Ἁγιολόγιον - Σεπτέμβριος 3


Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Νικομήδειας

Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Νικομήδεια. Ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε γιὰ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο του πρὸς τὰ θεῖα. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἡ ζωή του ἦταν ὑπόδειγμα σωφροσύνης καὶ ἀγάπης. Ἐπειδὴ πλούσια κατεῖχε τὸ θησαυρὸ τῶν θείων ἀληθειῶν, ἡ θερμή του διδασκαλία, ἐμπνεόμενη ἀπὸ ἀποστολικὸ ζῆλο, ἔβρισκε σχεδὸν πάντα ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἡ πνευματικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἀνθίμου ὤθησε τοὺς χριστιανοὺς τῆς Νικομήδειας καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ γίνει ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπός τους. Ὅταν, ὅμως, ἔγινε ὁ διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, τὸν κυνήγησαν καὶ τὸν συνέλαβαν. Ὁ Διοκλητιανὸς τοῦ πρότεινε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεοὺς γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ἀλλιῶς τὸν περίμεναν φρικτὰ βασανιστήρια, καὶ τοῦ ἔδειξε τὸ ὄργανα ποὺ θὰ τὸν βασάνιζαν. Ὁ Ἄνθιμος εἶπε:«Γιατί μου τὰ δείχνεις; γιὰ νὰ μὲ φοβίσεις; Αὐτὰ ἂς τὰ φοβοῦνται ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι μόνο ἡδονὴ καὶ τὴν στέρησή της θεωροῦν μεγάλη ἀπώλεια. Ἀλλὰ σὲ μένα, ὅπως καὶ σὲ κάθε χριστιανό, αὐτὰ δὲν ἀσκοῦν καμιὰ γοητεία. Τὸ σῶμα μου εἶναι πρόσκαιρο καὶ εὐτελές, ποὺ μόνη ἀξία ἔχει, ὅταν ἁγιασθεῖ διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ δοθεῖ εἰς τὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Ἑπομένως, τιμωρίες καὶ βάσανα εἶναι γιὰ μένα πιὸ ποθητὰ ἀπὸ τοῦ νὰ ἀρνηθῶ τὸ Σωτῆρα μου». Τότε, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν φρικτά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.


Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος συνασκητὴς τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου

Ὁ Ὅσιος καὶ μέγας αὐτὸς ἀσκητής, ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε ἕξι μίλια ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου βρίσκεται ἡ Λαύρα Φάρα. Ἐκεῖ κλείστηκε σ΄ ἕνα κελὶ καὶ ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες. Στὰ χρόνια αὐτά, ἐγκαταστάθηκε σ΄ ἕνα γειτονικὸ κελὶ τῆς Λαύρας αὐτῆς καὶ ὁ μέγας Εὐθύμιος. Ὁ κοινὸς πόθος τῆς ἄσκησης συνέδεσε στενὰ τοὺς δυὸ διάσημους ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἀπόδοση τῆς γιορτῆς τῶν Φώτων πήγαιναν μακρύτερα μέσα στὴν ἔρημο, γιὰ αὐστηρότερη ἄσκηση. Ἐπέστρεφαν στὴ Λαύρα, τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Μετὰ τὸ πέμπτο ἔτος, ἀποσύρθηκαν ὁριστικὰ στὴν ἔρημο μέσα σὲ μία σπηλιά. Ἡ φήμη ὅμως τῆς ἀρετῆς τους, ἔφερε κοντά τους πολλοὺς μαθητὲς καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε κοινόβιο, ποὺ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του προϊστάμενος ἦταν ὁ Θεόκτιστος. Μὲ τὴν μεγάλη ὑπόληψη καὶ ἀγάπη τῶν συνανθρώπων του, ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 451 μ.Χ. Στὴν κηδεία του πρωτοστάτησαν ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἀναστάσιος καὶ ὁ μέγας Εὐθύμιος, ποὺ τότε ἦταν 90 ἐτῶν.


Ὁ Ἅγιος Ζήνων

Ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα σ΄ ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ μολύβι, ἀπεβίωσε μαρτυρικά.


