Ἁγιολόγιον - Ἰούνιος 23


Ἡ Ἁγία Ἀγριππίνα

«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Εἶναι φράση τοῦ Κυρίου, ποὺ σημαίνει ὅτι εἶναι μακάριοι οἱ εὐσπλαχνικοὶ καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ συμπονοῦν στὴ δυστυχία τοῦ πλησίον, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Μία τέτοια εὐσπλαγχνικὴ ὕπαρξη ἦταν καὶ ἡ Ῥωμαία χριστιανὴ Ἀγριππίνη. Ἀπέφυγε τὸ γάμο μὲ τὴν θέλησή της καὶ προτίμησε νὰ κάνει δικούς της τοὺς δυστυχισμένους τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν περιουσία της διέθετε γιὰ νὰ τρέφει τοὺς πεινασμένους καὶ νὰ περιποιεῖται τοὺς ἀσθενεῖς. Μάλιστα, ὅσες φορὲς εἶχε ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ῥώμης, ἡ Ἀγριππίνη ἔτρεχε πρώτη νὰ προσφέρει τὰ ἀπαραίτητα. Ἀλλὰ ἡ ἁγία αὐτὴ ψυχὴ δὲν πρόσφερε μόνο ὑλικὰ ἀγαθά, πρόσφερε καὶ πνευματικά. Ἔφερε στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλὲς νέες γυναῖκες ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Αὐτό, βέβαια, δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀπαρατήρητο ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Τὴν κατήγγειλαν, λοιπόν, στὶς ἀρχές, καὶ ἡ Ἀγριππίνη συνελήφθη. Τότε ὁμολόγησε ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει, τὸ κάνει μὲ τὴν θέλησή της, γιὰ νὰ ὁδηγοῦνται ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερες ψυχὲς στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ὁ ἀνακριτής, χωρὶς νὰ καθυστερήσει, διέταξε καὶ τὴν μαστίγωσαν. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες της καὶ ἔσπασαν τὰ κόκκαλά της, ἡ Ἀγριππίνη παρέδωκε στὸ Θεὸ τὴν ψυχή της.


Οἱ Ἅγιοι Ἀριστοκλῆς ὁ Πρεσβύτερος, Δημήτριος ἢ Δημητριανὸς ὁ Διάκονος καὶ Ἀθανάσιος ὁ Ἀναγνώστης

Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς Κύπριοι καὶ ἔζησαν κατὰ τὸν διωγμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ὁ Ἀριστοκλῆς, στὴν ἀρχὴ δὲν θέλησε νὰ βάλει σὲ κίνδυνο τὴν ζωή του, διότι ἤθελε νὰ συνεχίσει τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν του. Ἀνέβηκε λοιπὸν σ΄ ἕνα βουνὸ καὶ κρύφτηκε μέσα σὲ μία σπηλιά. Ἀλλ΄ ἀπὸ ἐκεῖ μάθαινε, ὅτι στὶς πόλεις πολλοὶ πιστοὶ ἔχυναν θαῤῥαλέα τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀριστοκλῆς ἔκρινε ὅτι δὲν τοῦ ἐπιτρεπόταν, σὰν ἱερέας ποὺ ἦταν, νὰ βρίσκεται σὲ ἀσφάλεια, ἐνῷ λαϊκοί, γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἀψηφοῦσαν τὰ ξίφη καὶ τὴν φωτιά, καὶ πότιζαν μὲ τὸ αἷμα τους τὸ δένδρο τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔκανε λοιπὸν τὸν σταυρὸ καὶ κατέβηκε στὴ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου. Πῆγε στὸ ναὸ τῆς πόλης, ὅπου βρῆκε προσευχομένους τὸν διάκονο Δημήτριο καὶ τὸν ἀναγνώστη Ἀθανάσιο. Συμπροσευχήθηκαν, καὶ μετὰ ἀπὸ συνεννόηση βγῆκαν καὶ οἱ τρεῖς, καὶ στήριζαν τοὺς διωκόμενους ἀδελφούς τους. Μόλις πληροφορήθηκε αὐτὸ ὁ εἰδωλολάτρης ἡγεμόνας, τοὺς συνέλαβε. Καὶ ἀφοῦ ἀπέτυχε νὰ τοὺς νικήσει μὲ ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλές, μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τοὺς ἀποκεφάλισε.


Οἱ Ἅγιοι Εὐστόχιος ὁ Πρεσβύτερος, Γάϊος (ἢ Γαϊανὸς) ὁ ἀνεψιός του, καὶ τὰ παιδιὰ αὐτοῦ Λολλία (ἢ Λουλώ), Πρόβη καὶ Οὐρβανὸς (ἢ Οὐρβάσιος)

Κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Οὐσάδων καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαξιμιανοῦ καὶ Ἀγρίππα κατὰ τὸ ἔτος 300 μ.Χ. Ὁ Εὐστόχιος στὴν ἀρχὴ ἦταν ἱερέας εἰδώλων, ἀλλ΄ ὅταν εἶδε τὸ ἀνδρεῖο φρόνημα τῶν χριστιανῶν μπροστὰ στὰ μαρτύρια, προσῆλθε στὸν ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Εὐδόξιο, βαπτίστηκε χριστιανὸς καὶ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Κατόπιν πῆγε στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας, ὅπου βρῆκε τοὺς συγγενεῖς του Γάϊο μὲ τὰ τρία του παιδιὰ Λολλία, Πρόβη καὶ Οὐρβανό, καὶ τοὺς βάπτισε χριστιανούς. Ὅταν συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανὸς μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα καὶ ἀφοῦ τὸν κρέμασαν ἐπάνω σ΄ ἕνα ξύλο, ξέσχισαν τὶς σάρκες του. Κατόπιν ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τὸν Γάϊο καὶ τὰ παιδιά του, στὸν ἡγεμόνα Ἀγκύρας Ἀγριππῖνο, (κ. ἄ. Ἀγρίππα), ὅπου κανεὶς τους δὲ δέχθηκε ν΄ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Τότε ὅλους τοὺς βασάνισαν μὲ φρικτὰ καὶ βάρβαρα βασανιστήρια καὶ ἐπειδὴ ἔμεναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, τελικά τους ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἀνέβηκαν στεφανηφόροι στὰ οὐράνια.


Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης (+ 1562)


Ἡ Κοίμησις τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ (+ 1445)


Ἡ Ἁγία Etheldreda (Βρεττανίδα)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.


Μνήμη ὅλων τῶν ἐν Κρήτῃ μαρτυρησάντων γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πατρίδα κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821

Ἡ πρώτη ἐπίσημη τῆς γιορτῆς ἔγινε στὶς 11 Νοεμβρίου 2000 στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου στὸ Ἡράκλειο.