Ἁγιολόγιον - Ὀκτώβριος 2


Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Ἰουστίνη ἡ Παρθένος

Ἦταν εὐγενὴς πλούσιος καὶ φιλόσοφος ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα τῆς Λιβύης, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου. Στὴν Ἀντιόχεια, ἐξασκοῦσε ἄριστα τὴν μαγικὴ τέχνη. Κάποτε ὅμως, ἕνας εἰδωλολάτρης, ὁ Ἀγλαΐδας ἐρωτεύθηκε μία παρθένο κόρη, τὴν Ἰοῦστα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ χριστιανὴ κόρη δὲν ἀνταποκρινόταν στὶς ἁμαρτωλές του προτάσεις, αὐτὸς κατέφυγε στὸ μάγο Κυπριανό. Μπροστὰ στὴ χριστιανικὴ σταθερότητα τῆς Ἴουστας, «μαγικῆς ἐμπαίγματα κατέκειτο τέχνης, καὶ τῆς ἐπὶ φρονήσει ἀλαζονείας ἔλεγχος ἐφύβριστος». Οἱ ἀπάτες, δηλαδή, τῆς μαγικῆς τέχνης τοῦ μάγου εἶχαν πέσει κάτω, ἀνίκανες νὰ κάνουν κακὸ στὴ χριστιανὴ κόρη. Καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ Κυπριανοῦ γιὰ τὴν μαγική του σοφία ἀποδείχθηκε γελοία. Τότε, μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο Ἄνθιμο, ἔκαψε τὰ μαγικά του βιβλία καὶ βαπτίσθηκε χριστιανός. Κατόπιν, ἔγινε ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπος Καρχηδόνας. Τὴ δὲ Ἰοῦστα χειροτόνησε διακόνισσα καὶ τὴν μετονόμασε σὲ Ἰουστίνη. Στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κυπριανὸς ἔδειξε μεγάλο ἀποστολικὸ ζῆλο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸ Δέκιο, μαζὶ μὲ τὴν Ἰουστίνη, στὴ Νικομήδεια. Ἐκεῖ ὁ ἡγεμόνας Κλαύδιος ἀποκεφάλισε τὸν Κυπριανὸ καὶ τὴν Ἰουστίνη. Τὰ τίμια λείψανά τους οἱ χριστιανοὶ τὰ μετάφεραν στὴ Ῥώμη καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμὲς στὸν ἐπισημότερο λόφο τῆς πόλης. Ὁ δὲ Μιχαὴλ Ί. Γαλανός, στὸ ἔργο του «Οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων» ἔχει διαφοροποιημένο τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ, καὶ θεωρεῖ ἱστορικὲς ἀνακρίβειες ὅλα τὰ περὶ μαγείας, ποὺ ἀναφέρονται γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ συγκεκριμένου Ἁγίου.


Ἡ Ἁγία Δάμαρις ἡ Ἀθηναία

Εἶναι ἡ πρώτη γυναῖκα στὴν Ἀθήνα, ποὺ πίστεψε, διὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, στὸ Χριστό. Ἀκολουθία της συνέγραψε ὁ Ὑμνογράφος Πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.


Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητής

Ἀνῆκε στὴν εὐσεβῆ καὶ γενναία φάλαγγα, ποὺ ἄθλησε καὶ κινδύνεψε ἄφοβα γιὰ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὁ Θεόφιλος ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ εἰκονομάχος. Ὁ Ὅσιος λοιπόν, περιερχόμενος τὴν Κωνσταντινούπολη, θέρμαινε τὴν καρτεροψυχία τῶν ὀρθοδόξων, καὶ ἤλεγχε τὴν πλάνη τῶν διωκτῶν τῶν εἰκόνων. Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ δύναμη τοῦ λόγου του, ἀνέδειξαν τὸ Θεόφιλο ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους προμάχους τῆς εὐσέβειας. Κατόπιν τὸν φυλάκισαν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἐξόρισαν. Ἔτσι, ἐκεῖ στὴν ἐξορία τελείωσε τὴ ζωή του, χωρὶς νὰ δεχτεῖ τὴν πρόσκαιρη ἐλευθερία ἀντὶ προδοσίας τῆς ἀλήθειας καὶ ἀπωλείας τῆς αἰωνίου ζωῆς. (Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 10η Ὀκτωβρίου).


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μεγαλομάρτυρας, ὁ Γαβρᾶς

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀκολουθία του, γεννήθηκε τὸν 10ο αἰῶνα στὴν κωμόπολη τῆς Χαλδίας Ἄτρα, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἔνδοξους. Ὁ ἴδιος ἔγινε καταξιωμένος στρατηγὸς καὶ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ στὴ Θεοδοσιούπολη τὸ 1098. Ἡ σύναξίς του γίνεται στὴν Τραπεζοῦντα, ὅπου βρίσκεται καὶ ἡ τίμια κεφαλή του.


Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἢ Χατζή-Γεώργιος

Γιὸς χριστιανῶν γονέων ἀπὸ τὴν Φιλαδέλφεια. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴν πόλη Καρατζασοὺ τῆς Ἠλιουπόλεως, ὅπου ἐξασκοῦσε τὴν τέχνη τοῦ ἀμπατζῆ (σαγματοποιοῦ). Σὲ κάποια διασκέδαση, ποὺ ἦταν παρὼν καὶ ὁ Γεώργιος, κάποιος, ποὺ βρισκόταν σὲ κατάσταση μέθης, ἔπεσε καὶ σκοτώθηκε. Τότε, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια, ὁ κριτὴς ζήτησε ἀπ᾿ τοὺς κατοίκους, νὰ πληρώσουν τὸ ἀνάλογο πρόστιμο. Ὁ Γεώργιος ἀρνήθηκε νὰ καταβάλει αὐτὸ τὸ πρόστιμο καὶ ἐπάνω στὸ θυμό του εἶπε, ὅτι δὲν τὸ πληρώνει γιατί εἶναι Τοῦρκος. Ἀμέσως τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τοῦ ἔκαναν περιτομή. Ἀργότερα ὁ Γεώργιος, μετανοημένος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐπανῆλθε ὅμως στὴν πόλη Καρατζασού, καὶ μπροστὰ στὸν κριτὴ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες τοῦ κριτῆ, ἔμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του. Ἄρχισε τότε μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ποὺ ὁ Γεώργιος τὰ ὑπέμεινε μὲ μεγάλη γενναιότητα. Ἔλεγε μάλιστα: «ὅ,τι καὶ ἄν μου κάνετε ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι πλέον τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω». Τελικά, στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1794 τὸν ἀποκεφάλισαν. Ὁ Otto Meinardus ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1752.


Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς τοῦ Σουντὰλ (Ρῶσος)

Διὰ Χριστὸν σαλός (876).