Ἁγιολόγιον - Αὔγουστος 1


Ἡ Πρόοδος τοῦ Τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ

Δηλαδὴ ἡ ἔξοδος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπὸ τὸ παλάτι (ἢ κάτ΄ ἄλλους ἀπὸ τὸ σκευοφυλάκιο τῆς μεγάλης ἐκκλησίας) στὴν Πόλη. Βλέπε σχετικῶς καὶ προεόρτια τὴν 31η Ἰουλίου. Ὅμως, ὁ Πατμιακὸς Κώδικας 266 ἀναγράφει ὅτι κατὰ τὴν 1η Αὐγούστου στὴ Μεγάλη ἐκκλησία ἐτελεῖτο «ἡ Βάπτισις τῶν τιμίων Ξύλων».


Οἱ Ἅγιοι Ἑπτὰ Μακκαβαῖοι, Ἀβεὶμ (ἢ Ἄβιβος), Ἀντώνιος (ἢ Ἀντωνῖνος), Γουρίας, Ἐλεάζαρος, Εὐσεβώνας, Ἀχείμ, Μάρκελλος (ἢ Σάμωνας, ἢ Εὔλαλος ἢ Μᾶρκος), ἡ μητέρα τους Σολομονὴ καὶ ὁ διδάσκαλός τους Ἐλεάζαρος

«Αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός». Ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς εἶναι κυρίαρχος καὶ ἐξουσιαστὴς ἐπὶ τῶν παθῶν. Αὐτὸ μὲ περίσσια ἀνδρεία ἀπέδειξαν οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ Μακκαβαῖοι μὲ τὴν στάση τους ἀπέναντι στὸ βασιλιὰ τῆς Συρίας Ἀντίοχο, ὅταν αὐτὸς τοὺς ἔταξε δόξες, τιμὲς καὶ ἐπίγειες ἀπολαύσεις, ἂν αὐτοὶ καταπατοῦσαν τὸ Μωσαϊκὸ νόμο καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ ἀπαγορευμένα φαγητὰ ποὺ τοὺς πρόσφερε. Προηγήθηκε ὁ ἐνενηκονταετὴς διδάσκαλός τους, Ἐλεάζαρος, ποὺ ἐφάρμοσε στὸ ἔπακρο τὸ νόμο ποὺ τοὺς δίδασκε, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἀντίοχος νὰ τὸν ρίξει στὴ φωτιά. Ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὴν θυσία τοῦ γέροντα διδασκάλου τους, τὰ ἑπτὰ ἀδέλφια κράτησαν τὴν ἴδια γενναία στάση ἀπέναντι στὸ βασιλιά, ὅταν τοὺς κάλεσε μπροστά του. Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀντίοχος προσπάθησε νὰ τοὺς κολακεύσει μὲ διάφορα ἐγκώμια γιὰ τὴν νιότη τους. Τοὺς εἶπε ὅτι ἂν ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα ποὺ τοὺς πρόσφερε, θὰ ἀπολάμβαναν μεγάλες τιμές, καὶ φυσικὰ θὰ τοὺς ἔσῳζε ἀπὸ τὸ θάνατο. Τότε οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ ἀπάντησαν στὸν Ἀντίοχο: «χαλεπώτερον γὰρ αὐτοῦ τοῦ θανάτου νομίζομεν εἶναι σου τὸν ἐπὶ τὴν παρανόμῳ σωτηρία ἡμῶν ἔλεον». Δηλαδή, εἶναι περισσότερο ἐπιβλαβὴς καὶ ἀπ΄ αὐτὸν τὸ θάνατο, νομίζουμε, ἡ συμπάθειά σου γιὰ τὴν παράνομη σωτηρία μας. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Ἀντίοχος, μὲ τροχούς, φωτιὰ καὶ ἀκόντια, ἕναν-ἕναν τοὺς σκότωσε ὅλους. Ὅταν εἶδε αὐτὸ ἡ μητέρα τους Σολομονή, ρίχτηκε μόνη της στὴ φωτιὰ καὶ ἔτσι ὅλοι μαζὶ πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας, Λεόντιος, Ἄττος, Ἀλέξανδρος, Κινδέος, Μνησίθεος, Κυριακός, Μηναῖος, Κατοῦνος καὶ Εὔκλεος (ἢ Εὔκλης)

Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, μαρτύρησαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Κέστρου ποταμοῦ. Τὰ ὀνόματά τους ἦταν τὰ ἑξῆς: Ἄττος, Ἀλέξανδρος, Εὔκλεος, Κατοῦνος, Κινδέος, Κυριακός, Λεόντιος, Μνησίθεος καὶ Μηναῖος. Ὅλοι στὸ ἐπάγγελμα ἦταν γεωργοί, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Μηναῖο ποὺ ἦταν μαραγκός. Κατὰ τοὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ποὺ ἔκανε ὁ Διοκλητιανός, στὴν Παμφυλία συνέβαινε νὰ εἶναι ἔπαρχος κάποιος Φλαβιανὸς (300 μ.Χ.), ποὺ ἐφάρμοζε μὲ σκληρότητα τὰ αὐτοκρατορικὰ διατάγματα. Τότε, ἀπὸ τοὺς πιὸ θαρραλέους πιστούς, ποὺ μόνοι τους φανέρωσαν τὴν χριστιανική τους ἰδιότητα μπροστὰ στὸν ἔπαρχο, ἦταν καὶ οἱ ἐννέα αὐτοὶ Ἅγιοι. Ἀφοῦ ἔκαναν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ κοινώνησαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ὅρμησαν ὅλοι μαζὶ στὴ φλόγα τοῦ κινδύνου. Παρουσιάστηκαν στὸν Φλαβιανό, ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ πάψει ἐπιτέλους νὰ κακοποιεῖ τοὺς χριστιανούς. Ἐξοργισμένος ὁ Φλαβιανός, διέταξε νὰ τοὺς σύρουν στὸ ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος γιὰ νὰ θυσιάσουν στοὺς θεούς. Ἐκεῖνοι, ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν, ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχή τους συνέτριψαν καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ ναοῦ. Ὁ ἔπαρχος γεμάτος μανία, ἀφοῦ ξέσκισε τὶς σάρκες τους μὲ σιδερένια νύχια καὶ ἔκαψε τὶς πληγές τους μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, τοὺς φυλάκισε. Ἀλλ΄ ἐπειδὴ καὶ οἱ ἐννέα ἐπέμεναν νὰ ὁμολογοῦν τὸν Χριστό, τελικά τοὺς ἀποκεφάλισε.


