Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Χρήσιμες Συνδέσεις Χάρτης Πλοήγησης Γλωσσάριο
 website clocks
αναζήτηση    

ΠΑΥΛΟΣ

ΠΑΥΛΟΣ, ᾿Απόστολος

ἱδρυτὴς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης

29 ᾿Ιουνίου



(Πληροφορίες καὶ στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωή, τὴ δραστηριό­τητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου παρέχονται ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πρά­ξεων τῶν ᾿Αποστόλων καὶ ἀπὸ τὶς ἀπο­σπασματικὲς αὐτοβιογρα­φικὲς ἀναφορὲς τοῦ ἰδίου στὶς ἐπι­στολές του· ὅπως Γαλ. 1, 1-2, 14. Α¢ 1 Κορ. 15, 8-9. Β¢ Κορ. 11, 22-12, 12. Ρωμ. 11, 1. Φιλ. 3, 4-6. Β¢ Τιμ. 1, 5 καὶ 3, 10-11 κ.ἀ. ῾Η σχετικὴ βιβλιογραφία ἀναφέρεται στὸ τέ­λος).


Α. Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥ­­ΛΟΥ

α. Πρὶν ἀπὸ τὴ μεταστροφή του

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κι­λικίας (Πρ. 22, 3) ἀπὸ ᾿Ιουδαίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμὶν (Ρωμ. 11, 1. Φιλ. 3, 5) ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὴ φυλὴ τοῦ ᾿Ιούδα θεωροῦνται οἱ μόνες καθαρὲς φυλές. Κατεῖχε τὴ ρωμαϊκὴ ὑ­πηκοότητα ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν Ρωμαῖος πολίτης, δικαίωμα τὸ ὁποῖο ἀπέκτησε καὶ ὁ ἴδιος (Πρ. 16, 37-38. 22, 27-28) καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται ὅτι ὁ κάτο­χός του καταγόταν ἀπὸ τὰ ἀνώτερα στρώματα τῆς κοινωνί­ας τῆς Κιλικίας.

Στὸ ἑβραϊκό του ἀρχικὸ ὄνομα Σαοὺλ ἢ Σαῦλος (Πρ. 7, 58. 8, 1· 3. 9, 1· 4· 8· 11· 17· 22· 11, 25. 13, 2 καὶ ἰδίως 13, 9 “Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος” κ.ἀ.), κατὰ τὴ γνωστὴ τότε συ­νήθεια τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς διασπορᾆς νὰ χρησιμοποιοῦν δι­πλὴ ὀνομασία, προστέθηκε ἀργότερα δεύτερο ὄνομα -καὶ ὡς Ρωμαῖος πιὰ πολίτης- τὸ χρησιμοποιούμενο στὶς Πρά­ξεις (13, 9) ἑλληνικὸ ἢ ρωμαϊκὸ ὄνομα Παῦλος, ὁμόηχο τοῦ ἰου­δαϊ­κοῦ Σαῦλος (Σαῦλος-Παῦλος, κατὰ τὸ ᾿Ιησοῦς-᾿Ιάσων, ᾿Ια­κώβ-᾿Ιάκωβος, ᾿Ιωσήφ-᾿Ιώσηπος κ.λπ.). ῾Η δεύτερη ὀνομα­σία δὲν ἦταν ἀσυνήθης ἐνέργεια στὶς εὐκατάστατες καὶ ὁπωσδή­ποτε σημαντικὲς ρωμαϊκὲς οἰκογένειες (Ρωμ. 1, 1).

῾Ο ῾Ιερώνυμος, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη του κάποια ἀρχαία παρά­­δοση (στὸ ἔργο του De viris illustribus, PL 23, 645/B) ἀνα­φέ­ρει ὅτι ὁ Παῦλος καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα, Κίσχαλα (Gischa­la) τῆς Γαλιλαίας τῆς Παλαιστίνης, πρᾆγμα ποὺ ση­μαίνει ὅτι κάποιος, ἐνδεχομένως, ἀπὸ τοὺς προγόνους του καταγό­ταν ἀπὸ τὰ Κίσχαλα.

Κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του ὁ Παῦ­λος περιτμήθηκε, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καὶ νομοταγεῖς, ἂν καὶ ἦταν ἑλληνιστές, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἦταν ἑλληνιστὴς τῆς διασπορᾆς.

Στὴν Ταρσό, ὅπου πέρασε τὰ παιδικά του χρόνια, οἱ γονεῖς του φρόντισαν νὰ ἀποκτήσει τὴν καλύτερη καὶ ἀρ­τι­ό­τερη ἑλληνικὴ μόρφωση, ὅπως ἄλλωστε αὐτὸ ἀποδεικνύ­εται καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του. ᾿Εκεῖ ἔμαθε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσ­σα καὶ διδάχθηκε γενικότερα τὴν ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὸν τρό­πο ζωῆς.

῾Η Ταρσός, κατὰ τὸν ἱστορικὸ Στράβωνα, στὰ χρόνια τοῦ ᾿Απ. Παύλου ἦταν πολὺ σημαντικὴ καὶ διάσημη γιὰ τὴν ἐποχή της πόλη. Θεωρεῖτο ἐφάμιλλη τῶν ᾿Αθηνῶν καὶ τῆς ᾿Αλεξανδρείας καὶ ἴσως μάλιστα ὑπερτεροῦσε στὰ γράμ­ματα ἀπ᾿ αὐτές. ῏Ηταν κέντρο πολλῶν στωϊκῶν φιλοσόφων καὶ «τό­πος πανάρχαιας, παγκόσμιας, ἐπικοινωνίας, τὸ σύνο­λο δύο πολιτισμῶν· τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ, τῆς Δύσεως καὶ τοῦ σημι­τοβαβυλωνιακοῦ, τῆς ᾿Ανατολῆς. Τὸ περιβάλλον τῆς Ταρ­σοῦ, ὅπου ὁ Παῦλος μεγάλω­σε... φανερώνει πὼς ἔχει ἑλ­λη­νι­στικὴ ἐπίδραση, ποὺ στὸ σχο­λεῖο μέσα καὶ στὴ ζωή, ἦταν ἀδύνατο νὰ τὴν ἀποφύγουν οἱ ῾Ε­βραῖοι τῆς διασπορᾆς ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ... Σκεφτόταν (ὁ Παῦλος), μιλοῦσε κι ἔγρα­φε ἑλ­λη­νικὰ ὅπως στὴ μητρικὴ γλῶσσα...» (Holzner, Παῦλος μετ. ῾Ιε­ρωνύμου, ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν, ᾿Αθῆναι 1967, σσ. 17-19).

Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸν ᾿Απ. Παῦλο, ὅταν ἀναφερόμενος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν πόλη τῆς καταγω­γῆς του, λέγει ὅτι “ἐγὼ ἄνθρωπος μέν εἰμι ᾿Ιουδαῖος Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης” (Πρ. 21, 39).

Στὴν πόλη αὐτὴ ἡ ᾿Ιουδαϊκὴ παροικία διατηροῦσε τὰ ἤθη καὶ ἔθιμά της καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωή της γύρω ἀπὸ τὴ Συναγωγὴ ποὺ ἦταν τὸ πνευματικὸ κέντρο. ῾Η Συναγωγὴ ἀπο­τελοῦσε ἐπίσης τὸ κέντρο τῆς λατρείας τῆς θρησκείας, τῆς προ­σευχῆς καὶ τῆς διδαχῆς τοῦ λόγου καὶ τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Γαλουχημένος ὁ Παῦλος μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ περι­βάλλον εὐσεβείας ἄκουσε γιὰ τὸ σεβασμὸ στοὺς Πατριάρχες καὶ στοὺς Προφῆτες καὶ διδάχθηκε γιὰ τὴν τήρηση τοῦ Νό­μου μὲ ζῆ­λο. Μεγαλωμένος σ᾿ ἕνα τέτοιο αὐστηρὸ θρησκευ­τικὸ ἰου­δαϊ­κὸ περιβάλλον ὁ Παῦλος ἀπέκτησε βαθειὰ συνεί­δηση τῆς με­γάλης σημασίας ποὺ εἶχε ἡ τήρηση τοῦ Νόμου γιὰ τὴν ἐπι­βίωση τοῦ λαοῦ τοῦ ᾿Ισραήλ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλπί­δα ἀπελευ­θε­ρώσεώς του ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους.

᾿Ανεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ἀνατράφηκε καὶ τὴν ὅποια ἐπίδραση μπορεῖ νὰ ἄσκησε αὐτὸ ἐπάνω του, ὁ Παῦλος διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα του καὶ τὴν ἀντικειμενικὴ κρίση του καὶ εἶχε τὴν ἱκανότητα κάτω ἀπὸ τέτοιες προϋποθέσεις νὰ διαμορφώσει ὁπωσδήπο­τε προ­σωπικὲς ἀντικειμενικὲς ἀπόψεις γιὰ τὸν ἐθνικὸ κόσμο μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦσε.

῎Ετσι ἔμαθε τὴ μητρική του γλῶσσα καὶ τὰ ἑλληνι­κὰ γράμματα πιὸ πολὺ σὲ ἰουδαϊκὸ παρὰ σὲ ἑλληνικὸ περι­βάλ­λον καὶ ἡ παίδευσή του καὶ ἡ ὅλη ἀνατροφή του ἦταν αὐ­στηρὰ ραββινικὴ καὶ ἑβραϊκή. ῎Αλλωστε ἡ ἑβραϊκή-ἀραμαϊ­κὴ γλῶσσα θὰ πρέπει νὰ ὁμιλεῖτο καὶ στὸ σπίτι του, γιατὶ ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ εὐχέρειά του νὰ προσφωνήσει ἀργότερα τοὺς συγκεντρωμένους στὰ ῾Ιεροσόλυμα “τῇ ἑβραΐδι διαλέ­κτῳ” (Πρ. 22, 2).

῾Ο ᾿Απ. Παῦλος δὲν ἀρκέσθηκε στὴν παραπάνω ἑλλη­νικὴ μόρφωση ποὺ ἀπέκτησε στὴ γενέτειρά του Ταρσό, ἀλλὰ πῆγε στὰ ῾Ιεροσόλυμα γιὰ νὰ τὴ συμπληρώσει μὲ σπουδὲς τοῦ Νόμου κοντὰ σὲ σοφοὺς ραββίνους τῆς ῾Ιερου­σαλήμ, πρω­τεύουσας τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ. ῾Η ἀπόφασή του νὰ μεταβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα δείχνει ἀφ᾿ ἑνὸς τὴ συντηρητικότη­τα τοῦ θρη­σκευτικοῦ περιβάλλοντος ἀπὸ τὸ ὁποῖο προερχό­ταν καὶ ἀκόμη τὴν πρόθεσή του νὰ γνωρίσει πληρέστερα καὶ καλύ­τερα τὸ Νό­μο, ὡς καταγόμενος ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ τῆς δια­σπορᾆς καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα τῆς οἰ­κογενείας του.

Μάλιστα στὶς Πράξεις (23, 16) ἀναφέρεται ὅτι στὰ ῾Ιε­ροσόλυμα ὑπῆρχε ἀνεψιὸς τοῦ Παύλου, υἱὸς τῆς ἀδελφῆς του. Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε ἔγγαμη ἀδελφὴ ἐγκατεστη­μένη στὰ ῾Ιεροσόλυμα, στὴν οἰκία τῆς ὁποίας ἴσως διέμενε ὁ ἴδιος κατὰ τὸ διάστημα τῶν ἐκεῖ σπουδῶν του. Καὶ αὐτός, ἐνδε­χο­μένως, νὰ ὑπῆρξε καὶ ἕνας ἀκόμη λόγος ἢ ὁ κύριος λό­γος νὰ μεταβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα γιὰ συμπληρωματικὲς σπουδές.

Στὰ ῾Ιεροσόλυμα ὁ Παῦλος σπούδασε παρὰ τοὺς πό­δας τοῦ συνετοῦ φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιὴλ (πρεσβύ­τερου ἐγγονοῦ τοῦ Χιλλέλ), ὁ ὁποῖος ἦταν “τίμιος παντὶ τῷ λαῷ” καί, κατὰ τὸ Ταλμούδ, ἦταν γνώστης τῆς ἑλληνικῆς φι­λολογίας καὶ ἐνεθάρρυνε τὶς ἑλληνικὲς σπουδές. ᾿Απὸ αὐτὸν τὸν φαρισαῖο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ὁ Παῦλος διδάχθη­κε, ὅσο λίγοι, τὴν ἰουδαϊκὴ θεολογία καὶ ἔτσι τὸ ὕφος του, ἡ θεολογικὴ μέθοδος καὶ ἡ χρήση τῆς Γραφῆς τὸν ἐμφανί­ζουν ραββῖνο τῆς πιὸ αὐστηρῆς καὶ καθαρῆς μορφῆς· ἐνωρὶς ἐντάχθηκε στὴν τάξη τῶν Φαρισαίων, ἂν βέβαια δὲν ἀνῆκε σ᾿ αὐτὴν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, καὶ ἔγινε ζηλωτὴς καὶ βαθὺς γνώστης ὄχι μόνο θεωρητικὰ ἀλλὰ καὶ πρακτικὰ τῶν πιὸ σπουδαίων καὶ σημαντικῶν ζητημάτων τοῦ Νόμου. ῎Ετσι δι­έθετε ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια ἑνὸς ἄριστα καταρτισμέ­νου νομοδιδασκάλου καὶ ἐπιδέξιου χειριστοῦ τῆς ραββινικῆς δια­λεκτικῆς.

Γι᾿ αὐτὸ δικαιολογημένα ἔγραψε “ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ (῾Ιερουσαλήμ) παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατ᾿ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῴου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ” (Πρ. 22, 3). Μὲ τὰ λεγόμενά του θέλει νὰ δείξει ὅτι αὐτός, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ τῆς διασπορᾆς καὶ ἀνατράφηκε μέσα σὲ ἐθνικὸ περιβάλλον, ὄχι μόνο δὲν ὑστεροῦσε ἀλλὰ ἀντίθετα ὑπερτεροῦσε, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε, πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες συμμα­θητές του, λόγω τῆς προόδου του στὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ τοῦ ζήλου ποὺ εἶχε γιὰ τὶς πατροπαράδοτες παραδόσεις. Σχετικὰ λέγει: “καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συν­ηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων” (Γαλ. 1, 14 καὶ Πρ. 26, 4).

Στὰ ῾Ιεροσόλυμα ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παραπάνω σπουδές του ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ ποὺ τὸν βοήθησε ἀργό­τερα, ἀσκώντας την, νὰ συντηρεῖται καὶ νὰ μὴν ἐπιβα­ρύνει τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν στὶς ὁποῖες ἐκήρυττε: “καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμενε παρ᾿ αὐτοῖς καὶ ἠργάζε­το” (Πρ. 18, 4). ῾Η ἐκμάθηση τέχνης ἀποτελοῦσε συνήθεια τῶν ᾿Ιου­δαίων λογίων καὶ μάλιστα τῶν ραββίνων ἀλλὰ καὶ ὑποχρέ­ω­σή τους γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουν τὴ συντήρησή τους.

῾Ο Παῦλος συνεδύαζε τὴν ἰουδαϊκὴ καταγωγή, τὴ θρη­σκεία καὶ θεολογικὴ κατάρτιση μὲ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ γλῶσσα. ῎Ετσι ἐμφανίζεται ὡς κάτοχος διπλῆς παιδείας.

῎Αλλωστε ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐπιστολές του φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε ὁπωσδήποτε γνώσεις τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, (ἴσως ὄχι τόσο τῆς συστηματικῆς φιλοσοφίας), ὅπως καὶ τῶν φιλοσοφικῶν θρησκευτικῶν κινημάτων τῆς ἐποχῆς του σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ χρησιμοποιεῖ φράσεις ἀρχαίων ῾Ελλήνων συγγραφέων καὶ “τῶν καθ᾿ ὑμᾆς ποιητῶν”. ῎Ετσι στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τίτο, ἐπίσκο­πο Κρήτης, χρησιμοποιεῖ τὴ φράση τοῦ συμπατριώτη του ᾿Επι­μενίδη: “Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀρ­γαί” (Τιτ. 1, 12). Στὴν πρὸς Κορινθίους πρώτη ἐπιστολή του χρη­σιμοποιεῖ τὴ φράση τοῦ Μενάνδρου, ᾿Αθηναίου ποιητῆ τοῦ 4ου αἰ. π.Χ.: “φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί” (Α¢ Κορ. 15, 33). ᾿Επίσης στὶς Πράξεις ἀναφέρεται φράση τοῦ ἀστρονόμου καὶ ποιητῆ ᾿Αράτου (315-240) ἀπὸ τὸ ἔρ­γο “῎Ενοπτρα καὶ Φαινόμενα” καὶ τοῦ Κλεάνθους (4ος αἰ. π.Χ.) τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ ὁ Παῦλος: “Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν” καὶ ἄλλες.

Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω ὁ Παῦλος δὲν ἦταν κάτο­χος μόνο τῆς ἰουδαϊκῆς μορφώσεως ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνικῆς. Καὶ ἡ ὁποιαδήποτε ἄποψη, ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι μόνο ἡ ἰου­δαϊκὴ ἢ ἡ ἑλληνικὴ μόρφωση ἐπέδρασε περισσότερο στὴ δια­μόρφωση τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του, ὅπως αὐτὴ ἐκτί­θεται στὶς ἐπιστολές του, θεωρεῖται μονόπλευρη καὶ μονομε­ρής, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Παῦλος, ὅπως εἴδαμε, ἀπὸ παιδὶ διδάχθηκε τὴν πα­τροπαράδοτη ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ὅπως καὶ τὴν ἑλλη­νικὴ παι­δεία τῆς ἐποχῆς του καὶ ἦταν γνώστης τῶν προ­βλημάτων τῆς ἀνήσυχης ἐποχῆς του. Γνώριζε συνεπῶς νὰ χρησιμοποιεῖ ἀπὸ τὴν κάθε μιὰ ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ ἐπι­τύχει στὸ ἔργο του.

῎Ετσι οἱ συνθῆκες τόσο τοῦ περιβάλλοντος, ὅπου γεν­νήθηκε, ὅσο καὶ τῆς ἐν γένει μορφώσεώς του μὲ τὸ Μωσαϊ­κὸ Νόμο καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία τὸν προ­ετοίμασαν νὰ γίνει ὁ κατάλληλος γιὰ νὰ ἐργασθεῖ καὶ νὰ μεταδώσει τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ᾿Ιουδαίους καὶ ᾿Εθνικοὺς καὶ νὰ ἐπιτύχει τὴν προσέγγιση καὶ ἕνωσή τους μὲ τὸ Χριστὸ (᾿Εφ. 3, 1-12). ῎Επρεπε λοιπὸν νὰ ἔχει (καὶ τὰ εἶχε) τὰ ἀπαραίτη­τα ἐφόδια γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν κόσμο αὐτόν, ἐφ᾿ ὅσον οἱ μὲν ᾿Ιουδαῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι κατεῖχαν τὴ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία, οἱ δὲ Ρωμαῖοι ὅτι ἦταν οἱ κυρίαρχοι τῆς τότε οἰ­κουμένης, ἐνῶ οἱ ῞Ελληνες ἐμφανίζονταν, ἀκόμη, κάτοχοι τῆς παιδείας, τῆς φιλοσοφίας καὶ γενικὰ τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ποὺ χρησιμοποιόταν ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.

῾Ο Παῦλος διακρινόταν γιὰ τὸ ζῆλο στὸ ἔργο του, τὴν ἀγαθότητα τῶν προθέσεών του καὶ τὶς φυσικὲς ἱκανότητες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος, τὴν ἀνησυχία καὶ δυναμικότητά του, προσόντα τὰ ὁποῖα ἀνέμεναν τὴν κατάλ­ληλη στιγμὴ νὰ ἀξιοποιηθοῦν. Αὐτὴ ἡ ἐμπνευσμένη καὶ δυ­ναμικὴ προσωπικότητα ἔγινε τελικὰ τὸ ὄργανο τῆς θείας χά­ρης καὶ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ θεί­ου σχεδίου. ῎Αλλωστε μέσα στὸ στάδιο τῆς θείας βουλῆς τόσο οἱ ἀνθρώπινες ἱκανότητες ὅσο καὶ γενικότερα ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στὴν πορεία τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας καὶ καθοδηγοῦνται στὴν ἐπίτευξη τοῦ σκο­ποῦ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀν­θρώπων. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἄφησε τὴν ἱκανὴ αὐτὴ προ­σωπικότητα νὰ συν­­εχίσει νὰ στρέφεται ἐναντίον τῶν πιστῶν τοῦ Εὐαγγελίου.

Μαρτυρίες ὅτι ὁ Παῦλος ἐγνώρισε κατ᾿ ἄνθρωπο τὸν Κύριο δὲν ἔχομε, ἐκτὸς ἀπὸ κάποιο ὑπαινιγμὸ τοῦ ἰδίου: “εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γι­νώσκομεν” (Β¢ Κορ. 5, 16). Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐπισκέφθηκε τὰ ῾Ιεροσόλυμα μετὰ τὸ 30.

Κατὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ πρωτομάρτυρα Στε­φά­νου “νεανίας” ἀκόμη φύλαγε τὰ ροῦχα ποὺ ἀπέθεσαν στὰ πόδια του ἐκεῖνοι ποὺ λιθοβόλησαν τὸν πρωτομάρτυρα: “καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πό­δας νεανίου καλουμένου Σαύλου” (Πρ. 7, 59). Καὶ μάλιστα, ὅπως ἀναφέρεται στὴ συνέχεια (Πρ. 7, 60), “Σαῦλος δὲ ἦν συν­ευ­δοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ”, δηλ. ἐπεδοκίμαζε τὴ θανά­τωση τοῦ Στεφάνου καὶ ἀκόμη ὅτι ὁ “Σαῦλος ἐλυμαίνετο τὴν ἐκ­κλησίαν κατὰ τοὺς οἴκους εἰσπορευόμενος, σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου εἰς φυλακήν” (Πρ. 8, 3), γε­γονὸς ποὺ φανερώνει ὅτι δὲν ἦταν πιὰ “νεανίας” ἀλλ᾿ ὁπωσ­δήποτε πιὸ ὥριμος, ἔφηβος. Καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ μποροῦμε ἴσως νὰ συμπερά­νουμε ὅτι ὁ Παῦλος γεννήθηκε μεταξὺ τοῦ 5 καὶ 15 μ.Χ., ἴσως γύρω στὸ 10 μ.Χ. καὶ ἦταν ἔτσι μι­κρότερος τοῦ ᾿Ιησοῦ κατὰ δέκα περίπου χρόνια.

Σχετικὰ μὲ τὴ στάση τοῦ Παύλου κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου παρατηρεῖται ὅτι ναὶ μὲν ὁ Σαῦλος ἦταν φανατικὸς ἐχθρὸς τῶν χριστιανῶν καὶ ὅτι ἐστρέ­φετο ἐναντίον τους διώκοντάς τους, ὅμως δὲν ἦταν κακο­ή­θης καὶ ψευδομάρτυρας καὶ ἡ δίωξη τῶν χριστιανῶν γινό­ταν ἀπὸ ἄγνοια τῆς ἀληθείας καὶ λόγω τῆς ἀγωγῆς του ἀπὸ τὸ φανατικὸ φαρισαϊκὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ἀνατρά­φη­κε. ῞Ο,τι ἔκανε, θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι τὸ ἔκανε ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀγάπη του γιὰ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου καί, ὅπως λέγεται, δὲν ἦταν δια­στρεβλωτὴς τῆς ἀληθείας, οὔτε ἕνας ἐξωμότης, ἀλλὰ μᾆλλον ἕνας ἁγνὸς πατριώτης, πιστὸς στὴν πάτρια θρησκεία καὶ ζη­λωτὴς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.

Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἦταν καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε τοποθετηθεῖ ἐπικεφαλῆς ὁμάδος ἐπιφορ­τισμένης μὲ τὴν καταδίωξη τῶν χριστιανῶν, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἦταν ἀντίθετοι μὲ τὴν πατροπαράδοτη πίστη του. Εἶχε χρη­ματί­σει δηλαδὴ ὡς ἀπόστολος τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ, διώκοντας μὲ φα­νατισμὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ: “καὶ κατὰ πάσας τὰς συν­αγωγὰς πολλάκις τιμωρῶν αὐτοὺς ἠνάγκαζον βλα­σφημεῖν, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις” (Πρ. 26, 11) καὶ “ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστρο­φήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβο­λὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν” (Γαλ. 1, 13), ἐπειδὴ θεωροῦσε βλασφημία τὴ χριστιανικὴ δι­δασκαλία ὅτι δηλ. ὁ θανατωθεὶς τόσο ἀτιμωτικὰ καὶ σταυ­ρωθεὶς ἀνάμεσα σὲ δύο ληστὲς ᾿Ιησοῦς ἦταν ὁ προφητευθεὶς καὶ προσδοκώμενος Μεσ­σίας τοῦ ᾿Ισραήλ.

