Ἁγιολόγιον - Σεπτέμβριος 20


Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος καὶ ἡ συνοδεία του, Θεοπίστη ἡ σύζυγός του, Ἀγάπιος καὶ Θεόπιστος τὰ παιδιά του

Ὁ Εὐστάθιος ἦταν ἀξιωματικὸς περίβλεπτος στὴ Ρώμη. Στὴ χριστιανικὴ πίστη προσῆλθε μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Ὅταν κάποτε κυνηγοῦσε ἕνα ἐλάφι, εἶδε στὰ κερατά του νὰ φέρει σταυρὸ καὶ ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ τὸν καλοῦσε στὴν ὀρθὴ πίστη. Ἔτσι πίστεψε καὶ βαπτίστηκε μὲ τὸ ὄνομα Εὐστάθιος ἀπὸ Πλακίδας ποὺ ὀνομαζόταν πρίν, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ γυναῖκα του Τατιανὴ σὲ Θεοπίστη, ἀλλὰ καὶ τὰ δυό τους παιδιὰ Ἀγάπιος καὶ Θεόπιστος. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Τραϊανὸς ἔμαθε ὅτι ἀσπάσθηκε τὸ χριστιανισμό, τοῦ ἀφαίρεσε τὸν ἀνώτερο στρατιωτικὸ βαθμὸ ποὺ εἶχε καὶ τὸν ἐξόρισε μὲ ὅλην του τὴν οἰκογένεια. Κατὰ τὴν πορεία ὅμως, τὸν χώρισαν ἀπὸ τὴν σύζυγό του Θεοπίστη καὶ τὰ δυό του παιδιά, τὸ Θεόπιστο καὶ τὸν Ἀγάπιο. Τὸ γεγονὸς αὐτό, πίκρανε πολὺ τὸν Εὐστάθιο. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν ὁ Τραϊανὸς περιῆλθε σὲ μεγάλη πολεμικὴ δυσχέρεια, θυμήθηκε τὸν ἰκανότατο ἀξιωματικό του Εὐστάθιο. Τὸν ἐπανέφερε λοιπὸν στὴν ὑπηρεσία, καὶ ὁ Εὐστάθιος μὲ τὴν γενναιότητα ἀλλὰ καὶ τὴν στρατηγικὴ ποὺ τὸν διέκρινε συνετέλεσε κατὰ πολὺ στὴν νίκη. Στὸ δρόμο μάλιστα, βρῆκε τὴν οἰκογένειά του καὶ ἔνοιωσε μεγάλη χαρά. Ὁ διάδοχος, ὅμως, τοῦ Τραϊανοῦ, Ἀδριανός, ἀπαίτησε ἀπὸ τὸν Εὐστάθιο νὰ παραστεῖ στὶς θυσίες τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν. Ὁ Εὐστάθιος, βέβαια, ἀρνήθηκε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βασανιστεῖ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους στὸ Χριστὸ ἐνδυνάμωνε τὴν ψυχή τους στὰ βασανιστήρια, ἐνθυμούμενοι μάλιστα τοὺς θείους λόγους, ποὺ λένε: «Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμὸν ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν». Πανευτυχής, δηλαδή, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ βαστάει μὲ ὑπομονὴ τὴν δοκιμασία τῶν θλίψεων. Διότι ἔτσι γίνεται σταθερὸς καὶ δοκιμασμένος, γιὰ νὰ πάρει τὸ λαμπρὸ καὶ ἔνδοξο στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος σ᾿ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν. Τελικά, ὁ Εὐστάθιος μὲ τὴν οἰκογένειά του πέθαναν μέσα σὲ χάλκινο πυρακτωμένο βόδι.


