ΠΑΥΛΟΣ, ᾿Απόστολος
ἱδρυτὴς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης
29 ᾿Ιουνίου
(Πληροφορίες καὶ στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωή, τὴ δραστηριότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου παρέχονται ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων καὶ ἀπὸ τὶς ἀποσπασματικὲς αὐτοβιογραφικὲς ἀναφορὲς τοῦ ἰδίου στὶς ἐπιστολές του· ὅπως Γαλ. 1, 1-2, 14. Α¢ 1 Κορ. 15, 8-9. Β¢ Κορ. 11, 22-12, 12. Ρωμ. 11, 1. Φιλ. 3, 4-6. Β¢ Τιμ. 1, 5 καὶ 3, 10-11 κ.ἀ. ῾Η σχετικὴ βιβλιογραφία ἀναφέρεται στὸ τέλος).
Α. Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
α. Πρὶν ἀπὸ τὴ μεταστροφή του
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας (Πρ. 22, 3) ἀπὸ ᾿Ιουδαίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμὶν (Ρωμ. 11, 1. Φιλ. 3, 5) ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὴ φυλὴ τοῦ ᾿Ιούδα θεωροῦνται οἱ μόνες καθαρὲς φυλές. Κατεῖχε τὴ ρωμαϊκὴ ὑπηκοότητα ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν Ρωμαῖος πολίτης, δικαίωμα τὸ ὁποῖο ἀπέκτησε καὶ ὁ ἴδιος (Πρ. 16, 37-38. 22, 27-28) καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται ὅτι ὁ κάτοχός του καταγόταν ἀπὸ τὰ ἀνώτερα στρώματα τῆς κοινωνίας τῆς Κιλικίας.
Στὸ ἑβραϊκό του ἀρχικὸ ὄνομα Σαοὺλ ἢ Σαῦλος (Πρ. 7, 58. 8, 1· 3. 9, 1· 4· 8· 11· 17· 22· 11, 25. 13, 2 καὶ ἰδίως 13, 9 “Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος” κ.ἀ.), κατὰ τὴ γνωστὴ τότε συνήθεια τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς διασπορᾆς νὰ χρησιμοποιοῦν διπλὴ ὀνομασία, προστέθηκε ἀργότερα δεύτερο ὄνομα -καὶ ὡς Ρωμαῖος πιὰ πολίτης- τὸ χρησιμοποιούμενο στὶς Πράξεις (13, 9) ἑλληνικὸ ἢ ρωμαϊκὸ ὄνομα Παῦλος, ὁμόηχο τοῦ ἰουδαϊκοῦ Σαῦλος (Σαῦλος-Παῦλος, κατὰ τὸ ᾿Ιησοῦς-᾿Ιάσων, ᾿Ιακώβ-᾿Ιάκωβος, ᾿Ιωσήφ-᾿Ιώσηπος κ.λπ.). ῾Η δεύτερη ὀνομασία δὲν ἦταν ἀσυνήθης ἐνέργεια στὶς εὐκατάστατες καὶ ὁπωσδήποτε σημαντικὲς ρωμαϊκὲς οἰκογένειες (Ρωμ. 1, 1).
῾Ο ῾Ιερώνυμος, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη του κάποια ἀρχαία παράδοση (στὸ ἔργο του De viris illustribus, PL 23, 645/B) ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα, Κίσχαλα (Gischala) τῆς Γαλιλαίας τῆς Παλαιστίνης, πρᾆγμα ποὺ σημαίνει ὅτι κάποιος, ἐνδεχομένως, ἀπὸ τοὺς προγόνους του καταγόταν ἀπὸ τὰ Κίσχαλα.
Κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του ὁ Παῦλος περιτμήθηκε, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καὶ νομοταγεῖς, ἂν καὶ ἦταν ἑλληνιστές, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἦταν ἑλληνιστὴς τῆς διασπορᾆς.
Στὴν Ταρσό, ὅπου πέρασε τὰ παιδικά του χρόνια, οἱ γονεῖς του φρόντισαν νὰ ἀποκτήσει τὴν καλύτερη καὶ ἀρτιότερη ἑλληνικὴ μόρφωση, ὅπως ἄλλωστε αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του. ᾿Εκεῖ ἔμαθε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ διδάχθηκε γενικότερα τὴν ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὸν τρόπο ζωῆς.
῾Η Ταρσός, κατὰ τὸν ἱστορικὸ Στράβωνα, στὰ χρόνια τοῦ ᾿Απ. Παύλου ἦταν πολὺ σημαντικὴ καὶ διάσημη γιὰ τὴν ἐποχή της πόλη. Θεωρεῖτο ἐφάμιλλη τῶν ᾿Αθηνῶν καὶ τῆς ᾿Αλεξανδρείας καὶ ἴσως μάλιστα ὑπερτεροῦσε στὰ γράμματα ἀπ᾿ αὐτές. ῏Ηταν κέντρο πολλῶν στωϊκῶν φιλοσόφων καὶ «τόπος πανάρχαιας, παγκόσμιας, ἐπικοινωνίας, τὸ σύνολο δύο πολιτισμῶν· τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ, τῆς Δύσεως καὶ τοῦ σημιτοβαβυλωνιακοῦ, τῆς ᾿Ανατολῆς. Τὸ περιβάλλον τῆς Ταρσοῦ, ὅπου ὁ Παῦλος μεγάλωσε... φανερώνει πὼς ἔχει ἑλληνιστικὴ ἐπίδραση, ποὺ στὸ σχολεῖο μέσα καὶ στὴ ζωή, ἦταν ἀδύνατο νὰ τὴν ἀποφύγουν οἱ ῾Εβραῖοι τῆς διασπορᾆς ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ... Σκεφτόταν (ὁ Παῦλος), μιλοῦσε κι ἔγραφε ἑλληνικὰ ὅπως στὴ μητρικὴ γλῶσσα...» (Holzner, Παῦλος μετ. ῾Ιερωνύμου, ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν, ᾿Αθῆναι 1967, σσ. 17-19).
Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸν ᾿Απ. Παῦλο, ὅταν ἀναφερόμενος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν πόλη τῆς καταγωγῆς του, λέγει ὅτι “ἐγὼ ἄνθρωπος μέν εἰμι ᾿Ιουδαῖος Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης” (Πρ. 21, 39).
Στὴν πόλη αὐτὴ ἡ ᾿Ιουδαϊκὴ παροικία διατηροῦσε τὰ ἤθη καὶ ἔθιμά της καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωή της γύρω ἀπὸ τὴ Συναγωγὴ ποὺ ἦταν τὸ πνευματικὸ κέντρο. ῾Η Συναγωγὴ ἀποτελοῦσε ἐπίσης τὸ κέντρο τῆς λατρείας τῆς θρησκείας, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς διδαχῆς τοῦ λόγου καὶ τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Γαλουχημένος ὁ Παῦλος μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ περιβάλλον εὐσεβείας ἄκουσε γιὰ τὸ σεβασμὸ στοὺς Πατριάρχες καὶ στοὺς Προφῆτες καὶ διδάχθηκε γιὰ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου μὲ ζῆλο. Μεγαλωμένος σ᾿ ἕνα τέτοιο αὐστηρὸ θρησκευτικὸ ἰουδαϊκὸ περιβάλλον ὁ Παῦλος ἀπέκτησε βαθειὰ συνείδηση τῆς μεγάλης σημασίας ποὺ εἶχε ἡ τήρηση τοῦ Νόμου γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ λαοῦ τοῦ ᾿Ισραήλ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλπίδα ἀπελευθερώσεώς του ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους.
᾿Ανεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ἀνατράφηκε καὶ τὴν ὅποια ἐπίδραση μπορεῖ νὰ ἄσκησε αὐτὸ ἐπάνω του, ὁ Παῦλος διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα του καὶ τὴν ἀντικειμενικὴ κρίση του καὶ εἶχε τὴν ἱκανότητα κάτω ἀπὸ τέτοιες προϋποθέσεις νὰ διαμορφώσει ὁπωσδήποτε προσωπικὲς ἀντικειμενικὲς ἀπόψεις γιὰ τὸν ἐθνικὸ κόσμο μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦσε.
῎Ετσι ἔμαθε τὴ μητρική του γλῶσσα καὶ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα πιὸ πολὺ σὲ ἰουδαϊκὸ παρὰ σὲ ἑλληνικὸ περιβάλλον καὶ ἡ παίδευσή του καὶ ἡ ὅλη ἀνατροφή του ἦταν αὐστηρὰ ραββινικὴ καὶ ἑβραϊκή. ῎Αλλωστε ἡ ἑβραϊκή-ἀραμαϊκὴ γλῶσσα θὰ πρέπει νὰ ὁμιλεῖτο καὶ στὸ σπίτι του, γιατὶ ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ εὐχέρειά του νὰ προσφωνήσει ἀργότερα τοὺς συγκεντρωμένους στὰ ῾Ιεροσόλυμα “τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ” (Πρ. 22, 2).
῾Ο ᾿Απ. Παῦλος δὲν ἀρκέσθηκε στὴν παραπάνω ἑλληνικὴ μόρφωση ποὺ ἀπέκτησε στὴ γενέτειρά του Ταρσό, ἀλλὰ πῆγε στὰ ῾Ιεροσόλυμα γιὰ νὰ τὴ συμπληρώσει μὲ σπουδὲς τοῦ Νόμου κοντὰ σὲ σοφοὺς ραββίνους τῆς ῾Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσας τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ. ῾Η ἀπόφασή του νὰ μεταβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα δείχνει ἀφ᾿ ἑνὸς τὴ συντηρητικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ περιβάλλοντος ἀπὸ τὸ ὁποῖο προερχόταν καὶ ἀκόμη τὴν πρόθεσή του νὰ γνωρίσει πληρέστερα καὶ καλύτερα τὸ Νόμο, ὡς καταγόμενος ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ τῆς διασπορᾆς καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα τῆς οἰκογενείας του.
Μάλιστα στὶς Πράξεις (23, 16) ἀναφέρεται ὅτι στὰ ῾Ιεροσόλυμα ὑπῆρχε ἀνεψιὸς τοῦ Παύλου, υἱὸς τῆς ἀδελφῆς του. Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε ἔγγαμη ἀδελφὴ ἐγκατεστημένη στὰ ῾Ιεροσόλυμα, στὴν οἰκία τῆς ὁποίας ἴσως διέμενε ὁ ἴδιος κατὰ τὸ διάστημα τῶν ἐκεῖ σπουδῶν του. Καὶ αὐτός, ἐνδεχομένως, νὰ ὑπῆρξε καὶ ἕνας ἀκόμη λόγος ἢ ὁ κύριος λόγος νὰ μεταβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα γιὰ συμπληρωματικὲς σπουδές.
Στὰ ῾Ιεροσόλυμα ὁ Παῦλος σπούδασε παρὰ τοὺς πόδας τοῦ συνετοῦ φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιὴλ (πρεσβύτερου ἐγγονοῦ τοῦ Χιλλέλ), ὁ ὁποῖος ἦταν “τίμιος παντὶ τῷ λαῷ” καί, κατὰ τὸ Ταλμούδ, ἦταν γνώστης τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας καὶ ἐνεθάρρυνε τὶς ἑλληνικὲς σπουδές. ᾿Απὸ αὐτὸν τὸν φαρισαῖο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ὁ Παῦλος διδάχθηκε, ὅσο λίγοι, τὴν ἰουδαϊκὴ θεολογία καὶ ἔτσι τὸ ὕφος του, ἡ θεολογικὴ μέθοδος καὶ ἡ χρήση τῆς Γραφῆς τὸν ἐμφανίζουν ραββῖνο τῆς πιὸ αὐστηρῆς καὶ καθαρῆς μορφῆς· ἐνωρὶς ἐντάχθηκε στὴν τάξη τῶν Φαρισαίων, ἂν βέβαια δὲν ἀνῆκε σ᾿ αὐτὴν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, καὶ ἔγινε ζηλωτὴς καὶ βαθὺς γνώστης ὄχι μόνο θεωρητικὰ ἀλλὰ καὶ πρακτικὰ τῶν πιὸ σπουδαίων καὶ σημαντικῶν ζητημάτων τοῦ Νόμου. ῎Ετσι διέθετε ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια ἑνὸς ἄριστα καταρτισμένου νομοδιδασκάλου καὶ ἐπιδέξιου χειριστοῦ τῆς ραββινικῆς διαλεκτικῆς.
Γι᾿ αὐτὸ δικαιολογημένα ἔγραψε “ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ (῾Ιερουσαλήμ) παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατ᾿ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῴου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ” (Πρ. 22, 3). Μὲ τὰ λεγόμενά του θέλει νὰ δείξει ὅτι αὐτός, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ τῆς διασπορᾆς καὶ ἀνατράφηκε μέσα σὲ ἐθνικὸ περιβάλλον, ὄχι μόνο δὲν ὑστεροῦσε ἀλλὰ ἀντίθετα ὑπερτεροῦσε, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε, πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες συμμαθητές του, λόγω τῆς προόδου του στὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ τοῦ ζήλου ποὺ εἶχε γιὰ τὶς πατροπαράδοτες παραδόσεις. Σχετικὰ λέγει: “καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων” (Γαλ. 1, 14 καὶ Πρ. 26, 4).
Στὰ ῾Ιεροσόλυμα ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παραπάνω σπουδές του ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ ποὺ τὸν βοήθησε ἀργότερα, ἀσκώντας την, νὰ συντηρεῖται καὶ νὰ μὴν ἐπιβαρύνει τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν στὶς ὁποῖες ἐκήρυττε: “καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμενε παρ᾿ αὐτοῖς καὶ ἠργάζετο” (Πρ. 18, 4). ῾Η ἐκμάθηση τέχνης ἀποτελοῦσε συνήθεια τῶν ᾿Ιουδαίων λογίων καὶ μάλιστα τῶν ραββίνων ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωσή τους γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουν τὴ συντήρησή τους.
῾Ο Παῦλος συνεδύαζε τὴν ἰουδαϊκὴ καταγωγή, τὴ θρησκεία καὶ θεολογικὴ κατάρτιση μὲ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ γλῶσσα. ῎Ετσι ἐμφανίζεται ὡς κάτοχος διπλῆς παιδείας.
῎Αλλωστε ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐπιστολές του φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε ὁπωσδήποτε γνώσεις τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, (ἴσως ὄχι τόσο τῆς συστηματικῆς φιλοσοφίας), ὅπως καὶ τῶν φιλοσοφικῶν θρησκευτικῶν κινημάτων τῆς ἐποχῆς του σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ χρησιμοποιεῖ φράσεις ἀρχαίων ῾Ελλήνων συγγραφέων καὶ “τῶν καθ᾿ ὑμᾆς ποιητῶν”. ῎Ετσι στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τίτο, ἐπίσκοπο Κρήτης, χρησιμοποιεῖ τὴ φράση τοῦ συμπατριώτη του ᾿Επιμενίδη: “Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί” (Τιτ. 1, 12). Στὴν πρὸς Κορινθίους πρώτη ἐπιστολή του χρησιμοποιεῖ τὴ φράση τοῦ Μενάνδρου, ᾿Αθηναίου ποιητῆ τοῦ 4ου αἰ. π.Χ.: “φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί” (Α¢ Κορ. 15, 33). ᾿Επίσης στὶς Πράξεις ἀναφέρεται φράση τοῦ ἀστρονόμου καὶ ποιητῆ ᾿Αράτου (315-240) ἀπὸ τὸ ἔργο “῎Ενοπτρα καὶ Φαινόμενα” καὶ τοῦ Κλεάνθους (4ος αἰ. π.Χ.) τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ ὁ Παῦλος: “Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν” καὶ ἄλλες.
Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω ὁ Παῦλος δὲν ἦταν κάτοχος μόνο τῆς ἰουδαϊκῆς μορφώσεως ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνικῆς. Καὶ ἡ ὁποιαδήποτε ἄποψη, ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι μόνο ἡ ἰουδαϊκὴ ἢ ἡ ἑλληνικὴ μόρφωση ἐπέδρασε περισσότερο στὴ διαμόρφωση τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του, ὅπως αὐτὴ ἐκτίθεται στὶς ἐπιστολές του, θεωρεῖται μονόπλευρη καὶ μονομερής, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Παῦλος, ὅπως εἴδαμε, ἀπὸ παιδὶ διδάχθηκε τὴν πατροπαράδοτη ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ὅπως καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία τῆς ἐποχῆς του καὶ ἦταν γνώστης τῶν προβλημάτων τῆς ἀνήσυχης ἐποχῆς του. Γνώριζε συνεπῶς νὰ χρησιμοποιεῖ ἀπὸ τὴν κάθε μιὰ ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὸ ἔργο του.
῎Ετσι οἱ συνθῆκες τόσο τοῦ περιβάλλοντος, ὅπου γεννήθηκε, ὅσο καὶ τῆς ἐν γένει μορφώσεώς του μὲ τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία τὸν προετοίμασαν νὰ γίνει ὁ κατάλληλος γιὰ νὰ ἐργασθεῖ καὶ νὰ μεταδώσει τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ᾿Ιουδαίους καὶ ᾿Εθνικοὺς καὶ νὰ ἐπιτύχει τὴν προσέγγιση καὶ ἕνωσή τους μὲ τὸ Χριστὸ (᾿Εφ. 3, 1-12). ῎Επρεπε λοιπὸν νὰ ἔχει (καὶ τὰ εἶχε) τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν κόσμο αὐτόν, ἐφ᾿ ὅσον οἱ μὲν ᾿Ιουδαῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι κατεῖχαν τὴ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία, οἱ δὲ Ρωμαῖοι ὅτι ἦταν οἱ κυρίαρχοι τῆς τότε οἰκουμένης, ἐνῶ οἱ ῞Ελληνες ἐμφανίζονταν, ἀκόμη, κάτοχοι τῆς παιδείας, τῆς φιλοσοφίας καὶ γενικὰ τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ποὺ χρησιμοποιόταν ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
῾Ο Παῦλος διακρινόταν γιὰ τὸ ζῆλο στὸ ἔργο του, τὴν ἀγαθότητα τῶν προθέσεών του καὶ τὶς φυσικὲς ἱκανότητες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος, τὴν ἀνησυχία καὶ δυναμικότητά του, προσόντα τὰ ὁποῖα ἀνέμεναν τὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ ἀξιοποιηθοῦν. Αὐτὴ ἡ ἐμπνευσμένη καὶ δυναμικὴ προσωπικότητα ἔγινε τελικὰ τὸ ὄργανο τῆς θείας χάρης καὶ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου. ῎Αλλωστε μέσα στὸ στάδιο τῆς θείας βουλῆς τόσο οἱ ἀνθρώπινες ἱκανότητες ὅσο καὶ γενικότερα ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στὴν πορεία τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας καὶ καθοδηγοῦνται στὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἄφησε τὴν ἱκανὴ αὐτὴ προσωπικότητα νὰ συνεχίσει νὰ στρέφεται ἐναντίον τῶν πιστῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Μαρτυρίες ὅτι ὁ Παῦλος ἐγνώρισε κατ᾿ ἄνθρωπο τὸν Κύριο δὲν ἔχομε, ἐκτὸς ἀπὸ κάποιο ὑπαινιγμὸ τοῦ ἰδίου: “εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν” (Β¢ Κορ. 5, 16). Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐπισκέφθηκε τὰ ῾Ιεροσόλυμα μετὰ τὸ 30.
Κατὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου “νεανίας” ἀκόμη φύλαγε τὰ ροῦχα ποὺ ἀπέθεσαν στὰ πόδια του ἐκεῖνοι ποὺ λιθοβόλησαν τὸν πρωτομάρτυρα: “καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου” (Πρ. 7, 59). Καὶ μάλιστα, ὅπως ἀναφέρεται στὴ συνέχεια (Πρ. 7, 60), “Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ”, δηλ. ἐπεδοκίμαζε τὴ θανάτωση τοῦ Στεφάνου καὶ ἀκόμη ὅτι ὁ “Σαῦλος ἐλυμαίνετο τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τοὺς οἴκους εἰσπορευόμενος, σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου εἰς φυλακήν” (Πρ. 8, 3), γεγονὸς ποὺ φανερώνει ὅτι δὲν ἦταν πιὰ “νεανίας” ἀλλ᾿ ὁπωσδήποτε πιὸ ὥριμος, ἔφηβος. Καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ μποροῦμε ἴσως νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ Παῦλος γεννήθηκε μεταξὺ τοῦ 5 καὶ 15 μ.Χ., ἴσως γύρω στὸ 10 μ.Χ. καὶ ἦταν ἔτσι μικρότερος τοῦ ᾿Ιησοῦ κατὰ δέκα περίπου χρόνια.
Σχετικὰ μὲ τὴ στάση τοῦ Παύλου κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου παρατηρεῖται ὅτι ναὶ μὲν ὁ Σαῦλος ἦταν φανατικὸς ἐχθρὸς τῶν χριστιανῶν καὶ ὅτι ἐστρέφετο ἐναντίον τους διώκοντάς τους, ὅμως δὲν ἦταν κακοήθης καὶ ψευδομάρτυρας καὶ ἡ δίωξη τῶν χριστιανῶν γινόταν ἀπὸ ἄγνοια τῆς ἀληθείας καὶ λόγω τῆς ἀγωγῆς του ἀπὸ τὸ φανατικὸ φαρισαϊκὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ἀνατράφηκε. ῞Ο,τι ἔκανε, θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι τὸ ἔκανε ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀγάπη του γιὰ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου καί, ὅπως λέγεται, δὲν ἦταν διαστρεβλωτὴς τῆς ἀληθείας, οὔτε ἕνας ἐξωμότης, ἀλλὰ μᾆλλον ἕνας ἁγνὸς πατριώτης, πιστὸς στὴν πάτρια θρησκεία καὶ ζηλωτὴς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.
Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἦταν καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε τοποθετηθεῖ ἐπικεφαλῆς ὁμάδος ἐπιφορτισμένης μὲ τὴν καταδίωξη τῶν χριστιανῶν, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἦταν ἀντίθετοι μὲ τὴν πατροπαράδοτη πίστη του. Εἶχε χρηματίσει δηλαδὴ ὡς ἀπόστολος τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ, διώκοντας μὲ φανατισμὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ: “καὶ κατὰ πάσας τὰς συναγωγὰς πολλάκις τιμωρῶν αὐτοὺς ἠνάγκαζον βλασφημεῖν, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις” (Πρ. 26, 11) καὶ “ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν” (Γαλ. 1, 13), ἐπειδὴ θεωροῦσε βλασφημία τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ὅτι δηλ. ὁ θανατωθεὶς τόσο ἀτιμωτικὰ καὶ σταυρωθεὶς ἀνάμεσα σὲ δύο ληστὲς ᾿Ιησοῦς ἦταν ὁ προφητευθεὶς καὶ προσδοκώμενος Μεσσίας τοῦ ᾿Ισραήλ.
Αὐτὸν λοιπὸν τὸ ζηλωτὴ καὶ φανατικὸ πιστὸ ᾿Ιουδαῖο μὲ τὴ μεγάλη καὶ ἄδολη ἀγάπη γιὰ τὴ θρησκεία του καὶ τὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεών του γιὰ τὶς ἐνέργειές του ἐναντίον τῶν “ἀλλοπίστων” ἐπέλεξε καὶ κυριολεκτικὰ ἅρπαξε ὁ Κύριος καὶ τὸν ἔκανε ὄργανό του γιὰ νὰ κηρύξει τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου του· τὸν ἔκανε ᾿Απόστολό Του στὰ ἔθνη τῆς νέας πίστεως καὶ “σκεῦος ἐκλογῆς του... εἰς τὸ βαστᾆσαι τὸ ὄνομά του ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων καὶ υἱῶν ᾿Ισραήλ”. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἄφησε τὸ θρησκευτικὸ ζῆλο τοῦ Παύλου νὰ στραφεῖ ἀπὸ ἄγνοια ἐναντίον του, ὅταν τοῦ ἀνετέθη ἡ ἀποστολὴ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν τῆς Δαμασκοῦ μὲ τὴν ἔγκριση μάλιστα τοῦ ᾿Αρχιερέα· “῾Ο δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ, ᾐτήσατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς ῾Ιερουσαλήμ” (Πρ. 9, 1-2).
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοῦ φανερώθηκε καὶ τὸν ἔφερε στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια. ῎Ετσι, ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ μετὰ τὴ θαυματουργικὴ θεία ἐπέμβαση, ὁ Παῦλος ἀνεγνώρισε τὸ ἄσκοπο τῶν διωγμῶν του σὲ βάρος τῶν Χριστιανῶν καὶ ἔγινε στὸ ἑξῆς ὁ θερμότερος ὀπαδὸς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἀκούραστος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο μετέφερε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.
᾿Απὸ τότε ἡ ζωή του ταυτίζεται μὲ τὴν ἱστορία τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου σὲ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Καὶ ὅπως ὁ ἴδιος γράφει ἀργότερα, “ὅτε εὐδόκησε ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ” (Γαλ. 1, 15), τὸν ὅρισε ὡς ᾿Απόστολό του καὶ τὸν μετέβαλε ἀπὸ διώκτη του σὲ κήρυκα τοῦ λόγου του.
β. ῾Η μεταστροφή του
Μὲ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, κατὰ ὑπερφυσικὸ καὶ μοναδικὸ τρόπο, τὸν κάλεσε στὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου, χωρὶς νὰ προηγηθεῖ καμμιὰ ψυχολογικὴ προετοιμασία ἢ κάποια σχετικὴ ἔνδειξη ἢ προειδοποίηση, ὅπως δέχονται μερικοὶ συγγραφεῖς.
῾Η ἐμφάνιση ὅμως αὐτὴ δὲν ἦταν μιὰ ὑποκειμενικὴ ἀντίληψη τοῦ Παύλου, ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς ἀντικειμενικὸ καὶ ἱστορικό, καθὼς συνάγεται τοῦτο καὶ ἀπὸ τὴ σημασία ποὺ τοῦ ἀποδίδει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος. Τὸ ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀποκαλύψεις καὶ ὀπτασίες, ποὺ κατὰ καιροὺς εἶχαν γίνει σ᾿ αὐτὸν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἁρπαγή του μέχρι τοῦ τρίτου οὐρανοῦ γιὰ τὴν ὁποία, ὅπως ὁμολογεῖ, δὲν ἦταν βέβαιος ἂν ἦταν σωματικὴ ἢ ὄχι (Β¢ Κορ. 12, 2). ᾿Αντιθέτως, γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ᾿Ιησοῦ στὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι ὑπῆρξε σωματική, καὶ μάλιστα τὴ συναριθμεῖ μὲ τὶς λοιπὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγιναν στοὺς ᾿Αποστόλους κατὰ τὶς 40 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάληψή του (Α¢ Κορ. 15, 5-9) καὶ τὴν προβάλλει, βεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι καὶ αὐτὸς εἶδε τὸν Κύριο (Α¢ Κορ. 9, 1). Συνεπῶς δικαιοῦται νὰ λέγεται καὶ αὐτὸς ᾿Απόστολος, ἀφοῦ κλήθηκε ἀμέσως καὶ ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ τὸν Κύριο.
῾Η μεταστροφὴ τοῦ Παύλου ἔγινε ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ καὶ ὑπῆρξε τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Παῦλο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ τοὺς Χριστιανούς. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ ὁ Παῦλος μεταμορφώθηκε σὲ ἄλλο ἄνθρωπο μὲ νέες ἐπιδιώξεις καὶ νέους ὁραματισμούς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ στιγμὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ὁρόσημο τῆς ζωῆς του καὶ τὴν ἀφετηρία μιᾆς νέας πορείας, ἀντίθετης ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἀκολουθοῦσε μέχρι τότε, καὶ γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία. ῾Η ζωή του χωρίσθηκε στὰ δύο, στὴ μέχρι τότε περίοδο τῆς ζωῆς του, ὡς διώκτη τῶν Χριστιανῶν καὶ στὴ νέα, ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς, τελείως διαφορετικῆς ἀπὸ τὴν προηγούμενη, μιᾆς νέας περιόδου τῆς ζωῆς του, ἡ ὁποία κατευθύνεται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος γιὰ νὰ ὑπηρετήσει νέους στόχους, νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο.
Τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονὸς τῆς μεταστροφῆς τοῦ Παύλου περιγράφεται ἀναλυτικὰ σὲ τρεῖς παράλληλες διηγήσεις στὶς Πράξεις, 9, 1-29. 22, 3-21 καὶ 26, 9-21, (ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς ποὺ κάνει ὁ ἴδιος στὶς ἐπιστολές του, ὅπως Γαλ. 1, 13ἑ. Α¢ Κορ. 11, 1 καὶ 15, 8. Φιλιπ. 3, 12. ᾿Εφεσ. 3, 3). Οἱ διηγήσεις αὐτὲς ἂν καὶ παρουσιάζουν κάποιες παραλλαγὲς στὶς λεπτομέρειες, μποροῦν νὰ ἐναρμονισθοῦν μεταξύ τους καὶ νὰ ἐμφανισθοῦν ὅτι συμφωνοῦν στὶς κύριες γραμμὲς καὶ φαίνεται ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Παῦλο.