Αὐτὸν λοιπὸν τὸ ζηλωτὴ καὶ φανατικὸ πιστὸ ᾿Ιουδαῖο μὲ τὴ μεγάλη καὶ ἄδολη ἀγάπη γιὰ τὴ θρησκεία του καὶ τὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεών του γιὰ τὶς ἐνέργειές του ἐναντίον τῶν “ἀλλοπίστων” ἐπέλεξε καὶ κυριολεκτικὰ ἅρπα­ξε ὁ Κύρι­ος καὶ τὸν ἔκανε ὄργανό του γιὰ νὰ κηρύξει τὴν ἀποκαλυ­φθεῖσα ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου του· τὸν ἔκανε ᾿Απόστολό Του στὰ ἔθνη τῆς νέας πίστεως καὶ “σκεῦος ἐκ­λογῆς του... εἰς τὸ βαστᾆσαι τὸ ὄνομά του ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων καὶ υἱῶν ᾿Ισραήλ”. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἄ­φησε τὸ θρησκευ­τικὸ ζῆλο τοῦ Παύλου νὰ στραφεῖ ἀπὸ ἄ­γνοια ἐναντίον του, ὅταν τοῦ ἀνετέθη ἡ ἀποστολὴ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν τῆς Δαμασκοῦ μὲ τὴν ἔγκριση μάλιστα τοῦ ᾿Αρχιερέα· “῾Ο δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ, ᾐτή­σατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπι­στο­λὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγω­γάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀ­γάγῃ εἰς ῾Ιερουσαλήμ” (Πρ. 9, 1-2).

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοῦ φανερώθηκε καὶ τὸν ἔφερε στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια. ῎Ετσι, ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ μετὰ τὴ θαυματουργικὴ θεία ἐ­πέμ­βαση, ὁ Παῦλος ἀνεγνώρισε τὸ ἄσκοπο τῶν διωγμῶν του σὲ βάρος τῶν Χριστιανῶν καὶ ἔγινε στὸ ἑξῆς ὁ θερμό­τερος ὀπα­δὸς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἀκούραστος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο μετέφερε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.

᾿Απὸ τότε ἡ ζωή του ταυτίζεται μὲ τὴν ἱστορία τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου σὲ ὅλο τὸν τότε γνω­στὸ κόσμο. Καὶ ὅπως ὁ ἴδιος γράφει ἀργότερα, “ὅτε εὐ­δό­κησε ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ κα­λέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ” (Γαλ. 1, 15), τὸν ὅρισε ὡς ᾿Απόστολό του καὶ τὸν μετέβαλε ἀπὸ διώκτη του σὲ κήρυκα τοῦ λόγου του.



β. ῾Η μεταστροφή του

Μὲ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, κατὰ ὑπερφυσικὸ καὶ μο­ναδικὸ τρόπο, τὸν κάλεσε στὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐ­­­αγγελίου, χωρὶς νὰ προηγηθεῖ καμμιὰ ψυχολογικὴ προετοι­μα­σία ἢ κάποια σχετικὴ ἔνδειξη ἢ προειδοποίηση, ὅπως δέ­χον­ται μερικοὶ συγγραφεῖς.

῾Η ἐμφάνιση ὅμως αὐτὴ δὲν ἦταν μιὰ ὑποκειμενικὴ ἀντί­­ληψη τοῦ Παύλου, ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς ἀντικειμενικὸ καὶ ἱστο­­ρικό, καθὼς συνάγεται τοῦτο καὶ ἀπὸ τὴ σημασία ποὺ τοῦ ἀποδίδει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος. Τὸ ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀπο­­καλύψεις καὶ ὀπτασίες, ποὺ κατὰ καιροὺς εἶχαν γίνει σ᾿ αὐτὸν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἁρπαγή του μέχρι τοῦ τρίτου οὐ­ρανοῦ γιὰ τὴν ὁποία, ὅπως ὁμολογεῖ, δὲν ἦταν βέβαιος ἂν ἦταν σω­ματικὴ ἢ ὄχι (Β¢ Κορ. 12, 2). ᾿Αντιθέτως, γιὰ τὴν ἐμ­φάνιση τοῦ ᾿Ιησοῦ στὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι ὑπῆρξε σωματική, καὶ μάλιστα τὴ συναριθμεῖ μὲ τὶς λοι­πὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγιναν στοὺς ᾿Απο­στό­λους κατὰ τὶς 40 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάληψή του (Α¢ Κορ. 15, 5-9) καὶ τὴν προβάλλει, βεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι καὶ αὐτὸς εἶδε τὸν Κύριο (Α¢ Κορ. 9, 1). Συνεπῶς δικαιοῦται νὰ λέγε­ται καὶ αὐτὸς ᾿Απόστολος, ἀφοῦ κλήθηκε ἀμέσως καὶ ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ τὸν Κύριο.

῾Η μεταστροφὴ τοῦ Παύλου ἔγινε ὡς κεραυνὸς ἐν αἰ­θρίᾳ καὶ ὑπῆρξε τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Παῦλο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ τοὺς Χριστιανούς. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ ὁ Παῦλος μεταμορφώθηκε σὲ ἄλλο ἄνθρωπο μὲ νέες ἐπιδιώξεις καὶ νέους ὁραματισμούς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ στιγ­μὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ὁρόσημο τῆς ζωῆς του καὶ τὴν ἀ­φε­τη­ρία μιᾆς νέας πορείας, ἀντίθετης ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἀκο­λου­θοῦσε μέχρι τότε, καὶ γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία. ῾Η ζωή του χωρίσθηκε στὰ δύο, στὴ μέχρι τότε περίοδο τῆς ζω­ῆς του, ὡς διώκτη τῶν Χριστιανῶν καὶ στὴ νέα, ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς, τελείως διαφορετικῆς ἀπὸ τὴν προηγού­μενη, μιᾆς νέας περιόδου τῆς ζωῆς του, ἡ ὁποία κατευθύνε­ται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος γιὰ νὰ ὑπη­ρετήσει νέους στόχους, νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο.

Τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονὸς τῆς μεταστροφῆς τοῦ Παύλου περιγράφεται ἀναλυτικὰ σὲ τρεῖς παράλληλες διη­γήσεις στὶς Πράξεις, 9, 1-29. 22, 3-21 καὶ 26, 9-21, (ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς ποὺ κάνει ὁ ἴδιος στὶς ἐπιστολές του, ὅπως Γαλ. 1, 13ἑ. Α¢ Κορ. 11, 1 καὶ 15, 8. Φιλιπ. 3, 12. ᾿Εφεσ. 3, 3). Οἱ διηγήσεις αὐτὲς ἂν καὶ παρουσιάζουν κάποι­ες παραλ­λαγὲς στὶς λεπτομέρειες, μποροῦν νὰ ἐναρμονι­σθοῦν μεταξύ τους καὶ νὰ ἐμφανισθοῦν ὅτι συμφωνοῦν στὶς κύριες γραμ­μὲς καὶ φαίνεται ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Παῦλο.

Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὶς μαρτυρίες αὐτὲς ὁ Παῦλος δὲ μεταστράφηκε καὶ δὲν ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ κάποιο μα­θητὴ τοῦ Χριστοῦ, ᾿Απόστολο ἢ κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου του, ἀλλὰ κλήθηκε ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ Χρι­στὸ στὸ ἀ­πο­στολικὸ ἔργο του καὶ ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο ᾿Απόστολος τῶν ἐθνῶν. Συγκεκριμένα, στὶς Πράξεις 9, 1-29 ἀναφέρεται ὅτι ὁ Παῦλος, καθὼς ἐπορεύετο ἀπὸ τὴν ῾Ιερου­σαλὴμ στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ συλλάβει ἄνδρες καὶ γυναῖκες χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει δεμένους στὴν ῾Ιερουσα­λήμ, ξαφνικὰ ἄστραψε ἕνα φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Παῦ­λος ἔπεσε κατα­γῆς καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέγει: “Σα­ούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις;” Καὶ ὁ Παῦλος ἐρώτησε· “ποιός εἶσαι Κύ­ριε;”. Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: “᾿Εγὼ εἶμαι ὁ ᾿Ιησοῦς, τὸν ὁποῖον ἐσὺ καταδιώκεις. ῞Ομως σήκω τώρα καὶ πήγαινε στὴν πόλη, ὅπου ἐκεῖ θὰ σοῦ ποῦν τί πρέπει νὰ κάνεις”. “Οἱ ἄνδρες ποὺ τὸν συνόδευαν ἔμειναν κατάπληκτοι γιατὶ ἐνῶ ἄκουαν τὴ φωνὴ δὲν ἔβλεπαν κανέ­να”. Μόνο ὁ Παῦλος εἶδε τὸν Κύριο, ἐνῶ οἱ συνοδοί του ἀν­τελήφθηκαν ὅτι κάτι τὸ ἔκτακτο συνέβη. ῎Ετσι τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐμφανίσεως καὶ φωνῆς εἶναι καὶ ἀντικειμενικὰ μαρτυρημένο. Τελικά, σύμφω­­να μὲ τὶς ὁδηγίες, ὁδήγησαν τὸν Παῦλο στὴ Δαμασκὸ καὶ ἐκεῖ γιὰ τρεῖς ἡμέρες ἔμεινε τυ­φλός, χωρὶς νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ τίποτε.

Στὴ Δαμασκὸ τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιος μαθητὴς ὀνό­ματι ᾿Ανανίας, ὁ ὁποῖος παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Παῦλο, λόγω τῆς φήμης του ὡς διώκτη τῶν χριστια­νῶν, (καί) ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: “πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν... ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν” (Πρ. 9, 15-16), ἔθεσε τὰ χέ­ρια του ἐπάνω στὸ Σαῦλο καὶ τοῦ εἶπε: “ἀδελφέ, ὁ Κύριος ποὺ σοῦ φανερώθηκε στὸ δρόμο, μὲ ἔστειλε γιὰ νὰ ξανα­βρεῖς τὸ φῶς σου καὶ νὰ φωτισθεῖς ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα”. ᾿Αμέσως καθάρισαν τὰ μάτια του, ξαναβρῆκε τὸ φῶς, σηκώ­θηκε, βαπτίσθηκε καὶ ἀφοῦ ἔφαγε ἐνδυναμώθηκε. ᾿Εκεῖ δέ­χθηκε τὴν κατήχηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀσφα­λῶς ἀναθεώρησε καθ᾿ ὁλοκληρία τὴ φαρισαϊκὴ ἑρμηνεία τῆς Π.Δ. καὶ τὴν ὅλη συγκρότησή του σύμφωνα πλέον μὲ τὴ νέα ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο. Στὴ συνέχεια μετέβη στὴν ᾿Αραβικὴ ἔρημο, στὸ βασίλειο τῶν Ναβαταίων, νότια τῆς Δα­μασκοῦ, παρ᾿ ὅτι τοῦτο δὲν ἀναφέρεται ρητῶς στὶς Πρά­ξεις, προκειμένου πιθανὸν νὰ ἀποφύγει τοὺς διῶκτες του καὶ ἀργό­τερα ξαναγύρισε στὴ Δαμασκὸ ὅπου ἄρχισε τὸ κηρυ­κτι­κὸ ἔρ­γο του γιὰ μιὰ τριετία: “ἀλλ᾿ ἀπῆλθον εἰς ᾿Α­ραβίαν καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν” (Γαλ. 1, 17).

Στὴ Δαμασκὸ ἔμεινε μερικὲς ἡμέρες μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκήρυττε στὶς Συναγωγὲς ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶ­ναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν κατάπλη­ξη σὲ ὅλους ὅσοι τὸν ἄκουαν καὶ ἀποροῦντες ἔλεγαν: “αὐτὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατεδίωκε στὴν ῾Ιερουσαλὴμ ὅσους πί­στευαν στὸν ᾿Ιησοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸ σκοπὸ δὲν ἔ­χει ἔλθει ἐδῶ γιὰ νὰ τοὺς συλλάβει καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει δεμένους στοὺς ᾿Αρχιερεῖς;” (Πρ. 9, 20-22).

᾿Αντίθετα ὁ Παῦλος ἐνισχυόταν πιὸ πολὺ καὶ προκα­λοῦσε σύγχυση στοὺς ᾿Ιουδαίους τῆς Δαμασκοῦ μὲ τὸ κή­ρυγμά του, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. ῞Υστερα ἀπὸ με­ρικὲς ἡμέρες οἱ ᾿Ιουδαῖοι κατέληξαν τελικὰ στὴν ἀπόφαση νὰ τὸν θανατώσουν καὶ γι᾿ αὐτὸ παραφύλαγαν τὶς πύλες ἐ­ξ­όδου ἡμέρα καὶ νύχτα. ῾Η ἐχθρότητα καὶ ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τῶν ᾿Ιουδαίων, τὴν ὁποία πληροφορήθηκε, ἀνάγκασαν τὸν Παῦλο νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Δαμασκό, “λαβόντες αὐτὸν οἱ μα­θηταὶ νυκτὸς καθῆκαν διὰ τοῦ τείχους χαλάσαντες ἐν σπυ­ρίδι” (9, 23-25).

᾿Εναντίον τοῦ Παύλου ὑποχρεώθηκε νὰ κινηθεῖ καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Ναβαταίων (Β¢ Κορ. 11, 32-33), ὕστε­ρα ἀπὸ καταγγελίες τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς Δαμασκοῦ. Φεύγον­τας ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ ὁ Παῦλος κατέφυγε στὴν ῾Ιερουσαλὴμ (37-38) γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ᾿Αποστόλους καὶ τὸν Πέτρο, κοντὰ στοὺς ὁποίους παρέμεινε 15 ἡμέρες καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶδε κανένα ἄλλο ἀπὸ τοὺς ᾿Αποστόλους παρὰ μόνο τὸν ᾿Ιάκωβο “τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου”, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος (Γαλ. 1, 18-19) καὶ παρότι προσπαθοῦσε νὰ προσκολληθεῖ στοὺς μαθη­τὲς ἐκεῖνοι ἦταν ἐπιφυλακτικοὶ μαζί του ἐπειδὴ τὸν ἐφο­βοῦν­το ὡς διώκτη τους. Τελικά, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, τὸν παρέλαβε ὁ Βαρνάβας ὁ ὁποῖος τὸν ὁδή­γησε στοὺς ἄλλους ᾿Αποστόλους καὶ διηγήθηκε τὸ θαῦμα τῆς μεταστροφῆς του, “πῶς ἐν ὁδῷ εἶδε τὸν Κύριο, ὁ Κύρι­ος ἐλάλησε σ᾿ αὐτὸν καὶ πῶς εἶχε τώρα τὴν παρρησία νὰ κηρύττει τὸν ᾿Ιησοῦν” (Πρ. 9, 26-28). ῎Ετσι ἔγινε δεκτὸς καὶ ἄρχισε νὰ συναναστρέφε­ται τοὺς μαθητὲς καὶ νὰ κηρύττει μὲ θάρρος τὸν ᾿Ιησοῦν.

Καὶ ἐδῶ ὅμως οἱ ἑλληνόφωνοι ῾Εβραῖοι-ἑλληνιστές, ἐπε­δίωξαν νὰ τὸν θανατώσουν. ᾿Αλλὰ μόλις τὸ πληροφορήθη­καν οἱ ἀδελφοί, τὸν ὁδήγησαν στὴν Καισάρεια καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸν φυγάδευσαν στὴν πατρίδα του τὴν Ταρσό. Στὶς Πράξεις ἀνα­φέρεται ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανισθεὶς “ἐν ἐκστά­σει” τοῦ εἶπε: “σπεῦ­σον καὶ ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ διότι οὐ παρα­δέξον­ταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ” (22, 17-18). Προ­ηγου­μένως, ὅπως μᾆς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος, “ἦλθε στὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας” (Γαλ. 1, 21) κηρύττοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὴ ὅμως τὴν κηρυκτική του δραστηριότητα στὰ μέρη αὐτά, ποὺ πρέπει νὰ ἦταν σημαντική, δὲν ἔχομε κά­ποιες πληροφορίες οὔτε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἐκτὸς ἀπὸ φῆ­μες ποὺ εἶχαν οἱ ἄλλες ᾿Εκκλησίες, οἱ ὁποῖες καὶ ἐδόξασαν τὸ Θεὸ γι᾿ αὐτὸ (Γαλ. 1, 23-24).

Στὴ γενέτειρά του Ταρσὸ τὸν ἀνεζήτησε ἀργότερα ὁ Βαρνάβας καὶ τὸν μετέφερε στὴν ᾿Αντιόχεια γιὰ νὰ συνεχί­σουν ἐκεῖ τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ ἐνισχύσουν τοὺς ἐκεῖ ἀδελφοὺς (Πρ. 12, 25). Στὴν ᾿Αντιόχεια ὡς γνωστόν, ὀνομάσθηκαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ γιὰ πρώ­τη φορὰ “Χριστιανοί” (Πρ. 11, 26). ᾿Από τὴν ᾿Αντιόχεια ταξίδεψαν καὶ πάλι στὰ ῾Ιεροσόλυμα (43-44) γιὰ νὰ μεταφέ­ρουν βοηθήματα τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αντιοχείας στοὺς πτω­χοὺς ἀδελφοὺς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ιερουσαλήμ, ποὺ ὑπέφε­ραν ἀπὸ τὴν πεῖνα ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος (Πρ. 11, 27-30). Καὶ ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τὴν ἀποστολή τους ἐπέστρε­ψαν πάλι στὴν ᾿Αντιόχεια, παίρνοντας μαζί τους καὶ τὸν ᾿Ιωάννη, τὸν ἐπονομαζόμενο Μάρκο (Πρ. 12, 25).

᾿Απὸ τὴν ᾿Αντιόχεια ἄρχισε ἡ Α¢ ᾿Αποστολικὴ περιο­δεία (44-45 ἢ 47-48) κατὰ τὸν ἑξῆς χαρακτηριστικὸ τρόπο: καθὼς προσεύχονταν σὲ κάποια λειτουργικὴ σύναξη μερικοὶ προφῆτες καὶ διδάσκαλοι μαζὶ μὲ τοὺς Βαρνάβα καὶ Παῦλο καὶ μετὰ ἀπὸ κάποια χαρισματικὴ ἀποκάλυψη, τὸ ῞Αγ. Πνεῦ­μα εἶπε νὰ ξεχωρίσουν τοὺς Βαρνάβα καὶ Παῦλο γιὰ τὸ ἔρ­γο γιὰ τὸ ὁποῖο τοὺς εἶχε καλέσει.

Καὶ πράγματι, ὕστερα ἀπὸ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ ἀφοῦ ἔβαλαν τὰ χέρια οἱ προφῆτες τῆς ᾿Αντιοχείας ἐπάνω στοὺς Βαρνάβα καὶ Παῦλο, τοὺς ἀπέστειλαν στὸ μεγάλο ἱε­ρα­ποστολικὸ ἔργο ἀνάμεσα στοὺς ἐθνικοὺς (Πρ. 13, 1-3). ῎Ετσι ἄρχισε τὶς περιοδεῖες του ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος στὰ ἔθνη.



γ. ῾Η Α¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία (44-45 ἢ 46-47 ἢ 47-48)

Γιὰ τὴν πρώτη ᾿Αποστολικὴ περιοδεία μᾆς πληροφο­ροῦν οἱ Πράξεις (κεφ. 13 καὶ 14). ᾿Αρχηγὸς τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Βαρνάβας καὶ αὐτὴ περιελάμβανε τὴ Σελεύ­κεια, ὁλόκληρη τὴν Κύπρο, τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας, τὴν ᾿Αντιόχεια τῆς Πισιδίας καὶ τὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας μέχρι τὸ ᾿Ικόνιο, τὰ Λύστρα καὶ τὴ Δέρβη.

Π(Σ)αῦλος καὶ Βαρνάβας στὴν Κύπρο. ῾Ο Βαρνάβας καὶ ὁ Παῦλος, ἔχοντες ὡς βοηθό τους τὸν ᾿Ιωάννη-Μάρκο, κατέβηκαν στὴ Σελεύκεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ πλοῖο διαπεραιώ­θηκαν στὴ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου, κηρύττοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἀρχικὰ στὶς Συναγωγὲς τῶν ᾿Ιουδαίων. Στὴ συνέχεια καὶ μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ ἀνθυπάτου Σεργίου Παύλου, πῆγαν στὴν Πάφο, ὅπου συνάντησαν κάποιο μάγο, ψευδο­προφήτη ᾿Ιουδαῖο, ὀνόματι Βαριησοῦ (= ᾿Ελύμας), ὁ ὁποῖος τοὺς προέβαλε ἐμπόδια στὸ ἔργο τους καὶ τοὺς δημιουργοῦ­σε δυσκολίες, ἀποτρέποντας τὸν ἀνθύπατο Σέργιο Παῦλο νὰ πιστέψει στὸ κήρυγμά τους. Τότε ὁ Σαῦλος, ποὺ στὸ ἑ­ξῆς μετονομάζεται Παῦλος, κυριευθεὶς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο ἀναγκάζεται νὰ τὸν καταρασθεῖ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τυφλω­θεῖ γιὰ ἕνα διάστημα καὶ νὰ παύσει νὰ διαστρέφει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Βλέποντας ὁ ἀνθύπατος τὸ περιστατικὸ αὐτό-θαῦ­μα, ἐντυπωσιάσθηκε τόσο πολὺ γιὰ τὴ δύναμη τῆς διδασκα­λίας τοῦ Κυρίου, ὥστε ἐπίστεψε καὶ αὐτὸς (Πρ. 13, 4-14).

Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα στὴν ᾿Αν­τιόχεια τῆς Πισιδίας. ᾿Απὸ τὶς Πράξεις πληροφορούμαστε ὅτι στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνοδοί του ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Πάφο καὶ πῆγαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας, ὅπου τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ ᾿Ιωάννης-Μάρκος καὶ γύρισε στὰ ῾Ιερο­σόλυ­μα, ἐνῶ αὐτοὶ συνέχισαν τὴν περιοδεία τους καὶ ἀπὸ τὴν Πέργη ἔφθασαν στὴν ᾿Αντιόχεια τῆς Πισιδίας, στὴν ὁ­ποία ἐ­κήρυξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴ Συναγωγή, ὕστερα ἀπὸ παρά­κληση τῶν ἀρχισυναγώγων. Αὐτὸ γινόταν καὶ στὴ συ­ν­έχεια καὶ στὶς διάφορες ἄλλες πόλεις, ποὺ ἐπισκεπτόταν ὁ Παῦ­λος, ἀρχίζοντας τὸ κήρυγμά του πάντοτε ἀπὸ τὴ Συν­αγωγὴ καὶ τοὺς προσηλύτους τῆς κάθε πόλεως. Καὶ αὐτὸ γινό­ταν γιατὶ ὁ Παῦλος ἔβρισκε στὴν Π.Δ. βάση νὰ συνεχί­σει κατό­πιν τὴ διδασκαλία του γιὰ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, τὸν ὁ­ποῖο προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες.

Καὶ στὴ Συναγωγὴ τῆς ᾿Αντιόχειας τῆς Πισιδίας τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου περιελάμβανε ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνήθιζε νὰ χρησιμοποιεῖ ἐνώπιον τῶν ᾿Ιουδαίων γιὰ νὰ τοὺς πείσει νὰ δεχθοῦν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. ᾿Επειδὴ ὅμως οἱ ᾿Ιουδαῖοι δὲν πείθονταν πάντοτε, ἀπευθυνόταν στοὺς προσηλύτους, οἱ ὁποῖοι δέχονταν εὐκολότερα τὸ λόγο τοῦ Θε­οῦ. Τὴν ἐνέργειά τους αὐτὴ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας εἶχαν τὸ θάρρος νὰ τὴν ἐξηγήσουν στοὺς ὁμοεθνεῖς τους, ὅτι δηλ. ἔπρεπε νὰ κηρύξουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ πρῶτα στοὺς ᾿Ι­ουδαίους καὶ ἐφ᾿ ὅσον αὐτοὶ δὲν τοὺς ἐδέχονταν καὶ αὐτο­καταδικάζονταν στερούμενοι ἔτσι τὴν αἰώνια ζωή, τότε ἐστρέ­φοντο στοὺς ἐθνικοὺς (Πρ. 13, 46). ῎Αλλωστε αὐτὴ ἦταν καὶ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Παῦλο: “τέθηκά σε εἰς φῶς ἐ­θνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς” (Πρ. 13, 47). Τὸ κήρυγμά τους στοὺς ἐθνικοὺς τῆς ᾿Αν­τιοχείας φαίνεται ὅτι εἶχε καλὰ ἀποτελέσματα, γι᾿ αὐτὸ καὶ προκά­λεσε τὴν ἐνόχληση στοὺς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι ξεσή­κωσαν τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀρχὲς ἐναντίον τους μὲ ἀποτέλε­σμα νὰ τοὺς ἀναγκάσουν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ᾿Αντιόχεια καὶ νὰ ἔλθουν στὸ ᾿Ικόνιο (Πρ. 14, 1-52).