Οἱ Ἅγιοι Ὑπάτιος ὁ Ἐπίσκοπος καὶ Ἀνδρέας ὁ Πρεσβύτερος, οἱ Ὁμολογητές

Ἀκόμα καὶ στὸ σχολεῖο, ἦταν πρότυπα ἀδελφωμένων συμμαθητῶν. Εἶχαν ἀνατραφεῖ ἀπὸ παιδιὰ στὴ χριστιανικὴ πίστη, καὶ διακρίνονταν στὴν ἐπιμέλεια, τὴν εὐταξία, στὴν πρόοδο τῶν γραμμάτων καὶ στὸ ζῆλο πρὸς τὰ θεῖα. Ἔζησαν καὶ οἱ δυὸ ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, τοῦ εἰκονομάχου. Ὁ Ὑπάτιος με τὸ χρόνο χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος στὴ Λυδία, ἀπ᾿ ὅπου καὶ καταγόταν. Καὶ ὁ Ἀνδρέας ἀπὸ διάκονος, προχειρίστηκε ἱερέας. Τὰ ἀξιώματά τους διαχειρίστηκαν μὲ ὅλην τὴ συνείδηση τῶν μεγάλων εὐθυνῶν ποὺ ἔχουν. Κοπίασαν ἐν λόγῳ καὶ ἔγιναν πρότυπα ἐν ἔργῳ. Ἀγωνίστηκαν μὲ αὐταπάρνηση γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ τότε ἀπειλοῦσε ἡ ἐπικίνδυνη αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ποὺ τόσο ἔβλαψε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐξασθένισε τὸ κράτος. Ὁ Ὑπάτιος καὶ ὁ Ἀνδρέας συνελήφθησαν, γιὰ τὴν ἀντίσταση καὶ πολεμική τους ἐνάντια στὰ βασιλικὰ διατάγματα, ποὺ εὐνοοῦσαν τοὺς εἰκονομάχους. Τοὺς ἔσυραν λοιπὸν δεμένους κατὰ γῆς μέσα στοὺς δρόμους, κατόπιν τοὺς ἔσφαξαν καὶ ἔτσι ἔπεσαν τίμια καὶ ἀτρόμητα ὁλοκαυτώματα γιὰ τὴν ἀλήθεια.


Ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος Πάπας Ρώμης

Βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στὶς 13 Ἀπριλίου.


Οἱ Ἅγιοι ὁμολογητὲς Μάξιμος ὁ σοφότατος, Εὐπρέπιος, Δύο (2) Ἀναστάσιοι καὶ Θεόδωρος οἱ μαθητές του

Βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, βλέπε τὴν 21η Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ἡ κυρίως μνήμη του. Ἀπὸ τοὺς Μαθητές του, οἱ δυὸ Ἄναστασιοι ἐξορίστηκαν ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ βασιλιὰ Κώνσταντα τὸν Β´ στὴ Θρᾴκη, ὅπου ὑπέστησαν πολλὲς ταλαιπωρίες. Ἐπειδὴ ὅμως ἐπέμεναν στὸ ὀρθόδοξο φρόνημά τους, τοὺς ἔφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου Σύνοδος τοὺς καταδίκασε καὶ παραδόθηκαν στὸν ἔπαρχο γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν. Αὐτός, μαζὶ καὶ τὸν δάσκαλό τους Μάξιμο, ἔκοψε τὴν γλῶσσα τους καὶ τὸ δεξί τους χέρι. Καὶ ὁ μὲν Ἀναστάσιος ὁ πρεσβύτερος πέθανε ἐξόριστος στὴ Λαζικὴ μετὰ 20 χρόνια, ὁ δὲ νεότερος Ἀναστάσιος πέθανε σὲ κάποιο φρούριο τῆς Θρᾴκης, σιωπηλός, ἀλλὰ βροντερὸς κήρυκας τῆς Ὀρθόδοξης ἀλήθειας καὶ ζωῆς. Τὰ ἴδια ἔπαθαν καὶ οἱ ἄλλοι δυὸ μαθητὲς τοῦ Μαξίμου, ὁ Θεόδωρος καὶ ὁ Εὐπρέπιος οἱ Ὁμολογητές. Μετὰ 20 χρόνια ἐξορίας ὁ πρῶτος, ἑνὸς δὲ μόνο ὁ δεύτερος, παρέδωσαν καὶ οἱ δυὸ τὶς ἁγίες τους ψυχὲς στὸν Κύριο.


Οἱ Ἅγιοι Ἀρτεμίδωρος καὶ Θαλός

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ἐπίσκοπος Κύπρου

Ἔγινε ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ ἦταν εὐλαβὴς καὶ θεοφοβούμενος ἄνθρωπος. Κατανάλωσε ὅλην του τὴ ζωὴ στὴ μετάδοση τοῦ θείου λόγου καὶ τὴν ἀκατάπαυστη ἐλεημοσύνη, ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, στοὺς φτωχούς. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης ὁ Αἰγύπτιος καὶ οἱ 40 Μάρτυρες

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἦταν μέγας Αἰγύπτιος ὁμολογητής. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἀσεβὴς Μαξιμιανὸς δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρει τὸ θάρρος τοῦ Ἁγίου νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό, πρόσταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν μαζὶ μὲ ἄλλους 40 χριστιανούς, τὸ ἔτος 295. Ἔτσι ἔλαβαν ὅλοι τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θεοφόρος ἀπὸ τὴν Κρήτη

