Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 22


Εὕρεσις τῶν ἐν τοῖς Εὐγενίου Ἁγίων Λειψάνων Μαρτύρων καὶ Ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας

Ὅταν ὁ ἁγιότατος Πατριάρχης Θωμᾶς ἦταν στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (607-610), βρέθηκαν τὰ τίμια λείψανα μερικῶν ἁγίων μαρτύρων, κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὴν γῆ. Ἀμέσως ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τους μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμό, καὶ μὲ συνοδεία πολὺ λαοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνακομιδῆς, πολλὲς καὶ διάφορες ἀσθένειες θεραπεύτηκαν. Ἀφοῦ δὲ πέρασαν πολλὰ χρόνια, ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε σ΄ ἕνα ἄνθρωπο κληρικὸ καὶ καλλιγράφο, τὸ Νικόλαο, ὅτι στὸν ἴδιο τόπο ἐκεῖνο τὸν καλούμενο Εὐγενίου, βρίσκονται κρυμμένα καὶ τὰ ἁγία λείψανα τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολή του, ὡς ἑξῆς: «΄Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τους συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἱ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. ιστ΄ 7).


Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Μονῆς Παυλοπετρίου

Ὁ Ὅσιος αὐτὸς Πατέρας, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐλαβεῖς καὶ πολὺ πλούσιους γονεῖς. Ἐπειδὴ ὅμως, ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ὑπῆρξε εὐλαβής, θέλησε νὰ ντυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Πῆγε λοιπὸν στὴ Μονὴ Παυλοπετρίου, ποὺ βρίσκεται στὸν κόλπο τῆς Νικομήδειας, καὶ ἐκεῖ ἔγινε Μοναχός. Τόσο δὲ προόδευσε στὶς ἀρετὲς καὶ τόσο διαδόθηκε ἡ φήμη του, ὥστε ἔγινε γνωστὸς καὶ στοὺς βασιλεῖς. Συνδέθηκε μάλιστα καὶ μὲ τοὺς ὁσίους Θεόδωρο τὸν Στουδίτη καὶ Ἰωάννη τῆς Μονῆς Καθαρῶν, μὲ τοὺς ὁποίους συνεργάστηκε γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Στὰ χρόνια ὅμως τοῦ Λέοντα τοῦ Εἰκονομάχου (Ἀρμενίου) (813-820), κατηγορήθηκε ὅτι σέβεται τὶς σεπτὲς Εἰκόνες καὶ ἔτσι ὑπέστη διάφορα βασανιστήρια, καὶ δοκίμασε πικρὲς ἐξορίες καὶ βαρεῖες θλίψεις. Ὁπότε, ἀφοῦ ἔμεινε σταθερὸς στὰ Ὀρθόδοξα φρονήματά του, ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο.


Ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα καὶ οἱ δώδεκα ὑπηρέτες της

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Συνετός

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ἴσως εἶναι αὐτὸς ποὺ γιορτάζουμε στὶς 12 Δεκεμβρίου).


Οἱ Ὅσιοι Θαλάσσιος καὶ Λιμναῖος

Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος εἶχε ἀσκητήριο ἐπάνω σ΄ ἕνα μικρὸ βουνὸ ἑνὸς χωρίου τῆς Κύπρου. Ἐκεῖ προσευχόταν, μελετοῦσε καὶ καλλιεργοῦσε ἕνα μικρό, εὔφορο ἀγροτεμάχιο. Ἐπίσης, κατέβαινε στὰ κοντινὰ χωριὰ καὶ δίδασκε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Λιμναῖος, νεώτερος ἀπὸ τὸ Θαλάσσιο, ὅταν ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, ἦλθε κοντά του καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν καλὸ αὐτὸ διδάσκαλο ὑπόδειγμα γνήσιας καὶ ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὅμως, ἡ μεγαλύτερη δόξα τοῦ Λιμναίου εἶναι ἡ ἐργασία ποὺ κατέβαλε γιὰ τοὺς τυφλούς. Ἔκτισε κοντὰ στὸ κελλί του καὶ ἄλλα κελλιά, ποὺ ἀνέδειξε ἄσυλα γιὰ τυφλούς. Καὶ δὲν τοὺς ἔδινε μόνο στέγη, ἀλλὰ καὶ τροφὴ ἀπὸ τὶς ἐλεημοσύνες ποὺ τοῦ ἔκαναν εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ἀκόμα, φρόντιζε καὶ γιὰ τὶς ψυχές τους. «Τί σημαίνει, ἔλεγε, νὰ φροντίζουμε μόνο γιὰ τὰ σώματα τῶν δυστυχῶν; Περιορίζοντας ὡς ἐδῶ τὴν φιλανθρωπία, εἶναι σὰν νὰ τὴν κάνουμε ἀπέναντι σὲ ζῷα. Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ συμπληρώσουμε τὸ καλὸ φροντίζοντας καὶ γιὰ τὸ φωτισμό του πνεύματος». Ἔτσι, οἱ προστατευόμενοί του τυφλοὶ ἦταν εὐτυχεῖς. Διότι, ἂν καὶ δὲν εἶχαν σωματικὰ μάτια, ἔπαιρναν ὅμως πνευματικὰ καὶ ἀπολάμβαναν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, Αὐτὸς «ἢν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἦταν πάντοτε τὸ τέλειο φῶς, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο. Ὁ Ὅσιος Λιμναῖος πέθανε θρηνούμενος ἀπὸ τὰ τυφλὰ τέκνα του, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν μεγάλη μέριμνα καὶ στοργὴ τῆς ζωῆς του.


Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ διάλεξε τὴν ἐρημικὴ ζωή. Τὴν ἀγάπη του στὴν ἐγκράτεια δὲν ἐλάττωσε τὸ φιλάσθενο σῶμα του. Ὁ Πατριάρχης τῆς Ἀντιοχείας Θεόδοτος ἄκουσε γιὰ τὸν Βαραδάτη καὶ φρόντισε νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν φιλέρημο ἀποκλειστικότητα καὶ νὰ τὸν χρησιμοποιήσει γιὰ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης δέχτηκε τὸν συνδυασμὸ αὐτὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ἐνέργειας. Πρὸ πάντων, στὶς περιόδους τῶν νηστειῶν, καὶ σὲ ὦρες θλίψεων καὶ συμφορῶν, πήγαινε στὶς πόλεις καὶ καλλιεργοῦσε τὸν φόβο καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν Θεό, προκαλοῦσε τὴν μετάνοια καὶ στήριζε τὸ θάῤῥος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης καλλιεργοῦσε καὶ ἐνίσχυε στὶς ψυχές τους τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα. Κατὰ τὸν Θεοδώρητο, ὁ Ὅσιος Βαραδάτης διακρινόταν γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ σύνεσή του καὶ τὴν λογικότητα στὶς ἐρωτήσεις καὶ τὶς ἀπαντήσεις του.


Ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος ἐπίσκοπος Ῥώμης

Ὁ Εἰρηναῖος λέει ὅτι μαρτύρησε στὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀντωνίνου Πίου (138-161). Στοὺς καταλόγους τῶν Ἐπισκόπων καὶ Παπῶν Ῥώμης ὁ Τελεσφόρος φαίνεται ὅτι διαδέχτηκε τὸν Σῆξτο τὸ 125 καὶ πέθανε τὸ 136.


Ὁ Ἅγιος Βλάσιος Ἐπίσκοπος

Ὁ ἅγιος Νικόδημος τὸν τιτλοφορεῖ σὰν ἐπίσκοπο Ῥώμης, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρήκαμε Βλάσιο ἐπίσκοπο Ῥώμης. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ μνήμη του δὲν ἀναφέρεται σ΄ ὅλους τους Συναξαριστές, ἀλλὰ καὶ στοὺς λίγους ποὺ μνημονεύεται, μνημονεύεται ἁπλὰ σὰν ἐπίσκοπος καὶ ὄχι Ῥώμης, ἴσως κάποιας ἄλλης ἐπισκοπῆς.


Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων (ἢ Ἄριστος ἢ Ἀριστίων)

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Πρόκειται γιὰ Ἅγιο τῆς Κύπρου καὶ ὑπῆρξε δεύτερος ἐπίσκοπος αὐτῆς μετὰ τὸν Βαρνάβα κατὰ τὸν Le Quien (σ. 103-4). Σαφῆ βιογραφικά του στοιχεῖα δὲν ὑπάρχουν, μόνο παραδόσεις ἀτεκμηρίωτες.


Ἡ Ἁγία Θεοκτίστη τοῦ Βορονέζ, ἡ νεομάρτυς (Ρωσίδα)

Διὰ Χριστὸν σαλή.