Καὶ στὴν πόλη αὐτὴ ἀκολουθοῦντες τὴ συνήθειά τους πῆγαν στὴ Συναγωγὴ καὶ ἀπευθύνθηκαν στοὺς ᾿Ιουδαίους, στοὺς ὁποίους μίλησαν μὲ πειστικότητα, ὥστε νὰ πιστέψει πλῆθος ᾿Ιουδαίων ἀλλὰ καὶ ᾿Εθνικῶν. ῞Οσοι ὅμως ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους δὲν πίστεψαν, ξεσήκωσαν τοὺς ᾿Εθνικοὺς ἐναντίον τους χωρὶς ἡ ἀντίδραση αὐτὴ νὰ πτοήσει τοὺς Παῦλο καὶ Βαρνάβα, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν ἀρκετὸ καιρὸ στὴν πόλη κηρύσ­σοντας μὲ παρρησία καὶ ἐμπιστευόμενοι τὸ ἔργο τους στὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἐβεβαίωνε τὸ μήνυμα τῆς χάρης Του μὲ τὰ ἐκπληκτικὰ θαύματα ποὺ τοὺς ἔδινε τὴ δύναμη νὰ ἐπιτε­λοῦν. Τελικὰ ἡ ἀντίδραση τῶν ᾿Ιουδαίων ἐπέφερε διχασμὸ στὸν πλη­­θυσμὸ τῆς πόλεως καὶ ἄλλοι πῆγαν μὲ τοὺς ᾿Ιου­δαί­­ους καὶ ἄλλοι μὲ τοὺς ᾿Αποστόλους. ῞Οταν ὅμως ἡ κατά­σταση ἄρχισε νὰ χειροτερεύει καὶ ἔφθασε σὲ κρίσιμο σημεῖο καὶ οἱ ἀντιτιθέμενοι (᾿Ιουδαῖοι καὶ ᾿Εθνικοί) μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντές τους ἐπρόκειτο νὰ τοὺς κακοποιήσουν καὶ νὰ τοὺς λιθοβο­λήσουν, οἱ Παῦλος καὶ Βαρνάβας, ἀπεφάσισαν νὰ ἐγ­κατα­λείψουν τὸ ᾿Ικόνιο καὶ νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις τῆς Λυ­καονίας Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ τὰ περίχωρά τους. ᾿Εκεῖ συνέχισαν τὸ κήρυγμά τους καὶ μάλιστα στὰ Λύστρα ὁ Παῦ­λος ἐθεράπευσε ἕνα ἐκ γενετῆς χωλό, ἀφοῦ πρῶτα διεπί­στω­σε ὅτι εἶχε τὴν πίστη γιὰ νὰ θεραπευθεῖ (Πρ. 14, 8-10).

Τὸ θαῦμα αὐτὸ προκάλεσε κατάπληξη στοὺς κατοί­κους ποὺ νόμισαν ὅτι “οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κα­τέβη­σαν” σ᾿ αὐτοὺς καὶ ὀνόμασαν τὸν μὲν Βαρνάβα Δία, τὸν δὲ Παῦ­λο ῾Ερμῆ, ἐπειδὴ αὐτὸς κυρίως μιλοῦσε· καὶ μά­λιστα ὁ ἱερέ­ας προσκόμισε ταύρους καὶ στεφάνια καὶ ἑτοί­μαζαν μὲ ὅλο τὸ πλῆθος νὰ τοὺς προσφέρουν θυσία. Μόλις οἱ ᾿Από­στολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος ἀντελήφθηκαν τί ἤθε­λαν νὰ κάνουν ἀντέδρασαν, λέγοντες ὅτι καὶ αὐτοὶ εἶναι κοινοὶ ἄν­θρωποι σὰν καὶ ἐκείνους· πάντως ἐπωφελήθηκαν ἀπὸ τὴν εὐ­καιρία καὶ κήρυξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπι­στροφή τους στὸ ζων­τανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὴν πίστη τους στὸν ᾿Ιη­σοῦ Χρι­στό. Τελικὰ ἀπέτρεψαν τὸ πλῆθος ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του αὐτὲς καὶ “μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς” (Πρ. 14, 10-18). ᾿Εν τῷ μεταξὺ ἦλθαν μερικοὶ ᾿Ιουδαῖοι ἀπὸ τὴν ᾿Αντιόχεια καὶ τὸ ᾿Ικόνιο καὶ ἀφοῦ παρέσυραν μέρος τοῦ ὄχλου, ἐπετέθηκαν στοὺς ᾿Απο­στόλους καὶ λιθοβόλησαν τὸν Παῦλο, τὸν ὁποῖο νομίζοντες ὅτι ἦταν νεκρός, τὸν ἔσυ­ραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Προσῆλθαν ὅμως οἱ μαθητές, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέλαβαν καὶ τὸν με­τέφεραν πάλι στὴν πόλη καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα κατέφυγαν στὴ Δέρβη (Πρ. 14, 19-20).

Στὴ Δέρβη ἀφοῦ κήρυξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκα­ναν πολλοὺς χριστιανούς, ἐπέστρεψαν καὶ πάλι ἀπὸ τὶς ἴδι­ες πόλεις, Λύστρα, ᾿Ικόνιο καὶ ᾿Αντιόχεια, γιὰ νὰ στηρίξουν καὶ νὰ συμβουλέψουν τοὺς πιστοὺς τῶν πόλεων αὐτῶν, στὶς ὁποῖες μάλιστα ἐχειροτόνησαν καὶ πρεσβυτέρους σὲ κάθε μία ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ τοὺς ποιμαίνουν. ῞Υστερα, διασχίζοντες τὴν Πισιδία καὶ Παμφυλία ἦλθαν καὶ ἐκήρυξαν στὴν Πέρ­γη, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν ᾿Αττάλεια καὶ κατέληξαν, διαπλεύσαντες, στὴν ᾿Αντιόχεια, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν ἀρχίσει τὴν περιοδεία τους (Πρ. 14, 21-28). Στὴν ᾿Αντιόχεια διηγήθηκαν στὴν ᾿Εκ­κλησία τὰ ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς μὲ τὸ κήρυγμά τους στὶς πε­ρι­οχὲς ποὺ ἐπισκέφθηκαν καὶ ὅτι ἔτσι ὁ Θεὸς ἄνοιξε στοὺς ᾿Εθνικοὺς τὴ θύρα τῆς πίστεως.

Τὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὴν πρώτη ᾿Αποστολικὴ περιο­δεία ἦταν ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν ᾿Αποστόλων Παύλου καὶ Βαρ­νάβα ἴσως δὲν εἶχε τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα στοὺς ᾿Ι­ουδαίους καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ δημιουρ­γοῦν χρι­στιανικὲς κοινότητες ἀνάλογες μὲ ἐκείνη τῆς ᾿Εκκλη­σίας τῆς ᾿Αντιοχείας, στὴν ὁποία ἡ πλειονότητα ἦταν ᾿Ιου­δαῖοι. Δη­μι­ουργήθηκαν ὅμως χριστιανικὲς κοινότητες ἀποτε­λούμενες κατὰ τὴν πλειονότητά τους ἀπὸ ᾿Εθνικούς, παρὰ τὶς σκληρὲς ἀντιδράσεις καὶ τοὺς διωγμοὺς ποὺ συνάντησαν.

Τελικὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ δεχθεῖ ὅτι τὰ ἀποτελέ­σματα τῆς Α¢ ᾿Αποστολικῆς περιοδείας δὲν ἦταν καὶ ἄσχη­μα, ἀλλὰ μᾆλλον ἐπιτυχημένα. Βέβαια ἡ ἐπιτυχία αὐτὴ προ­κάλεσε, ὅπως ἀναμενόταν, ἀναταραχὴ ἀνάμεσα στοὺς ἰου­δαΐζοντες, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τοὺς προσηλύτους ᾿Ε­θνικοὺς τὴν περιτομή. ῾Η διένεξη αὐτὴ ἔλαβε μεγαλύτερες δια­στάσεις, ὅταν ἰουδαΐζοντες ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὰ ῾Ιερο­σόλυ­μα ἔφθασαν στὴν ᾿Αντιόχεια καὶ ἐδίδασκαν στοὺς πι­στοὺς ὅτι ἡ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ ἡ περιτομὴ γιὰ κάθε προσερχόμενο πιστὸ εἶναι ἀπαραίτητες προϋποθέ­σεις γιὰ τὴν πραγματοποίηση καὶ ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας. Βέβαια οἱ δι­δα­σκαλίες αὐτὲς προκάλεσαν ἀναστάτωση στοὺς χριστιανοὺς τῆς ᾿Αντιοχείας γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποφασίσθηκε νὰ μεταβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα μία ἐπιτροπὴ ἀποτελουμένη ἀπὸ τοὺς Παῦλο, Βαρνάβα καὶ ἄλλους πιστοὺς γιὰ νὰ ἐκθέσουν στοὺς ᾿Απο­στόλους καὶ Πρεσβυτέρους τὶς διδασκαλίες αὐτὲς τῶν ἰου­δαϊζόντων (Πρ. 15, 1-3).

᾿Εξ αἰτίας λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ προβλήματος, προκλήθη­κε ἡ σύγκληση τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου στὰ ῾Ιεροσόλυμα (48 ἢ περίπου 49-50). ῾Η σύνοδος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ θέμα ποὺ ἀνέκυ­ψε καὶ τὸ ὁποῖο ἦταν πολὺ σοβαρό, ἀφοῦ ἀναφερόταν στὸ θέμα τῆς σωτηρίας. Δηλαδὴ ἀμφισβητεῖτο ἂν εἶναι δυνατὸ νὰ σωθεῖ κανεὶς μόνο μὲ τὴν πίστη στὸ Χρι­στὸ καὶ μὲ τὴ Χάρη ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἢ ἀπαι­τεῖ­ται ἀκόμη ἡ τή­ρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ ἡ περιτομή, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἰουδαΐζοντες.





δ. ᾿Αποστολικὴ Σύνοδος τῶν ῾Ιεροσολύμων (Πρ. 15, 1ἑ. καὶ Γαλ. 2, 1-10)

Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τῶν Πράξεων (15, 6ἑ.) συγ­κεν­τρώθηκαν στὰ ῾Ιεροσόλυμα οἱ ᾿Απόστολοι καὶ οἱ Πρεσβύ­τε­­ροι γιὰ νὰ ἐξετάσουν τὸ παραπάνω θέμα ποὺ ἀνέκυψε καὶ ὅλοι μὲ προεξάρχοντα τὸν ᾿Ιάκωβο τὸν ἀδελφόθεο καὶ τὸν Πέ­τρο τάχθηκαν μὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ Παύλου, ὅτι δηλ. οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὶ δὲν ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ τηροῦν τὶς δια­τά­ξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου γιατὶ εἶναι ἀρκετὲς γιὰ τὴ σω­­τη­ρία τους ἡ πίστη καὶ ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου. Μάλι­στα ὁ Πέτρος διευκρίνησε ὅτι καὶ σ᾿ αὐτὸν φανερώθη­κε ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε μὲ ὅραμα (Πρ. 10, 9-11, 17-22) ὅτι καὶ οἱ ᾿Εθνικοὶ ἀποκτοῦσαν ἀμέσως τὸ ῞Αγιο Πνεῦ­μα μὲ τὴν πίστη τους, τὴ βάπτιση καὶ τὴν ἁγνὴ ζωή τους καὶ μετὰ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ δέχθηκαν ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, καὶ ὅτι ἦταν περιττὴ ἡ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νό­μου καὶ ἡ περιτο­μή. ῎Αλλωστε αὐτὰ δὲν ὠφελοῦσαν οὔτε τοὺς ᾿Ιουδαίους ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ μόνο μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ θεία χάρη μπο­ροῦσαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ βροῦν τὴ σω­τηρία τους.

Στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τὸ μόνο περιορισμὸ ποὺ ἐπέβαλαν στοὺς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, μὲ πρόταση τοῦ ᾿Ια­κώβου, καὶ αὐτὸν γιὰ χάρη τῆς ἐλεύθερης ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἀπέφευγαν ὁρισμένα τρό­φιμα ὡς ἀκάθαρτα ἀπὸ τὸ Νόμο, ἦταν νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, ἀπὸ τὸ αἷμα ὡς τροφή, ἀπὸ τὰ πνικτὰ καὶ ἀπὸ τὴν πορνεία (Πρ. 21, 25 καὶ 15, 20· 29). Τὰ ἀποφασι­σθέν­τα τῆς Συνόδου αὐτῆς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ιερουσαλὴμ ἔστει­λαν πρὸς τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῆς ᾿Αντιοχείας καὶ Κιλικίας μὲ τοὺς Παῦλο καὶ Βαρνάβα στοὺς ὁποίους πρόσ­θεσαν καὶ τὸ Σίλα καὶ τὸν ᾿Ιούδα τοῦ Βαρσαβᾆ, προ­φῆτες καὶ διακεκριμένους ἄνδρες τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ιερου­σαλήμ.

Στὴν ᾿Αποστολικὴ αὐτὴ Σύνοδο ἔγινε λόγος καὶ γιὰ τὶς περιοχὲς τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν ὁμάδων τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Πέτρου καὶ ἀκόμη γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἐπετέ­λεσαν οἱ ᾿Απόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας καὶ τὸ ὁποῖο χα­ρακτηρίζεται ἀπὸ “σημεῖα καὶ τέρατα” ἤτοι ἀπὸ τὰ θαύ­ματα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς μέσω αὐτῶν στοὺς ᾿Εθνικοὺς (Πρ. 15, 12). ᾿Αναφέρθηκε ἐπίσης καὶ ἡ ὑποχρέωση ποὺ ἀνέλαβε ὁ Παῦλος νὰ διενεργεῖ λογεῖες-ἐράνους μεταξὺ τῶν ᾿Εθνικῶν χριστιανῶν τῶν διαφόρων πόλεων ποὺ περιόδευε γιὰ τοὺς πτωχοὺς χριστιανοὺς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ἕνα δεῖγμα ἑνότητος καὶ ἀλληλεγγύης μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸν ἔρανο αὐτὸν ἐφρόντιζε ὁ Παῦλος νὰ κάνει σ᾿ ὅλες τὶς πόλεις τῶν περιοδειῶν του.

῞Οταν οἱ ἀπεσταλμένοι ἔφθασαν στὴν ᾿Αντιόχεια, συγ­κέντρωσαν τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς παρέδωσαν τὴν ἐπιστολὴ τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου· ἐπίσης τοὺς συμβούλεψαν καὶ τοὺς ἐνίσχυσαν καὶ ἀφοῦ ἔμειναν λίγο καιρὸ ἀνεχώρησαν ἐπι­στρέ­φοντες στοὺς ᾿Αποστόλους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σίλα ποὺ θεώρησε καλὸ νὰ μείνει ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς Παῦλο καὶ Βαρ­νάβα, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν στὴν ᾿Αντιόχεια συνεχίζοντας τὴ δι­δασκαλία καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου.



ε. ῾Η Β¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία (τέλος 48-ἀρχὲς 52 ἢ

48/49­-51/52)

Στὴν ᾿Αντιόχεια ὁ Παῦλος πρότεινε στὸ Βαρνάβα νὰ ἐπισκεφθοῦν ξανὰ τὶς ᾿Εκκλησίες ποὺ εἶχαν ἱδρύσει κατὰ τὴν πρώτη περιοδεία τους καὶ νὰ στηρίξουν τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκ­κλησιῶν αὐτῶν. Οἱ δύο ᾿Απόστολοι ἐνῶ συμφώνησαν στὴν πρόταση διαφώνησαν στοὺς συνοδούς, γιατὶ ὁ Παῦλος δὲ δεχόταν νὰ πάρουν μαζί τους τὸν ᾿Ιωάννη-Μάρκο, ἀνεψιὸ τοῦ Βαρνάβα, ἐπειδὴ κατὰ τὴν πρώτη περιοδεία τοὺς εἶχε ἐγκαταλείψει στὴν Πέργη καὶ ἐπέστρεψε στὰ ῾Ιεροσόλυμα (Πρ. 13, 13). ῎Ετσι χωρίσθηκαν καὶ ὁ μὲν Βαρνάβας, παίρ­νοντας μαζί του τὸν ᾿Ιωάννη-Μάρκο, πῆγε στὴν Κύπρο, ὁ δὲ Παῦλος πῆρε γιὰ συνοδό του τὸ Σίλα καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ περιόδευσαν τὴ Συρία καὶ Κιλικία, στηρίζοντας τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν (Πρ 15, 36-41). ᾿Απὸ ἐκεῖ ἔφθασαν στὶς πόλεις Δέρβη καὶ Λύ­στρα, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Παῦλος παρέλαβε μαζί του τὸ δοκιμασμέ­νο Τιμό­θεο, τὸν ὁποῖο περιέτεμε γιὰ τοὺς ᾿Ιουδαίους, ἐπειδὴ ἦταν ἑλλη­νιστὴς καὶ συνέχισαν τὴν περιοδεία τους. Σὲ κάθε πόλη ποὺ περνοῦσαν γνωστοποιοῦσαν στοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν τὶς ἀποφάσεις τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου τῆς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τοὺς προέτρεπαν νὰ τὶς ἀποδεχθοῦν. Κατό­πιν διέσχισαν τὴ Φρυγία καὶ τὴ Γαλατικὴ χώρα, ὅπου ὅμως παρέμειναν ἀνα­γ­καστικά, λόγω ἀσθενείας τοῦ Παύλου καὶ ἔτσι κήρυξε καὶ ἐκεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ ἐπιτυχία (Γαλ. 4, 13-15).

Μὲ ὑπόδειξη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδη­γοῦσε σ᾿ ὅλη τὴν πορεία τους, παρέκαμψαν τὴ ρωμαϊκὴ ἐ­παρχία τῆς ᾿Ασίας, τὴ Μυσία, καὶ χωρὶς νὰ εἰσέλθουν στὴ Βιθυνία πορεύθηκαν ΒΔ καὶ κατέληξαν στὴν Τρωάδα.

Εὑρισκόμενοι στὴν Τρωάδα καὶ ἐνῶ πιθανὸν διελογί­ζετο ὁ Παῦλος ἂν ἔπρεπε νὰ περάσει στὴν ἀντίπερα ἀκτὴ γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ δηλ. στὴ Μακεδονία καὶ ῾Ελλάδα, σὲ εὐρωπαϊκὸ πιὰ ἔδαφος, τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο τὸν καθοδήγησε καὶ πάλι. ᾿Εμφανίστηκε κάποιος ἄνδρας Μα­κεδό­νας κατ᾿ ὄναρ “παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων διαβὰς εἰς Μα­κεδονίαν βοήθησον ἡμῖν” (Πρ. 16, 10). Τὸ ὅραμα αὐτὸ ὁ Παῦλος τὸ θεώρησε ὡς θεία κλήση γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Τρωάδα, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸ Σίλα καὶ Τιμόθεο στοὺς ὁποίους προστέθηκε καὶ ὁ ἰατρὸς Λουκᾆς καὶ μέσῳ Σαμοθράκης τὴν ἑπομένη ἔφθασαν στὴ Νεάπολη καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους (Πρ. 16, 11-12).



1. ῾Ο Παῦλος στοὺς Φιλίππους

῞Οπως μᾆς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις, ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνοδοί του ἔμειναν λίγες ἡ­μέρες στοὺς Φιλίππους καὶ ἐκή­ρυξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἔχοντας καλὰ ἀποτε­λέσματα, ἀφοῦ προσήλκυσαν πολλοὺς χριστιανούς. “᾿Εξήλθο­μεν ἔξω τῆς πό­λεως παρὰ τὸν ποταμόν, οὗ ἐνομίζετο προ­σευχὴ εἶναι” (Πρ. 16, 13) καὶ ἐκεῖ συνάντησαν τὶς σεβόμενες τὸ Θεὸ γυ­ναῖκες πρὸς τὶς ὁποῖες ὁ Παῦλος μίλησε μὲ ἀποτέλεσμα μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς ἡ πορφυρόπωλις Λυδία, νὰ δεχθεῖ τὸ φωτισμὸ τοῦ Κυ­ρίου, νὰ βαπτισθεῖ μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά της καὶ μὲ ἐπίμονες παρακλήσεις νὰ πείσει τοὺς ᾿Αποστόλους νὰ μεί­νουν στὸ σπίτι της. ᾿Εκεῖ ὁ Παῦλος ἐθεράπευσε τὴ μαν­τευ­ο­μένη παιδίσκη, ποὺ ἀπέδιδε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρί­ους της, οἱ ὁποῖοι καὶ κατήγγειλαν τὸ γεγονὸς στὶς ἀρχές, μὲ ἐπακό­λουθο τὴ σύλληψη τοῦ Παύλου καὶ τῶν συνοδῶν του, τὴ δί­κη τους στὴν ἀγορὰ μὲ τὴν κατηγορία ὅτι διατα­ράσσουν τὴν πόλη, κηρύττοντας ἰδέες καὶ ἤθη ξένα στοὺς Ρωμαίους. ᾿Απο­τέλεσμα τῆς δίκης ἦταν νὰ καταδικασθοῦν σὲ σκληροὺς ρα­βδισμοὺς καὶ σὲ ἐγκλεισμὸ στὴ φυλακή. ᾿Αλλὰ οἱ προσευχὲς καὶ οἱ δοξολογίες τῶν φυλακισμένων καθὼς καὶ ἕνας ἰσχυ­ρὸς σεισμὸς εἶχαν ὡς συνέπεια νὰ ἀνοίξουν οἱ πόρτες τοῦ δεσμω­τηρίου καὶ νὰ λυθοῦν τὰ δεσμὰ τῶν φυλα­κισμένων. Τοῦτο ἀνησύχησε τὸ δεσμοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἀπο­πειράθηκε νὰ σκο­τωθεῖ, ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι οἱ φυλακισμένοι δραπέτευσαν, ἀλλὰ ἡ παρέμβαση τοῦ Παύλου ὄχι μόνον τοῦ ἔσωσε τὴ ζωή, ἀλλὰ τὸν κατήχησε καὶ ἐβάπτισε αὐτὸν καὶ ὅλη τὴν οἰκογένειά του. Στὴ συνέχεια οἱ στρατηγοὶ τῆς πόλεως διέταξαν τὴν ἀπε­λευ­­θέρωση τῶν ᾿Αποστόλων, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Παῦλος ἐπικα­­λέ­σθη­κε τὴν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτη, ποὺ εἶχε, ἦλθαν οἱ ἴδιοι καὶ τοὺς παρεκάλεσαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλη. Πρά­γματι ὁ Παῦλος καὶ ἡ συνο­δεία του, ἀφοῦ συνάντησαν τοὺς λίγους πιστοὺς στὴν οἰκία τῆς Λυδίας καὶ εὐχαρίστη­σαν τὸ Θεό, ἀν­εχώρησαν μέσῳ ᾿Αμφιπόλεως καὶ ᾿Απολλωνίας γιὰ τὴ Θεσ­σαλονίκη (Πρ. 16, 14-40).

Κατὰ τὸ διάστημα τῆς πρώτης αὐτῆς ἐπισκέψεώς του ὁ ᾿Απ. Παῦλος (49 περίπου) στοὺς Φιλίππους ἵδρυσε τὴν πρώ­τη ᾿Εκκλησία στὸ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος, ποὺ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς περισσότερο ἀγαπημένες χριστιανικὲς κοινότητες, πρὸς τὴν ὁποία ἔδειξε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ στοργή, καὶ ἡ ὁποία ἐπίσης τοῦ ἔδειξε τὴν ἀφοσίωσή της καὶ τὸν ἐβοήθησε οἰκο­νομικὰ πολλὲς φορές, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει συχνὰ στὴν ἐπι­στολὴ ποὺ ἔστειλε στὴν ᾿Εκκλησία αὐτή (Φιλ. 4, 16). Μὲ τὴν ᾿Εκ­κλησία τῶν Φι­λίππων ὁ Παῦλος διατηροῦσε συνεχῆ ἐπι­κοι­­νωνία εἴτε μὲ ἀ­πεσταλμένους του εἴτε μὲ ἐπιστολές του εἴτε μὲ αὐτοπρόσω­πες ἐπισκέψεις του. Καὶ ὅπως εἶναι γνω­στὸ ὁ Παῦλος ἐπι­σκέφθηκε τοὺς Φιλίππους ἄλλες τέσσερες φορὲς τουλάχιστον. Πάντως μὲ τὴν ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας στοὺς Φι­­λίππους, τὴν πρώτη σὲ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος, ὅπου ἡ ἰουδαϊκὴ παροικία ἦταν μᾆλλον μικρή, ἔχομε τὴν ἀπαρχὴ ἱ­δρύσεως χριστιανι­κῶν ᾿Εκκλησιῶν στὴ Μακεδονία καὶ λοιπὴ ῾Ελλάδα (᾿Αχαΐα), τὶς ὁποῖες ἀποτελοῦσαν κυρίως χριστιανοὶ ἐξ ἐθνῶν.