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ βιογραφία του σῴζεται σὲ χειρόγραφο στὸ χωριὸ Σίββα τῆς ἐπαρχίας Πυργιωτίσσης Κρήτης, ἰδιαίτερης πατρίδας τοῦ Ἁγίου. Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου Ζ´ τοῦ Πορφυρογέννητου (951-959), καὶ ἀπὸ μικρὸς εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ ζωή. Ἔγινε ἐρημίτης στὶς σπηλιὲς τῆς Κρήτης, ἀσκούμενος στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐγκράτεια. Κατόπιν πῆγε στὸ ὄρος Ράξος, ὅπου ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων Εὐτυχίου καὶ Εὐτυχιανοῦ ἐπισκόπων Ἀρκαδίας Κρήτης. Ἐκεῖ ἐπίσης ἐκάρη Μοναχὸς ἀπὸ κάποιον εὐλαβῆ Γέροντα καὶ ἀναχώρησε στὸ ὄρος Μυριοκέφαλο. Στὴν κορυφὴ αὐτοῦ τοῦ ὄρους ἔκτισε τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Θεοτόκου Ἀντιφωνητρίας, ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀφοῦ γύρισε πολλὰ μέρη τῆς Κρήτης καὶ ἔκτισε Ναοὺς καὶ Μοναστήρια, κατέληξε στὸ δυτικὸ μέρος τῆς ἐπαρχίας Κισσάμου, στὸ χωριὸ Ἀκτή, ὅπου ἔκτισε κατοικητήριο πολὺ ἡσυχαστικό, καὶ κατόπιν μέγα κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου, ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ Ὁσία καὶ συνέταξε τὴν διαθήκη του, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Κατάφλωρος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ἔζησε τὸν 12ο αἰῶνα καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλολογία, Θεολογία καὶ χειροτονήθηκε διάκονος στὴν Ἁγία Σοφία. Ὑπῆρξε μεγάλος λόγιος του Βυζαντίου καὶ τὸ 1174 ἐκλέχτηκε Μητροπολίτης Μύρων. Τὸν ἑπόμενο χρόνο προάχθηκε σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Τὸ ἔργο του στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ αὐτὴ ὑπῆρξε πολὺ προοδευτικὸ καὶ συνάντησε διάφορες ἀντιδράσεις. Τὸ 1185 συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Νορμανδοὺς καὶ τὸ 1191 κινδύνεψε ἡ ζωή του ἀπὸ συνωμοσία. Πέθανε τὸ 1197 ἢ 1198, ἀφοῦ ἄφησε πολλὰ φιλολογικά, ἱστορικὰ καὶ λαογραφικὰ ἔργα. Ἁγιοποιήθηκε στὶς 10 Ἰουνίου 1988.


Ὁ Ἅγιος Ἰλαρίων ὁ νέος ὁσιομάρτυρας, ἀπὸ τὴν Κρήτη

Τὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης ἦταν ἡ πατρίδα του. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Φραντζέσκος καὶ ἡ μητέρα του Αἰκατερίνη. Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ὀνομαζόταν Ἰωάννης καὶ ἀνατράφηκε χριστιανικὰ μαζὶ μὲ τὰ τέσσερα ἀδέλφια του. Κατόπιν ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γιὰ 10 χρόνια ἔμενε κοντὰ σ᾿ ἕναν θεῖο του γιατρό. Ἔπειτα, μαζὶ μ᾿ ἕναν ἄλλο χριστιανό, ἀνέλαβε τὴν διαχείριση τοῦ ἐμπορίου κάποιου Χιώτη. Κάποτε ὅμως, ὅταν ὁ ἔμπορος αὐτὸς ἐπανῆλθε στὴ Χίο, διαπίστωσε ὅτι ἡ δουλειά του εἶχε ἔλλειμμα 30 γρόσια καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐνοχοποίησε τὸν Ἰωάννη, ποὺ τὸν ἀπειλοῦσε μὲ τιμωρίες. Ὁ Ἰωάννης στὴν ἀπόγνωσή του, ζήτησε τὴν βοήθεια τῆς μητέρας τοῦ Σουλτάνου. Κατόπιν συναντήθηκε μὲ τὸν Αἰθίοπα Μας Ἀγά, πού, στὴν ἀπελπισία του, τὸν ἔπεισε καὶ ἐξισλαμίστηκε. Λίγο μετὰ τὴν ἀποστασία του, ὁ Ἰωάννης συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο του ὀλίσθημα καὶ μὲ πλοῖο ἀναχώρησε στὴν Κριμαία, ὅπου παρέμεινε 10 μῆνες. Κατόπιν γύρισε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μὲ προτροπὴ τοῦ πνευματικοῦ του πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε στὸν παπα- Βησσαρίωνα καὶ ἐκάρη μοναχός με τὸ ὄνομα Ἰλαρίων. Ἀργότερα ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ γιὰ τὸ μαρτύριο, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, παρουσιάστηκε στὸν Αἰθίοπα Ἀγὰ καὶ ὁμολόγησε μπροστά του τὸν Χριστό. Τότε ὁ Ἀγὰς διέταξε τὸν ἄγριο βασανισμό του καὶ κατόπιν, στὶς 20-9-1804, τὸν ἀποκεφαλισμό του.