Ἡ Ἁγία Βασίλισσα

Ὑπῆρξε τὸ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Νικομήδειας, κατὰ τὸν διωγμὸ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Καταγγέλθηκε σὰν χριστιανή, ποὺ ἀποσποῦσε νεαρὲς εἰδωλολάτρισσες ἀπὸ τὴν πολυθεΐα καὶ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρο. Ἐκεῖ ἡ Βασίλισσα ὁμολόγησε χωρὶς κανένα δισταγμό, ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ λατρεύει τὸν Ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Μαστιγώθηκε σκληρὰ καὶ στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας διέταξε καὶ τὴν ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά. Ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἡ Βασίλισσα, βγῆκε ἀπὸ τὴν φωτιὰ ἄθικτη. Οἱ εἰδωλολάτρες, θεώρησαν πὼς αὐτὸ ἦταν μαγικὴ ἐνέργεια καὶ ἔτσι τὴν ἔριξαν γιὰ τροφὴ σὲ δυὸ πεινασμένα λιοντάρια. Ἡ Βασίλισσα ὅμως, διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεό, ἔκανε τὰ δυὸ λιοντάρια νὰ σταθοῦν σὰν ἥμερα ἀρνιὰ μπροστά της. Τότε ἔγινε καὶ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ἄνοιξαν τὰ πνευματικὰ μάτια τοῦ ἡγεμόνα Ἀλεξάνδρου καὶ ἔπεσε μετανοημένος στὰ πόδια τῆς Βασίλισσας καὶ ζήτησε ἀπ΄ αὐτὴν νὰ τὸν κατηχήσει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἡ Βασίλισσα, χαρὰ γεμάτη, τὸν παρέπεμψε στὸν ἐπίσκοπο Νικομήδειας Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος κατήχησε καὶ βάπτισε τὸν Ἀλέξανδρο χριστιανό. Εὐτυχισμένος πλέον ὁ Ἀλέξανδρος, ζήτησε διὰ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν πάρει ὅσο γίνεται σύντομα κοντά Του, καὶ ἡ δέησή του εἰσακούστηκε. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ Κύριος δέχτηκε καὶ τὴν ψυχὴ τῆς Βασίλισσας. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό της, τάφηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἀντώνιο, κοντὰ σὲ μία πέτρα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄλλοτε, μετὰ ἀπὸ προσευχή της, εἶχε ἀναβλύσει νερό.


Ὁ Ἅγιος Χαρίτων

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ λάκκο μὲ βραστὸ ἀσβέστη.


Ὁ Ἅγιος Ἀρχοντίων

Μαρτύρησε διὰ λιμοῦ (ὀνομασία κάποιου θηρίου).


Ὁ Ἅγιος βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος ὁ Νέος «ἐν τοῖς Ἁγίοις Ἀποστόλοις»

Αὐτὸς φαίνεται, ὅτι εἶναι ὁ τέταρτος γιὸς τοῦ βασιλιᾶ Ἡρακλείου, ποὺ βασίλευσε τὸ ἔτος 641 καὶ ὁ ὁποῖος, ἀπὸ ἄλλους μὲν καλεῖται Κωνσταντῖνος Ἡράκλειος, ἀπὸ ἄλλους δέ, Κωνσταντῖνος ὁ νέος. Αὐτὸς ἦταν πολὺ πιστὸς βασιλιὰς καὶ βασίλευσε ἕξι μῆνες. Κατὰ τὸν Μελέτιο, ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δηλητηριάστηκε.