2. ῾Ο Παῦλος στὴ Θεσσαλονίκη καὶ Βέροια

῞Οπως γίνεται ἀντιληπτὸ ἡ παρουσία τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη καὶ γενικότερα στὴν ῾Ελλάδα δὲν ἦταν κάτι τὸ συνηθισμένο. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως κατανοητὴ ἡ μεγάλη σημα­σία τῆς ἐπισκέψεώς του καὶ νὰ ἐκτιμηθεῖ ἰδιαίτερα ἡ σπου­δαιότητά της πρέπει νὰ συνδυασθεῖ μὲ τὰ γεγονότα ποὺ προ­ηγήθηκαν καὶ τὰ ὁποῖα κατὰ κάποιο τρόπο τὴν προκά­λεσαν.

῾Η δεύτερη αὐτὴ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία τοῦ ᾿Απ. Παύ­λου ἦταν ἰδιαίτερα σημαντικὴ γιὰ τὴν πορεία τῆς χριστιανι­κῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία ἄρχισε ἀμέσως μετὰ τὴν ᾿Αποστολι­κὴ Σύνοδο στὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἡ ὁποία δικαίωσε τὶς θεο­λογικὲς ἀπόψεις τοῦ ᾿Απ. Παύλου καὶ ἀνεγνώρισε τὸ ἐπιτε­λεσθὲν ἱεραποστολικὸ ἔργο του. Προέβη μάλιστα στὴν ἐπί­σημη διακήρυξη ὅτι οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὶ δὲν εἶναι ὑπο­χρεωμένοι νὰ τηροῦν τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ παράλληλα ἐ­τόνισε τὸν παγκόσμιο καὶ οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα τοῦ μηνύ­ματος τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ.

῎Ετσι ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Παύλου, μετὰ τοὺς Φιλίππους, στὴ Θεσσαλονίκη, ἀποτελεῖ σημαντικὸ γεγονὸς γιατὶ συνδέ­εται μὲ τὴν ὑλοποίηση τῆς ληφθείσης ἀποφάσεως τῆς ᾿Απο­στολικῆς Συνόδου νὰ διακηρύξει τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ Χρι­στιανισμοῦ.

῾Ο Παῦλος ξεκινώντας ἀπὸ τοὺς Φιλίππους καὶ διερ­χόμενος τὴ Μακεδονία δὲν ἐπισκέφθηκε ὅλες τὶς ἑβραϊκὲς κοι­νότητες παρὰ μόνο τὶς πόλεις ἐκεῖνες ποὺ βρίσκονταν κατὰ μῆκος τῆς ᾿Εγνατίας καὶ ἦταν οἱ πιὸ σημαντικές. Μετὰ τοὺς Φιλίππους, ποὺ ἦταν ἡ μεγαλύτερη ρωμαϊκὴ ἀ­ποικία τῆς ἐπαρχίας, ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας καὶ ἡ Βέροια ἡ ἕδρα τῆς ἐπαρχιακῆς ὀργανώ­σεως (τοῦ κοι­νοῦ) τῶν Μακεδόνων. ῎Αφησε ἐκτὸς σχεδίου ἐπισκέψεώς του τὴν ᾿Αμφίπολη, ποὺ ἦταν ἄλλοτε πρωτεύου­σα τῆς πρώτης μερίδος καὶ ἀξιόλογη παραλιακὴ πόλη τῆς Μακεδονίας, τοὺς Στόβους, ποὺ βρίσκονταν μακριὰ ἀπὸ τὴν πορεία του καὶ ἄλλες. Οἱ ἑβραϊκὲς κοινότητες τῶν πόλεων ποὺ ἐπισκέφθηκε ὁ Παῦλος, ἀπολάμβαναν ὁρισμένα προνό­μια ἀπὸ τὸ Ρωμαϊ­κὸ κράτος, εἶχαν αὐτόνομη διοικητική, οἰ­κονομικὴ καὶ κάποια δικαστικὴ ὀργάνωση καὶ τὶς ἐπιτρέπον­ταν νὰ τελοῦν τὰ τῆς λατρείας τους σύμφωνα μὲ τὸ Μω­σαϊκὸ Νόμο σὲ εἰδικοὺς χώ­ρους, τὶς Συναγωγές.

Καὶ εἶχαν ὅλες οἱ πόλεις ποὺ ἐπισκέφθηκε ὁ Παῦλος Συναγωγές, ἐκτὸς τῶν Φιλίππων γιὰ τὴν ὁποία ὑπάρχει κά­ποια ἀμφισβήτηση, ἴσως ὄχι δικαιολογημένη, ἐφ᾿ ὅσον ἡ κα­λουμένη “προσευχή” (Πρ. 16, 13) χρησιμοποιόταν καὶ γιὰ τὴ Συναγωγὴ ὡς οἶκος καὶ χῶρος λατρείας, ὅπως συνέβαινε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὴ Βέροια (Πρ. 17, 1. 10). Κάθε ἰου­δαϊ­κὴ κοινότητα εἶχε τὴ δική της περιουσία, τὸ δικό της οἶκο λα­τρείας (ἁγιοτάτη συναγωγή, ἅγιος τόπος) μὲ δικές της προσ­όδους ποὺ προέρχονταν ἀπὸ διάφορες εἰσφορές-δωρεὲς τῶν μελῶν τῆς κοινότητος καὶ ἀποτελοῦσε αὐτόνομο ὀργανισμὸ μὲ δικαιοδοσίες μόνο μεταξὺ τῶν μελῶν της.

Στὶς σχέσεις πρὸς τρίτους τὸ λόγο εἶχε ἡ πόλη στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ κοινότητα μὲ δικαιοδοσίες μόνο μεταξὺ τῶν μελῶν της. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παῦλος καὶ οἱ ὀπαδοί του, ὡς ᾿Ιου­δαῖ­οι, προσάγονταν ὄχι στὴ Συναγωγὴ ἢ τοὺς ἄρχοντες ἀλλὰ ἐνώπιον τῶν στρατηγῶν τῆς πόλεως (Φιλίππους) ἢ τῶν πολι­ταρχῶν τῆς πόλεως (Θεσσαλονίκη).

῾Η Θεσσαλονίκη τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν πρωτεύουσα τοῦ δευτέρου τμήματος τῆς Μακεδονίας, ποὺ περικλειόταν ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς ᾿Αξιὸ δυτικὰ καὶ Στρυμόνα ἀνατολικά, ὅπως τὴν εἶχαν διαιρέσει οἱ Ρωμαῖοι ὅταν τὴν κυρίευσαν τὸ 146 π.Χ., καὶ εἶναι κατὰ σειρὰ ἡ δεύτερη πόλη ποὺ ἐπισκέ­φθηκε ὁ Παῦλος γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ὁποίας οἱ χριστιανοὶ θὰ ἀποτελέσουν τὸ πρότυπο τῶν χρι­στιανῶν ὅλης τῆς ῾Ελλάδος, ὅπως θὰ ἀναφέρει ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Θεσσαλονικεῖς πρώτη ἐπιστολή του (Α¢ Θεσ. 1, 7).

῏Ηταν ἀπὸ τὶς πλουσιότερες καὶ πολυανθρωπότερες πό­λεις τῆς Μακεδονίας, μὲ πληθυσμὸ ποὺ ξεπερνοῦσε τοὺς 200.000 κατοίκους. Κατὰ τὸ Στράβωνα ἦταν “μητρόπολις” τῆς Μακεδονίας καὶ εἶχε τὸ προνόμιο τῆς “ἐλευθέρας πόλε­ως”. Εἶχε αὐτοδιοίκηση μὲ τὸ θεσμὸ τῶν 5-6 “πολιταρχῶν” (Πρ. 17, 6ἑ.) οἱ ὁποῖοι ἐκλέγονταν ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ ἀποτε­λοῦσαν τοὺς ἀνώτατους ἄρχοντες τῆς πόλεως, μὲ διοικητι­κές, δικα­στικὲς καὶ ἀστυνομικὲς ἁρμοδιότητες τόσο ἀπέναντι στὸ “Δῆμο”, ποὺ ἦταν ἄλλος θεσμὸς αὐτοδιοικήσεως, ὅσο καὶ ἀπ­έναντι τοῦ ρω­μαίου πραίτορα (στρατηγοῦ), ποὺ ἕδρευε στὴ Θεσσαλονίκη.

Κατοικοῦνταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ ῞Ελληνες, ῾Ε­βραίους καὶ Ρωμαίους. Οἱ ῾Εβραῖοι, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱδρύσεώς της ἀπὸ τὸ βασιλέα Κάσσανδρο τὸ 315 π.Χ., προέρχονταν ἀπὸ ἄλλες πό­λεις τῶν περιοχῶν τῆς Μεσογείου καὶ ἐπιδίδονταν στὸ ἐμπό­ριο. Μὲ τὸν καιρὸ ὁ ἀριθμός τους αὐξήθηκε σημαντικὰ καὶ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες ἐξυπηρετοῦσε ἡ Συναγω­γή. Παρ᾿ ὅτι ὑπῆρχε πολὺς πλοῦτος καὶ ἡ πόλη παρουσίαζε με­γάλη κίνηση, λόγω τῆς θέσεώς της στὸ μέσο τῆς ᾿Εγνατί­ας ὁδοῦ μὲ τὸ λιμάνι της, σημαντικὸ παράγοντα γιὰ τὴν οἰ­κο­νομία τῆς πόλεως, ἐν τούτοις στὴ Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε καὶ μεγάλη φτώχεια καὶ ἀθλιότητα. ῾Η ζωὴ ἦταν πολὺ ἀκρι­βή, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναγκαζόταν ὁ Παῦλος νὰ ἐργάζεται γιὰ νὰ ἐξ­οικονομήσει τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ διαβίωσή του καὶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο νὰ δέχεται τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τῶν πι­στῶν τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Φιλίππων· ὡστόσο τοὺς πιστοὺς τῆς Θεσσα­λονίκης ἀπο­κα­λεῖ “θεο­διδάκτους” σχετικὰ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς φιλαδελ­φίας τους (Α¢ Θεσ. 4, 9-10).

Λόγῳ ἀκόμη τοῦ μικτοῦ πληθυσμοῦ της, ἡ Θεσσαλονί­κη παρουσίαζε μεγάλες ἀντιθέσεις κοινωνικὲς καὶ οἰκονομι­κές: οἱ κάτοικοί της διακρίνονταν σὲ τρεῖς τάξεις, τὴν ἀνώ­τε­ρη (δυνατῶν, εὐγενῶν), τὴ μεσαία (ἐμπόρων, βιοτεχνῶν καὶ ἐπαγ­γελματιῶν) καὶ τὴν κατώτερη (ἀκτημόνων, χειρονα­κτῶν, στρατιωτῶν, ναυτικῶν). ῞Οπως παρουσίαζε ἐπίσης καὶ θρη­σκευτικές διαφορές, καθὼς τε­λοῦν­ταν διάφορες γιορτές, ἀγῶ­νες καὶ θεάματα τὰ ὁποῖα συνήθως συνδέονταν μὲ διασκε­δά­σεις καὶ ἀκολασίες. ῾Υπῆρ­χαν ἀνεπτυγμένες τέχνες, ἀκμάζου­σες βιοτεχνίες ὑφαντικῆς, ταπητουργίας, ἐπεξεργασίας δερμά­των. ᾿Επίσης ἐλάμβαναν χώρα διαλέξεις πολλῶν λογίων καὶ σοφιστῶν ἀκόμη καὶ δι­ερχομένων ἀπὸ τὴν πόλη.

Αὐτὴ τὴν πόλη ἐπισκέφθηκε ὁ Παῦλος καὶ “κατὰ τὸ εἰωθός” πῆγε στὴ Συναγωγὴ μαζὶ μὲ τοὺς συνοδούς του “καὶ ἐπὶ σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν Γραφῶν, δια­νοί­γων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀνα­στῆναι ἐκ νεκρῶν καὶ ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ ᾿Ιη­σοῦς, ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν” (Πρ. 17, 2-3). Τοῦτο, βε­βαίως, δὲ σημαί­νει ὅτι ἡ παραμονή του στὴ Θεσσαλονίκη ἦταν μόνο τρεῖς ἑβδομάδες.

Τὸ κήρυγμά του ἦταν κατὰ τέτοιο τρόπο προσαρμο­σμένο πρὸς τὸ ἀκροατήριό του ὥστε νὰ προκαλέσει ζωηρὸ τὸ ἐνδιαφέρον τόσο τῶν ᾿Ιουδαίων ὅσο καὶ τῶν προσηλύτων ῾Ελλήνων. ῾Η πειστικότητά του, ἡ δύναμη τοῦ λόγου του καὶ ἡ δεξιοτεχνία του εἶχαν ἀσκήσει ἄμεση ἐπίδραση στὶς ψυχὲς τοῦ ἀκροατηρίου. ᾿Αρχικὰ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο ἐνώπιον τῶν ᾿Ιουδαίων χωρὶς νὰ ἔχει ἱκανοποιητικὰ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ, κατὰ τὶς Πράξεις, μόνον ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ᾿Ιουδαί­ων τὸ ἀποδέχθηκε. Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν Παῦλο νὰ στραφεῖ στὴ συνέχεια πρὸς τοὺς “προσηλύτους” ἢ “σεβομένους” ῞Ελ­λη­νες-᾿Εθνικούς, πρὸς τοὺς ὁποίους τὸ κήρυγμά του εἶχε κα­λύ­τερη ἀπήχηση, γιατί, κατὰ τὶς Πράξεις (17, 4), “τῶν σεβο­μένων ῾Ελ­λήνων πολὺ πλῆθος γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι” ἐπίστευσαν καὶ ἀποτέλεσαν τὸν πυρήνα τῆς χριστια­νικῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης.

῎Ετσι τὴν πρώτη ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπετέλε­σαν ἀρχικὰ μερικοὶ μὲν ᾿Ιουδαῖοι, περισσότεροι δὲ ἀπὸ τοὺς “σεβομένους” ῞Ελληνες καὶ κυρίως πολλὲς γυναῖκες τῆς ἀ­νώ­τερης κοινωνικῆς τάξεως τῆς πόλεως “γυναικῶν τε τῶν πρώ­των οὐκ ὀλίγαι” (Πρ. 17, 4).

Βέβαια δὲν ἦταν μόνο γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ ἄνδρες ῞Ελ­ληνες ποὺ εἶχαν προηγουμένως προσηλυτισθεῖ στὸν ᾿Ιουδαϊ­σμό, καὶ τώρα ἀποδέχθηκαν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, πίστε­ψαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί. ῾Η παράδοση διέσωσε μεταξὺ τῶν πρώ­των χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης μερικὰ ὀνόματα ὅπως ὁ ᾿Ιάσων, ὁ ᾿Αρίσταρχος, ὁ Σεκοῦνδος, ὁ Γάϊος, Θεσ­σαλο­νι­κεῖς συνεργάτες τοῦ Παύλου (Πρ. 19, 29. 20, 4. 27, 2).

Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη δὲν ἦταν χωρὶς δυσκολίες καὶ ἀντιδράσεις. ῞Οπως συνέβη στοὺς Φι­λίπ­πους, ὅπου κατηγορήθηκαν ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνοδοί του ἐνώπιον τοῦ Δήμου καὶ τῶν στρατηγῶν (Πρ. 16, 19-20) ὡς ταραχοποιοὶ καὶ ὡς διδάσκοντες θεωρίες ποὺ ἀντιβαίνουν στὰ ρωμαϊκὰ ἤθη (Πρ. 16, 21), ἔτσι καὶ τώρα στὴ Θεσσα­λο­νίκη ἡ ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύλου ἐνόχλησε τοὺς ᾿Ιουδαίους ποὺ δὲν πίστεψαν, γιατὶ ἔβλεπαν, ὅτι σημαν­­τικὸς ἀριθμὸς Θεσσαλονικέων ᾿Ιουδαίων προσχωροῦσε στὴ νέα θρη­σκεία καὶ γίνονταν χριστιανοὶ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ἀντι­δράσουν μὲ κάθε τρόπο. ῾Ο πιὸ ἀποτελεσματικὸς τρόπος ἦταν νὰ ἐξουδετερώσουν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνο­δούς του χρησιμοποιώντας τὴ βαρύτερη κατηγορία.

᾿Επεχείρησαν δηλαδὴ νὰ τοὺς ἐμφανίσουν ὅτι στρέφον­ται ἐναν­τίον τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν καὶ τοὺς ἀπέδωσαν τὶς κατηγορί­ες τῆς ἐσχάτης προδοσίας καὶ τῆς στάσεως ἐναντίον τῶν ἀρχῶν τοῦ κράτους. Πρὸς τοῦτο “προσλαβόμενοι τῶν ἀ­γοραίων ἄνδρας τινὰς πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύ­βουν τὴν πόλιν” (Πρ. 17, 5) προκάλεσαν ὀχλοκρατικὲς ἐκδη­λώσεις καὶ ταραχὲς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀναστατώσουν τὴν πό­λη. ᾿Ανεζή­τησαν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του γιὰ νὰ τοὺς ὁ­δηγήσουν ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως. ῞Ομως οἱ ἀδελ­φοί-χριστιανοὶ ἄγρυπνοι καὶ ἀνήσυχοι παρακολου­θοῦ­σαν τὶς κινήσεις τῶν ἀντιτιθεμένων ᾿Ιουδαίων καὶ τῶν ἀρχῶν καὶ ἔ­λαβαν ἔγκαιρα τὰ μέτρα τους γιὰ τὴ διάσωση τῶν ᾿Απο­στό­λων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ διῶκτες τους ἀφοῦ δὲ βρῆκαν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνοδούς του κατευθύνθηκαν στὴ συνέχεια στὸ σπίτι τοῦ ᾿Ιάσωνα, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι τοὺς εἶχε προσφέρει φιλοξενία καὶ ἐργασία (ὡς σκηνο­ποιό). Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Παῦλος μετὰ τὴν ἐκδίωξή του ἀπὸ τὴ Συναγωγὴ κατέφυγε στὸ σπίτι τοῦ ᾿Ιάσωνα, τὸ ὁ­ποῖο μετ­έ­­­­βαλε σὲ τόπο συγκεντρώσεως τῶν πρώτων χρι­στιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης.

Οἱ διῶκτες ἔσυραν τὸν ᾿Ιάσωνα μαζὶ μὲ μερικοὺς χρι­στιανοὺς ποὺ βρῆκαν ἐκεῖ στοὺς πολιτάρχες, ἄρχοντες τῆς πόλεως, κατηγορώντας τον ὅτι φιλοξενοῦσε ἀνθρώπους ποὺ μὲ τὸ κήρυγμά τους ἀναστάτωσαν τὴν πόλη καὶ παρέβησαν τοὺς νόμους τοῦ Καίσαρα, ἰσχυριζόμενοι ὅτι βασιλέας εἶναι κάποιος ἄλλος, ὁ ᾿Ιησοῦς (Πρ. 17, 5-8). ῾Η κατηγορία τὴν ὁ­ποία τοῦ ἀπέδιδαν ἦταν πολὺ βαριά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνησύ­χη­­σε τὸν πολὺ κόσμο καὶ τοὺς πολιτάρχες. ῾Ο ᾿Ιάσωνας ὅμως κατάφερε νὰ ἀποφύγει τὶς συνέπειες ποὺ θὰ εἶχαν οἱ βαρει­ὲς γι᾿ αὐτὸν κατηγορίες ἀφοῦ κατέβαλε ἕνα μεγάλο χρημα­τικὸ ποσὸ “καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ ᾿Ιάσωνος καὶ τῶν λοιπῶν ἀπέλυσαν αὐτούς” (Πρ. 17, 9) καὶ ἀφέθηκε ἐλεύθερος.

᾿Αλλ᾿ ἐπειδὴ ἡ κατάσταση ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι σο­βαρὴ καὶ πολὺ κρίσιμη γιὰ τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνοδούς του γι᾿ αὐτὸ “οἱ ἀδελφοὶ εὐθέως διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλο καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν” (Πρ. 17, 10) συνοδευομέ­νους ἀπὸ μιὰ ὁμάδα χριστιανῶν Θεσσαλονικέων γιὰ τὴν ἀ­σφαλέστερη πορεία τους μέχρι τὴ Βέροια καὶ τὴν ἐγκατά­στασή τους σὲ γνωστὸ καὶ ἀσφαλὲς περιβάλλον.

Στὸ ὀλιγόχρονο διάστημα τῆς παραμονῆς τῶν ᾿Απο­στό­λων στὴ Βέροια, ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδούς του πῆγαν στὴ Συναγωγὴ τῶν ᾿Ιουδαίων ὅπου καὶ συνέχισαν ἐκεῖ τὸ κήρυγ­μά τους. Οἱ ᾿Ιουδαῖοι Βεροιεῖς, ὅπως ἀναφέρουν οἱ Πράξεις, ἀποδείχθηκαν “εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ” (Πρ. 17, 11) καὶ δέχθηκαν τὸ λόγο μὲ μεγάλη προθυμία. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ἦταν γυναῖ­κες ῾Ελληνίδες τῆς ἀνώτερης τάξης καὶ ὄχι λίγοι ἄνδρες (Πρ. 17, 11-12).

Δυστυχῶς τὸ ἔργο τοῦ Παύλου δὲν εἶχε συνέχεια καὶ στὴ Βέροια, γιατὶ κατέφθασαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ᾿Ιουδαῖ­οι, ὅταν ἔμαθαν “ὅτι καὶ ἐν τῇ Βεροίᾳ κατηγγέλη ὑπὸ τοῦ Παύλου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ” (Πρ. 17, 13) καὶ τὸν κατεδίω­ξαν.

Καὶ στὴ Βέροια ἀκολουθήθηκε ἡ ἴδια τακτικὴ ποὺ εἶ­χε ἐφαρμοσθεῖ στοὺς Φιλίππους καὶ στὴ Θεσσαλονίκη· προ­κάλεσαν καὶ ἐκεῖ ταραχὲς “σαλεύοντες καὶ ταράσσοντες τοὺς ὄχλους” (Πρ. 17, 13) καὶ τοὺς ἐξήγειραν ἐναντίον τῶν ᾿Απο­στόλων, ὁπότε ἀναγκάσθηκαν οἱ Βεροιεῖς γιὰ νὰ διασώσουν τὸν Παῦλο νὰ τὸν φυγαδεύσουν, ὁδηγώντας τον σὲ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ἴσως τὴ Μεθώνη καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἀνεχώ­ρησε γιὰ τὴν ᾿Α­θήνα. ῎Ετσι μὲ τὴν ἀναγκαστικὴ αὐτὴ φυγὴ οἱ διῶκτες τοῦ Παύλου συνετέλεσαν νὰ διαδοθεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καὶ στὴ νοτιότερη ῾Ελλάδα.

῞Οταν ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδούς του ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει νύχτα τὴ Θεσσαλονίκη τόσο γρήγορα καὶ βίαια, δοκίμασε ἀσφαλῶς μεγάλη θλίψη, ἀλλὰ αἰσθανόταν καὶ μεγάλη ἱκανοποίηση γιατὶ τὸ κήρυγμά του εἶχε ἐπιτυχία καὶ διατηροῦσε ἐλπίδες γιὰ μιὰ σύντομη ἐπιστροφὴ στὴ Θεσ­σαλονίκη, ὅπως ὁ ἴδιος τοὺς γράφει στὴν πρώτη του ἐπι­στο­λὴ (Α¢ Θεσ. 2, 17). ῞Ομως οἱ ἐλπίδες του αὐτὲς καὶ παρὰ τὴ ζωηρὴ ἐπιθυμία του δὲν εὐωδόθηκαν καὶ ἄφησε πολλὰ ἐκ­κρεμῆ θέματα, ἐφ᾿ ὅσον μὲ τὴν αἰφνιδιαστικὴ φυγή του δὲν πρόλαβε νὰ τὰ τακτοποιήσει καὶ ἔτσι τὸ ἔργο του στὴ Θεσ­σαλονίκη ἔμεινε ἡμιτελές.