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὶς μαρτυρίες αὐτὲς ὁ Παῦλος δὲ μεταστράφηκε καὶ δὲν ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ κάποιο μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, ᾿Απόστολο ἢ κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου του, ἀλλὰ κλήθηκε ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστὸ στὸ ἀποστολικὸ ἔργο του καὶ ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο ᾿Απόστολος τῶν ἐθνῶν. Συγκεκριμένα, στὶς Πράξεις 9, 1-29 ἀναφέρεται ὅτι ὁ Παῦλος, καθὼς ἐπορεύετο ἀπὸ τὴν ῾Ιερουσαλὴμ στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ συλλάβει ἄνδρες καὶ γυναῖκες χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει δεμένους στὴν ῾Ιερουσαλήμ, ξαφνικὰ ἄστραψε ἕνα φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔπεσε καταγῆς καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέγει: “Σαούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις;” Καὶ ὁ Παῦλος ἐρώτησε· “ποιός εἶσαι Κύριε;”. Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: “᾿Εγὼ εἶμαι ὁ ᾿Ιησοῦς, τὸν ὁποῖον ἐσὺ καταδιώκεις. ῞Ομως σήκω τώρα καὶ πήγαινε στὴν πόλη, ὅπου ἐκεῖ θὰ σοῦ ποῦν τί πρέπει νὰ κάνεις”. “Οἱ ἄνδρες ποὺ τὸν συνόδευαν ἔμειναν κατάπληκτοι γιατὶ ἐνῶ ἄκουαν τὴ φωνὴ δὲν ἔβλεπαν κανένα”. Μόνο ὁ Παῦλος εἶδε τὸν Κύριο, ἐνῶ οἱ συνοδοί του ἀντελήφθηκαν ὅτι κάτι τὸ ἔκτακτο συνέβη. ῎Ετσι τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐμφανίσεως καὶ φωνῆς εἶναι καὶ ἀντικειμενικὰ μαρτυρημένο. Τελικά, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες, ὁδήγησαν τὸν Παῦλο στὴ Δαμασκὸ καὶ ἐκεῖ γιὰ τρεῖς ἡμέρες ἔμεινε τυφλός, χωρὶς νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ τίποτε.
Στὴ Δαμασκὸ τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιος μαθητὴς ὀνόματι ᾿Ανανίας, ὁ ὁποῖος παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Παῦλο, λόγω τῆς φήμης του ὡς διώκτη τῶν χριστιανῶν, (καί) ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: “πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν... ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν” (Πρ. 9, 15-16), ἔθεσε τὰ χέρια του ἐπάνω στὸ Σαῦλο καὶ τοῦ εἶπε: “ἀδελφέ, ὁ Κύριος ποὺ σοῦ φανερώθηκε στὸ δρόμο, μὲ ἔστειλε γιὰ νὰ ξαναβρεῖς τὸ φῶς σου καὶ νὰ φωτισθεῖς ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα”. ᾿Αμέσως καθάρισαν τὰ μάτια του, ξαναβρῆκε τὸ φῶς, σηκώθηκε, βαπτίσθηκε καὶ ἀφοῦ ἔφαγε ἐνδυναμώθηκε. ᾿Εκεῖ δέχθηκε τὴν κατήχηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀσφαλῶς ἀναθεώρησε καθ᾿ ὁλοκληρία τὴ φαρισαϊκὴ ἑρμηνεία τῆς Π.Δ. καὶ τὴν ὅλη συγκρότησή του σύμφωνα πλέον μὲ τὴ νέα ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο. Στὴ συνέχεια μετέβη στὴν ᾿Αραβικὴ ἔρημο, στὸ βασίλειο τῶν Ναβαταίων, νότια τῆς Δαμασκοῦ, παρ᾿ ὅτι τοῦτο δὲν ἀναφέρεται ρητῶς στὶς Πράξεις, προκειμένου πιθανὸν νὰ ἀποφύγει τοὺς διῶκτες του καὶ ἀργότερα ξαναγύρισε στὴ Δαμασκὸ ὅπου ἄρχισε τὸ κηρυκτικὸ ἔργο του γιὰ μιὰ τριετία: “ἀλλ᾿ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν” (Γαλ. 1, 17).
Στὴ Δαμασκὸ ἔμεινε μερικὲς ἡμέρες μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκήρυττε στὶς Συναγωγὲς ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν κατάπληξη σὲ ὅλους ὅσοι τὸν ἄκουαν καὶ ἀποροῦντες ἔλεγαν: “αὐτὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατεδίωκε στὴν ῾Ιερουσαλὴμ ὅσους πίστευαν στὸν ᾿Ιησοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸ σκοπὸ δὲν ἔχει ἔλθει ἐδῶ γιὰ νὰ τοὺς συλλάβει καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει δεμένους στοὺς ᾿Αρχιερεῖς;” (Πρ. 9, 20-22).
᾿Αντίθετα ὁ Παῦλος ἐνισχυόταν πιὸ πολὺ καὶ προκαλοῦσε σύγχυση στοὺς ᾿Ιουδαίους τῆς Δαμασκοῦ μὲ τὸ κήρυγμά του, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. ῞Υστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες οἱ ᾿Ιουδαῖοι κατέληξαν τελικὰ στὴν ἀπόφαση νὰ τὸν θανατώσουν καὶ γι᾿ αὐτὸ παραφύλαγαν τὶς πύλες ἐξόδου ἡμέρα καὶ νύχτα. ῾Η ἐχθρότητα καὶ ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τῶν ᾿Ιουδαίων, τὴν ὁποία πληροφορήθηκε, ἀνάγκασαν τὸν Παῦλο νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Δαμασκό, “λαβόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ νυκτὸς καθῆκαν διὰ τοῦ τείχους χαλάσαντες ἐν σπυρίδι” (9, 23-25).
᾿Εναντίον τοῦ Παύλου ὑποχρεώθηκε νὰ κινηθεῖ καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Ναβαταίων (Β¢ Κορ. 11, 32-33), ὕστερα ἀπὸ καταγγελίες τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς Δαμασκοῦ. Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ ὁ Παῦλος κατέφυγε στὴν ῾Ιερουσαλὴμ (37-38) γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ᾿Αποστόλους καὶ τὸν Πέτρο, κοντὰ στοὺς ὁποίους παρέμεινε 15 ἡμέρες καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶδε κανένα ἄλλο ἀπὸ τοὺς ᾿Αποστόλους παρὰ μόνο τὸν ᾿Ιάκωβο “τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου”, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος (Γαλ. 1, 18-19) καὶ παρότι προσπαθοῦσε νὰ προσκολληθεῖ στοὺς μαθητὲς ἐκεῖνοι ἦταν ἐπιφυλακτικοὶ μαζί του ἐπειδὴ τὸν ἐφοβοῦντο ὡς διώκτη τους. Τελικά, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, τὸν παρέλαβε ὁ Βαρνάβας ὁ ὁποῖος τὸν ὁδήγησε στοὺς ἄλλους ᾿Αποστόλους καὶ διηγήθηκε τὸ θαῦμα τῆς μεταστροφῆς του, “πῶς ἐν ὁδῷ εἶδε τὸν Κύριο, ὁ Κύριος ἐλάλησε σ᾿ αὐτὸν καὶ πῶς εἶχε τώρα τὴν παρρησία νὰ κηρύττει τὸν ᾿Ιησοῦν” (Πρ. 9, 26-28). ῎Ετσι ἔγινε δεκτὸς καὶ ἄρχισε νὰ συναναστρέφεται τοὺς μαθητὲς καὶ νὰ κηρύττει μὲ θάρρος τὸν ᾿Ιησοῦν.
Καὶ ἐδῶ ὅμως οἱ ἑλληνόφωνοι ῾Εβραῖοι-ἑλληνιστές, ἐπεδίωξαν νὰ τὸν θανατώσουν. ᾿Αλλὰ μόλις τὸ πληροφορήθηκαν οἱ ἀδελφοί, τὸν ὁδήγησαν στὴν Καισάρεια καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸν φυγάδευσαν στὴν πατρίδα του τὴν Ταρσό. Στὶς Πράξεις ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανισθεὶς “ἐν ἐκστάσει” τοῦ εἶπε: “σπεῦσον καὶ ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ διότι οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ” (22, 17-18). Προηγουμένως, ὅπως μᾆς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος, “ἦλθε στὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας” (Γαλ. 1, 21) κηρύττοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὴ ὅμως τὴν κηρυκτική του δραστηριότητα στὰ μέρη αὐτά, ποὺ πρέπει νὰ ἦταν σημαντική, δὲν ἔχομε κάποιες πληροφορίες οὔτε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἐκτὸς ἀπὸ φῆμες ποὺ εἶχαν οἱ ἄλλες ᾿Εκκλησίες, οἱ ὁποῖες καὶ ἐδόξασαν τὸ Θεὸ γι᾿ αὐτὸ (Γαλ. 1, 23-24).
Στὴ γενέτειρά του Ταρσὸ τὸν ἀνεζήτησε ἀργότερα ὁ Βαρνάβας καὶ τὸν μετέφερε στὴν ᾿Αντιόχεια γιὰ νὰ συνεχίσουν ἐκεῖ τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ ἐνισχύσουν τοὺς ἐκεῖ ἀδελφοὺς (Πρ. 12, 25). Στὴν ᾿Αντιόχεια ὡς γνωστόν, ὀνομάσθηκαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ γιὰ πρώτη φορὰ “Χριστιανοί” (Πρ. 11, 26). ᾿Από τὴν ᾿Αντιόχεια ταξίδεψαν καὶ πάλι στὰ ῾Ιεροσόλυμα (43-44) γιὰ νὰ μεταφέρουν βοηθήματα τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αντιοχείας στοὺς πτωχοὺς ἀδελφοὺς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ιερουσαλήμ, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν πεῖνα ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος (Πρ. 11, 27-30). Καὶ ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τὴν ἀποστολή τους ἐπέστρεψαν πάλι στὴν ᾿Αντιόχεια, παίρνοντας μαζί τους καὶ τὸν ᾿Ιωάννη, τὸν ἐπονομαζόμενο Μάρκο (Πρ. 12, 25).
᾿Απὸ τὴν ᾿Αντιόχεια ἄρχισε ἡ Α¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία (44-45 ἢ 47-48) κατὰ τὸν ἑξῆς χαρακτηριστικὸ τρόπο: καθὼς προσεύχονταν σὲ κάποια λειτουργικὴ σύναξη μερικοὶ προφῆτες καὶ διδάσκαλοι μαζὶ μὲ τοὺς Βαρνάβα καὶ Παῦλο καὶ μετὰ ἀπὸ κάποια χαρισματικὴ ἀποκάλυψη, τὸ ῞Αγ. Πνεῦμα εἶπε νὰ ξεχωρίσουν τοὺς Βαρνάβα καὶ Παῦλο γιὰ τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖο τοὺς εἶχε καλέσει.
Καὶ πράγματι, ὕστερα ἀπὸ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ ἀφοῦ ἔβαλαν τὰ χέρια οἱ προφῆτες τῆς ᾿Αντιοχείας ἐπάνω στοὺς Βαρνάβα καὶ Παῦλο, τοὺς ἀπέστειλαν στὸ μεγάλο ἱεραποστολικὸ ἔργο ἀνάμεσα στοὺς ἐθνικοὺς (Πρ. 13, 1-3). ῎Ετσι ἄρχισε τὶς περιοδεῖες του ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος στὰ ἔθνη.
γ. ῾Η Α¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία (44-45 ἢ 46-47 ἢ 47-48)
Γιὰ τὴν πρώτη ᾿Αποστολικὴ περιοδεία μᾆς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις (κεφ. 13 καὶ 14). ᾿Αρχηγὸς τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Βαρνάβας καὶ αὐτὴ περιελάμβανε τὴ Σελεύκεια, ὁλόκληρη τὴν Κύπρο, τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας, τὴν ᾿Αντιόχεια τῆς Πισιδίας καὶ τὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας μέχρι τὸ ᾿Ικόνιο, τὰ Λύστρα καὶ τὴ Δέρβη.
Π(Σ)αῦλος καὶ Βαρνάβας στὴν Κύπρο. ῾Ο Βαρνάβας καὶ ὁ Παῦλος, ἔχοντες ὡς βοηθό τους τὸν ᾿Ιωάννη-Μάρκο, κατέβηκαν στὴ Σελεύκεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ πλοῖο διαπεραιώθηκαν στὴ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου, κηρύττοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἀρχικὰ στὶς Συναγωγὲς τῶν ᾿Ιουδαίων. Στὴ συνέχεια καὶ μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ ἀνθυπάτου Σεργίου Παύλου, πῆγαν στὴν Πάφο, ὅπου συνάντησαν κάποιο μάγο, ψευδοπροφήτη ᾿Ιουδαῖο, ὀνόματι Βαριησοῦ (= ᾿Ελύμας), ὁ ὁποῖος τοὺς προέβαλε ἐμπόδια στὸ ἔργο τους καὶ τοὺς δημιουργοῦσε δυσκολίες, ἀποτρέποντας τὸν ἀνθύπατο Σέργιο Παῦλο νὰ πιστέψει στὸ κήρυγμά τους. Τότε ὁ Σαῦλος, ποὺ στὸ ἑξῆς μετονομάζεται Παῦλος, κυριευθεὶς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο ἀναγκάζεται νὰ τὸν καταρασθεῖ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τυφλωθεῖ γιὰ ἕνα διάστημα καὶ νὰ παύσει νὰ διαστρέφει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Βλέποντας ὁ ἀνθύπατος τὸ περιστατικὸ αὐτό-θαῦμα, ἐντυπωσιάσθηκε τόσο πολὺ γιὰ τὴ δύναμη τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, ὥστε ἐπίστεψε καὶ αὐτὸς (Πρ. 13, 4-14).
Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα στὴν ᾿Αντιόχεια τῆς Πισιδίας. ᾿Απὸ τὶς Πράξεις πληροφορούμαστε ὅτι στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνοδοί του ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Πάφο καὶ πῆγαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας, ὅπου τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ ᾿Ιωάννης-Μάρκος καὶ γύρισε στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ἐνῶ αὐτοὶ συνέχισαν τὴν περιοδεία τους καὶ ἀπὸ τὴν Πέργη ἔφθασαν στὴν ᾿Αντιόχεια τῆς Πισιδίας, στὴν ὁποία ἐκήρυξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴ Συναγωγή, ὕστερα ἀπὸ παράκληση τῶν ἀρχισυναγώγων. Αὐτὸ γινόταν καὶ στὴ συνέχεια καὶ στὶς διάφορες ἄλλες πόλεις, ποὺ ἐπισκεπτόταν ὁ Παῦλος, ἀρχίζοντας τὸ κήρυγμά του πάντοτε ἀπὸ τὴ Συναγωγὴ καὶ τοὺς προσηλύτους τῆς κάθε πόλεως. Καὶ αὐτὸ γινόταν γιατὶ ὁ Παῦλος ἔβρισκε στὴν Π.Δ. βάση νὰ συνεχίσει κατόπιν τὴ διδασκαλία του γιὰ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, τὸν ὁποῖο προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες.
Καὶ στὴ Συναγωγὴ τῆς ᾿Αντιόχειας τῆς Πισιδίας τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου περιελάμβανε ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνήθιζε νὰ χρησιμοποιεῖ ἐνώπιον τῶν ᾿Ιουδαίων γιὰ νὰ τοὺς πείσει νὰ δεχθοῦν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. ᾿Επειδὴ ὅμως οἱ ᾿Ιουδαῖοι δὲν πείθονταν πάντοτε, ἀπευθυνόταν στοὺς προσηλύτους, οἱ ὁποῖοι δέχονταν εὐκολότερα τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἐνέργειά τους αὐτὴ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας εἶχαν τὸ θάρρος νὰ τὴν ἐξηγήσουν στοὺς ὁμοεθνεῖς τους, ὅτι δηλ. ἔπρεπε νὰ κηρύξουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ πρῶτα στοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ ἐφ᾿ ὅσον αὐτοὶ δὲν τοὺς ἐδέχονταν καὶ αὐτοκαταδικάζονταν στερούμενοι ἔτσι τὴν αἰώνια ζωή, τότε ἐστρέφοντο στοὺς ἐθνικοὺς (Πρ. 13, 46). ῎Αλλωστε αὐτὴ ἦταν καὶ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Παῦλο: “τέθηκά σε εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς” (Πρ. 13, 47). Τὸ κήρυγμά τους στοὺς ἐθνικοὺς τῆς ᾿Αντιοχείας φαίνεται ὅτι εἶχε καλὰ ἀποτελέσματα, γι᾿ αὐτὸ καὶ προκάλεσε τὴν ἐνόχληση στοὺς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι ξεσήκωσαν τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀρχὲς ἐναντίον τους μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς ἀναγκάσουν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ᾿Αντιόχεια καὶ νὰ ἔλθουν στὸ ᾿Ικόνιο (Πρ. 14, 1-52).