Ὁ Ἅγιος Ἀριστίων Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας

Ἔγεννηθη κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Συρίας Ἀπάμεια. Ἠλκύθη εἰς τὴν ἀληθινή του Χριστοῦ πίστιν ὑπὸ τοῦ μάρτυρος Ἀντωνίου (+ 9 Νοεμβρίου). Εἰς ἡλικίαν μόλις 10 ἐτῶν ὁ Ἀντώνιος ὡδήγησε τὸν Ἀριστιωνα εἰς τὴν Χριστιανικὴν πίστιν. Ὡς ἐνάρετος καὶ πνευματοφόρος ἀνὴρ, ἐκλεγεὶς ὑπὸ τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας τῆς μικρῆς, εἰς Κιλικίαν τῆς Μ. Ἀσίας (παρὰ τὴν πόλιν Ἰσσόν), ἐγένετο ὁ δεύτερος ἐπίσκοπός της. Ὡς ποιμενάρχης ὁ Ἅγιος ἐποίμανε θεαρέστως τὸ ἐμπιστευθὲν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ποίμνιό του. Ἐδίδασκε μετὰ παρρησίας μεγάλης καὶ ἐκήρυττε τὴν τοῦ Κυρίου ἐν Σαρκὶ ἐπιδημίαν καὶ τὴν αἰώνιαν αὐτοῦ Βασιλείαν, ὥσπερ καὶ τὴν μακαριότητα καὶ τὴν χαρὰν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Πολλοὺς ἐθνικοὺς ἔπειθεν, ὅπως ἀπαρνηθῶσι τὴν πλάνη τους καὶ ἀκολουθῶσι τὴν ἀληθινὴν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πίστιν, οὓς καὶ ἐβάπτιζεν. Ἡ δρᾶσις του αὐτὴ δὲν ἤρεσε εἰς τὸν Ρωμαῖον Ἔπαρχον τῆς περιοχῆς, ὅστις καὶ διέταξεν νὰ συλληφθῇ καὶ νὰ ριφθῇ εἰς τὸ πῦρ. Παραχρῆμα οἱ στρατιῶτες αὐτοῦ, ἤναψαν μεγάλην κάμινον καὶ ἔρριψαν ἐντὸς αὐτῆς τὸν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Ἐντὸς τῆς καμίνου ὁ Ἀριστίων, ὑμνῶν καὶ δοξάζων τὸν Θεόν, ἔλαβεν μακάριον καὶ ἐπίζηλον τέλος.


Ἡ Ὁσία Φοίβη ἡ διακόνισσα

Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἄλλου δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη της αὐτὴν τὴν ἡμέρα.


Ὁ Ἅγιος Πολύδωρος ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Λευκωσία

Κύπριος ἀπὸ τὴν Λευκωσία ὁ νεομάρτυρας Πολύδωρος, ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Λουκᾶ προσκυνητὴ καὶ τὴν Λουρδανοῦ. Ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ταξίδεψε (;) στὴν Αἴγυπτο καὶ σ΄ ἄλλες χῶρες, κάνοντας τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πραματευτῆ. Ὅταν τὸ 1793 βρισκόταν στὴν Αἴγυπτο, προσλήφθηκε γραμματέας ἀπὸ ἕναν ἀρνησίχριστο Ζακυνθηνό. Καὶ σὲ κάποια διασκέδαση μαζί του, μέθυσε καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὅταν ὅμως συνῆλθε μετανόησε πικρά, πῆγε στὴ Βηρυτὸ καὶ ἐξομολογήθηκε στὸν ἐκεῖ Ἀρχιερέα. Κατόπιν ἀποσύρθηκε στὸ Μοναστήρι τοῦ ὄρους τοῦ Λιβάνου, ὅπου ξεκουράστηκε κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Κατόπιν ἀναχώρησε στὴν Πτολεμαΐδα (Ἄκρι), ὅπου ἀνακοίνωσε στὸν ἐκεῖ Ἀρχιερέα τὸν πόθο του νὰ μαρτυρήσει. Μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀρχιερέα ἀναχώρησε στὴν Αἴγυπτο, ἀλλὰ λόγω θαλασσοταραχῆς προσάραξε στὴ Γιάφα. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴ Χῖο (13-6-1793) καὶ ἔπειτα στὴ Σμύρνη, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ἔπειτα πάλι στὴ Χῖο. Τελικὰ ἔφτασε στὴ Νέα Ἔφεσο, ὅπου μπροστὰ στὸν Μουφτὴ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ ἀπὸ ἄγρια βασανιστήρια τὸν ἀπαγχόνισαν. Ἦταν ἡμέρα Κυριακὴ 3-9-1794. Τὸ λείψανο τοῦ νεομάρτυρα ἐνταφιάστηκε κοντὰ στοὺς τάφους τῶν Ἀρμενίων. Σήμερα ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου φυλάσσεται στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης Πλάκας στὴν Ἀθήνα.


Ἀνακομιδὴ Ἱερῶν Λειψάνων Ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης (1953)


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Ρωστώφ (Ρῶσος)

Διὰ Χριστὸν σαλός.


Ὁ Ἅγιος Πέτρος τοῦ Οὐγγλίς, Ἱερεὺς (Ρῶσος)

Διὰ Χριστὸν σαλός.