᾿Αλλὰ καὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης ἔμειναν ἀ­βοήθητοι καὶ ἐκτεθειμένοι στοὺς ἄμεσους καὶ πολλοὺς κινδύ­νους ποὺ διέτρεχαν καὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ κλονισθοῦν στὴν πίστη τους, ἀφοῦ δὲν πρόλαβαν νὰ ἑδραιωθοῦν σ᾿ αὐτή.

Αὐτοὺς τοὺς κινδύνους βέβαια ἐγνώριζε ὁ Παῦλος καὶ ἀνησυχοῦσε γιὰ τὴ νεοφώτιστη ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης καὶ γι᾿ αὐτὸ πρὶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴ Μεθώνη γιὰ τὴν ᾿Α­θή­να τοὺς ἔδωσε συμβουλὲς καὶ τοὺς ἔκανε ὑποδείξεις σχε­τικὰ μὲ τὴ σταθερότητα τῆς πίστεώς τους, τὴν ἀποφυγὴ κάθε ἁ­μαρτίας, τὴν καθαρότητα τῆς καθημερινῆς ζωῆς τους, τὴ συν­εχῆ προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση σὲ ἔργα ἀγάπης. ῎Αλ­λωστε, ὅπως μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς Α¢ ἐπιστολῆς ποὺ τοὺς ἔστειλε λίγο ἀργότερα, τοὺς εἶχε προει­δοποιήσει γιὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς θλίψεις ποὺ θὰ εἶχαν· σχετικὰ τοὺς γρά­φει: “διὸ μηκέτι στέγοντες εὐδοκήσαμεν κατα­λειφθῆ­ναι ἐν ᾿Αθήναις μόνοι καὶ ἐπέμψαμεν Τιμόθεον, τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ Εὐ­αγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾆς καὶ παρακαλέ­σαι ὑμᾆς περὶ τῆς πίστεως ἡμῶν. Τὸ μηδένα σαί­νεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι ταύταις... καὶ γὰρ ὅτε πρὸς ὑμᾆς ἦμεν, προελέ­γομεν ὑμῖν ὅτι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθὼς καὶ ἐγένετο καὶ οἴδατε. Διὰ τοῦτο κἀγὼ μηκέτι στέγων ἔπεμψα εἰς τὸ γνῶ­ναι τὴν πίστιν ὑμῶν, μήπως ἐπείρασεν ὑμᾆς ὁ πειράζων καὶ εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν” (Α¢ Θεσ. 3, 1-5).

῎Εχοντας αὐτὰ ὑπ᾿ ὄψει του, ὅταν ἔφευγε ὁ Παῦλος, ἄφησε τὸν Τιμόθεο καὶ τὸ Σίλα (Πρ. 17, 14) νὰ παρακολου­θοῦν τὴν ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς θὰ διαμορφωνόταν αὐτὴ νὰ βοηθήσουν τοὺς πιστοὺς τῆς Θεσ­σαλονίκης. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου ποὺ τοὺς ἀν­έ­θε­σε ὁ Παῦλος, ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Σίλας ἐπέστρεψαν κον­τά του κατὰ παραγγελία του “ἵνα ὡς τάχιστα ἔλθωσι πρὸς αὐ­τόν” (Πρ. 17, 15), φέρνοντας εὐχάριστα νέα, ἀφοῦ ἡ κατά­σταση τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν τώρα καλύτε­ρη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε ἀφήσει φεύγοντας ὁ Παῦλος.

Οἱ χριστιανοὶ τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης παρου­σίαζαν τώρα σταθερότητα καὶ πρόοδο στὴν πίστη τους, ὑπο­μονὴ στὶς δυσκολίες καὶ καρτερικότητα στὶς θλίψεις τους καὶ ἀνέμεναν μὲ λαχτάρα τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Παύλου. ῾Η διαπί­στωση αὐτῆς τῆς καταστάσεως δὲν ἦταν τελείως ἀπρό­σμενη γιὰ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ ἦταν ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς τοῦ σπό­ρου ποὺ ἔσπειρε ὁ ἴδιος μὲ τὸ κήρυγμά του σ᾿ αὐτοὺς σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας, τὴ χριστιανι­κὴ ζωὴ ποὺ ὄφειλαν νὰ διάγουν, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴ μέλλουσα κρί­ση, τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν κοινωνία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ κ.λπ. ῞Ολα αὐτὰ οἱ πιστοὶ Θεσσαλονικεῖς τὰ εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὅταν ἦταν μαζί τους, ὅπως μᾆς ἀναφέ­ρει ὁ ἴδιος στὴν ἐπιστολὴ ποὺ τοὺς ἔστειλε (Α¢ Θεσ. 2, 8-12).

Πάντως ἐκφράζοντας τὴ μεγάλη χαρά του μόλις ἔμα­θε ἀπὸ τὸν Τιμόθεο ὅτι οἱ Θεσσαλονικεῖς ὄχι μόνο διατη­ροῦν καλὴ ἀνάμνηση γι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ περιμένουν τὸ συν­τομότερο τὴν ἐπιστροφή του τοὺς γράφει: “῎Αρτι δὲ ἐλ­θόν­τος τοῦ Τιμόθεου πρὸς ἡμᾆς ἀφ᾿ ὑμῶν καὶ εὐαγγελισα­μένου ἡμῖν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην ὑμῶν καὶ ὅτι ἔχετε μνείαν ἡμῶν ἀγαθὴν πάντοτε ἐπιποθοῦντες ὑμᾆς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ὑμεῖς ἡμᾆς” (Α¢ Θεσ. 3, 6).

῾Η ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης, μετὰ τὴν αἰφνίδια καὶ ἀναγκαστικὴ ἀναχώρηση τοῦ Παύλου, ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ὀργανώνεται καὶ νὰ ἀποκτᾆ ἱερατεῖο, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιστολή του (Α¢ Θεσ. 5, 12), ἀφοῦ ὁ ἴδιος δὲν πρό­λα­βε νὰ ὁρίσει πρόσωπα δικῆς του ἐπιλογῆς, κατάλληλα γιὰ τὸ ἔργο αὐτό.

Στὶς Πράξεις ἀναφέρονται κατὰ καιροὺς ὀνόματα προ­σώπων τὰ ὁποῖα συνόδευσαν τὸν Παῦλο στὶς περιοδεῖες του· ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα τοῦ ᾿Αριστάρχου καὶ Σεκούνδου, συνοδῶν του κατὰ τὴν τρίτη περιοδεία του (Πρ. 20, 4). ῾Ο ᾿Αρίσταρχος ἀναφέρεται ἀκόμη ὡς συνοδὸς τοῦ δέσμιου Παύ­λου στὴ Ρώμη (Πρ. 27, 2) “ὄντος σὺν ἡμῖν ᾿Αριστάρχου Μα­κεδόνος Θεσσαλονικέως” καὶ ὡς συναιχμά­λωτος καὶ φυλα­κισμένος μαζί του “ἀσπάζεται ὑμᾆς ᾿Αρί­σταρχος ὁ συναιχ­μά­λωτός μου” (Κολ. 4, 10 καὶ Φιλήμ. 24). Κατὰ μία μεταγενέ­στερη παράδοση τοῦ ρωμαϊκοῦ μαρτυρο­λογίου ὁ ᾿Αρίσταρ­χος ἔγινε πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς ᾿Εκκλησί­ας τῆς Θεσσαλο­νί­κης.

῎Αλλος συνοδὸς τοῦ Παύλου καταγόμενος ἀπὸ τὴ Θεσ­σαλονίκη ἦταν ὁ Γάϊος (Πρ. 19, 29) “συναρπάσαντες Γάϊον καὶ ᾿Αρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου”, ὁ ὁποῖος, ὅμως, κατὰ τὸν ᾿Ωριγένη, ὑπῆρξε πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Θεσ­σαλονίκης.

Πάντως ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ποιός ὑπῆρξε πρῶτος ἐπί­σκοπος Θεσσαλονίκης, γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία τῆς Θεσ­­σαλονίκης καὶ ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν της παρουσίασε κατα­πληκτικὴ πρόοδο, ποὺ ἔκανε τὸν Παῦλο καυχόμενο νὰ τοὺς γράφει: “ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά” (Α¢ Θεσ. 2, 20). Οἱ πιστοὶ τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης ἀπέ­δει­ξαν μὲ ἔργα τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τους καὶ μὲ ὑπο­μονὴ τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο. ῎Ετσι διαπιστώνεται ὅτι ἡ ἀν­ταπό­κρισή τους στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ὄχι μόνο δικαίω­σε τὶς προσδοκίες τοῦ Παύλου γι᾿ αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ τὶς ξε­πέρασε. Καὶ ἀσφαλῶς αὐτὸ ὀφείλεται στὶς στενὲς σχέσεις ἀ­γάπης ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ μεταξὺ τοῦ Παύλου καὶ τῶν πιστῶν Θεσ­σαλονικέων. Καὶ βέβαια οἱ ἀρετὲς αὐτὲς ἦταν ἐ­κεῖνες ποὺ τοὺς βοήθησαν νὰ ὑπομείνουν μὲ καρτερικότητα τοὺς διωγ­μοὺς ποὺ ξέσπασαν ἐναντίον τους καὶ νὰ ὑποστοῦν τὶς θλί­ψεις ποὺ προῆλθαν ἀπὸ αὐτούς, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναχώ­ρηση τοῦ Παύλου, ὅπως τοῦτο μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὰ ὅσα τοὺς ἔγραφε· “ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελ­φοί, τῶν ἐκ­κλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ ἐν Χριστῷ ᾿Ιη­σοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθατε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδί­ων συμφυ­λετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων” (Α¢ Θεσ. 2, 14), “ὥστε ἡμᾆς αὐτοὺς ἐν ὑμῖν ἐγκαυχᾆσθαι ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῆς ὑπομονῆς ὑμῶν καὶ πίστεως ἐν πᾆσι τοῖς διωγμοῖς ὑμῶν καὶ ταῖς θλίψεσιν αἷς ἀνέχεσθε” (Β¢ Θεσ. 1, 4). Καὶ ἐπειδὴ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Θεσ­σα­λονικεῖς ἀντι­μετώπισαν τοὺς διωγμοὺς καὶ ὑπέμειναν τὶς θλίψεις ἦταν ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακός, ὁ Παῦλος δὲν ἐδίστα­σε νὰ τοὺς γράψει: “καὶ ὑμεῖς μιμηταὶ ἡμῶν ἐγενήθητε καὶ τοῦ Κυρίου, δεξάμενοι τὸν λόγον ἐν θλίψει πολλῇ μετὰ χα­ρᾆς Πνεύμα­τος ῾Αγίου, ὥστε γενέσθαι ὑμᾆς τύπον πᾆσι τοῖς πιστεύ­ου­σιν ἐν Μακεδονίᾳ καὶ τῇ ᾿Αχαΐᾳ· ἀφ᾿ ὑμῶν γὰρ ἐξ­ήχηται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· οὐ μόνον ἐν Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ ᾿Α­χαΐᾳ, ἀλλὰ καὶ ἐν παντὶ τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἐξελήλυθεν, ὥστε μὴ χρείαν ἡμᾆς ἔχειν λα­λεῖν τι” (Α¢ Θεσ. 1, 6-8). ῎Αλλη μιὰ χαρακτηριστικὴ ἀρετὴ τῶν Θεσ­σα­λονικέων χριστιανῶν ποὺ διαπιστώθηκε κατὰ τὶς δύσκο­λες αὐτὲς στιγμὲς ποὺ πέρασαν ἦταν ἡ ἐπιδειχθεῖσα μεταξύ τους φιλαδελφία γιὰ τὴν ὁποία καὶ τοὺς χαρακτήρι­σε θεο­δί­δα­κτους (Α¢ Θεσ. 4, 9).

῞Ομως ὁ Παῦλος ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρετές τους γιὰ τὶς ὁποῖες τοὺς ἐπαινεῖ διεπίστωσε καὶ κάποια δυσάρεστα συμ­πτώματα ἀνάμεσά τους, τὰ ὁποῖα τὸν ἔκαναν νὰ ἀνησυχή­σει. Διεπίστωσε ὅτι οἱ Θεσσαλονικεῖς ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴ σταθερότητα τῆς πίστεώς τους στὸ Χριστό, τὴν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, τὴν καρτερικότητα στοὺς διωγμοὺς κ.λπ. παρενόη­σαν κάποια σημεῖα ἀπὸ τὸ κήρυγμά του σχετικὰ μὲ τὴ δευ­τέρα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, τὴν αἰώ­νια βασιλεία καὶ μακαριότητα καὶ ἀνέμεναν ὡς ἄμεση καὶ προσεχῆ ὄχι μόνο τὴν ἐπικράτηση τῆς πίστεώς τους καὶ τὸν θρίαμβο τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀμέ­σως ἐπικείμενο τὸ τελικὸ στάδιό της, δηλαδὴ τὸν ἐρχομὸ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Θεώρησαν τὰ παθήμα­τά τους, τοὺς διωγμούς, τὶς θλίψεις, ὡς ἄμεσα σημεῖα προ­γνώσεως τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Κυρίου καὶ ἀγωνιοῦσαν ἀνυπόμο­να γιὰ τὴν ἡμέρα καὶ ὥρα του.

῾Η συνέπεια αὐτῆς τῆς παρανοήσεως ἦταν τόσο σοβα­ρή, ὥστε ἄρχισαν νὰ παρουσιάζονται καὶ κάποια ἔκτροπα μεταξύ τους, ὅπως ἡ διακοπὴ τῆς ἐργασίας τους ἀπὸ πολλούς, οἱ ἀνησυχίες καὶ οἱ θλίψεις ἄλλων γιὰ τὴν τύχη ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶχαν πεθάνει πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου. Οἱ ἀρε­τὲς τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδος γιὰ τὶς ὁποῖες τοὺς εἶχε ἐπαινέσει διεπίστωσε ὅτι τοὺς ὁδή­γησαν σὲ παρα­νοήσεις, ὑπερβολὲς καὶ ὅτι προκάλεσαν μετα­ξύ τους ἐνθου­σιαστικὲς ἐσχατολογικὲς τάσεις. Αὐτὲς ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ τοὺς γράψει τὶς δύο ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες ἀνα­πτύσσει τὴ διδα­σκαλία του.



᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου πρὸς Θεσσαλονικεῖς

῾Η πρώτη ἐπιστολή του εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ἀρχαιότε­ρο γραπτὸ κείμενο τοῦ Παύλου γραμμένη μὲ μεγάλη συναι­σθηματικότητα πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ὅπου βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ἐκφράσει ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προσωπικά του αἰ­σθήματα ἀγάπης καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. ῎Αλλω­στε σκοπὸς τῆς ἐπισκέψεώς του στὴ Θεσσαλονίκη ἦταν νὰ τοὺς μεταδώσει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ ἦταν διατεθειμένος νὰ τοὺς προσφέρει καὶ τὴν ἴδια τὴν ψυχή του. ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ τὴν ᾿Εκκλησία του εἶναι ἡ βάση τοῦ προσωπικοῦ δε­σμοῦ τῆς ἀ­γάπης τοῦ Παύλου μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς ᾿Εκκλη­σίας τῆς Θε­σ­σαλονίκης. Αὐτὸς ὁ χαρακτήρας τῶν σχέσεών του εἶναι σω­τηριολογικὸς καὶ ἐσχατολογικός. Δὲν παραλεί­πει συχνὰ νὰ τοὺς συμβουλεύει μὲ εὐγένεια καὶ διακριτικό­τητα, πάν­τοτε γεμᾆτος μὲ ἀγάπη (Α¢ Θεσ. 4, 1-2). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Παῦλος προσπαθεῖ νὰ τοὺς παρακινήσει, ἐπαι­νώντας, νὰ συνε­­χίσουν τὴ δυναμικὴ πορεία τῆς τελειότητος παρὰ τὶς ὁποιεσ­δήποτε παρατηρούμενες ἀτέλειες, τὶς ὁποῖες χαρακτη­ρίζει ὡς ὑστερήματα στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς χρι­στιανικῆς κοινότητος (Α¢ Θεσ. 4, 12) καὶ γιὰ τὴ βελ­τίωση τῶν ὁποίων ὁ ἴδιος προσευχόταν στὸ Θεὸ νυχθημερὸν (Α¢ Θεσ. 3, 10).

Εἰδικὰ ἀπασχολοῦσαν τὸν Παῦλο ἡ ἠθικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἐν γένει συμπεριφορὰ τῶν ἐξ ἐθνῶν χριστιανῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀπαιτεῖτο ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ μεγαλύτερη προ­σπάθεια γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ μακροχρόνιες συνήθειες καὶ ἀδυναμίες τῆς προηγούμενης ζωῆς τους. ῾Η καινούρια πορεία τὴν ὁποία εἶχαν ἀποφασίσει νὰ ἀκολουθήσουν στὴ ζωή τους ἔπρεπε νὰ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἄμεση ἐγκατάλει­ψη τῆς πίστεώς τους στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς, καθὼς καὶ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ παλαιοῦ τρόπου ζωῆς τους. Βέβαια στὶς ὅποιες ἀνθρώπινες ἀδυναμίες γιὰ τὴ μεταμόρφωση τῶν ψυχῶν ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνισχύσει καὶ νὰ κάνει δυνατὴ τὴ μεταμόρ­φω­ση αὐτή. ῎Ετσι ὅ,τι δὲ μπορεῖ νὰ κα­τορθώσει ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος κατορθώνει καὶ ἐπιτυγχάνει τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.

Σχετικὰ ὁ Παῦλος σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις συμβου­λεύει νὰ δείχνει ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ νὰ προσεύχεται στὶς παρουσιαζόμενες κάθε φορὰ δυσκολίες, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς ἀδικίες τοῦ κόσμου, ἀντιμετωπί­ζον­τας αὐτὰ μὲ ἐλπίδα στὴν ἀνάσταση καὶ στὴν τελική σωτη­ρία: “πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐ­χαριστεῖτε· τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ εἰς ὑμᾆς” (Α¢ Θεσ. 5, 16). Καὶ ἀκόμη τοὺς προτρέπει “ὁρᾆτε μή τις κακὸν ἀντὶ κακοῦ τίνι ἀποδῷ, ἀλλὰ πάντοτε τὸ ἀγαθὸν διώκετε καὶ εἰς ἀλλήλους καὶ εἰς πάντας” (Α¢ Θεσ. 5, 15). Γιὰ τὸν Παῦλο σημασία ἔχει τὸ τί πρέπει νὰ κάνει ὁ κάθε πιστός, δηλ. ποιὰ ἀγωνιστικὴ δραστηριότητα ἀναπτύσσει γιὰ τὴ σωτηρία του. Πάντως τὸ κήρυγμά του στοὺς Θεσσαλονι­κεῖς ἔλαβε οἰκουμενικὲς διαστάσεις καὶ οἱ πιστοὶ τῆς ᾿Εκ­κλη­­σίας τῆς Θεσσαλονίκης ἔγιναν, κατὰ τὸν Παῦλο, “τύπος πᾆσιν τοῖς πιστεύουσιν” (Α¢ Θεσ. 1, 7).



3. ῾Ο Παῦλος στὴν ᾿Αθήνα

Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Μεθώνη διὰ θαλάσσης ὁ Παῦλος ἔφθασε στὴν ᾿Αθήνα καὶ κατὰ τὴ συνήθη τακτική του ἐπ­ε­κοινώνησε μὲ τοὺς ὀλίγους ᾿Ιουδαίους στὴ Συναγωγὴ καθὼς καὶ μὲ τοὺς προσηλύτους τῆς πόλεως. Στὴν ἀγορὰ τῆς πό­λεως, στὴν ὁποία συνήθιζαν τότε νὰ συχνάζουν οἱ διάφοροι φιλόσοφοι καὶ διδάσκαλοι, συνάντησε μερικοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ συζήτησε μαζί τους τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σω­τηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου. Φαίνεται ὅτι αὐτοὶ ἀρχικὰ βρῆκαν ἐνδιαφέρουσα τὴ συζήτηση μὲ τὸν Παῦλο καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ ἀναπτύξει τὴ διδασκαλία του ἐνώπιον τοῦ ᾿Αρείου Πάγου, ποὺ ἦταν καὶ ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὰ θρησκευτικὰ θέματα καὶ τὰ ἤθη τῆς πόλεως. Πράγματι, ὁ Παῦλος, παίρνοντας ὡς βάση τὴ λατρεία τῶν ῾Ελλήνων πρὸς τὸν ῎Αγνωστο Θεὸ καὶ λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψει τὶς ἐπι­κρατοῦσες τότε ἰδέες τῶν στωϊκῶν δεχομένων, ὅπως ἀναφέ­ρεται στὶς Πράξεις, ὅτι: “ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν” (Πρ. 17, 28), κατ᾿ ἀρχὴν ἔλεγξε τὴν πλάνη τους γιὰ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ ἔπειτα τοὺς μίλησε γιὰ τὸν ἀ­ληθινὸ καὶ ζῶντα Θεό, τὸ λυτρωτὴ ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπε­στάλη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ κηρύξει μετάνοια καὶ ἄφεση ἁμαρτι­ῶν. Αὐτὸν τὸν ᾿Ιησοῦ ὁ ὁποῖος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ὅρι­σε ὁ Θεὸς νὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ζώντας καὶ νε­κρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα τους θὰ τύχουν αἰώνιας ζωῆς ἢ κολάσεως.

᾿Αλλὰ τὸ κήρυγμα αὐτὸ τοῦ Παύλου γιὰ τὴν ἀνάστα­ση τῶν νεκρῶν καὶ τὴ μέλλουσα κρίση προκάλεσε τὴν ἔντονη ἀντίδραση τῶν ᾿Αθηναίων καὶ ἄλλοι τὸν εἰρωνεύθηκαν ἀ­προ­κάλυπτα καὶ ἄλλοι τοῦ εἶπαν μᾆλλον ἀδιάφορα ὅτι θὰ σὲ ἀκούσομε ἄλλη φορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμά του εἶχε πολὺ πτωχὰ ἀποτελέσματα· ἀπὸ τοὺς ᾿Αθηναίους πίστευσαν πολὺ λίγοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καὶ μιὰ γυ­ναίκα ὀνόματι Δάμαρις (Πρ. 17, 15-34).

Στενοχωρημένος ὁ Παῦλος ἐγκατέλειψε τὴν ᾿Αθήνα, ἀφοῦ τὸ κήρυγμά του δὲν εἶχε τὴν ἐπιτυχία τῶν ἄλλων πό­λεων ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ πρὶν καὶ ἔφθασε στὴν Κόρινθο.



4. ῾Ο Παῦλος στὴν Κόρινθο

Στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἔφθασε, ὅπως ἔγραφε ἀργό­τερα πρὸς τοὺς Κορινθίους: “καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾆς” (Α¢ Κορ. 2, 3) καὶ βρῆκε ἐκεῖ ἕνα ζευγάρι ᾿Ιουδαίους, τὸν ᾿Ακύλα καὶ τὴν Πρί­σκιλλα, ποὺ μόλις εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν ᾿Ιταλία ἀφοῦ ὁ Κλαύδιος ἔδιωξε τοὺς ᾿Ιουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη καί, ἐπειδὴ ἦταν καὶ αὐτοὶ ὁμότεχνοι, ἔμεινε στὸ σπίτι τους. Καὶ στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἄρχισε τὸ κήρυγμά του ἀπὸ τὴ Συναγω­γή, ὅπως συνήθιζε πάντα, μὲ ἁπλὰ ὅμως λόγια αὐτὴ τὴ φο­ρὰ καὶ χωρὶς τὶς φιλοσοφικὲς ἐκεῖνες ἰδέες ποὺ ἀνέπτυξε στοὺς ᾿Αθηναίους. Τοὺς μίλησε μόνο γιὰ τὸν “᾿Ιησοῦν Χρι­στόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον” (Α¢ Κορ. 2, 2).