Καὶ στὴν πόλη αὐτὴ ἀκολουθοῦντες τὴ συνήθειά τους πῆγαν στὴ Συναγωγὴ καὶ ἀπευθύνθηκαν στοὺς ᾿Ιουδαίους, στοὺς ὁποίους μίλησαν μὲ πειστικότητα, ὥστε νὰ πιστέψει πλῆθος ᾿Ιουδαίων ἀλλὰ καὶ ᾿Εθνικῶν. ῞Οσοι ὅμως ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους δὲν πίστεψαν, ξεσήκωσαν τοὺς ᾿Εθνικοὺς ἐναντίον τους χωρὶς ἡ ἀντίδραση αὐτὴ νὰ πτοήσει τοὺς Παῦλο καὶ Βαρνάβα, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν ἀρκετὸ καιρὸ στὴν πόλη κηρύσσοντας μὲ παρρησία καὶ ἐμπιστευόμενοι τὸ ἔργο τους στὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἐβεβαίωνε τὸ μήνυμα τῆς χάρης Του μὲ τὰ ἐκπληκτικὰ θαύματα ποὺ τοὺς ἔδινε τὴ δύναμη νὰ ἐπιτελοῦν. Τελικὰ ἡ ἀντίδραση τῶν ᾿Ιουδαίων ἐπέφερε διχασμὸ στὸν πληθυσμὸ τῆς πόλεως καὶ ἄλλοι πῆγαν μὲ τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ ἄλλοι μὲ τοὺς ᾿Αποστόλους. ῞Οταν ὅμως ἡ κατάσταση ἄρχισε νὰ χειροτερεύει καὶ ἔφθασε σὲ κρίσιμο σημεῖο καὶ οἱ ἀντιτιθέμενοι (᾿Ιουδαῖοι καὶ ᾿Εθνικοί) μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντές τους ἐπρόκειτο νὰ τοὺς κακοποιήσουν καὶ νὰ τοὺς λιθοβολήσουν, οἱ Παῦλος καὶ Βαρνάβας, ἀπεφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ ᾿Ικόνιο καὶ νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ τὰ περίχωρά τους. ᾿Εκεῖ συνέχισαν τὸ κήρυγμά τους καὶ μάλιστα στὰ Λύστρα ὁ Παῦλος ἐθεράπευσε ἕνα ἐκ γενετῆς χωλό, ἀφοῦ πρῶτα διεπίστωσε ὅτι εἶχε τὴν πίστη γιὰ νὰ θεραπευθεῖ (Πρ. 14, 8-10).
Τὸ θαῦμα αὐτὸ προκάλεσε κατάπληξη στοὺς κατοίκους ποὺ νόμισαν ὅτι “οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν” σ᾿ αὐτοὺς καὶ ὀνόμασαν τὸν μὲν Βαρνάβα Δία, τὸν δὲ Παῦλο ῾Ερμῆ, ἐπειδὴ αὐτὸς κυρίως μιλοῦσε· καὶ μάλιστα ὁ ἱερέας προσκόμισε ταύρους καὶ στεφάνια καὶ ἑτοίμαζαν μὲ ὅλο τὸ πλῆθος νὰ τοὺς προσφέρουν θυσία. Μόλις οἱ ᾿Απόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος ἀντελήφθηκαν τί ἤθελαν νὰ κάνουν ἀντέδρασαν, λέγοντες ὅτι καὶ αὐτοὶ εἶναι κοινοὶ ἄνθρωποι σὰν καὶ ἐκείνους· πάντως ἐπωφελήθηκαν ἀπὸ τὴν εὐκαιρία καὶ κήρυξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπιστροφή τους στὸ ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὴν πίστη τους στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Τελικὰ ἀπέτρεψαν τὸ πλῆθος ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του αὐτὲς καὶ “μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς” (Πρ. 14, 10-18). ᾿Εν τῷ μεταξὺ ἦλθαν μερικοὶ ᾿Ιουδαῖοι ἀπὸ τὴν ᾿Αντιόχεια καὶ τὸ ᾿Ικόνιο καὶ ἀφοῦ παρέσυραν μέρος τοῦ ὄχλου, ἐπετέθηκαν στοὺς ᾿Αποστόλους καὶ λιθοβόλησαν τὸν Παῦλο, τὸν ὁποῖο νομίζοντες ὅτι ἦταν νεκρός, τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Προσῆλθαν ὅμως οἱ μαθητές, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέλαβαν καὶ τὸν μετέφεραν πάλι στὴν πόλη καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα κατέφυγαν στὴ Δέρβη (Πρ. 14, 19-20).
Στὴ Δέρβη ἀφοῦ κήρυξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκαναν πολλοὺς χριστιανούς, ἐπέστρεψαν καὶ πάλι ἀπὸ τὶς ἴδιες πόλεις, Λύστρα, ᾿Ικόνιο καὶ ᾿Αντιόχεια, γιὰ νὰ στηρίξουν καὶ νὰ συμβουλέψουν τοὺς πιστοὺς τῶν πόλεων αὐτῶν, στὶς ὁποῖες μάλιστα ἐχειροτόνησαν καὶ πρεσβυτέρους σὲ κάθε μία ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ τοὺς ποιμαίνουν. ῞Υστερα, διασχίζοντες τὴν Πισιδία καὶ Παμφυλία ἦλθαν καὶ ἐκήρυξαν στὴν Πέργη, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν ᾿Αττάλεια καὶ κατέληξαν, διαπλεύσαντες, στὴν ᾿Αντιόχεια, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν ἀρχίσει τὴν περιοδεία τους (Πρ. 14, 21-28). Στὴν ᾿Αντιόχεια διηγήθηκαν στὴν ᾿Εκκλησία τὰ ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς μὲ τὸ κήρυγμά τους στὶς περιοχὲς ποὺ ἐπισκέφθηκαν καὶ ὅτι ἔτσι ὁ Θεὸς ἄνοιξε στοὺς ᾿Εθνικοὺς τὴ θύρα τῆς πίστεως.
Τὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὴν πρώτη ᾿Αποστολικὴ περιοδεία ἦταν ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν ᾿Αποστόλων Παύλου καὶ Βαρνάβα ἴσως δὲν εἶχε τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα στοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ δημιουργοῦν χριστιανικὲς κοινότητες ἀνάλογες μὲ ἐκείνη τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αντιοχείας, στὴν ὁποία ἡ πλειονότητα ἦταν ᾿Ιουδαῖοι. Δημιουργήθηκαν ὅμως χριστιανικὲς κοινότητες ἀποτελούμενες κατὰ τὴν πλειονότητά τους ἀπὸ ᾿Εθνικούς, παρὰ τὶς σκληρὲς ἀντιδράσεις καὶ τοὺς διωγμοὺς ποὺ συνάντησαν.
Τελικὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ δεχθεῖ ὅτι τὰ ἀποτελέσματα τῆς Α¢ ᾿Αποστολικῆς περιοδείας δὲν ἦταν καὶ ἄσχημα, ἀλλὰ μᾆλλον ἐπιτυχημένα. Βέβαια ἡ ἐπιτυχία αὐτὴ προκάλεσε, ὅπως ἀναμενόταν, ἀναταραχὴ ἀνάμεσα στοὺς ἰουδαΐζοντες, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τοὺς προσηλύτους ᾿Εθνικοὺς τὴν περιτομή. ῾Η διένεξη αὐτὴ ἔλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις, ὅταν ἰουδαΐζοντες ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὰ ῾Ιεροσόλυμα ἔφθασαν στὴν ᾿Αντιόχεια καὶ ἐδίδασκαν στοὺς πιστοὺς ὅτι ἡ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ ἡ περιτομὴ γιὰ κάθε προσερχόμενο πιστὸ εἶναι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὴν πραγματοποίηση καὶ ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας. Βέβαια οἱ διδασκαλίες αὐτὲς προκάλεσαν ἀναστάτωση στοὺς χριστιανοὺς τῆς ᾿Αντιοχείας γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποφασίσθηκε νὰ μεταβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα μία ἐπιτροπὴ ἀποτελουμένη ἀπὸ τοὺς Παῦλο, Βαρνάβα καὶ ἄλλους πιστοὺς γιὰ νὰ ἐκθέσουν στοὺς ᾿Αποστόλους καὶ Πρεσβυτέρους τὶς διδασκαλίες αὐτὲς τῶν ἰουδαϊζόντων (Πρ. 15, 1-3).
᾿Εξ αἰτίας λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ προβλήματος, προκλήθηκε ἡ σύγκληση τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου στὰ ῾Ιεροσόλυμα (48 ἢ περίπου 49-50). ῾Η σύνοδος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ θέμα ποὺ ἀνέκυψε καὶ τὸ ὁποῖο ἦταν πολὺ σοβαρό, ἀφοῦ ἀναφερόταν στὸ θέμα τῆς σωτηρίας. Δηλαδὴ ἀμφισβητεῖτο ἂν εἶναι δυνατὸ νὰ σωθεῖ κανεὶς μόνο μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ καὶ μὲ τὴ Χάρη ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἢ ἀπαιτεῖται ἀκόμη ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ ἡ περιτομή, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἰουδαΐζοντες.
δ. ᾿Αποστολικὴ Σύνοδος τῶν ῾Ιεροσολύμων (Πρ. 15, 1ἑ. καὶ Γαλ. 2, 1-10)
Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τῶν Πράξεων (15, 6ἑ.) συγκεντρώθηκαν στὰ ῾Ιεροσόλυμα οἱ ᾿Απόστολοι καὶ οἱ Πρεσβύτεροι γιὰ νὰ ἐξετάσουν τὸ παραπάνω θέμα ποὺ ἀνέκυψε καὶ ὅλοι μὲ προεξάρχοντα τὸν ᾿Ιάκωβο τὸν ἀδελφόθεο καὶ τὸν Πέτρο τάχθηκαν μὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ Παύλου, ὅτι δηλ. οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὶ δὲν ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ τηροῦν τὶς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου γιατὶ εἶναι ἀρκετὲς γιὰ τὴ σωτηρία τους ἡ πίστη καὶ ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου. Μάλιστα ὁ Πέτρος διευκρίνησε ὅτι καὶ σ᾿ αὐτὸν φανερώθηκε ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε μὲ ὅραμα (Πρ. 10, 9-11, 17-22) ὅτι καὶ οἱ ᾿Εθνικοὶ ἀποκτοῦσαν ἀμέσως τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα μὲ τὴν πίστη τους, τὴ βάπτιση καὶ τὴν ἁγνὴ ζωή τους καὶ μετὰ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ δέχθηκαν ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, καὶ ὅτι ἦταν περιττὴ ἡ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ ἡ περιτομή. ῎Αλλωστε αὐτὰ δὲν ὠφελοῦσαν οὔτε τοὺς ᾿Ιουδαίους ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ μόνο μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ θεία χάρη μποροῦσαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ βροῦν τὴ σωτηρία τους.
Στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τὸ μόνο περιορισμὸ ποὺ ἐπέβαλαν στοὺς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, μὲ πρόταση τοῦ ᾿Ιακώβου, καὶ αὐτὸν γιὰ χάρη τῆς ἐλεύθερης ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἀπέφευγαν ὁρισμένα τρόφιμα ὡς ἀκάθαρτα ἀπὸ τὸ Νόμο, ἦταν νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, ἀπὸ τὸ αἷμα ὡς τροφή, ἀπὸ τὰ πνικτὰ καὶ ἀπὸ τὴν πορνεία (Πρ. 21, 25 καὶ 15, 20· 29). Τὰ ἀποφασισθέντα τῆς Συνόδου αὐτῆς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ιερουσαλὴμ ἔστειλαν πρὸς τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῆς ᾿Αντιοχείας καὶ Κιλικίας μὲ τοὺς Παῦλο καὶ Βαρνάβα στοὺς ὁποίους πρόσθεσαν καὶ τὸ Σίλα καὶ τὸν ᾿Ιούδα τοῦ Βαρσαβᾆ, προφῆτες καὶ διακεκριμένους ἄνδρες τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ιερουσαλήμ.
Στὴν ᾿Αποστολικὴ αὐτὴ Σύνοδο ἔγινε λόγος καὶ γιὰ τὶς περιοχὲς τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν ὁμάδων τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Πέτρου καὶ ἀκόμη γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἐπετέλεσαν οἱ ᾿Απόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας καὶ τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζεται ἀπὸ “σημεῖα καὶ τέρατα” ἤτοι ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς μέσω αὐτῶν στοὺς ᾿Εθνικοὺς (Πρ. 15, 12). ᾿Αναφέρθηκε ἐπίσης καὶ ἡ ὑποχρέωση ποὺ ἀνέλαβε ὁ Παῦλος νὰ διενεργεῖ λογεῖες-ἐράνους μεταξὺ τῶν ᾿Εθνικῶν χριστιανῶν τῶν διαφόρων πόλεων ποὺ περιόδευε γιὰ τοὺς πτωχοὺς χριστιανοὺς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ἕνα δεῖγμα ἑνότητος καὶ ἀλληλεγγύης μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸν ἔρανο αὐτὸν ἐφρόντιζε ὁ Παῦλος νὰ κάνει σ᾿ ὅλες τὶς πόλεις τῶν περιοδειῶν του.
῞Οταν οἱ ἀπεσταλμένοι ἔφθασαν στὴν ᾿Αντιόχεια, συγκέντρωσαν τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς παρέδωσαν τὴν ἐπιστολὴ τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου· ἐπίσης τοὺς συμβούλεψαν καὶ τοὺς ἐνίσχυσαν καὶ ἀφοῦ ἔμειναν λίγο καιρὸ ἀνεχώρησαν ἐπιστρέφοντες στοὺς ᾿Αποστόλους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σίλα ποὺ θεώρησε καλὸ νὰ μείνει ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς Παῦλο καὶ Βαρνάβα, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν στὴν ᾿Αντιόχεια συνεχίζοντας τὴ διδασκαλία καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου.
