ κατέληξε στὴν τοποθεσία Ὁμαλά της Κεφαλονιᾶς, ὅπου ἔκτισε γυναικεῖο Μοναστήρι καὶ τὸ ὀνόμασε Νέα Ἱερουσαλήμ. Στὴ Μονὴ αὐτὴ λοιπόν, ἀφοῦ ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἀνέπτυξε μεγάλες ἀρετές, βοηθῶντας πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ τοὺς κατοίκους τῆς Κεφαλονιᾶς, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1579, σὲ ἡλικία περίπου 70 ἐτῶν. (Κυρίως αὐτὴ τὴν μέρα ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του 1580-81).


Οἱ Ἅγιοι Ζεβινᾶς, Γερμανὸς, Νικηφόρος καὶ Ἀντώνιος (ἢ Ἀντωνῖνος)

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286-305). Καὶ ὁ μὲν Ἀντωνῖνος ἦταν γέροντας, οἱ δὲ ὑπόλοιποι τρεῖς, νέοι. Συνελήφθησαν ἐπειδὴ ἦταν χριστιανοί, ἀπὸ κάποιον Μάζο στὴν Καισαρεία καὶ ἀποκεφαλίστηκαν. (Ἡ μνήμη τους ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 12η Νοεμβρίου, μαζὶ μὲ τὴν πιὸ κάτω Ἁγία, ποὺ ἐσφαλμένα ἐκεῖ ἀναφέρεται ὡς Μαραθώ).


Ἡ Ἁγία Μαναθώ ἡ παρθένος

Μαρτύρησε καὶ αὐτὴ στὰ χρόνια τοῦ Μαξιμιανοῦ (286-305). Συνελήφθη ἐπειδὴ ἦταν χριστιανὴ στὴ Σκυθούπολη τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀφοῦ τὴν ἔσυραν γυμνὴ μέσα στὴν πόλη, τελικὰ τὴν ἔκαψαν ζωντανή.


Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐπίσκοπος Τραπεζοῦντας

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, γνωστὸς ὅμως στὴν ἐκκλησία τῆς Τραπεζοῦντας, στὴν ὁποία κάθε χρόνο αὐτὴ τὴν μέρα γιόρταζαν τὴν μνήμη του μὲ ἀσματικὴ Ἀκολουθία, ποὺ βρῆκε ὁ Κεραμεὺς Παπαδόπουλος σὲ χειρόγραφο στὴν Τραπεζοῦντα, ὅπως γράφει στὰ Βυζαντινὰ Χρονικὰ Σ.12, 143. Ὁ Βασίλειος ἔζησε ἐπὶ βασιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ καὶ Κων/νου Προφυρογέννητου. Γιὰ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του, κατατάχθηκε στοὺς Ἁγίους της ἐκκλησίας τῆς Τραπεζοῦντας.