᾿Επειδὴ ὅμως καὶ ἐδῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀντέδρασαν στὸ κή­ρυγμα τοῦ Παύλου καὶ δὲ θέλησαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ περιε­χόμενό του ὁ Παῦλος στράφηκε πρὸς τοὺς ἐθνικοὺς “καὶ μετα­βὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τινὸς ὀνόματι Τιτίου ᾿Ι­ού­στου, σεβομένου τὸν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συν­αγωγῇ” (Πρ. 18, 7) ἀπὸ τοὺς ὁποίους πίστεψαν πολλοὶ καὶ ἐβαπτίσθηκαν· μεταξὺ αὐτῶν δὲ ἦταν καὶ ὁ ἀρχισυνά­γω­γος Κρίσπος καὶ ὅλοι οἱ οἰκεῖοι του (Πρ. 18, 8). Μάλιστα ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στὸν Παῦλο “δι᾿ ὁράματος ἐν νυκτί... μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς, διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ οὐδεὶς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί σε, διότι λαὸς ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ” (Πρ. 18, 9-10). Γι᾿ αὐτὸ καὶ παρέμεινε στὴν Κόρινθο “ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας ἕξ” διδά­σκον­τας στοὺς Κορινθίους τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθούμε­νος στὸ ἔργο του ἀπὸ τοὺς Τιμόθεο καὶ Σίλα, ποὺ ἐπέστρε­ψαν ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ τὴ Βέροια, φέρνοντες εὐχάριστα νέα γιὰ τὴ στερέωση τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν τῆς Θεσσαλο­νίκης καὶ Βεροίας. Αὐτὰ τὰ νέα ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία στὸν Παῦλο νὰ γράψει τὶς δύο πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολές του.

Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου στὴν Κόρινθο εἶχε καρ­πο­φό­ρα ἀποτελέσματα, πρᾆγμα ποὺ προκάλεσε τὴν ἀγανά­κτηση τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρησαν στὸ Ρω­μαῖο ἀν­θύπατο Γαλλίωνα. ῾Ο Γαλλίων ὅμως μὴ ἐπιθυμῶν νὰ ἀνα­μι­χθεῖ σὲ ζητήματα “περὶ λόγου καὶ ὀνομάτων καὶ νό­μου” (Πρ. 18, 15) τοὺς ἔδιωξε καὶ τότε αὐτοὶ συνέλαβαν τὸν ἀρχισυν­άγωγο Σωσθένη καὶ τὸν ἔσυραν κτυπώντας τον ἐνώπιον τοῦ ἀδιάφορου Γαλλίωνα.

῞Υστερα ἀπὸ μερικὲς ἀκόμη ἡμέρες παραμονῆς του στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἀνεχώ­ρησε μαζὶ μὲ τοὺς συνοδούς του ᾿Ακύλα καὶ Πρίσκιλλα γιὰ τὴ Συρία, μὲ πρῶτο σταθμὸ τὴν ῎Εφεσο, στὴν ὁποία ἔμεινε λίγο χρόνο, παρὰ τὶς παρα­κλήσεις τῶν πιστῶν της νὰ μείνει περισσότερο κοντά τους. ᾿Απὸ τὴν ῎Εφεσο ἔφθασε στὴν Και­σάρεια καὶ κατέληξε στὴν ᾿Αντιόχεια, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνέβηκε στὴν ῾Ιερουσαλὴμ νὰ χαιρετήσει τὴν ἐκεῖ κοινότητα τῶν πιστῶν (Πρ. 18, 21-22).

Στὴν ῎Εφεσο εἶχε ἀφήσει τοὺς συνεργάτες του ᾿Ακύλα καὶ Πρίσκιλλα, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τους. ᾿Εν τῷ μεταξὺ ἔφθασε στὴν ῎Εφεσο κάποιος ᾿Ιουδαῖος ποὺ τὸν ἔλεγαν ᾿Απολλώ, λόγιος ἀπὸ τὴν ᾿Αλεξάνδρεια, ὁ ὁποῖος ἦταν δυνατὸς γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ μὲ τὸ κή­ρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου προσέλκυσε πολλούς, ἂν καὶ ἐγνώρι­ζε μόνο τὸ βάπτισμα τοῦ ᾿Ιωάννη. ῞Οταν ἔμαθαν γι᾿ αὐτὸν ὁ ᾿Ακύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα τὸν πῆραν μαζί τους καὶ ἀνέλα­βαν νὰ τοῦ διδάξουν ἀκριβέστερα τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγ­γελίου καὶ ἔτσι κάλυψαν τὰ κενά του. Καταρτισμένος σω­στό­τερα καὶ πληρέστερα τώρα ὁ ᾿Απολλὼς ἀποφάσισε νὰ μετα­βεῖ στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ κήρυγμά του καὶ ἐκεῖ. Οἱ πιστοὶ τῆς ᾿Εφέσου θεώρησαν καλὸ νὰ γράψουν στοὺς Κορινθίους ἀδελφούς τους καὶ νὰ τοὺς ἐνημερώσουν γιὰ τὸν ᾿Απολλὼ γιὰ νὰ τὸν δεχθοῦν μὲ ἀγάπη. Φθάνοντας στὴν Κό­ρινθο ὁ ᾿Απολλὼς ἄρχισε τὸ κήρυγμά του πείθοντας πολλοὺς καὶ δημιουργώντας ὁμάδα ὀπαδῶν του. Στὸ διά­στημα τῆς ἀπουσίας τοῦ ᾿Απολλὼ στὴν Κόρινθο ἔφθασε στὴν ῎Εφεσο ὁ Παῦλος, ὅπως τοὺς εἶχε ὑποσχεθεῖ. Προ­ηγουμένως ὅμως πέ­ρασε ἀπὸ τὶς πόλεις τῆς Γαλατικῆς χώ­ρας καὶ τῆς Φρυγίας, γιὰ νὰ τοὺς στηρίξει στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσει. ῎Ετσι ἄρχισε ἡ τρίτη ᾿Αποστολικὴ περιοδεία του.



στ. ῾Η Γ¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία (ἄνοιξη 52-ἄνοιξη 57)

Στὴν ῎Εφεσο ὅταν ἔφθασε ὁ Παῦλος ἄρχισε τὸ κή­ρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐνισχύσεως τῶν πιστῶν, καταδεικνύοντας τὴ θεία προέλευση καὶ ἀλήθεια τῆς διδα­σκαλίας του ἀκόμη καὶ μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε, θε­ρα­πεύοντας ἀσθενεῖς καὶ δαιμονιζομένους. Γιὰ τρεῖς περίπου μῆνες κήρυττε στὴ Συναγωγή, ἀλλὰ μετὰ τὶς ἀντιδράσεις ποὺ παρουσιάσθηκαν ἀπὸ τοὺς μὴ πιστεύοντες ᾿Ιουδαίους ὁ Παῦ­λος συνέχισε γιὰ δύο περίπου χρόνια τὴ διδασκαλία του σὲ ὅσους τὸν ἀκολούθησαν στὴ σχολὴ κάποιου ὀνόματι Τυράν­νου. ᾿Εκεῖ ἐβάπτισε δώδεκα μαθητὲς τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ ἀντι­μετώ­πισε τοὺς ἑπτὰ ἐξορκιστὲς γιοὺς τοῦ ᾿Ιουδαίου ἀρχιε­ρέως Σκευᾆ (Πρ. 19, 1-16). Στὸ διάστημα τῆς τριετοῦς παρα­μονῆς τοῦ Παύλου στὴν ῎Εφεσο οἱ Πράξεις δὲν ἀναφέρουν ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν, ὅπως γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὶς ᾿Εκκλησίες τῆς Γαλατίας, γιὰ ἕνα ταξίδι του στὴν Κό­ρινθο, ὅπου ὑπέστη ἀτιμωτικὴ προσβολὴ καὶ ἀφοῦ κακοποι­ήθηκε ἀναγκάσθηκε νὰ ἐπιστρέψει ἀμέσως στὴν ῎Εφεσο, γιὰ μιὰ ἀκόμη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους καθὼς καὶ κάποια ἄλλα γεγονότα τὰ ὁποῖα ἀναφέρει σὲ ἄλλες ἐπι­στο­λές του (Ρωμ. 15, 19. 16, 3-4. Α¢ Κορ. 15, 32. Β¢ Κορ. 1, 8-10).

᾿Αλλὰ καὶ στὴν ῎Εφεσο ὁ Παῦλος ἀντιμετώπισε πολλοὺς κινδύνους, ὅπως ἀναφέρει στὶς ἐπιστολὲς πρὸς Κορινθίους καὶ Γαλάτας: “ἐθηριομάχησα ἐν ᾿Εφέσῳ” (Α¢ Κορ. 15, 32) ἢ “τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ (=᾿Εφέ­σῳ)” (Β¢ Κορ. 1, 8) κ.ἀ. Καὶ ἐνῶ ὁ Παῦλος βρισκόταν ἀκόμη στὴν ῎Εφεσο καὶ ὑπελόγιζε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ Μακεδονία καὶ ᾿Αχαΐα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ πάει στὰ ῾Ιεροσόλυμα γιὰ νὰ κατα­λήξει τελικὰ στὴ Ρώμη (Πρ. 19, 21), ἔστειλε τοὺς συνερ­γάτες του Τιμόθεο καὶ ῎Εραστο στὴν ᾿Αχαΐα μέσῳ Μακεδο­νίας (Πρ. 19, 22). Κάποιες δυσάρεστες ὅμως ἐξελίξεις στὴν ᾿Εκκλησία τῆς Κορίνθου ἀνάγκασαν τὸν Παῦλο νὰ ἐπισκε­φθεῖ ἐκτά­κτως γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Κόρινθο, χωρὶς τὸ τα­ξίδι του αὐτὸ νὰ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, συνάγεται ὅμως ἀπὸ τὰ γραφόμενά του στὴ δεύτερη ἐπιστολή του πρὸς Κο­ρινθίους (Β¢ Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1). ῞Οταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξί­δι αὐτὸ στὴν ῎Εφεσο ἔγραψε πρὸς τοὺς Κορινθίους ἐπι­στο­λὴ μὲ αὐστηρὸ περιεχόμενο (Β¢ Κορ. 2, 3· 9. 7, 8-12) τὴν ὁ­ποία μετέφερε πιθανὸν ὁ Τίτος μαζὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ ἐπι­στρέψει στὴν Τρωάδα μέσῳ Μακεδονίας.

Στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ Παῦλος εἶχε ἀρκετὲς δυσκολίες ἐξ αἰτίας τῶν ἀντιδράσεων καὶ ταραχῶν τοῦ ὄχλου, τὸν ὁποῖο ξεσήκωσε ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος μαζὶ μὲ ὅσους εἶ­χαν συμ­φέροντα ἀπὸ τὴ λατρεία τῆς θεᾆς ᾿Αρτέμιδος στὴν ῎Εφεσο (Πρ. 19, 23-41). Μετὰ ἀπὸ τὰ ἐπεισόδια αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀναγκάστηκε νὰ φύγει γιὰ τὴ Μακεδονία καὶ φθά­νοντας στὴν Τρωάδα ἀνέμενε ἐναγωνίως τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Τίτου (Πρ. 20, 1). ᾿Επειδὴ ὅμως αὐτὸς καθυστεροῦσε ἀνήσυ­χος ὁ Παῦ­λος ἔφυγε γιὰ τὴ Μακεδονία μὲ προορισμὸ τὴν Κόρινθο. Τε­λικὰ συναντήθηκε μὲ τὸν Τίτο καθ᾿ ὁδὸν, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔ­λαβε καθησυχαστικὲς εἰδήσεις γιὰ τοὺς Κορινθί­ους, ὅτι δηλ. ἡ εἰρήνη στὴν ᾿Εκκλησία εἶχε ἀποκατασταθεῖ, παρ᾿ ὅτι οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἰουδαϊζόντων δὲν εἶχαν σταμα­τήσει.

Τότε ἔγραψε τὴ δεύτερη (σωζόμενη) ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθί­ους, τὴν ὁποία ἔστειλε μὲ τὸν Τίτο καὶ δύο ἀκόμη ἀδελφοὺς (Β¢ Κορ. 9, 3ἑ.), οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν τὴν ὑπο­χρέ­ω­ση νὰ συγκεντρώσουν καὶ τὴ λογεία τῶν πιστῶν τῆς ᾿Εκ­κλη­σίας τῶν Κορινθίων μέχρις ὅτου φθάσει ἐκεῖ καὶ ὁ Παῦλος (Β¢ Κορ. 9, 1). ῞Οταν τελικὰ ἔφθασε ὁ Παῦλος στὴν Κόριν­θο γιὰ τρίτη φορὰ (Β¢ Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1) παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ τρεῖς περίπου μῆνες (τὸ 57) καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἔγραψε καὶ τὴν ἐπι­στολή του πρὸς Ρωμαίους. Καὶ ἐνῶ τὸ ἀρχικὸ σχέδιό του ἦταν νὰ φύγει κατ᾿ εὐθείαν γιὰ τὴ Συρία, λόγῳ κάποιων κινδύνων τοὺς ὁποίους διέτρεξε ἀπὸ τοὺς ᾿Ιου­δαί­ους, προτίμησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Συρία μέσῳ Μακεδο­νί­ας, συνοδευόμενος ἀπὸ μεγάλη ἀκολουθία, ἀποτελουμένη ἀπὸ ἀντιπροσώπους τῶν ᾿Εκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν καὶ τὶς λογεῖες στὰ ῾Ιεροσόλυμα· μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ “Σώ­πατρος ἀπὸ τὴ Βέροια, οἱ ᾿Αρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, οἱ Τυχικὸς καὶ Τρόφιμος ἀπὸ τὴν ᾿Ασία καὶ οἱ Γάϊος καὶ Τιμόθεος”. ῞Ολοι αὐτοὶ προπορεύθηκαν καὶ περί­μεναν τὸν Παῦλο μὲ τὸ Λουκᾆ νὰ ἔλθουν ἀπὸ τοὺς Φι­λίππους στὴν Τρωάδα (Πρ. 20, 1-6). Μετὰ ἀπὸ παραμονὴ μιᾆς ἑβδομάδος στὴν Τρωάδα ἐπισκέφθηκαν τὴν ῎Ασσο, ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν ὅλοι μαζὶ στὴ Μυτιλήνη καὶ στὴ συνέχεια ἔ­φθα­σαν τὴν ἑπομένη στὴ Χίο· καὶ τὴν ἄλλη κατέληξαν στὴ Σά­μο, ὅπου καὶ ἔμειναν στὸ Τρωγύλλιο καὶ τὴν ἑπομένη ἦλθαν στὴ Μίλητο (Πρ. 20, 13-15). Τὴν ῎Εφεσο αὐτὴ τὴ φο­ρὰ δὲ θέλησε νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ ὁ Παῦλος γιὰ νὰ μὴν καθυστερή­σει ἐπειδὴ βιαζόταν νὰ προφθάσει νὰ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὴν Πεν­τηκοστὴ στὰ ῾Ιεροσόλυμα (τὸ 57) (Πρ. 20, 16) καὶ νὰ φέρει τὶς λογεῖες ποὺ εἶχε συγκεντρώσει ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῶν ᾿Εκ­κλησιῶν ποὺ ἐπισκέφθηκε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάλεσε τοὺς πρεσ­βυ­τέρους τῆς ᾿Εκκλησίας πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε πολὺ χρήσιμους λόγους. ᾿Εντύπωση ἀλλὰ καὶ ὀδύνη προκάλεσε ἡ πρόβλεψη τοῦ Παύλου ὅτι δὲ θὰ τὸν ξαναδοῦν καὶ ὅτι γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπει ὡς ὑπεύθυνοι νὰ προσέχουν ὄχι μόνο τοὺς ἑαυτούς τους ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ ποίμνιό τους στὸ ὁποῖο τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα τοὺς ἔθεσε ἐπισκόπους καὶ πρόσθεσε: “πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτως κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾆλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾆσιν αὐτοῖς προσηύξατο” (Πρ. 20, 35-36).

Τότε ὅλοι ξέσπασαν σὲ ἕνα μεγάλο κλάμα, κι ἔπεσαν στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν κατα­φιλοῦσαν (Πρ. 20, 37-38) καὶ μετὰ τοὺς θερμοὺς ἀσπασμοὺς τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ ἀπέπλευσαν γιὰ τὴν Κῶ καὶ τὴ Ρό­δο καὶ ἔφθασαν στὰ Πά­ταρα, ἀπ᾿ ὅπου μὲ φορτηγὸ πλοῖο παρέπλευσαν τὴν Κύπρο καὶ κατέληξαν στὴν Τύρο, ὅπου παρέμεινε ἑπτὰ ἡμέρες μὲ τοὺς μαθητές. Αὐτοὶ γνωρίζοντες ἀπὸ ἔμπνευση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τί θὰ συμβεῖ, ἔλεγαν στὸν Παῦλο νὰ μὴν ἀνεβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα. ῞Ομως ὁ Παῦλος συνέχισε τὸ ταξίδι του καὶ ἀπὸ τὴν Τύρο ἔφθασαν στὴν Πτολεμαΐδα καὶ τὴν ἑπο­μένη ἦλθαν στὴν Καισάρεια καὶ ἐπισκέφθηκαν τὸ διάκονο Φίλιππο στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου διέμειναν ἀρκετὲς ἡμέρες. ᾿Εκεῖ τοὺς συνάντησε ἕνας προφήτης, ὁ ῎Αγαβος, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλυψε στὸν Παῦλο ὅτι στὰ ῾Ιεροσόλυμα θὰ τὸν συλλά­βουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ρωμαίους. ῞Ομως ὁ Παῦλος, παρὰ τὶς παρακλήσεις ὅλων τῶν συνοδῶν του καὶ τῶν ἐντοπίων νὰ μὴ μεταβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα δὲν πείσθηκε καὶ τοὺς ἐδήλωσε ἀποφασιστικὰ ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ (Πρ. 21, 8-14). Καὶ ἔτσι τὴν ἑπομένη ἀνεχώρησε γιὰ τὰ ῾Ιεροσόλυμα συνοδευόμενος ἀπὸ μερικοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴν Καισάρεια (Πρ. 21, 16)· ὅταν δὲ ἔφθασε, ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλη χαρὰ ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ ἀ­δελφούς. Τὴν ἑπομένη ἐπισκέφθηκε τὸν ᾿Ιάκωβο καὶ ὅταν συγκεντρώθηκαν καὶ ὅλοι οἱ πρεσβύτεροι τῆς ᾿Εκκλησίας, τοὺς διηγήθηκε ὅλα ὅσα θαυμαστὰ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ τὸ κήρυγμά του στὰ ἔθνη (Πρ. 21, 17-20).

Οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ποὺ φαίνεται ὅτι περίμεναν τὸν Παῦλο, ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του καὶ μόλις κατώρθωσε νὰ διασω­θεῖ ἀπὸ βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία. Αὐτὸς τὸν παρέπεμψε μὲ συνοδεία καὶ σχετικὴ ἐπι­στολὴ στὸ Ρωμαῖο Διοικητὴ τῆς Καισαρείας Φήλικα (Πρ. 21, 27-23, 35), ὁ ὁποῖος τὸν ἐκράτησε φυλακισμένο δύο χρόνια (57-59). Τὸν Φήλικα διαδέχθηκε ὁ Φῆστος καὶ οἱ ᾿Ι­ουδαῖοι ζήτησαν τότε ἀπ᾿ αὐτὸν νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Παῦλο γιὰ νὰ τὸν δικάσουν αὐτοὶ στὰ ῾Ιεροσόλυμα. Βλέπον­τας ὁ Παῦ­λος ὅτι ἀντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο ἔκανε χρήση τοῦ δικαι­ώ­ματος τοῦ ρωμαίου πολίτη καὶ ἐζήτησε νὰ δικα­σθεῖ ἀπὸ τὸν Καίσαρα (Πρ. 25, 1-26, 32) πρᾆγμα ποὺ ἔγινε δεκτό. Τὶς λεπτομέρειες τοῦ ταξιδιοῦ του αὐτοῦ στὸ ὁποῖο τὸν συνό­δευσαν οἱ συνεργάτες Λουκᾆς καὶ ᾿Αρίσταρχος περι­γράφουν οἱ Πράξεις (27, 1-28, 31). Τὸ ταξίδι ἄρχισε ἀπὸ τὴ Σιδώνα, τὰ Μύρα Λυκίας, τὴν Κνίδο, τοὺς Καλοὺς Λιμένας τῆς Κρή­της, τὴ Μελίτη (Μάλτα), τὶς Συρακοῦσες, τὸ Ρήγιο, τοὺς Πο­τίολους καὶ κατέληξε στὴ Ρώμη. ῏Ηταν ἕνα ταξίδι γεμᾆτο ἀπὸ κινδύνους, περιπέτειες καὶ θαυματουργικὲς δια­σώσεις. Στὴ Ρώμη ὁ Παῦλος ἔμεινε μιὰ ὁλόκληρη διετία (60-62 ἢ 59-61) φυλακισμένος σὲ ἰδιαίτερη ἐνοικιασμένη οἰ­κία, ὅπου μποροῦσε νὰ δέχεται ὅλους ὅσοι ἤθελαν νὰ τὸν ἐπισκε­φθοῦν, νὰ κηρύττει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διδά­σκει γιὰ τὸν ᾿Ιη­σοῦ Χριστὸ μὲ παρρησία καὶ χωρὶς μεγάλα ἐμπόδια (Πρ. 28, 30-31). Στὸ διάστημα αὐτὸ τῆς παραμονῆς του στὴ Ρώμη ὁ Παῦλος ἔγραψε τὴν πρὸς ᾿Εφεσίους ἐπι­στολὴ καθὼς καὶ τὶς λεγόμενες ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ σταματοῦν οἱ πληροφορίες ἀπὸ τὶς Πράξεις γιὰ τὴ βιογράφηση τοῦ Παύλου. ῞Ολα ὅσα ἔχουν ἐκτεθεῖ μέχρι τώρα γιὰ τὶς τρεῖς ᾿Αποστολικὲς περιοδεῖες καὶ γιὰ τὴν ὅλη δραστηριότητα τοῦ Παύλου προέρχονται ἀπὸ ἀξιόπιστες καὶ ἀκριβεῖς πληροφορίες καὶ στηρίζονται σὲ ἱστο­ρικὲς πηγές. Θὰ ἦταν εὐτύχημα καί, βέβαια, πολὺ χρήσιμο νὰ ὑπῆρχαν παρόμοιες πληροφορίες καὶ γιὰ τὴν ὑπόλοιπη δρα­στηριότητα τοῦ Παύλου καὶ τὴν τετάρτη ᾿Αποστολικὴ περι­ο­δεία του.



ζ. ῾Η Δ¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία

᾿Αλλ᾿ ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ ὁ συγγραφέας τῶν Πρά­ξεων Λουκᾆς ἐνδιαφέρθηκε κυρίως γιὰ τὴν παρουσίαση τοῦ σκοποῦ τῶν διηγήσεων τῶν Πράξεων ποὺ ἦταν νὰ περι­λάβει σ᾿ αὐτὴ καὶ νὰ ἀναφέ­ρει μερικὲς πράξεις μὲ τὶς ὁποῖες κατα­δεικνύεται ἡ δύναμη καὶ ἡ θεία προέλευση τοῦ Εὐαγ­γελίου, τὸ ὁποῖο παρὰ τὰ ἐμπόδια ποὺ συνάντησε κηρύχθηκε ἀπὸ τὰ ῾Ιεροσόλυμα μέχρι τὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρα­τορί­ας, τὸ κέν­­τρο τῆς εἰδωλο­λατρίας, τὴ Ρώμη, καθὼς καὶ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς μεγάλες πόλεις τῆς Μ. ᾿Ασίας, τῆς ῾Ελλάδος κ.λπ. ᾿Απὸ τὴ στιγμὴ ὅμως κατὰ τὴν ὁποία ὁ Λουκᾆς θεώρησε ὅτι πραγ­ματοποι­ήθηκε ὁ σκοπὸς αὐτὸς τῶν διηγήσεων δὲ φαίνεται νὰ εἶχε γι᾿ αὐτὸν ἰδιαίτερη σημασία ἴσως ἡ διήγηση καὶ περι­γρα­φὴ τοῦ τέλους τοῦ Παύλου.

῎Αλλωστε ἡ δυσμενὴς ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως σὲ βά­ρος τῶν χριστιανῶν μετὰ τὴν πυρπόληση τῆς Ρώμης ἀπὸ τὸν παράφρονα αὐτοκράτορα Νέρωνα στὶς 29 ᾿Ιουλίου τοῦ 64 καθὼς καὶ ὁ ἄγριος διωγμὸς ποὺ ἄρχισε μὲ τὰ πολλὰ καὶ φοβερὰ μαρτύρια τῶν χριστιανῶν, γιὰ τὸ συγγραφέα τῶν Πρά­ξεων θὰ ἔπρεπε ἀσφαλῶς νὰ ἔχει διαφορετικὸ πε­ριεχό­μενο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ περιέγραψε μέχρι τώρα. Θὰ ἔπρε­πε νὰ ἀνα­φέρεται σὲ μιὰ νέα ἱστορία, ἱστορία τῶν διωγμῶν τῶν χρι­­στια­νῶν, ἡ ὁποία θὰ εἶχε διαφορετικὲς ἐξελίξεις στὸ μέλλον καὶ τὴν ὁποία ὁ Λουκᾆς δὲ φάνηκε διατεθειμένος νὰ περι­γρά­ψει.