ε. ῾Η Β¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία (τέλος 48-ἀρχὲς 52 ἢ
48/49-51/52)
Στὴν ᾿Αντιόχεια ὁ Παῦλος πρότεινε στὸ Βαρνάβα νὰ ἐπισκεφθοῦν ξανὰ τὶς ᾿Εκκλησίες ποὺ εἶχαν ἱδρύσει κατὰ τὴν πρώτη περιοδεία τους καὶ νὰ στηρίξουν τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν αὐτῶν. Οἱ δύο ᾿Απόστολοι ἐνῶ συμφώνησαν στὴν πρόταση διαφώνησαν στοὺς συνοδούς, γιατὶ ὁ Παῦλος δὲ δεχόταν νὰ πάρουν μαζί τους τὸν ᾿Ιωάννη-Μάρκο, ἀνεψιὸ τοῦ Βαρνάβα, ἐπειδὴ κατὰ τὴν πρώτη περιοδεία τοὺς εἶχε ἐγκαταλείψει στὴν Πέργη καὶ ἐπέστρεψε στὰ ῾Ιεροσόλυμα (Πρ. 13, 13). ῎Ετσι χωρίσθηκαν καὶ ὁ μὲν Βαρνάβας, παίρνοντας μαζί του τὸν ᾿Ιωάννη-Μάρκο, πῆγε στὴν Κύπρο, ὁ δὲ Παῦλος πῆρε γιὰ συνοδό του τὸ Σίλα καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ περιόδευσαν τὴ Συρία καὶ Κιλικία, στηρίζοντας τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν (Πρ 15, 36-41). ᾿Απὸ ἐκεῖ ἔφθασαν στὶς πόλεις Δέρβη καὶ Λύστρα, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Παῦλος παρέλαβε μαζί του τὸ δοκιμασμένο Τιμόθεο, τὸν ὁποῖο περιέτεμε γιὰ τοὺς ᾿Ιουδαίους, ἐπειδὴ ἦταν ἑλληνιστὴς καὶ συνέχισαν τὴν περιοδεία τους. Σὲ κάθε πόλη ποὺ περνοῦσαν γνωστοποιοῦσαν στοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν τὶς ἀποφάσεις τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου τῆς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τοὺς προέτρεπαν νὰ τὶς ἀποδεχθοῦν. Κατόπιν διέσχισαν τὴ Φρυγία καὶ τὴ Γαλατικὴ χώρα, ὅπου ὅμως παρέμειναν ἀναγκαστικά, λόγω ἀσθενείας τοῦ Παύλου καὶ ἔτσι κήρυξε καὶ ἐκεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ ἐπιτυχία (Γαλ. 4, 13-15).
Μὲ ὑπόδειξη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδηγοῦσε σ᾿ ὅλη τὴν πορεία τους, παρέκαμψαν τὴ ρωμαϊκὴ ἐπαρχία τῆς ᾿Ασίας, τὴ Μυσία, καὶ χωρὶς νὰ εἰσέλθουν στὴ Βιθυνία πορεύθηκαν ΒΔ καὶ κατέληξαν στὴν Τρωάδα.
Εὑρισκόμενοι στὴν Τρωάδα καὶ ἐνῶ πιθανὸν διελογίζετο ὁ Παῦλος ἂν ἔπρεπε νὰ περάσει στὴν ἀντίπερα ἀκτὴ γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ δηλ. στὴ Μακεδονία καὶ ῾Ελλάδα, σὲ εὐρωπαϊκὸ πιὰ ἔδαφος, τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο τὸν καθοδήγησε καὶ πάλι. ᾿Εμφανίστηκε κάποιος ἄνδρας Μακεδόνας κατ᾿ ὄναρ “παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν” (Πρ. 16, 10). Τὸ ὅραμα αὐτὸ ὁ Παῦλος τὸ θεώρησε ὡς θεία κλήση γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Τρωάδα, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸ Σίλα καὶ Τιμόθεο στοὺς ὁποίους προστέθηκε καὶ ὁ ἰατρὸς Λουκᾆς καὶ μέσῳ Σαμοθράκης τὴν ἑπομένη ἔφθασαν στὴ Νεάπολη καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους (Πρ. 16, 11-12).
1. ῾Ο Παῦλος στοὺς Φιλίππους
῞Οπως μᾆς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις, ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνοδοί του ἔμειναν λίγες ἡμέρες στοὺς Φιλίππους καὶ ἐκήρυξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἔχοντας καλὰ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ προσήλκυσαν πολλοὺς χριστιανούς. “᾿Εξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρὰ τὸν ποταμόν, οὗ ἐνομίζετο προσευχὴ εἶναι” (Πρ. 16, 13) καὶ ἐκεῖ συνάντησαν τὶς σεβόμενες τὸ Θεὸ γυναῖκες πρὸς τὶς ὁποῖες ὁ Παῦλος μίλησε μὲ ἀποτέλεσμα μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς ἡ πορφυρόπωλις Λυδία, νὰ δεχθεῖ τὸ φωτισμὸ τοῦ Κυρίου, νὰ βαπτισθεῖ μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά της καὶ μὲ ἐπίμονες παρακλήσεις νὰ πείσει τοὺς ᾿Αποστόλους νὰ μείνουν στὸ σπίτι της. ᾿Εκεῖ ὁ Παῦλος ἐθεράπευσε τὴ μαντευομένη παιδίσκη, ποὺ ἀπέδιδε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της, οἱ ὁποῖοι καὶ κατήγγειλαν τὸ γεγονὸς στὶς ἀρχές, μὲ ἐπακόλουθο τὴ σύλληψη τοῦ Παύλου καὶ τῶν συνοδῶν του, τὴ δίκη τους στὴν ἀγορὰ μὲ τὴν κατηγορία ὅτι διαταράσσουν τὴν πόλη, κηρύττοντας ἰδέες καὶ ἤθη ξένα στοὺς Ρωμαίους. ᾿Αποτέλεσμα τῆς δίκης ἦταν νὰ καταδικασθοῦν σὲ σκληροὺς ραβδισμοὺς καὶ σὲ ἐγκλεισμὸ στὴ φυλακή. ᾿Αλλὰ οἱ προσευχὲς καὶ οἱ δοξολογίες τῶν φυλακισμένων καθὼς καὶ ἕνας ἰσχυρὸς σεισμὸς εἶχαν ὡς συνέπεια νὰ ἀνοίξουν οἱ πόρτες τοῦ δεσμωτηρίου καὶ νὰ λυθοῦν τὰ δεσμὰ τῶν φυλακισμένων. Τοῦτο ἀνησύχησε τὸ δεσμοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἀποπειράθηκε νὰ σκοτωθεῖ, ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι οἱ φυλακισμένοι δραπέτευσαν, ἀλλὰ ἡ παρέμβαση τοῦ Παύλου ὄχι μόνον τοῦ ἔσωσε τὴ ζωή, ἀλλὰ τὸν κατήχησε καὶ ἐβάπτισε αὐτὸν καὶ ὅλη τὴν οἰκογένειά του. Στὴ συνέχεια οἱ στρατηγοὶ τῆς πόλεως διέταξαν τὴν ἀπελευθέρωση τῶν ᾿Αποστόλων, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Παῦλος ἐπικαλέσθηκε τὴν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτη, ποὺ εἶχε, ἦλθαν οἱ ἴδιοι καὶ τοὺς παρεκάλεσαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλη. Πράγματι ὁ Παῦλος καὶ ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ συνάντησαν τοὺς λίγους πιστοὺς στὴν οἰκία τῆς Λυδίας καὶ εὐχαρίστησαν τὸ Θεό, ἀνεχώρησαν μέσῳ ᾿Αμφιπόλεως καὶ ᾿Απολλωνίας γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη (Πρ. 16, 14-40).
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς πρώτης αὐτῆς ἐπισκέψεώς του ὁ ᾿Απ. Παῦλος (49 περίπου) στοὺς Φιλίππους ἵδρυσε τὴν πρώτη ᾿Εκκλησία στὸ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος, ποὺ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς περισσότερο ἀγαπημένες χριστιανικὲς κοινότητες, πρὸς τὴν ὁποία ἔδειξε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ στοργή, καὶ ἡ ὁποία ἐπίσης τοῦ ἔδειξε τὴν ἀφοσίωσή της καὶ τὸν ἐβοήθησε οἰκονομικὰ πολλὲς φορές, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει συχνὰ στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στὴν ᾿Εκκλησία αὐτή (Φιλ. 4, 16). Μὲ τὴν ᾿Εκκλησία τῶν Φιλίππων ὁ Παῦλος διατηροῦσε συνεχῆ ἐπικοινωνία εἴτε μὲ ἀπεσταλμένους του εἴτε μὲ ἐπιστολές του εἴτε μὲ αὐτοπρόσωπες ἐπισκέψεις του. Καὶ ὅπως εἶναι γνωστὸ ὁ Παῦλος ἐπισκέφθηκε τοὺς Φιλίππους ἄλλες τέσσερες φορὲς τουλάχιστον. Πάντως μὲ τὴν ἵδρυση τῆς ᾿Εκκλησίας στοὺς Φιλίππους, τὴν πρώτη σὲ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος, ὅπου ἡ ἰουδαϊκὴ παροικία ἦταν μᾆλλον μικρή, ἔχομε τὴν ἀπαρχὴ ἱδρύσεως χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν στὴ Μακεδονία καὶ λοιπὴ ῾Ελλάδα (᾿Αχαΐα), τὶς ὁποῖες ἀποτελοῦσαν κυρίως χριστιανοὶ ἐξ ἐθνῶν.
2. ῾Ο Παῦλος στὴ Θεσσαλονίκη καὶ Βέροια
῞Οπως γίνεται ἀντιληπτὸ ἡ παρουσία τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη καὶ γενικότερα στὴν ῾Ελλάδα δὲν ἦταν κάτι τὸ συνηθισμένο. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως κατανοητὴ ἡ μεγάλη σημασία τῆς ἐπισκέψεώς του καὶ νὰ ἐκτιμηθεῖ ἰδιαίτερα ἡ σπουδαιότητά της πρέπει νὰ συνδυασθεῖ μὲ τὰ γεγονότα ποὺ προηγήθηκαν καὶ τὰ ὁποῖα κατὰ κάποιο τρόπο τὴν προκάλεσαν.
῾Η δεύτερη αὐτὴ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία τοῦ ᾿Απ. Παύλου ἦταν ἰδιαίτερα σημαντικὴ γιὰ τὴν πορεία τῆς χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία ἄρχισε ἀμέσως μετὰ τὴν ᾿Αποστολικὴ Σύνοδο στὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἡ ὁποία δικαίωσε τὶς θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ ᾿Απ. Παύλου καὶ ἀνεγνώρισε τὸ ἐπιτελεσθὲν ἱεραποστολικὸ ἔργο του. Προέβη μάλιστα στὴν ἐπίσημη διακήρυξη ὅτι οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὶ δὲν εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ τηροῦν τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ παράλληλα ἐτόνισε τὸν παγκόσμιο καὶ οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα τοῦ μηνύματος τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ.
῎Ετσι ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Παύλου, μετὰ τοὺς Φιλίππους, στὴ Θεσσαλονίκη, ἀποτελεῖ σημαντικὸ γεγονὸς γιατὶ συνδέεται μὲ τὴν ὑλοποίηση τῆς ληφθείσης ἀποφάσεως τῆς ᾿Αποστολικῆς Συνόδου νὰ διακηρύξει τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
῾Ο Παῦλος ξεκινώντας ἀπὸ τοὺς Φιλίππους καὶ διερχόμενος τὴ Μακεδονία δὲν ἐπισκέφθηκε ὅλες τὶς ἑβραϊκὲς κοινότητες παρὰ μόνο τὶς πόλεις ἐκεῖνες ποὺ βρίσκονταν κατὰ μῆκος τῆς ᾿Εγνατίας καὶ ἦταν οἱ πιὸ σημαντικές. Μετὰ τοὺς Φιλίππους, ποὺ ἦταν ἡ μεγαλύτερη ρωμαϊκὴ ἀποικία τῆς ἐπαρχίας, ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας καὶ ἡ Βέροια ἡ ἕδρα τῆς ἐπαρχιακῆς ὀργανώσεως (τοῦ κοινοῦ) τῶν Μακεδόνων. ῎Αφησε ἐκτὸς σχεδίου ἐπισκέψεώς του τὴν ᾿Αμφίπολη, ποὺ ἦταν ἄλλοτε πρωτεύουσα τῆς πρώτης μερίδος καὶ ἀξιόλογη παραλιακὴ πόλη τῆς Μακεδονίας, τοὺς Στόβους, ποὺ βρίσκονταν μακριὰ ἀπὸ τὴν πορεία του καὶ ἄλλες. Οἱ ἑβραϊκὲς κοινότητες τῶν πόλεων ποὺ ἐπισκέφθηκε ὁ Παῦλος, ἀπολάμβαναν ὁρισμένα προνόμια ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ κράτος, εἶχαν αὐτόνομη διοικητική, οἰκονομικὴ καὶ κάποια δικαστικὴ ὀργάνωση καὶ τὶς ἐπιτρέπονταν νὰ τελοῦν τὰ τῆς λατρείας τους σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο σὲ εἰδικοὺς χώρους, τὶς Συναγωγές.
Καὶ εἶχαν ὅλες οἱ πόλεις ποὺ ἐπισκέφθηκε ὁ Παῦλος Συναγωγές, ἐκτὸς τῶν Φιλίππων γιὰ τὴν ὁποία ὑπάρχει κάποια ἀμφισβήτηση, ἴσως ὄχι δικαιολογημένη, ἐφ᾿ ὅσον ἡ καλουμένη “προσευχή” (Πρ. 16, 13) χρησιμοποιόταν καὶ γιὰ τὴ Συναγωγὴ ὡς οἶκος καὶ χῶρος λατρείας, ὅπως συνέβαινε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὴ Βέροια (Πρ. 17, 1. 10). Κάθε ἰουδαϊκὴ κοινότητα εἶχε τὴ δική της περιουσία, τὸ δικό της οἶκο λατρείας (ἁγιοτάτη συναγωγή, ἅγιος τόπος) μὲ δικές της προσόδους ποὺ προέρχονταν ἀπὸ διάφορες εἰσφορές-δωρεὲς τῶν μελῶν τῆς κοινότητος καὶ ἀποτελοῦσε αὐτόνομο ὀργανισμὸ μὲ δικαιοδοσίες μόνο μεταξὺ τῶν μελῶν της.
Στὶς σχέσεις πρὸς τρίτους τὸ λόγο εἶχε ἡ πόλη στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ κοινότητα μὲ δικαιοδοσίες μόνο μεταξὺ τῶν μελῶν της. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παῦλος καὶ οἱ ὀπαδοί του, ὡς ᾿Ιουδαῖοι, προσάγονταν ὄχι στὴ Συναγωγὴ ἢ τοὺς ἄρχοντες ἀλλὰ ἐνώπιον τῶν στρατηγῶν τῆς πόλεως (Φιλίππους) ἢ τῶν πολιταρχῶν τῆς πόλεως (Θεσσαλονίκη).