Ὁ Ἅγιος Πάπας ὁ νέος

«Εἰς σάκκον βληθείς, καὶ θίβῃ ἐγκλεισθείς, καὶ εἰς θάλασσαν ριφθείς, τελειοῦται».


Ὁ Ἅγιος Ἐλεάζαρος

Μαρτύρησε, ἀφού του ἔκαψαν τὸ κεφάλι.


Ὁ Ἅγιος Κήρυκος

Μαρτύρησε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Πολύεκτος

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔχωσαν μέσα σὲ κοπριά.


Οἱ Ἅγιοι Μηνὴς (ἢ Μηνός) καὶ Μηναῖος καὶ οἱ λοιποὶ ἐν τῷ Βιγλεντίῳ, πλησίον τοῦ χαλκοῦ Τετραπύλου


Ἡ Ἁγία Ἐλέσα, ἡ Ὁσιομάρτυς ποὺ μαρτύρησε στὰ Κύθηρα

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἦταν κόρη ἑνὸς πλούσιου Ἕλληνα, ποὺ ὀνομαζόταν Ἑλλάδιος. Ἡ δὲ μητέρα της Εὐγενία, ἦταν στεῖρα ἀλλὰ θεοσεβὴς χριστιανή. Ἔτσι διὰ τῆς προσευχῆς ἀπόκτησε θαυματουργικὰ τὴν Ἐλέσα, ποὺ ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κάτω ἀπὸ τὶς δυσκολίες τοῦ εἰδωλολάτρη ἄντρα της. Σὲ ἡλικία 14 χρονῶν ἡ Ἐλέσα ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ μητέρα καὶ ἔτσι ἔμεινε αὐτὴ κυρία τοῦ πλούσιου σπιτιοῦ τοῦ πατέρα της. Ἀμέτρητες τότε οἱ εὐεργεσίες καὶ οἱ ἐλεημοσύνες ποὺ ἔκανε στοὺς στερημένους καὶ πάσχοντες συνανθρώπους της. Κάποτε ὅμως ὁ πατέρας της τὴν παρακίνησε νὰ παντρευτεῖ κάποιον ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἄρχοντες, αὐτὴ ὅμως ἀρνήθηκε διότι ἡ κλήση της ἦταν ἄλλη, αὐτὴ τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας. Ἔτσι ὅταν κάποτε ὁ πατέρας της ἔφυγε γιὰ κάποιο ταξίδι, ἡ Ἐλέσα μοίρασε ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχοὺς καὶ μὲ τὶς πιὸ πιστὲς δοῦλες της, διέφυγε στὰ Κύθηρα. Ἐκεῖ διὰ τῆς προσευχῆς, ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας της ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξίδι καὶ ἔμαθε τὰ γεγονότα, θύμωσε πολὺ καὶ ἀφοῦ ἀνακάλυψε ποὺ βρισκόταν ἡ Ἐλέσα, ἀναχώρησε γιὰ νὰ τὴν φέρει πίσω. Ἀλλ΄ ἡ γνώμη τῆς Ἔλεσας ἦταν ἀντίθετη αὐτῆς τοῦ εἰδωλολάτρη πατέρα. Τότε αὐτός, ἀφοῦ ἀνελέητα τὴν βασάνισε, τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι πανάξια ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. (Ἡ μνήμη τῆς συγκεκριμένης Ἁγίας δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ στοὺς Συναξαριστές, τὴν βρίσκουμε σὰν μάρτυρα μόνο στὰ Κύθηρα).


Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Θαυματουργὸς Ἀρχιεπίσκοπος Προκοννήσου (Προικοννήσου)

Ἔζησε στὰ μέσα του 6ου αἰῶνα, ἐπὶ βασιλέων Ὶουστίνου τοῦ Θρακός καὶ τοῦ ἀνεψιοῦ του Ἰουστινιανοῦ τοῦ Μεγάλου. Λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς, ἔγινε ἐπίσκοπος Προκοννήσου ἢ Προικοννήσου, καὶ ποὺ σήμερα λέγεται Μαρμαρᾶς. Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα ἐξάσκησε ἄριστα διὰ τῆς πραότητάς του καὶ διὰ τῆς προσευχῆς. Κάποτε μάλιστα θεράπευσε καὶ τὴν κόρη τοῦ βασιλιᾶ Ἰουστινιανοῦ ἀπὸ δαιμόνιο. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 1η Αὐγούστου. Ἀργότερα ἡ βασίλισσα Θεοδώρα, πρὸς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης στὸν Ἅγιο, ἔκτισε Μονὴ στὸ ὄνομά του, ἐκεῖ ὅπου βρέθηκε τὸ ἅγιο λείψανό του. Ἐκεῖ κοντὰ μάλιστα, βρέθηκε καὶ πηγὴ ἁγιάσματος.


Ὁ Ἅγιος Ethelwald (Ἀγγλοσάξωνας)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτού του ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθήναι 1985.