῎Ετσι γιὰ τὴν παραπέρα πορεία καὶ δραστηριότητα τοῦ Παύλου, τὴν Δ¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία (62-65 ἢ 61-64) οἱ πληροφορίες εἶναι πενιχρὲς καὶ ἔμμεσες καὶ δὲ συμφωνοῦν ἀπό­λυτα. ᾿Απὸ τὶς σποραδικὲς ἀναφορὲς καὶ τοὺς ὑπαινιγ­μοὺς τῶν Πράξεων, ἀπὸ κάποιες εἰδήσεις τῆς ἀρχαίας ἐκ­κλησια­στικῆς παραδόσεως ὅπως τοῦ Κλήμεντος Ρώμης (τῆς Α¢ ᾿Επι­στο­λῆς πρὸς Κορ. 5, 6-7), τοῦ Μορατορίου Κανόνος, τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας (᾿Εκκλ. ἱστ. 2, 22, 6), τοῦ ᾿Ιωάν­νου Χρυ­­σοστόμου (Β¢ Τιμοθ. 4, 17) τοῦ Θεοδώρου Μοψου­εστίας, τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, τοῦ ῾Ιερωνύμου καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυ­ρίες τῶν Ποιμαντικῶν ἐπιστολῶν, συνάγεται ὅτι ὁ Παῦ­λος μετὰ τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὴ δίκη στὴ Ρώμη, ταξί­δε­ψε “μέχρις ἐσχάτων τῆς Δύσεως”. Τοῦτο κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κλή­μεν­τος Ρώ­μης (ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους Α¢ 5, 7) σημαίνει, κατὰ τὴν ἐκτίμηση μερικῶν, μέχρι τὴν ῾Ισπα­νία. ᾿Αλλὰ καὶ ἀπὸ μαρτυρίες τῶν Ποιμαντικῶν ἐπιστολῶν (Α¢ Τιμ., Β¢ Τιμ. καὶ Τίτου) φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος ἀποφυ­λακισθεὶς πῆγε στὴν ῾Ισπα­νία, πραγ­ματοποιώντας ἔτσι ἔντο­νη παλαιὰ ἐπιθυμία του (Ρωμ. 15, 14· 28), μέσῳ Γαλλίας στὴν ὁποία, λέ­γεται, ὄχι χωρὶς ἀντιρρήσεις, ὅτι ἄφησε τὸν Κρήσκεντα (Β¢ Τιμ. 4, 10). Στὴν ῾Ισπανία δὲν πρέπει νὰ ἔ­μεινε πολὺ καιρὸ καὶ νὰ ἐπέ­στρεψε στὴ Ρώμη ἀπ᾿ ὅπου καὶ πάλι ἀνεχώρησε γιὰ τὶς πε­ριοχὲς τῆς ᾿Ανατολῆς.

Βασικὴ ἐπιδίωξη τοῦ Παύλου ἦταν νὰ δεχθοῦν οἱ διά­φοροι λαοὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα, μὲ μεγάλα σημεῖα καὶ θαύματα, μὲ τὴ δύναμη τοῦ ῾Α­γίου Πνεύματος. ῎Ετσι μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὰ μέρη αὐτὰ τῆς Δύσεως ὁ Παῦλος ἐκάλυψε σχεδὸν ὅλο τὸ χῶρο ἀπὸ τὴν ῾Ιερουσαλὴμ τῆς ᾿Ανατολῆς, μέχρι τὴν ῾Ι­σπα­νία καὶ ᾿Ιλλυρία τῆς Δύσεως. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε γιὰ τὸν Παῦ­­λο κύριο σκοπὸ καὶ τὴ βασικὴ ἀπασχόληση, νὰ κηρυ­χθεῖ δηλαδὴ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ, ὅπου δὲν εἶχε ἀκόμη ἀ­κου­σθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ αὐτοί, στοὺς ὁποίους δὲν τὸν εἶχαν ἀκόμη ἀναγγείλει καὶ νὰ τὸν καταλάβουν ὅσοι δὲν τὸν εἶχαν κἂν ἀκούσει: “καθὼς γέγρα­πται, οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ ὄψονται, καὶ οἳ οὐκ ἀκη­κόασι συνήσουσι” (Ρωμ. 15, 18-21).

Σύμφωνα μὲ τὶς ποιμαντικὲς ἐπιστολές, κατὰ τὴν Δ¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία ὁ Παῦλος ἐπισκέφθηκε τὴν ῎Εφεσο, τὴ Μακεδονία (Α¢ Τιμ. 1, 3), τὴν Κρήτη (Τίτ. 1, 5), τὴ Νι­κόπολη (Τίτ. 3, 12), τὴν Τρωάδα (Β¢ Τιμ. 4, 12), τὴ Μίλη­το καὶ τὴν Κόρινθο (Β¢ Τιμ. 4, 20), πιθανὸν καὶ τὶς ᾿Εκκλησίες τῶν Κολοσσῶν, ῾Ιεραπόλεως, Λαοδικείας, ἐκπληρώνοντας πα­λαιὰ ὑπόσχεσή του πρὸς τὸν Φιλήμονα (22) καὶ τοὺς Κο­λοσσαεῖς γιὰ νὰ γνωρίσει καὶ προσωπικὰ τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν αὐτῶν ποὺ δὲν εἶχε συναντήσει μέχρι τότε (Κολ. 2, 1).

᾿Επειδὴ ἡ σειρὰ αὐτὴ τῶν ἐπισκέψεών του παρουσιά­ζει κάποιες δυσκολίες ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ Παῦλος μετὰ τὴ Ρώμη ἔφυγε τὸ πιθανότερο γιὰ τὴν Κρήτη, ὅπου ἄφησε τὸν Τίτο γιὰ νὰ τακτοποιήσει τὰ ἐκεῖ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα (Τίτ. 1, 5). ᾿Απὸ τὴν Κρήτη ἀνεχώρησε (περίπου τὸ 63) γιὰ τὴν ῎Εφεσο καὶ τὶς ᾿Εκκλησίες τῆς κοιλάδος τοῦ ποταμοῦ Λύ­κου. Στὴν ῎Εφεσο ἄφησε τὸν Τιμόθεο νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς νομοδι­δασκάλους καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς πιστοὺς (Α¢ Τιμ. 1, 3-11) καὶ ὁ ἴδιος ἀνεχώρησε γιὰ τὴ Μακεδονία (Α¢ Τιμ. 1, 3), διερχόμενος ἀπὸ τὴν Τρωάδα. Στὴ Μακεδονία ἔμεινε γιὰ ἕνα διάστημα, ἴσως στοὺς Φιλίππους, ἐκπληρώνοντας τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοὺς εἶχε δώσει (Φιλιπ. 2, 24). ᾿Απὸ τοὺς Φι­λίππους πιθανὸν νὰ ἔγραψε τὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τί­το, ὅπως καὶ τὴ Β¢ πρὸς Κορινθίους. Στὴ συνέχεια θὰ πρέ­πει νὰ κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Νικόπολη, ὅπου ὑπελόγιζε νὰ παραχειμάσει καὶ στὴν ὁποία ἐκάλεσε ἀπὸ τὴν Κρήτη τὸν Τίτο νὰ συναντηθοῦν, ἐνῶ θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀντικαταστή­σει στὴν Κρήτη ὁ ᾿Αρτεμᾆς ἢ ὁ Τυχικός (Τιτ. 3, 12).

᾿Απὸ ἄλλους ὅμως ὑποστηρίζεται ὅτι μετὰ τὴ Μακε­δονία ὁ Παῦ­λος κατευθύνθηκε πρὸς τὴν κυρίως ῾Ελλάδα, ἔφθασε στὴν Κό­ρινθο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴν Κρήτη. Στὸ τέλος τοῦ χειμῶνα (64 ἢ 63), μποροῦμε νὰ ὑποθέσομε ὅτι, ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Τίτο ἀνέλαβαν ἱεραποστολικὴ δράση στὴν πε­ριοχὴ τῆς Δαλματίας (Ν. ᾿Ιλλυρικό), στὴν ὁποία δὲ φαίνε­ται νὰ παρέμειναν πολύ.

Μετὰ τὸ τέλος τῆς δράσεώς τους στὴ Δαλματία, πι­θανότατα ἐπέστρεψε στὶς ᾿Εκκλησίες τῆς Μ. ᾿Ασίας, τὴν ῎Ε­φεσο μέσῳ Μακεδονίας καὶ Τρωάδος, ὅπως προανήγγειλε στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς Τιμόθεο (Α¢ Τιμ. 3, 14-15 καὶ 4, 13), συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Τίτο. Στὴ συνοδεία τους προσ­τέθηκαν ὁ Δημᾆς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Λουκᾆς ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, ὁ Κρήσκης, ὁ Τυχικὸς (Β¢ Τιμ. 4, 10-12), ὁ ῎Ε­ραστος καὶ ὁ Τρόφιμος (Β¢ Τιμ. 4, 20). ᾿Εκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο τελευταίους οἱ ἄλλοι τὸν ἀκολούθησαν μέχρι τὴ Ρώμη.

Φθάνοντας στὴν Τρωάδα φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι κά­ποιου χριστιανοῦ Κάρπου. ᾿Εκεῖ φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος συν­ελήφθη αἰφνίδια καὶ ἀπροσδόκητα ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς ἀρχὲς καὶ πάντως μὲ ἄγνωστη τὴν αἰτία. Αὐτὸ συνάγεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἄφησε στὸ σπίτι τοῦ Κάρπου τὴ φαιλόνη καὶ τὰ βιβλία του, ποὺ ἦταν ἀπαραίτητα γι᾿ αὐτὸν (Β¢ Τιμ. 4, 13) καὶ τὰ ὁποῖα παρήγγειλε ἀπὸ τὴ Ρώμη στὸν Τιμόθεο νὰ τοῦ τὰ μεταφέρουν. ᾿Απὸ τὴν Τρωάδα, ὁδηγούμενος γιὰ τὴ Ρώμη, ἴσως πέρασε ἀπὸ τὴν ῎Εφεσο ὅπου πιθανὸν νὰ συνάντησε τὸν Τιμό­θεο, ἔφθασε στὴ Μίλητο, ὅπου ἀποβιβάσθηκε ὁ ἀ­σθενὴς Τρόφιμος καὶ στὴ συνέχεια νὰ πέρασε ἀπὸ τὴν Κό­ρινθο, ὅπου ἔμεινε ὁ ῎Εραστος (Ρωμ. 16, 23. Β¢ Τιμ. 4, 20).

Πάντως ἡ σύλληψη καὶ ἡ μεταφορὰ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη, θὰ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἔγινε μεταξὺ τῆς ἀνοί­ξεως καὶ τοῦ θέρους τοῦ 65 (Β¢ Τιμ. 4, 21). Οἱ συνθῆκες τῆς δεύτερης αὐτῆς φυλακίσεώς του, πρέπει νὰ ἦταν ὁπωσ­δήποτε διαφορετικὲς ἀπὸ τὴν πρώτη (Β¢ Τιμ. 2, 9). Εἶχε ἀ­σφαλῶς ὀλιγότερες ἐλευθερίες γιὰ νὰ τὸν ἐπισκέπτονται οἱ φίλοι του, ὅπως ὁ ᾿Ονησιφόρος (Β¢ Τιμ. 1, 16-18), ὁ Εὔβου­λος καὶ Πούδης, ὁ Λίνος καὶ ἡ Κλαυδία καὶ ἄλλοι (Β¢ Τιμ. 4, 21), καὶ οἱ συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκᾆς, Τυ­χικός. Φαίνεται ὅτι κατὰ τὸ διάστημα τῆς φυλακίσεώς του αὐτῆς ἔγραψε τὴ Β¢ πρὸς Τιμόθεο ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἀπο­τελεῖ τὸ κύκνειο ἆσμα του, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ τὴ φυλάκισή του αὐτὴ ὁ­δηγήθηκε στὸ μαρτυρικὸ θάνατό του.

῾Ο ἀκριβὴς χρόνος τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου δὲν εἶναι γνωστός, ἐλλείψει συγκεκριμένων πληροφοριῶν, τὶς ὁποῖες ὅμως ἀναπληρώνει ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἡ ὁποία συνδέει τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Παύλου μὲ τὸ μαρ­τυρικὸ θάνατο τοῦ Πέτρου καὶ ἀναφέρει σχετικὰ μόνο, ὅτι οἱ δύο ᾿Απόστολοι μαρτύρησαν κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Νέρω­να, χωρὶς νὰ προσδιορίζει τὸν ἀκριβῆ χρόνο τοῦ μαρτυρίου τους. ᾿Εξ ἄλλου ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς 29ης ᾿Ιουνίου ὡς “γενε­θλίου” ἡ­μέρας τους δὲ δηλώνει τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους, ἀλλὰ τὴν καθιέρωση τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνή­μης τους τὸ 258, ἴσως λόγῳ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τους, ἀπὸ τὴν ὁδὸ ῎Οσκα τοῦ Παύλου καὶ ἀπὸ τὸ Βατικα­νὸ τοῦ Πέτρου σὲ κάποια κατακόμβη κοντὰ στὴν ᾿Αππία ὁ­δὸ γιὰ λόγους καλύ­τερης ἀσφάλειας κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Λικινίου Βαλεριανοῦ (257-270). Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ Παῦ­λος ἐμαρτύρησε στὰ τέλη περίπου τοῦ ἔτους τῆς συλλήψεώς του, τὸ 65 ἢ τὸ ἀργότερο στὶς ἀρχὲς τοῦ 66, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ὑπάρχουν συγκεκριμένες πληρο­φορίες.

῎Αλλωστε ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση δὲν ἐνδιαφέρθη­κε τόσο γιὰ τὴν ἐξακρίβωση τῶν λεπτομερειῶν τοῦ μαρτυρι­κοῦ θανάτου τοῦ Παύλου, ὅσο ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν προ­βολὴ τοῦ μαρτυρίου του ὡς κατακλεῖδα τῆς ἀπολύτου ἀφο­σιώσεώς του στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ὁποίου ἐσφράγισε μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό του.

᾿Εκ τῆς ῾Ιερᾆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ἔγινε γνω­στὸν ὅτι τεμάχιον Λειψάνου τοῦ ῾Αγίου ᾿Ενδόξου καὶ Παν­ευφήμου ᾿Αποστόλου Παύλου, τοῦ καὶ ἱδρυτοῦ τῆς τῶν Θεσ­σαλονικέων ᾿Εκκλησίας, εὑρισκόμενον εἰς χεῖρας τοῦ Μητρο­πολίτου Αὐστρίας Χρυσοστόμου, παρεδόθη εἰς τὸν Παναγιώ­τατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Β¢, τῇ ἐγ­κρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Τοῦτο παραμένει “ἄχρι συντελείας τῶν αἰώνων, ὡς φύ­λαξ καὶ φρουρός” καὶ “εἰς διαρκῆ εὐλογίαν καὶ πηγὴν χάρι­τος καὶ ἁγιασμοῦ διὰ τὸ θεοφιλὲς ποίμνιον τῆς θεοσώστου Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης”.



ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ποίημα τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου († 1938)

῏Ηχος δ¢. Κανόνα πίστεως.

᾿Εθνῶν σε κήρυκα, καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, ᾿Αθηναίων δι­δάσκαλον, οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν, καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν, τὸ σεπτόν σου μαρτύριον, ῞Αγιε Παῦλε ᾿Απόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Β. ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

῾Ο Παῦλος μὲ τὸ κήρυγμά του στὰ σημαντικότερα κέν­τρα τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου ἔκανε τὸ χριστιανισμὸ παγκό­σμια θρησκεία καὶ μὲ τὶς ἐπιστολές του ἔθεσε τὶς βά­σεις τῆς θεολογίας χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἔγραψε συ­στηματικὲς θεολογικὲς μελέτες γιὰ νὰ δώσει λύσεις σὲ κά­ποια θεολογι­κὰ θέματα. ῎Εγραψε μόνο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει συγκεκρι­μέ­να ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα ποὺ εἶχαν παρου­σιασθεῖ ἀνά­μεσα στοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος.

῎Ετσι, μόνο οἱ σωζόμενες ἐπιστολές του ἀποτελοῦν καὶ τὴν κύρια πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ἀντλήσομε τὴ θεολογικὴ σκέψη του καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι δὲ γράφη­καν ἀπὸ ἕνα συστηματικὸ θεολόγο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἱεραπό­στολο, εὐαγ­γελιστὴ καὶ ὀργανωτὴ τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν ἐθνῶν στὰ ὁποῖα ἐκήρυξε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

῾Ο Παῦλος μὲ τὶς περιοδεῖες του σὲ ὅλο τὸν τότε γνω­στὸ κόσμο ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὰ πέρατα τῆς οἰκου­μέ­νης καὶ ἀπέβη ὁ ἀνυπέρβλητος ἱεραπόστολος. ᾿Αναπτύσ­σον­τας μὲ τὰ κηρύγματά του τὸ περιεχόμενο τῆς Θείας ᾿Απο­κα­λύψεως, περὶ Θεοῦ, περὶ Χριστοῦ, περὶ σταυρώσεως καὶ ἀναστάσεώς Του, περὶ ῾Αγίου Πνεύματος, περὶ ᾿Εκκλησί­ας, σωτηρίας κ.λπ., ἀναδείχθηκε σὲ κορυφαῖο θεολόγο τοῦ χρι­στιανισμοῦ. ῞Ολη ἡ διδασκαλία του ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου, ὅπως ἔλεγε, εἶχε “νοῦν Χριστοῦ” καὶ ἑπομένως τὸ κήρυγμά του ἦταν ἀπόλυ­τα σύμ­φωνο μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ. Λόγῳ ἀκριβῶς τῆς πλήρους ἀφοσιώσεώς του στὸ Χριστὸ αἰσθανόταν, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλε­γε, “συνεσταυρωμένος” μὲ ᾿Εκεῖνον καὶ ζοῦσε πλέον μιὰ νέα ἐν Χριστῷ ζωή, πιστεύοντας καὶ προσδοκώντας, ὅτι μετὰ τὸ θάνατό του θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Χριστό.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ διδάσκει γιὰ τὸ Χριστὸ ὅτι εἶναι ἡ “σο­φία τοῦ Θεοῦ”, ὅτι σ᾿ αὐτὸν κατοικεῖ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικὰ καὶ ὅτι ὑπῆρξε θεῖος παράγοντας τῆς δημιουργίας, τῆς ὁποίας προϋπῆρχε, ὄντας πάντοτε ἑνωμέ­νος μὲ τὸ Θεό. Διδάσκει ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο καὶ ὅτι καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας του ἦταν ὑπόδειγμα ταπεινώσεως καὶ ἀναμάρτητος. ῎Οντας Θεός, ἦλθε στὸν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, σταυρώθηκε ὅμως ἀπ᾿ αὐτούς, ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ τελικὰ ἐθριάμβευσε ἀναστηθεὶς καὶ ὅσοι ἄν­θρωποι πιστέψουν καὶ βιώσουν τὴ διδασκαλία του θὰ σωθοῦν.

Εἰδικότερα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀπόγονος τοῦ ᾿Αδὰμ εἶναι ἁμαρτωλός· μπο­ρεῖ ὅμως νὰ γίνει τέκνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σωθεῖ μόνο ἂν πι­στεύσει στὸ Χριστὸ καὶ μετάσχει στὴ χάρη τοῦ Χρι­στοῦ μὲ τὴν υἱοθεσία. ῾Η σωτήρια αὐτὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. ῾Η σταυρικὴ θυσία καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χρι­στοῦ ἀποτελοῦν τὸ κέντρο τῆς θεολογίας καὶ τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ Παύλου. Μὲ τὴν πίστη σ᾿ αὐτὴ τὴ σταυρικὴ θυσία καὶ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ κάθε πιστὸς ἐπιτυγχά­νει τὴν ἄφε­ση τῶν ἁμαρτιῶν του, τὴ χορήγηση τῆς ἀπολυ­τρώσεως καὶ τὴ νέα ζωή, ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὸ Χριστό.

῾Ο Παῦλος ἐκήρυττε Χριστὸ ἐσταυρωμένο καὶ ἀνα­στάν­τα. ῾Ο χριστιανισμός του αὐτὸς ἀποτελεῖ τὴ θεολογικὴ ἔκφρα­ση τῆς βαθειᾆς ἐμπειρίας ποὺ εἶχε καὶ ποὺ ζοῦσε καὶ τὴν ὁποία διατυπώνει συχνὰ στὶς ἐπιστολές του.

῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ δίδεται δωρεὰν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἀρκεῖ μόνο ὁ ἀποδεχόμενος αὐτὴν ἄνθρωπος νὰ δια­κρίνεται γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή.

῾Η χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ χο­ρηγεῖ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ὄχι μόνο στὸν κάθε πιστό, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ᾿Εκκλησία. Τὰ διάφορα πνευματικὰ δῶ­ρα καὶ ἀξιώματα προέρχονται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς τῆς ᾿Εκκλησίας.

῎Ετσι ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Παύλου, ὅπως ἔχει παρα­τηρηθεῖ, εἶναι βέβαιο ὅτι προϋποθέτει ἀσφαλῶς τὸ περιεχό­μενο τῆς θεολογικῆς παραδόσεως τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ παρ­ου­­σίασή της δύναται νὰ θεωρηθῆ ὡς συμβολὴ τοῦ Παύλου στὸ πλαίσιο τοῦ γενικοῦ σωτηριολογικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ μὲ ἰδι­αίτερη ἔμφαση στὴν πρώτη ᾿Εκκλησία.

Τὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ ἀπο­τελοῦν, ἡ ζωή, ὁ θάνατος, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ δημι­ουργία τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως κατὰ διαφόρους τρόπους ἀπο­δεικνύει στοὺς ἀναγνῶστες τῶν ἐπιστολῶν του ὁ ἴδιος. Τὸ μυστήριο τὸ ἀποκεκρυμμένο ἀπὸ αἰώνων ἀποκαλύφθηκε τώρα στὸν κόσμο (Ρωμ. 16, 25. Α¢ Κορ. 2, 7-8. Κολ. 1, 26-27. ᾿Εφεσ. 1, 9. 3, 3ἑ. 9, 1ἑ.) μὲ τὴ θριαμβευτικὴ μάλιστα νί­κη τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκό­τους καὶ μὲ τὴ δημιουργία μιᾆς νέας κοινωνίας ἀνθρώ­πων, τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ὁποίας κεφαλὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύ­ριος καὶ ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἔργο τῆς χάρης τοῦ Θε­οῦ (Κολ. 1, 19. Γαλ. 1, 15. Α¢ Κορ. 1, 21. Φιλίππ. 2, 13, ᾿Εφ. 1, 8· 9) καὶ τῆς ἀγάπης Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους (Ρωμ. 9, 11. 8, 28. ᾿Εφ. 1, 11. 3, 11).

Μὲ τὴ δημιουργία τῆς ᾿Εκκλησίας συνδέεται ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας καὶ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴ δόξα του, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀνυπακοή του στὸ Θεὸ ἀμαύ­ρωσε τὸ κατ᾿ εἰκόνα του, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀντανάκλαση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχασε τὴ θεία δόξα, ἀπομακρυν­θεὶς ἀπὸ τὸ Θεὸ (Ρωμ. 5, 2ἑ.). Οἱ συνέπειες τῆς ἀνυπακοῆς ἐκείνης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου δίδουν τὴν εἰκόνα τοῦ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνθρώπου.

Στὴ σκέψη τοῦ Παύλου δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ κατάστα­ση τοῦ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνθρώπου καὶ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τους, χρησιμοποιώντας τοὺς χαρακτηριστικοὺς ὅρους, ἀπολύτρωση, δικαίωση, καταλ­λαγὴ κ.λπ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ ἱστορικὸς ᾿Ιησοῦς ἀποτελεῖ τὴ βά­ση τῆς Χριστολογίας του. Τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρω­πότητος συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἀναστάντα ᾿Ιησοῦ, καὶ σ᾿ αὐτὸ μεγάλη εἶναι ἡ συμβολὴ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τὸ ἔρ­γο τοῦ ὁποίου μέσα στὴν ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ θεῖο δῶρο σὲ κάθε πιστό, ἀλλὰ ἡ θεία ἐκείνη ἐνέργεια ἐντὸς τῆς ᾿Εκκλη­σίας ποὺ δημιουργεῖ μέσα στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία τὴν ἀπὸ κοινοῦ ζωή· ὅπως καὶ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη, ὡς κατ᾿ ἐξοχὴν καρπὸς τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἄσκηση μιᾆς ἀ­ρετῆς, ἀλλὰ ἡ ἔντονη ἀμοιβαιότητα καὶ κοινωνία ἀνά­μεσα στὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας.