῾Η Θεσσαλονίκη τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν πρωτεύουσα τοῦ δευτέρου τμήματος τῆς Μακεδονίας, ποὺ περικλειόταν ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς ᾿Αξιὸ δυτικὰ καὶ Στρυμόνα ἀνατολικά, ὅπως τὴν εἶχαν διαιρέσει οἱ Ρωμαῖοι ὅταν τὴν κυρίευσαν τὸ 146 π.Χ., καὶ εἶναι κατὰ σειρὰ ἡ δεύτερη πόλη ποὺ ἐπισκέφθηκε ὁ Παῦλος γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ὁποίας οἱ χριστιανοὶ θὰ ἀποτελέσουν τὸ πρότυπο τῶν χριστιανῶν ὅλης τῆς ῾Ελλάδος, ὅπως θὰ ἀναφέρει ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Θεσσαλονικεῖς πρώτη ἐπιστολή του (Α¢ Θεσ. 1, 7).
῏Ηταν ἀπὸ τὶς πλουσιότερες καὶ πολυανθρωπότερες πόλεις τῆς Μακεδονίας, μὲ πληθυσμὸ ποὺ ξεπερνοῦσε τοὺς 200.000 κατοίκους. Κατὰ τὸ Στράβωνα ἦταν “μητρόπολις” τῆς Μακεδονίας καὶ εἶχε τὸ προνόμιο τῆς “ἐλευθέρας πόλεως”. Εἶχε αὐτοδιοίκηση μὲ τὸ θεσμὸ τῶν 5-6 “πολιταρχῶν” (Πρ. 17, 6ἑ.) οἱ ὁποῖοι ἐκλέγονταν ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ ἀποτελοῦσαν τοὺς ἀνώτατους ἄρχοντες τῆς πόλεως, μὲ διοικητικές, δικαστικὲς καὶ ἀστυνομικὲς ἁρμοδιότητες τόσο ἀπέναντι στὸ “Δῆμο”, ποὺ ἦταν ἄλλος θεσμὸς αὐτοδιοικήσεως, ὅσο καὶ ἀπέναντι τοῦ ρωμαίου πραίτορα (στρατηγοῦ), ποὺ ἕδρευε στὴ Θεσσαλονίκη.
Κατοικοῦνταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ ῞Ελληνες, ῾Εβραίους καὶ Ρωμαίους. Οἱ ῾Εβραῖοι, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱδρύσεώς της ἀπὸ τὸ βασιλέα Κάσσανδρο τὸ 315 π.Χ., προέρχονταν ἀπὸ ἄλλες πόλεις τῶν περιοχῶν τῆς Μεσογείου καὶ ἐπιδίδονταν στὸ ἐμπόριο. Μὲ τὸν καιρὸ ὁ ἀριθμός τους αὐξήθηκε σημαντικὰ καὶ τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες ἐξυπηρετοῦσε ἡ Συναγωγή. Παρ᾿ ὅτι ὑπῆρχε πολὺς πλοῦτος καὶ ἡ πόλη παρουσίαζε μεγάλη κίνηση, λόγω τῆς θέσεώς της στὸ μέσο τῆς ᾿Εγνατίας ὁδοῦ μὲ τὸ λιμάνι της, σημαντικὸ παράγοντα γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς πόλεως, ἐν τούτοις στὴ Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε καὶ μεγάλη φτώχεια καὶ ἀθλιότητα. ῾Η ζωὴ ἦταν πολὺ ἀκριβή, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναγκαζόταν ὁ Παῦλος νὰ ἐργάζεται γιὰ νὰ ἐξοικονομήσει τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ διαβίωσή του καὶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο νὰ δέχεται τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τῶν πιστῶν τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Φιλίππων· ὡστόσο τοὺς πιστοὺς τῆς Θεσσαλονίκης ἀποκαλεῖ “θεοδιδάκτους” σχετικὰ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς φιλαδελφίας τους (Α¢ Θεσ. 4, 9-10).
Λόγῳ ἀκόμη τοῦ μικτοῦ πληθυσμοῦ της, ἡ Θεσσαλονίκη παρουσίαζε μεγάλες ἀντιθέσεις κοινωνικὲς καὶ οἰκονομικές: οἱ κάτοικοί της διακρίνονταν σὲ τρεῖς τάξεις, τὴν ἀνώτερη (δυνατῶν, εὐγενῶν), τὴ μεσαία (ἐμπόρων, βιοτεχνῶν καὶ ἐπαγγελματιῶν) καὶ τὴν κατώτερη (ἀκτημόνων, χειρονακτῶν, στρατιωτῶν, ναυτικῶν). ῞Οπως παρουσίαζε ἐπίσης καὶ θρησκευτικές διαφορές, καθὼς τελοῦνταν διάφορες γιορτές, ἀγῶνες καὶ θεάματα τὰ ὁποῖα συνήθως συνδέονταν μὲ διασκεδάσεις καὶ ἀκολασίες. ῾Υπῆρχαν ἀνεπτυγμένες τέχνες, ἀκμάζουσες βιοτεχνίες ὑφαντικῆς, ταπητουργίας, ἐπεξεργασίας δερμάτων. ᾿Επίσης ἐλάμβαναν χώρα διαλέξεις πολλῶν λογίων καὶ σοφιστῶν ἀκόμη καὶ διερχομένων ἀπὸ τὴν πόλη.
Αὐτὴ τὴν πόλη ἐπισκέφθηκε ὁ Παῦλος καὶ “κατὰ τὸ εἰωθός” πῆγε στὴ Συναγωγὴ μαζὶ μὲ τοὺς συνοδούς του “καὶ ἐπὶ σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν Γραφῶν, διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν καὶ ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ ᾿Ιησοῦς, ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν” (Πρ. 17, 2-3). Τοῦτο, βεβαίως, δὲ σημαίνει ὅτι ἡ παραμονή του στὴ Θεσσαλονίκη ἦταν μόνο τρεῖς ἑβδομάδες.
Τὸ κήρυγμά του ἦταν κατὰ τέτοιο τρόπο προσαρμοσμένο πρὸς τὸ ἀκροατήριό του ὥστε νὰ προκαλέσει ζωηρὸ τὸ ἐνδιαφέρον τόσο τῶν ᾿Ιουδαίων ὅσο καὶ τῶν προσηλύτων ῾Ελλήνων. ῾Η πειστικότητά του, ἡ δύναμη τοῦ λόγου του καὶ ἡ δεξιοτεχνία του εἶχαν ἀσκήσει ἄμεση ἐπίδραση στὶς ψυχὲς τοῦ ἀκροατηρίου. ᾿Αρχικὰ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο ἐνώπιον τῶν ᾿Ιουδαίων χωρὶς νὰ ἔχει ἱκανοποιητικὰ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ, κατὰ τὶς Πράξεις, μόνον ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ᾿Ιουδαίων τὸ ἀποδέχθηκε. Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν Παῦλο νὰ στραφεῖ στὴ συνέχεια πρὸς τοὺς “προσηλύτους” ἢ “σεβομένους” ῞Ελληνες-᾿Εθνικούς, πρὸς τοὺς ὁποίους τὸ κήρυγμά του εἶχε καλύτερη ἀπήχηση, γιατί, κατὰ τὶς Πράξεις (17, 4), “τῶν σεβομένων ῾Ελλήνων πολὺ πλῆθος γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι” ἐπίστευσαν καὶ ἀποτέλεσαν τὸν πυρήνα τῆς χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης.
῎Ετσι τὴν πρώτη ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπετέλεσαν ἀρχικὰ μερικοὶ μὲν ᾿Ιουδαῖοι, περισσότεροι δὲ ἀπὸ τοὺς “σεβομένους” ῞Ελληνες καὶ κυρίως πολλὲς γυναῖκες τῆς ἀνώτερης κοινωνικῆς τάξεως τῆς πόλεως “γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι” (Πρ. 17, 4).
Βέβαια δὲν ἦταν μόνο γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ ἄνδρες ῞Ελληνες ποὺ εἶχαν προηγουμένως προσηλυτισθεῖ στὸν ᾿Ιουδαϊσμό, καὶ τώρα ἀποδέχθηκαν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, πίστεψαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί. ῾Η παράδοση διέσωσε μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης μερικὰ ὀνόματα ὅπως ὁ ᾿Ιάσων, ὁ ᾿Αρίσταρχος, ὁ Σεκοῦνδος, ὁ Γάϊος, Θεσσαλονικεῖς συνεργάτες τοῦ Παύλου (Πρ. 19, 29. 20, 4. 27, 2).
Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη δὲν ἦταν χωρὶς δυσκολίες καὶ ἀντιδράσεις. ῞Οπως συνέβη στοὺς Φιλίππους, ὅπου κατηγορήθηκαν ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνοδοί του ἐνώπιον τοῦ Δήμου καὶ τῶν στρατηγῶν (Πρ. 16, 19-20) ὡς ταραχοποιοὶ καὶ ὡς διδάσκοντες θεωρίες ποὺ ἀντιβαίνουν στὰ ρωμαϊκὰ ἤθη (Πρ. 16, 21), ἔτσι καὶ τώρα στὴ Θεσσαλονίκη ἡ ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύλου ἐνόχλησε τοὺς ᾿Ιουδαίους ποὺ δὲν πίστεψαν, γιατὶ ἔβλεπαν, ὅτι σημαντικὸς ἀριθμὸς Θεσσαλονικέων ᾿Ιουδαίων προσχωροῦσε στὴ νέα θρησκεία καὶ γίνονταν χριστιανοὶ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ἀντιδράσουν μὲ κάθε τρόπο. ῾Ο πιὸ ἀποτελεσματικὸς τρόπος ἦταν νὰ ἐξουδετερώσουν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνοδούς του χρησιμοποιώντας τὴ βαρύτερη κατηγορία.
᾿Επεχείρησαν δηλαδὴ νὰ τοὺς ἐμφανίσουν ὅτι στρέφονται ἐναντίον τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν καὶ τοὺς ἀπέδωσαν τὶς κατηγορίες τῆς ἐσχάτης προδοσίας καὶ τῆς στάσεως ἐναντίον τῶν ἀρχῶν τοῦ κράτους. Πρὸς τοῦτο “προσλαβόμενοι τῶν ἀγοραίων ἄνδρας τινὰς πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν” (Πρ. 17, 5) προκάλεσαν ὀχλοκρατικὲς ἐκδηλώσεις καὶ ταραχὲς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀναστατώσουν τὴν πόλη. ᾿Ανεζήτησαν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως. ῞Ομως οἱ ἀδελφοί-χριστιανοὶ ἄγρυπνοι καὶ ἀνήσυχοι παρακολουθοῦσαν τὶς κινήσεις τῶν ἀντιτιθεμένων ᾿Ιουδαίων καὶ τῶν ἀρχῶν καὶ ἔλαβαν ἔγκαιρα τὰ μέτρα τους γιὰ τὴ διάσωση τῶν ᾿Αποστόλων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ διῶκτες τους ἀφοῦ δὲ βρῆκαν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνοδούς του κατευθύνθηκαν στὴ συνέχεια στὸ σπίτι τοῦ ᾿Ιάσωνα, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι τοὺς εἶχε προσφέρει φιλοξενία καὶ ἐργασία (ὡς σκηνοποιό). Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Παῦλος μετὰ τὴν ἐκδίωξή του ἀπὸ τὴ Συναγωγὴ κατέφυγε στὸ σπίτι τοῦ ᾿Ιάσωνα, τὸ ὁποῖο μετέβαλε σὲ τόπο συγκεντρώσεως τῶν πρώτων χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης.
Οἱ διῶκτες ἔσυραν τὸν ᾿Ιάσωνα μαζὶ μὲ μερικοὺς χριστιανοὺς ποὺ βρῆκαν ἐκεῖ στοὺς πολιτάρχες, ἄρχοντες τῆς πόλεως, κατηγορώντας τον ὅτι φιλοξενοῦσε ἀνθρώπους ποὺ μὲ τὸ κήρυγμά τους ἀναστάτωσαν τὴν πόλη καὶ παρέβησαν τοὺς νόμους τοῦ Καίσαρα, ἰσχυριζόμενοι ὅτι βασιλέας εἶναι κάποιος ἄλλος, ὁ ᾿Ιησοῦς (Πρ. 17, 5-8). ῾Η κατηγορία τὴν ὁποία τοῦ ἀπέδιδαν ἦταν πολὺ βαριά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνησύχησε τὸν πολὺ κόσμο καὶ τοὺς πολιτάρχες. ῾Ο ᾿Ιάσωνας ὅμως κατάφερε νὰ ἀποφύγει τὶς συνέπειες ποὺ θὰ εἶχαν οἱ βαρειὲς γι᾿ αὐτὸν κατηγορίες ἀφοῦ κατέβαλε ἕνα μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ “καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ ᾿Ιάσωνος καὶ τῶν λοιπῶν ἀπέλυσαν αὐτούς” (Πρ. 17, 9) καὶ ἀφέθηκε ἐλεύθερος.
᾿Αλλ᾿ ἐπειδὴ ἡ κατάσταση ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι σοβαρὴ καὶ πολὺ κρίσιμη γιὰ τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνοδούς του γι᾿ αὐτὸ “οἱ ἀδελφοὶ εὐθέως διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλο καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν” (Πρ. 17, 10) συνοδευομένους ἀπὸ μιὰ ὁμάδα χριστιανῶν Θεσσαλονικέων γιὰ τὴν ἀσφαλέστερη πορεία τους μέχρι τὴ Βέροια καὶ τὴν ἐγκατάστασή τους σὲ γνωστὸ καὶ ἀσφαλὲς περιβάλλον.
Στὸ ὀλιγόχρονο διάστημα τῆς παραμονῆς τῶν ᾿Αποστόλων στὴ Βέροια, ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδούς του πῆγαν στὴ Συναγωγὴ τῶν ᾿Ιουδαίων ὅπου καὶ συνέχισαν ἐκεῖ τὸ κήρυγμά τους. Οἱ ᾿Ιουδαῖοι Βεροιεῖς, ὅπως ἀναφέρουν οἱ Πράξεις, ἀποδείχθηκαν “εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ” (Πρ. 17, 11) καὶ δέχθηκαν τὸ λόγο μὲ μεγάλη προθυμία. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ἦταν γυναῖκες ῾Ελληνίδες τῆς ἀνώτερης τάξης καὶ ὄχι λίγοι ἄνδρες (Πρ. 17, 11-12).
Δυστυχῶς τὸ ἔργο τοῦ Παύλου δὲν εἶχε συνέχεια καὶ στὴ Βέροια, γιατὶ κατέφθασαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ᾿Ιουδαῖοι, ὅταν ἔμαθαν “ὅτι καὶ ἐν τῇ Βεροίᾳ κατηγγέλη ὑπὸ τοῦ Παύλου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ” (Πρ. 17, 13) καὶ τὸν κατεδίωξαν.
Καὶ στὴ Βέροια ἀκολουθήθηκε ἡ ἴδια τακτικὴ ποὺ εἶχε ἐφαρμοσθεῖ στοὺς Φιλίππους καὶ στὴ Θεσσαλονίκη· προκάλεσαν καὶ ἐκεῖ ταραχὲς “σαλεύοντες καὶ ταράσσοντες τοὺς ὄχλους” (Πρ. 17, 13) καὶ τοὺς ἐξήγειραν ἐναντίον τῶν ᾿Αποστόλων, ὁπότε ἀναγκάσθηκαν οἱ Βεροιεῖς γιὰ νὰ διασώσουν τὸν Παῦλο νὰ τὸν φυγαδεύσουν, ὁδηγώντας τον σὲ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ἴσως τὴ Μεθώνη καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἀνεχώρησε γιὰ τὴν ᾿Αθήνα. ῎Ετσι μὲ τὴν ἀναγκαστικὴ αὐτὴ φυγὴ οἱ διῶκτες τοῦ Παύλου συνετέλεσαν νὰ διαδοθεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καὶ στὴ νοτιότερη ῾Ελλάδα.