῾Η ᾿Εκκλησία ὡς νέα κοινωνία καὶ τὰ μέλη της, ἀποτε­­λοῦν τὸ σῶμα, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. ῾Η εἰκόνα αὐτὴ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ στὸν Παῦλο, γιατὶ μ᾿ αὐτὴν ἀφ᾿ ἑνὸς δηλώνεται ἡ ὀργανικὴ ἑνότητα τῆς ᾿Εκ­κλησίας καὶ ἡ ἀμοιβαιότητα μεταξὺ τῶν μελῶν της (Ρωμ. 12, 4-5) καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τονίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ, ὡς κεφαλή, μὲ τὸ σῶμα του, τὴν ᾿Εκκλησία.

῾Η ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύ­ματος, ἀφοῦ αὐτὸ συνιστᾆ τὸ θεσμὸ τῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ εἶναι, κατὰ τὸν Παῦλο, “ἡ κοινωνία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος” (Α¢ Κορ. 13, 13). Στὴν ᾿Εκκλησία εἰσέρχεται κανεὶς μὲ τὸ βά­πτισμα, ποὺ σημαίνει τὸ θάνατο τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἔγερσή του σὲ μιὰ νέα ἐν Χριστῷ ζωὴ μὲ τὸν ἀ­ναστάν­τα Χριστό. ῾Η ἀληθινὴ δὲ κοινωνία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵ­ματος τοῦ Κυρίου ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἐνσυνείδητη συμ­με­τοχὴ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας (Α¢ Κορ. 11, 26).

Τὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἄρχισε μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ᾿Εκκλησία (Ρωμ. 1, 2. Α¢ Κορ. 2, 7. Κολ. 1, 26), καὶ ὅταν “ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου” (Γαλ. 4, 4) καὶ πραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπαγγε­λίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν δοθεῖ στὴν Π.Δ. (Ρωμ. 1, 2), τὰ πάντα ἔγιναν πλέον “καινά” (Β¢ Κορ. 5, 17).

Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο ἄρχισε μία νέα ἀνθρωπότητα καὶ κατὰ συνέπεια ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀρ­χὴ τοῦ τέλους καὶ μέχρι νὰ φθάσει τὸ τέλος, στὸ διάστημα αὐτό, τὰ ἔσχατα, συντελεῖται διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μία ἀνακαίνιση· ἡ κατάσταση αὐτὴ κατὰ τὸν Παῦλο εἶναι ἡ ἐσχα­τολογία. ῾Η ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (Α¢ Κορ. 1, 8) θὰ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου, ὁπότε “μετὰ τῶν ἁγίων” αὐτοῦ θὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο, ὁρατὸ καὶ ἀ­όρατο (Α¢ Κορ. 6, 2) καὶ θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του.

Προμηνύματα τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρονται στὴ δευ­τέρα πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή, ὅπου ὑπενθυμίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε διδάξει καὶ σ᾿ αὐτοὺς καὶ σ᾿ ὅλους προφο­ρικά, γι᾿ αὐτὸ καὶ τελικὰ συνιστᾆ: “ἀδελφοὶ στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπι­στολῆς ἡμῶν” (Β¢ Θεσ. 2, 15).



Γ. ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

Οἱ σωζόμενες ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου ἀποτελοῦν τὰ πρῶ­τα σωζόμενα, περιστασιακὰ γραπτὰ μνημεῖα τῆς Κ.Δ.

Δὲν εἶναι συστηματικὰ ἔργα οὔτε ἐπιδιώκουν νὰ ἀνα­πτύξουν κατὰ τρόπο συστηματικὸ κάποια θεολογικὰ θέμα­τα, ἀλλὰ προσπαθοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν σὲ πρακτικὲς ἀνάγ­κες καὶ νὰ δώσουν λύσεις καὶ ἀπαντήσεις σὲ διάφορα ἐρω­τήματα ποὺ παρουσιάζονταν στὶς ᾿Εκκλησίες, τὶς ὁποῖες εἶχε ἱδρύσει ἢ νὰ ἀντιμετωπίσουν κάποια συγκεκριμένα θέματα ποὺ ἀνέκυψαν ἀπὸ παρανοήσεις τῆς διδασκαλίας του. Μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἀναπτύξεως αὐτῶν τῶν θεμάτων ὁ Παῦλος εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναπτύξει καὶ κάποια θεολογικὰ θέμα­τα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀναδεικνύεται ὁ μεγαλύτερος θεολόγος τῆς ᾿Εκκλησίας.

Οἱ ἐπιστολές του παρουσιάζουν σχεδὸν τὰ ἴδια χαρα­κτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστολογραφίας τῆς ἐ­ποχῆς του. Δηλαδὴ προοίμιο μὲ τὸν ἀποστολέα, τὸν παρα­λήπτη καὶ τὸ χαιρετισμό· στὴ συνέχεια τὴν ἀνάπτυξη τοῦ θέ­μα­τος καὶ τέλος τὶς παραινέσεις καὶ τοὺς χαιρετισμούς. ῾Ο Παῦλος συνή­θιζε νὰ ὑπαγορεύει τὶς ἐπιστολές του καὶ στὸ τέλος γιὰ νὰ δη­λώσει τὴ γνησιότητά τους πρόσθετε ἰδιό­χει­ρο χαιρετισμὸ (βλ. Ρωμ. 16, 22. Α¢ Κορ. 16, 21. Γαλ. 6, 11. Κολ. 4,18. Β¢ Θεσ. 3, 17. Φιλήμ. 19). Οἱ ὅποιες παρουσια­ζό­μενες τυχὸν διαφορὲς ὕφους ἢ λεξιλογίου μποροῦν νὰ ἀπο­δο­θοῦν στὴ φραστικὴ διατύπωση τῶν σκέψεών του ἀπὸ τοὺς γραμμα­τεῖς συνεργάτες του.

᾿Ανάλογα πρὸς ποιοὺς ἀπευθύνονται καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ παραλῆπτες τους οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου μποροῦν νὰ διακριθοῦν σὲ διάφορες κατηγορίες: α) ῾Η μία κατηγορία, εἶναι οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύνονται σὲ μιὰ συγκεκριμένη ᾿Εκκλησία, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιστολὲς ἐκεῖνες ποὺ ἀπευθύνον­ται πρὸς Θεσσαλονικεῖς (Α¢ καὶ Β¢), πρὸς Κορινθίους (Α¢ καὶ Β¢), πρὸς Φιλιππησίους, πρὸς Κολοσσαεῖς. β) ῎Αλλη κα­τηγορία, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύ­νονται γενικὰ σὲ μιὰ ὁμάδα ᾿Εκκλησιῶν καὶ ἀποκαλοῦνται “ἐγκύκλιες ἐπιστολές”, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιστολὲς ἐκεῖνες ποὺ ἀπευθύνονται πρὸς ᾿Εφεσίους καὶ πιθανὸν πρὸς Ρωμαίους. γ) Τρίτη κατηγορία, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύνονται σὲ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, ὅπως εἶ­ναι οἱ ἐπιστολὲς πρὸς Τιμόθεο (Α¢ καὶ Β¢), Τί­το, Φιλήμονα. δ) ῾Ως τέταρτη κατηγορία, μποροῦν νὰ θεω­ρη­θοῦν μερικὲς ἐπιστο­λὲς ποὺ γράφτηκαν κατὰ τὸ χρο­νικὸ διά­στημα ποὺ ἦταν φυ­λακισμένος, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἐπι­στολὲς αὐτὲς χαρακτηρίζον­ται ὡς “ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσί­ας” ἢ “τῶν δε­σμῶν”. Τέτοιες ἐπιστολὲς εἶναι οἱ πρὸς ᾿Εφε­σίους, Φιλιπ­πησίους, Κολοσσα­εῖς, Φιλήμονα καὶ ἡ Β¢ πρὸς Τιμόθεο. ε) Μερικὲς ἐπιστολές, ἀργότερα, λέγονται “Ποι­μαντικὲς ἐπιστολές” ἐπειδὴ ἀπευθύ­νονται σὲ ποιμένες τῶν διαφόρων ᾿Εκκλησιῶν, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιστολὲς πρὸς Τιμόθεο (Α¢ καὶ Β¢) καὶ πρὸς Τίτο.

Διάταξη τῶν ἐπιστολῶν. Στὸν κανόνα τῆς Κ.Δ. ἡ το­ποθέτηση τῶν ἐπιστολῶν κατὰ σειρὰ ἔγινε μὲ βάση τὴν ἔ­κ­τασή τους. ῎Ετσι πρώτη κατατάχθηκε ἡ πρὸς Ρωμαίους, λόγῳ τῆς μεγαλύτερης ἐκτάσεώς της ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἐπι­στολές του. ᾿Ακολουθοῦν, ἀνάλογα μὲ τὴν ἔκτασή τους, κατὰ σειρὰ οἱ ἐπιστολὲς Α¢ καὶ Β¢ πρὸς Κορινθίους, Γαλάτας, ᾿Ε­φε­σί­ους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Α¢ καὶ Β¢ Θεσσαλονι­κεῖς, Α¢ καὶ Β¢ Τιμόθεο, Τίτο καὶ τελευταία ἡ πρὸς Φιλή­μονα. ῾Η πρὸς ῾Εβραίους ἐπιστολὴ στὸν Κανόνα κατατάσσε­ται στὸ τέ­λος τῶν 13 ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου. ῞Ομως ὑπάρ­χει καὶ δια­φορετικὴ διάταξη τῶν ἐπιστολῶν σὲ κάποιες ἄλλες περι­πτώ­σεις. Σὲ μερικὰ δὲ χειρόγραφα προτάσσονται τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου οἱ 7 καθολικὲς ἐπιστολές, ἐπειδὴ οἱ συγγραφεῖς τους ἀνήκουν στὴν ὁμάδα τῶν δώδεκα ᾿Αποστόλων.

Γιὰ περισσότερα στοιχεῖα σχετικὰ μὲ ἐξειδικευμένα θεο­λογικά, ἱστορικά, χρονολογικὰ καὶ ἄλλα συναφῆ θέματα καθὼς καὶ γιὰ πληροφορίες περισσότερο λεπτομερεῖς σχετικὰ μὲ τὸ εἰ­δι­κότερο περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ καταφύγει στὰ ῾Ερμηνευτικὰ ῾Υπομνήματα καὶ στὶς εἰδικὲς εἰσαγωγὲς τῶν ἐπιστολῶν τῆς Κ. Διαθήκης ποὺ ἔχουν γραφεῖ κατὰ καιροὺς ἀπὸ εἰδικοὺς συγγραφεῖς.

Γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ χρησιμοποιήθηκαν βασικὰ ἔργα ῾Ελλήνων καὶ ξένων συγγραφέων ποὺ εἴτε ἄμε­σα εἴτε ἔμμεσα σχετίζονται ἢ ἀναφέρονται στὴν προσωπικό­τητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου.



Δ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α¢ ΕΛΛΗΝΙΚΗ: ᾿Αγουρίδου, Σ., Παῦλος (Εἰκο­νογράφημα τῆς ζω­ῆς, τοῦ ἔργου καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ ᾿Απο­στό­λου), (ἀνάτυπο τῆς ΘΗΕ τ. Ι¢), ᾿Αθῆναι 1966. Τοῦ ἰδίου, “῾Η ζωὴ καὶ τὸ ἔργον τοῦ Παύ­λου”, ΒΜ, τεῦχ. Β¢, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 161-214. Τοῦ ἰδίου, Εἰ­σ­α­γωγὴ εἰς τὴν Κ. Διαθήκην, ᾿Αθῆναι 1971. Τοῦ ἰδίου, “῾Η ἀπέλαση τοῦ Παύλου καὶ τῶν συνοδῶν του ἀπὸ τοὺς Φι­λίππους (Πρ. 16, 11-40)”, ΔΒΜ 3 (1984) Ν.Σ., σσ. 5-16. Τοῦ ἰδίου, “῾Ο Παῦλος στὴν ᾿Αθήνα” (Πρ. 17, 16-34), ΔΒΜ 4 (1985) Ν.Σ., σσ. 24-40. Τοῦ ἰδίου, “Τὰ δεσμὰ τοῦ Παύλου κατὰ τὶς Πράξεις τῶν ᾿Απο­στόλων (Πρ. 21, 27-28, 31)”, ΔΒΜ 8 (1989) 5-29. ᾿Ανδριοπούλου, Π., “῾Ο ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς χάριτος κατὰ τὸν ᾿Απόστολον Παῦλον, ᾿Αθῆναι 1963. ᾿Αντωνιάδου, Β., ᾿Εγ­χειρίδιον εἰσαγωγῆς εἰς τὰς ῾Αγίας Γρα­φάς, τ. Β¢, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Κ. Διαθήκην, ᾿Αθῆναι 1937. ᾿Αντωνιάδου, Ε., ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ἐν ᾿Αθήναις, ᾿Αθῆναι 1920. Βούλγαρη, Χρ., Νέα θεώρησις τῶν ἐρίδων τῆς ᾿Απο­στολικῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας τῆς Κορίνθου καὶ τῶν ἐν αὐτῇ ἀντιπάλων τοῦ ᾿Αποστόλου Παύ­λου, ᾿Αθήνα 1976. Τοῦ ἰδίου, Χρονολογία τῶν γεγονότων τοῦ βί­ου τοῦ ᾿Α­ποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 1983. Γαλάνη, ᾿Ι., “῾Ο ᾿Απόστο­λος Παῦλος καὶ ἡ Θεσσαλονίκη”, ΔΒΜ 4 (1985) 61-72. Γαλίτη, Γ., ῾Η πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου. Εἰσαγωγὴ - ῾Υπό­μνημα, Θεσσαλονίκη 1978. Γλαβίνα, ᾿Απ., Οἱ Δώδεκα ᾿Απόστολοι, Κα­τερίνη 1993. Δαμαλᾆ, Μ., ῾Ερμηνεία εἰς τὴν Κ. Διαθήκην, τ. Α¢, περιέχων τὴν Εἰσαγωγὴν εἰς τὴν ἑρμηνεί­αν ταύτην, ἐν ᾿Αθήναις 1878. Θωμοπούλου, Σωζ., “῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος, βιβλιογραφικὸν σχεδία­σμα (1819-1985)”, Θεολογία 60 (1989) 457-475. ᾿Ιωαννίδου, Β., Ο Παῦλος καὶ οἱ Στωϊ­κοὶ φιλόσοφοι, ᾿Αθῆναι 19572. Τοῦ ἰδίου, ῾Ο Μυ­στικισμὸς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 19577. Τοῦ ἰδίου, Εἰσα­γωγὴ εἰς τὴν Κ. Διαθήκη, ἐν ᾿Αθήναις 1960. Καλλινίκου, Κ., “῾Ο ᾿Από­στολος Παῦλος ὁ καταρράκτης τῆς πίστεως”, ᾿Επετ. ῾Εστίας Θεολ. Χάλκης, τ. Β¢, ἐν ᾿Αθήναις 1991. Κανατσούλη, Δ., ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦ­­λος εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ οἱ πρῶτοι χριστιανοί, (ἀνάτ.), Θεσσα­λο­νί­κη 1967. Καραβιδοπούλου, ᾿Ι., ᾿Ενδείξεις ἐκ τῶν ἐπιστολῶν τῆς αἰχ­μαλωσίας καὶ ἐκ τῆς παραδόσεως περὶ τῆς φυλακίσεως τοῦ ᾿Αποστ. Παύλου, Θεσσαλονίκη 1965. Τοῦ ἰδίου, ῾Η ἁμαρτία κατὰ τὸν ᾿Από­στολον Παῦλον, Θεσσαλονίκη 1968. Τοῦ ἰδίου, Εἰσαγωγὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983. Λούβαρη, Ν., Εἰσαγωγὴ εἰς τὰς περὶ Παῦλον σπουδάς, ᾿Αθῆναι 19602. ῾Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ᾿Από­στολος Παῦλος. Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν καὶ μνή­μην τοῦ ῾Αγίου καὶ ἐνδόξου ᾿Αποστόλου Παύλου, ἱδρυτοῦ τῆς ᾿Εκκλη­σίας Θεσ­σαλονίκης (22-24/11/1987), Θεσσαλονίκη 1989. Μιχαλοπού­λου, ᾿Α., ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος καὶ ἡ Νικόπολις ᾿Ηπείρου, ᾿Αθῆναι 1971. Μπάλλεστερ-Κυονβάλερ Παύλου, ῾Ιστορία τῆς ῾Ισπανικῆς ᾿Ορ­θοδοξί­ας, τ. Α¢, ᾿Αθῆναι 1961. Τοῦ ἰδίου, “Τὸ ταξείδιον καὶ τὸ ἔργον τοῦ ᾿Αποστό­λου Παύλου εἰς τὴν ῾Ισπανίαν”, ᾿Εκκλησία ΛΑ¢ (1954) 12ἑ. Νικολαΐ­δου, Σ., ῾Ο Παῦλος, ᾿Αθῆναι 1959. Οἰκονόμου, Χρ., “῾Ο ἀνθύπατος τῆς Κύπρου Σέργιος Παῦλος (Πρ. 13, 4-12)”. ΓΠ 72 (1989) 845-870. Παναγοπούλου, ᾿Ι., ῾Η θεολογικὴ μαρτυρία τῶν Πρά­ξεων τῶν ᾿Α­ποστόλων, ᾿Αθῆναι 1969. Τοῦ ἰδίου, ῾Η ἐκκλησία τῶν Προ­φη­τῶν. Τὸ προφητικὸν χάρισμα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῶν δύο πρώτων αἰώ­νων, ᾿Αθῆναι 1979. Τοῦ ἰδίου, Θεολογικὸ ὑπόμνημα στὶς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, Μέρος Α¢, κεφ. 1-8, 3, ᾿Αθήνα 1984. Τοῦ ἰδίου, “Τὰ χα­ρίσματα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος κατὰ τὸν ᾿Απόστολον Παῦλον”, ῾Εστία Θεολ. Χάλκης, Μνήμη Μητροπολίτου ᾿Ικονίου ᾿Ιακώβου, ἐν ᾿Αθήναις 1984, σσ. 157-166. Πανηγυρικὸς Τόμος ἑορτασμοῦ τῆς 1900ῆς ἐπε­τείου τῆς ἐλεύσεως τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου εἰς ῾Ελλάδα, ᾿Επιμελεία τοῦ Γεν. Γραμματέως τῆς ᾿Επιτροπῆς τοῦ ἑορτασμοῦ καθηγητοῦ ῾Αμίλ­κα Σ. ᾿Αλιβιζάτου, ἐν ᾿Αθήναις 1953. Παπαγεωργακοπούλου, ᾿Α., ῾Η περὶ πίστεως διδασκαλία τοῦ ᾿Απ. Παύλου, ᾿Αθῆναι 1962. Πα­παδο­πούλου, ᾿Αν., Οἱ Θεσσαλονικεῖς συνεργάτες τοῦ ᾿Απ. Παύλου, Θεσσα­λονίκη 1958. Παπαδοπούλου, Χρυσ., ῾Η Μικρὰ ᾿Ασία ὡς κέντρον δρά­σεως τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι ἄ.χρ. Παπαθω­μᾆ, Γρ., “Πῆγε ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος στὴν ῾Ισπανία;”, Θεολογία 60 (1989) 754-772. Πατρώνου, Γ., Βιβλικὲς προϋποθέσεις τῆς ῾Ιερα­ποστολῆς, ᾿Αθῆναι 1983. Τοῦ ἰδίου, “Τὸ ᾿Αποστολικὸν κήρυγμα στὴν πρώτη ᾿Εκκλησία”, Θεο­δρόμος 1 (1984) 365-426 καὶ 2 (1985) 53-140. Προκοπίου, Μητρο­πολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, ᾿Απόστολος Παῦλος καὶ Φίλιπποι. Τὸ βαπτιστήριον τῆς ῾Αγίας Λυδί­ας, Καβάλα 1994. Σάκ­κου, Στ., Μαθήματα εἰσαγωγῆς εἰς τὴν Και­νὴν Διαθήκην, Θεσσαλο­νίκη ἄ.ἐ. Τοῦ ἰδίου, Πέτρος καὶ ἡ Ρώμη, Α. ῾Η μαρτυρία τῆς Κ. Δια­θήκης, Θεσσαλονίκη 1989. Σιώτου, Μ., Εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἐπίσκε­ψιν τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου εἰς Θεσσαλονίκην, (ἀνάτ.), Θεσσαλονίκη 1953. Τοῦ ἰδίου, Τὸ ἔργον Μάρκου καὶ Βαρνάβα καὶ ἡ ἑνότης τῆς ᾿Αποστο­λικῆς ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι 1971. Τοῦ ἰδίου, “Προλεγόμενα εἰς τὴν ἑρμηνεί­αν τῆς πρὸς Γαλάτας ἐπιστολῆς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 1976. Τοῦ ἰδίου, Αἱ σχέσεις τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾆ πρὸς τὴν πόλιν τῶν Φιλίππων, Καβάλα 1980. Τοῦ ἰδίου, “῾Ο πολιτικὸς χαρακτὴρ τῶν ἀντι­πάλων τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, (ἀνάτυπο ΔΒΜ τ. 5, τεῦχ. 2-3), ᾿Α­θή­να 1978. Στεφανίδου, Β., ᾿Εκκλησιαστικὴ ῾Ιστορία, ᾿Αθῆναι 1948. Στο­­γιάννου, Β., Πέτρος παρὰ Παύλῳ, Θεσσαλονίκη 1968. Τοῦ ἰδίου, ᾿Ε­λευθε­ρία. ῾Η περὶ ἐλευθερίας διδασκαλία τοῦ ᾿Απ. Παύλου καὶ τῶν πνευμα­τικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του, Θεσσαλονίκη 1970. Τσάκωνα, Β., Τὸ φιλολογικὸν καὶ θεολογικὸν πρόβλημα τῆς θεότητος τοῦ Χρι­στοῦ εἰς τὸν ᾿Απόστολον Παῦλον, ᾿Αθῆναι 1960. Τρεμπέλα, Π., ῾Υπό­μνη­μα εἰς τὰς ἐπιστολὰς τῆς Καινῆς Διαθήκης, τ. Α¢, ᾿Αθῆναι 19562 καὶ τ. Β¢, ᾿Αθῆναι 1966. Φειδᾆ, Βλ., “῾Η ᾿Εκκλησία τῶν Φιλίππων κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες”, Πρακτικὰ τ. Α¢, Καβάλα 1987. Τοῦ ἰ­δίου, ᾿Εκκλησιαστικὴ ῾Ιστορία, τ. Α¢, ᾿Αθῆναι 1992. Φίλη, Λ., Τὸ πρό­­βλη­μα τῶν ἑβδομήκοντα ᾿Αποστόλων τοῦ Κυρίου, ἐν ᾿Αθῆναις 19712. Φιλιππίδου, Λ., ῾Η πρώτη πρὸς Τιμόθεον Ποιμαντικὴ ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Απ. Παύλου, ᾿Αθῆναι 1952. Τοῦ ἰδίου, ῾Ιστορία τῆς ἐποχῆς τῆς Και­νῆς Διαθήκης, ᾿Αθῆναι 1958. Χρήστου, Π., ῾Ο ᾿Απόστολος Βαρνάβας, ᾿Α­θῆναι 1951.
Β. ΞΕΝΗ: Caird, G. B., "Paul", ἐν Hastings Dictionary of the Bi­ble, 1963. Deissmann, A., Paul, transl. by W. E. Wilson, N. York 1957. Dodd, C. H., The meaning of Paul for Today, Fontana Books 1961. Holzner, J., Παῦλος (μετ. ῾Ιερωνύμου Κοτσώνη), ᾿Α­θῆναι 19677. Lightfoot, J. B., "The Chronology of St. Paul᾿s life and epistles" ἐν Biblical Essays, London 1983. Jewett, R., A Chro­no­logy of Paul᾿s Life, Philadelphia 1979. Raven, Ch., St Paul and the Gospel of Je­sus, London 1961. Renan, E., Παῦλος, (μετ. Γ. Βουτσινᾆ), ᾿Αθῆναι 1923. Weiss, J., Earliest Christianity, transl. by F. C. Grant, Harper Torchbooks, 1959. Whileley, D. E. H. The Theo­logy of St. Paul, Ox­ford 1964. Wright, E. καὶ Fuller, R., The book of the Acts of God, Anchor Books 1960.
Χ.Κ.

...επιστροφή
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης Κοινωνία της Πληροφορίας