῞Οταν ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδούς του ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει νύχτα τὴ Θεσσαλονίκη τόσο γρήγορα καὶ βίαια, δοκίμασε ἀσφαλῶς μεγάλη θλίψη, ἀλλὰ αἰσθανόταν καὶ μεγάλη ἱκανοποίηση γιατὶ τὸ κήρυγμά του εἶχε ἐπιτυχία καὶ διατηροῦσε ἐλπίδες γιὰ μιὰ σύντομη ἐπιστροφὴ στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπως ὁ ἴδιος τοὺς γράφει στὴν πρώτη του ἐπιστολὴ (Α¢ Θεσ. 2, 17). ῞Ομως οἱ ἐλπίδες του αὐτὲς καὶ παρὰ τὴ ζωηρὴ ἐπιθυμία του δὲν εὐωδόθηκαν καὶ ἄφησε πολλὰ ἐκκρεμῆ θέματα, ἐφ᾿ ὅσον μὲ τὴν αἰφνιδιαστικὴ φυγή του δὲν πρόλαβε νὰ τὰ τακτοποιήσει καὶ ἔτσι τὸ ἔργο του στὴ Θεσσαλονίκη ἔμεινε ἡμιτελές.
᾿Αλλὰ καὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης ἔμειναν ἀβοήθητοι καὶ ἐκτεθειμένοι στοὺς ἄμεσους καὶ πολλοὺς κινδύνους ποὺ διέτρεχαν καὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ κλονισθοῦν στὴν πίστη τους, ἀφοῦ δὲν πρόλαβαν νὰ ἑδραιωθοῦν σ᾿ αὐτή.
Αὐτοὺς τοὺς κινδύνους βέβαια ἐγνώριζε ὁ Παῦλος καὶ ἀνησυχοῦσε γιὰ τὴ νεοφώτιστη ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης καὶ γι᾿ αὐτὸ πρὶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴ Μεθώνη γιὰ τὴν ᾿Αθήνα τοὺς ἔδωσε συμβουλὲς καὶ τοὺς ἔκανε ὑποδείξεις σχετικὰ μὲ τὴ σταθερότητα τῆς πίστεώς τους, τὴν ἀποφυγὴ κάθε ἁμαρτίας, τὴν καθαρότητα τῆς καθημερινῆς ζωῆς τους, τὴ συνεχῆ προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση σὲ ἔργα ἀγάπης. ῎Αλλωστε, ὅπως μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς Α¢ ἐπιστολῆς ποὺ τοὺς ἔστειλε λίγο ἀργότερα, τοὺς εἶχε προειδοποιήσει γιὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς θλίψεις ποὺ θὰ εἶχαν· σχετικὰ τοὺς γράφει: “διὸ μηκέτι στέγοντες εὐδοκήσαμεν καταλειφθῆναι ἐν ᾿Αθήναις μόνοι καὶ ἐπέμψαμεν Τιμόθεον, τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾆς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾆς περὶ τῆς πίστεως ἡμῶν. Τὸ μηδένα σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι ταύταις... καὶ γὰρ ὅτε πρὸς ὑμᾆς ἦμεν, προελέγομεν ὑμῖν ὅτι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθὼς καὶ ἐγένετο καὶ οἴδατε. Διὰ τοῦτο κἀγὼ μηκέτι στέγων ἔπεμψα εἰς τὸ γνῶναι τὴν πίστιν ὑμῶν, μήπως ἐπείρασεν ὑμᾆς ὁ πειράζων καὶ εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν” (Α¢ Θεσ. 3, 1-5).
῎Εχοντας αὐτὰ ὑπ᾿ ὄψει του, ὅταν ἔφευγε ὁ Παῦλος, ἄφησε τὸν Τιμόθεο καὶ τὸ Σίλα (Πρ. 17, 14) νὰ παρακολουθοῦν τὴν ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς θὰ διαμορφωνόταν αὐτὴ νὰ βοηθήσουν τοὺς πιστοὺς τῆς Θεσσαλονίκης. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου ποὺ τοὺς ἀνέθεσε ὁ Παῦλος, ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Σίλας ἐπέστρεψαν κοντά του κατὰ παραγγελία του “ἵνα ὡς τάχιστα ἔλθωσι πρὸς αὐτόν” (Πρ. 17, 15), φέρνοντας εὐχάριστα νέα, ἀφοῦ ἡ κατάσταση τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν τώρα καλύτερη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε ἀφήσει φεύγοντας ὁ Παῦλος.
Οἱ χριστιανοὶ τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης παρουσίαζαν τώρα σταθερότητα καὶ πρόοδο στὴν πίστη τους, ὑπομονὴ στὶς δυσκολίες καὶ καρτερικότητα στὶς θλίψεις τους καὶ ἀνέμεναν μὲ λαχτάρα τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Παύλου. ῾Η διαπίστωση αὐτῆς τῆς καταστάσεως δὲν ἦταν τελείως ἀπρόσμενη γιὰ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ ἦταν ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς τοῦ σπόρου ποὺ ἔσπειρε ὁ ἴδιος μὲ τὸ κήρυγμά του σ᾿ αὐτοὺς σχετικὰ μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας, τὴ χριστιανικὴ ζωὴ ποὺ ὄφειλαν νὰ διάγουν, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴ μέλλουσα κρίση, τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν κοινωνία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ κ.λπ. ῞Ολα αὐτὰ οἱ πιστοὶ Θεσσαλονικεῖς τὰ εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὅταν ἦταν μαζί τους, ὅπως μᾆς ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὴν ἐπιστολὴ ποὺ τοὺς ἔστειλε (Α¢ Θεσ. 2, 8-12).
Πάντως ἐκφράζοντας τὴ μεγάλη χαρά του μόλις ἔμαθε ἀπὸ τὸν Τιμόθεο ὅτι οἱ Θεσσαλονικεῖς ὄχι μόνο διατηροῦν καλὴ ἀνάμνηση γι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ περιμένουν τὸ συντομότερο τὴν ἐπιστροφή του τοὺς γράφει: “῎Αρτι δὲ ἐλθόντος τοῦ Τιμόθεου πρὸς ἡμᾆς ἀφ᾿ ὑμῶν καὶ εὐαγγελισαμένου ἡμῖν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην ὑμῶν καὶ ὅτι ἔχετε μνείαν ἡμῶν ἀγαθὴν πάντοτε ἐπιποθοῦντες ὑμᾆς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ὑμεῖς ἡμᾆς” (Α¢ Θεσ. 3, 6).
῾Η ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης, μετὰ τὴν αἰφνίδια καὶ ἀναγκαστικὴ ἀναχώρηση τοῦ Παύλου, ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ὀργανώνεται καὶ νὰ ἀποκτᾆ ἱερατεῖο, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιστολή του (Α¢ Θεσ. 5, 12), ἀφοῦ ὁ ἴδιος δὲν πρόλαβε νὰ ὁρίσει πρόσωπα δικῆς του ἐπιλογῆς, κατάλληλα γιὰ τὸ ἔργο αὐτό.
Στὶς Πράξεις ἀναφέρονται κατὰ καιροὺς ὀνόματα προσώπων τὰ ὁποῖα συνόδευσαν τὸν Παῦλο στὶς περιοδεῖες του· ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα τοῦ ᾿Αριστάρχου καὶ Σεκούνδου, συνοδῶν του κατὰ τὴν τρίτη περιοδεία του (Πρ. 20, 4). ῾Ο ᾿Αρίσταρχος ἀναφέρεται ἀκόμη ὡς συνοδὸς τοῦ δέσμιου Παύλου στὴ Ρώμη (Πρ. 27, 2) “ὄντος σὺν ἡμῖν ᾿Αριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως” καὶ ὡς συναιχμάλωτος καὶ φυλακισμένος μαζί του “ἀσπάζεται ὑμᾆς ᾿Αρίσταρχος ὁ συναιχμάλωτός μου” (Κολ. 4, 10 καὶ Φιλήμ. 24). Κατὰ μία μεταγενέστερη παράδοση τοῦ ρωμαϊκοῦ μαρτυρολογίου ὁ ᾿Αρίσταρχος ἔγινε πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης.
῎Αλλος συνοδὸς τοῦ Παύλου καταγόμενος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἦταν ὁ Γάϊος (Πρ. 19, 29) “συναρπάσαντες Γάϊον καὶ ᾿Αρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου”, ὁ ὁποῖος, ὅμως, κατὰ τὸν ᾿Ωριγένη, ὑπῆρξε πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης.
Πάντως ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ποιός ὑπῆρξε πρῶτος ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν της παρουσίασε καταπληκτικὴ πρόοδο, ποὺ ἔκανε τὸν Παῦλο καυχόμενο νὰ τοὺς γράφει: “ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά” (Α¢ Θεσ. 2, 20). Οἱ πιστοὶ τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης ἀπέδειξαν μὲ ἔργα τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τους καὶ μὲ ὑπομονὴ τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο. ῎Ετσι διαπιστώνεται ὅτι ἡ ἀνταπόκρισή τους στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ὄχι μόνο δικαίωσε τὶς προσδοκίες τοῦ Παύλου γι᾿ αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ τὶς ξεπέρασε. Καὶ ἀσφαλῶς αὐτὸ ὀφείλεται στὶς στενὲς σχέσεις ἀγάπης ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ μεταξὺ τοῦ Παύλου καὶ τῶν πιστῶν Θεσσαλονικέων. Καὶ βέβαια οἱ ἀρετὲς αὐτὲς ἦταν ἐκεῖνες ποὺ τοὺς βοήθησαν νὰ ὑπομείνουν μὲ καρτερικότητα τοὺς διωγμοὺς ποὺ ξέσπασαν ἐναντίον τους καὶ νὰ ὑποστοῦν τὶς θλίψεις ποὺ προῆλθαν ἀπὸ αὐτούς, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Παύλου, ὅπως τοῦτο μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὰ ὅσα τοὺς ἔγραφε· “ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθατε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων” (Α¢ Θεσ. 2, 14), “ὥστε ἡμᾆς αὐτοὺς ἐν ὑμῖν ἐγκαυχᾆσθαι ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῆς ὑπομονῆς ὑμῶν καὶ πίστεως ἐν πᾆσι τοῖς διωγμοῖς ὑμῶν καὶ ταῖς θλίψεσιν αἷς ἀνέχεσθε” (Β¢ Θεσ. 1, 4). Καὶ ἐπειδὴ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Θεσσαλονικεῖς ἀντιμετώπισαν τοὺς διωγμοὺς καὶ ὑπέμειναν τὶς θλίψεις ἦταν ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακός, ὁ Παῦλος δὲν ἐδίστασε νὰ τοὺς γράψει: “καὶ ὑμεῖς μιμηταὶ ἡμῶν ἐγενήθητε καὶ τοῦ Κυρίου, δεξάμενοι τὸν λόγον ἐν θλίψει πολλῇ μετὰ χαρᾆς Πνεύματος ῾Αγίου, ὥστε γενέσθαι ὑμᾆς τύπον πᾆσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν Μακεδονίᾳ καὶ τῇ ᾿Αχαΐᾳ· ἀφ᾿ ὑμῶν γὰρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· οὐ μόνον ἐν Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ ᾿Αχαΐᾳ, ἀλλὰ καὶ ἐν παντὶ τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἐξελήλυθεν, ὥστε μὴ χρείαν ἡμᾆς ἔχειν λαλεῖν τι” (Α¢ Θεσ. 1, 6-8). ῎Αλλη μιὰ χαρακτηριστικὴ ἀρετὴ τῶν Θεσσαλονικέων χριστιανῶν ποὺ διαπιστώθηκε κατὰ τὶς δύσκολες αὐτὲς στιγμὲς ποὺ πέρασαν ἦταν ἡ ἐπιδειχθεῖσα μεταξύ τους φιλαδελφία γιὰ τὴν ὁποία καὶ τοὺς χαρακτήρισε θεοδίδακτους (Α¢ Θεσ. 4, 9).
῞Ομως ὁ Παῦλος ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρετές τους γιὰ τὶς ὁποῖες τοὺς ἐπαινεῖ διεπίστωσε καὶ κάποια δυσάρεστα συμπτώματα ἀνάμεσά τους, τὰ ὁποῖα τὸν ἔκαναν νὰ ἀνησυχήσει. Διεπίστωσε ὅτι οἱ Θεσσαλονικεῖς ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴ σταθερότητα τῆς πίστεώς τους στὸ Χριστό, τὴν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, τὴν καρτερικότητα στοὺς διωγμοὺς κ.λπ. παρενόησαν κάποια σημεῖα ἀπὸ τὸ κήρυγμά του σχετικὰ μὲ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, τὴν αἰώνια βασιλεία καὶ μακαριότητα καὶ ἀνέμεναν ὡς ἄμεση καὶ προσεχῆ ὄχι μόνο τὴν ἐπικράτηση τῆς πίστεώς τους καὶ τὸν θρίαμβο τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀμέσως ἐπικείμενο τὸ τελικὸ στάδιό της, δηλαδὴ τὸν ἐρχομὸ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Θεώρησαν τὰ παθήματά τους, τοὺς διωγμούς, τὶς θλίψεις, ὡς ἄμεσα σημεῖα προγνώσεως τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Κυρίου καὶ ἀγωνιοῦσαν ἀνυπόμονα γιὰ τὴν ἡμέρα καὶ ὥρα του.
῾Η συνέπεια αὐτῆς τῆς παρανοήσεως ἦταν τόσο σοβαρή, ὥστε ἄρχισαν νὰ παρουσιάζονται καὶ κάποια ἔκτροπα μεταξύ τους, ὅπως ἡ διακοπὴ τῆς ἐργασίας τους ἀπὸ πολλούς, οἱ ἀνησυχίες καὶ οἱ θλίψεις ἄλλων γιὰ τὴν τύχη ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶχαν πεθάνει πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου. Οἱ ἀρετὲς τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδος γιὰ τὶς ὁποῖες τοὺς εἶχε ἐπαινέσει διεπίστωσε ὅτι τοὺς ὁδήγησαν σὲ παρανοήσεις, ὑπερβολὲς καὶ ὅτι προκάλεσαν μεταξύ τους ἐνθουσιαστικὲς ἐσχατολογικὲς τάσεις. Αὐτὲς ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ τοὺς γράψει τὶς δύο ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες ἀναπτύσσει τὴ διδασκαλία του.
᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου πρὸς Θεσσαλονικεῖς
῾Η πρώτη ἐπιστολή του εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ἀρχαιότερο γραπτὸ κείμενο τοῦ Παύλου γραμμένη μὲ μεγάλη συναισθηματικότητα πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ὅπου βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ἐκφράσει ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προσωπικά του αἰσθήματα ἀγάπης καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. ῎Αλλωστε σκοπὸς τῆς ἐπισκέψεώς του στὴ Θεσσαλονίκη ἦταν νὰ τοὺς μεταδώσει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ ἦταν διατεθειμένος νὰ τοὺς προσφέρει καὶ τὴν ἴδια τὴν ψυχή του. ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ τὴν ᾿Εκκλησία του εἶναι ἡ βάση τοῦ προσωπικοῦ δεσμοῦ τῆς ἀγάπης τοῦ Παύλου μὲ τοὺς πιστοὺς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης. Αὐτὸς ὁ χαρακτήρας τῶν σχέσεών του εἶναι σωτηριολογικὸς καὶ ἐσχατολογικός. Δὲν παραλείπει συχνὰ νὰ τοὺς συμβουλεύει μὲ εὐγένεια καὶ διακριτικότητα, πάντοτε γεμᾆτος μὲ ἀγάπη (Α¢ Θεσ. 4, 1-2). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Παῦλος προσπαθεῖ νὰ τοὺς παρακινήσει, ἐπαινώντας, νὰ συνεχίσουν τὴ δυναμικὴ πορεία τῆς τελειότητος παρὰ τὶς ὁποιεσδήποτε παρατηρούμενες ἀτέλειες, τὶς ὁποῖες χαρακτηρίζει ὡς ὑστερήματα στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς χριστιανικῆς κοινότητος (Α¢ Θεσ. 4, 12) καὶ γιὰ τὴ βελτίωση τῶν ὁποίων ὁ ἴδιος προσευχόταν στὸ Θεὸ νυχθημερὸν (Α¢ Θεσ. 3, 10).
Εἰδικὰ ἀπασχολοῦσαν τὸν Παῦλο ἡ ἠθικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἐν γένει συμπεριφορὰ τῶν ἐξ ἐθνῶν χριστιανῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀπαιτεῖτο ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ μεγαλύτερη προσπάθεια γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ μακροχρόνιες συνήθειες καὶ ἀδυναμίες τῆς προηγούμενης ζωῆς τους. ῾Η καινούρια πορεία τὴν ὁποία εἶχαν ἀποφασίσει νὰ ἀκολουθήσουν στὴ ζωή τους ἔπρεπε νὰ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἄμεση ἐγκατάλειψη τῆς πίστεώς τους στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς, καθὼς καὶ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ παλαιοῦ τρόπου ζωῆς τους. Βέβαια στὶς ὅποιες ἀνθρώπινες ἀδυναμίες γιὰ τὴ μεταμόρφωση τῶν ψυχῶν ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνισχύσει καὶ νὰ κάνει δυνατὴ τὴ μεταμόρφωση αὐτή. ῎Ετσι ὅ,τι δὲ μπορεῖ νὰ κατορθώσει ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος κατορθώνει καὶ ἐπιτυγχάνει τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.
Σχετικὰ ὁ Παῦλος σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις συμβουλεύει νὰ δείχνει ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ νὰ προσεύχεται στὶς παρουσιαζόμενες κάθε φορὰ δυσκολίες, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς ἀδικίες τοῦ κόσμου, ἀντιμετωπίζοντας αὐτὰ μὲ ἐλπίδα στὴν ἀνάσταση καὶ στὴν τελική σωτηρία: “πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ εἰς ὑμᾆς” (Α¢ Θεσ. 5, 16). Καὶ ἀκόμη τοὺς προτρέπει “ὁρᾆτε μή τις κακὸν ἀντὶ κακοῦ τίνι ἀποδῷ, ἀλλὰ πάντοτε τὸ ἀγαθὸν διώκετε καὶ εἰς ἀλλήλους καὶ εἰς πάντας” (Α¢ Θεσ. 5, 15). Γιὰ τὸν Παῦλο σημασία ἔχει τὸ τί πρέπει νὰ κάνει ὁ κάθε πιστός, δηλ. ποιὰ ἀγωνιστικὴ δραστηριότητα ἀναπτύσσει γιὰ τὴ σωτηρία του. Πάντως τὸ κήρυγμά του στοὺς Θεσσαλονικεῖς ἔλαβε οἰκουμενικὲς διαστάσεις καὶ οἱ πιστοὶ τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης ἔγιναν, κατὰ τὸν Παῦλο, “τύπος πᾆσιν τοῖς πιστεύουσιν” (Α¢ Θεσ. 1, 7).
3. ῾Ο Παῦλος στὴν ᾿Αθήνα
Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Μεθώνη διὰ θαλάσσης ὁ Παῦλος ἔφθασε στὴν ᾿Αθήνα καὶ κατὰ τὴ συνήθη τακτική του ἐπεκοινώνησε μὲ τοὺς ὀλίγους ᾿Ιουδαίους στὴ Συναγωγὴ καθὼς καὶ μὲ τοὺς προσηλύτους τῆς πόλεως. Στὴν ἀγορὰ τῆς πόλεως, στὴν ὁποία συνήθιζαν τότε νὰ συχνάζουν οἱ διάφοροι φιλόσοφοι καὶ διδάσκαλοι, συνάντησε μερικοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ συζήτησε μαζί τους τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου. Φαίνεται ὅτι αὐτοὶ ἀρχικὰ βρῆκαν ἐνδιαφέρουσα τὴ συζήτηση μὲ τὸν Παῦλο καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ ἀναπτύξει τὴ διδασκαλία του ἐνώπιον τοῦ ᾿Αρείου Πάγου, ποὺ ἦταν καὶ ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὰ θρησκευτικὰ θέματα καὶ τὰ ἤθη τῆς πόλεως. Πράγματι, ὁ Παῦλος, παίρνοντας ὡς βάση τὴ λατρεία τῶν ῾Ελλήνων πρὸς τὸν ῎Αγνωστο Θεὸ καὶ λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψει τὶς ἐπικρατοῦσες τότε ἰδέες τῶν στωϊκῶν δεχομένων, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, ὅτι: “ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν” (Πρ. 17, 28), κατ᾿ ἀρχὴν ἔλεγξε τὴν πλάνη τους γιὰ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ ἔπειτα τοὺς μίλησε γιὰ τὸν ἀληθινὸ καὶ ζῶντα Θεό, τὸ λυτρωτὴ ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ κηρύξει μετάνοια καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Αὐτὸν τὸν ᾿Ιησοῦ ὁ ὁποῖος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ὅρισε ὁ Θεὸς νὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ζώντας καὶ νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα τους θὰ τύχουν αἰώνιας ζωῆς ἢ κολάσεως.
᾿Αλλὰ τὸ κήρυγμα αὐτὸ τοῦ Παύλου γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴ μέλλουσα κρίση προκάλεσε τὴν ἔντονη ἀντίδραση τῶν ᾿Αθηναίων καὶ ἄλλοι τὸν εἰρωνεύθηκαν ἀπροκάλυπτα καὶ ἄλλοι τοῦ εἶπαν μᾆλλον ἀδιάφορα ὅτι θὰ σὲ ἀκούσομε ἄλλη φορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμά του εἶχε πολὺ πτωχὰ ἀποτελέσματα· ἀπὸ τοὺς ᾿Αθηναίους πίστευσαν πολὺ λίγοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καὶ μιὰ γυναίκα ὀνόματι Δάμαρις (Πρ. 17, 15-34).
Στενοχωρημένος ὁ Παῦλος ἐγκατέλειψε τὴν ᾿Αθήνα, ἀφοῦ τὸ κήρυγμά του δὲν εἶχε τὴν ἐπιτυχία τῶν ἄλλων πόλεων ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ πρὶν καὶ ἔφθασε στὴν Κόρινθο.
4. ῾Ο Παῦλος στὴν Κόρινθο
Στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἔφθασε, ὅπως ἔγραφε ἀργότερα πρὸς τοὺς Κορινθίους: “καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾆς” (Α¢ Κορ. 2, 3) καὶ βρῆκε ἐκεῖ ἕνα ζευγάρι ᾿Ιουδαίους, τὸν ᾿Ακύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα, ποὺ μόλις εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν ᾿Ιταλία ἀφοῦ ὁ Κλαύδιος ἔδιωξε τοὺς ᾿Ιουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη καί, ἐπειδὴ ἦταν καὶ αὐτοὶ ὁμότεχνοι, ἔμεινε στὸ σπίτι τους. Καὶ στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἄρχισε τὸ κήρυγμά του ἀπὸ τὴ Συναγωγή, ὅπως συνήθιζε πάντα, μὲ ἁπλὰ ὅμως λόγια αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ χωρὶς τὶς φιλοσοφικὲς ἐκεῖνες ἰδέες ποὺ ἀνέπτυξε στοὺς ᾿Αθηναίους. Τοὺς μίλησε μόνο γιὰ τὸν “᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον” (Α¢ Κορ. 2, 2).
᾿Επειδὴ ὅμως καὶ ἐδῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀντέδρασαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ δὲ θέλησαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ περιεχόμενό του ὁ Παῦλος στράφηκε πρὸς τοὺς ἐθνικοὺς “καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τινὸς ὀνόματι Τιτίου ᾿Ιούστου, σεβομένου τὸν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ” (Πρ. 18, 7) ἀπὸ τοὺς ὁποίους πίστεψαν πολλοὶ καὶ ἐβαπτίσθηκαν· μεταξὺ αὐτῶν δὲ ἦταν καὶ ὁ ἀρχισυνάγωγος Κρίσπος καὶ ὅλοι οἱ οἰκεῖοι του (Πρ. 18, 8). Μάλιστα ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στὸν Παῦλο “δι᾿ ὁράματος ἐν νυκτί... μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς, διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ οὐδεὶς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί σε, διότι λαὸς ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ” (Πρ. 18, 9-10). Γι᾿ αὐτὸ καὶ παρέμεινε στὴν Κόρινθο “ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας ἕξ” διδάσκοντας στοὺς Κορινθίους τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθούμενος στὸ ἔργο του ἀπὸ τοὺς Τιμόθεο καὶ Σίλα, ποὺ ἐπέστρεψαν ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ τὴ Βέροια, φέρνοντες εὐχάριστα νέα γιὰ τὴ στερέωση τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης καὶ Βεροίας. Αὐτὰ τὰ νέα ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία στὸν Παῦλο νὰ γράψει τὶς δύο πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολές του.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου στὴν Κόρινθο εἶχε καρποφόρα ἀποτελέσματα, πρᾆγμα ποὺ προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρησαν στὸ Ρωμαῖο ἀνθύπατο Γαλλίωνα. ῾Ο Γαλλίων ὅμως μὴ ἐπιθυμῶν νὰ ἀναμιχθεῖ σὲ ζητήματα “περὶ λόγου καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου” (Πρ. 18, 15) τοὺς ἔδιωξε καὶ τότε αὐτοὶ συνέλαβαν τὸν ἀρχισυνάγωγο Σωσθένη καὶ τὸν ἔσυραν κτυπώντας τον ἐνώπιον τοῦ ἀδιάφορου Γαλλίωνα.
῞Υστερα ἀπὸ μερικὲς ἀκόμη ἡμέρες παραμονῆς του στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τοὺς συνοδούς του ᾿Ακύλα καὶ Πρίσκιλλα γιὰ τὴ Συρία, μὲ πρῶτο σταθμὸ τὴν ῎Εφεσο, στὴν ὁποία ἔμεινε λίγο χρόνο, παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν πιστῶν της νὰ μείνει περισσότερο κοντά τους. ᾿Απὸ τὴν ῎Εφεσο ἔφθασε στὴν Καισάρεια καὶ κατέληξε στὴν ᾿Αντιόχεια, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνέβηκε στὴν ῾Ιερουσαλὴμ νὰ χαιρετήσει τὴν ἐκεῖ κοινότητα τῶν πιστῶν (Πρ. 18, 21-22).
Στὴν ῎Εφεσο εἶχε ἀφήσει τοὺς συνεργάτες του ᾿Ακύλα καὶ Πρίσκιλλα, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τους. ᾿Εν τῷ μεταξὺ ἔφθασε στὴν ῎Εφεσο κάποιος ᾿Ιουδαῖος ποὺ τὸν ἔλεγαν ᾿Απολλώ, λόγιος ἀπὸ τὴν ᾿Αλεξάνδρεια, ὁ ὁποῖος ἦταν δυνατὸς γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου προσέλκυσε πολλούς, ἂν καὶ ἐγνώριζε μόνο τὸ βάπτισμα τοῦ ᾿Ιωάννη. ῞Οταν ἔμαθαν γι᾿ αὐτὸν ὁ ᾿Ακύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα τὸν πῆραν μαζί τους καὶ ἀνέλαβαν νὰ τοῦ διδάξουν ἀκριβέστερα τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔτσι κάλυψαν τὰ κενά του. Καταρτισμένος σωστότερα καὶ πληρέστερα τώρα ὁ ᾿Απολλὼς ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ κήρυγμά του καὶ ἐκεῖ. Οἱ πιστοὶ τῆς ᾿Εφέσου θεώρησαν καλὸ νὰ γράψουν στοὺς Κορινθίους ἀδελφούς τους καὶ νὰ τοὺς ἐνημερώσουν γιὰ τὸν ᾿Απολλὼ γιὰ νὰ τὸν δεχθοῦν μὲ ἀγάπη. Φθάνοντας στὴν Κόρινθο ὁ ᾿Απολλὼς ἄρχισε τὸ κήρυγμά του πείθοντας πολλοὺς καὶ δημιουργώντας ὁμάδα ὀπαδῶν του. Στὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας τοῦ ᾿Απολλὼ στὴν Κόρινθο ἔφθασε στὴν ῎Εφεσο ὁ Παῦλος, ὅπως τοὺς εἶχε ὑποσχεθεῖ. Προηγουμένως ὅμως πέρασε ἀπὸ τὶς πόλεις τῆς Γαλατικῆς χώρας καὶ τῆς Φρυγίας, γιὰ νὰ τοὺς στηρίξει στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσει. ῎Ετσι ἄρχισε ἡ τρίτη ᾿Αποστολικὴ περιοδεία του.
στ. ῾Η Γ¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία (ἄνοιξη 52-ἄνοιξη 57)
Στὴν ῎Εφεσο ὅταν ἔφθασε ὁ Παῦλος ἄρχισε τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐνισχύσεως τῶν πιστῶν, καταδεικνύοντας τὴ θεία προέλευση καὶ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας του ἀκόμη καὶ μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε, θεραπεύοντας ἀσθενεῖς καὶ δαιμονιζομένους. Γιὰ τρεῖς περίπου μῆνες κήρυττε στὴ Συναγωγή, ἀλλὰ μετὰ τὶς ἀντιδράσεις ποὺ παρουσιάσθηκαν ἀπὸ τοὺς μὴ πιστεύοντες ᾿Ιουδαίους ὁ Παῦλος συνέχισε γιὰ δύο περίπου χρόνια τὴ διδασκαλία του σὲ ὅσους τὸν ἀκολούθησαν στὴ σχολὴ κάποιου ὀνόματι Τυράννου. ᾿Εκεῖ ἐβάπτισε δώδεκα μαθητὲς τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ ἀντιμετώπισε τοὺς ἑπτὰ ἐξορκιστὲς γιοὺς τοῦ ᾿Ιουδαίου ἀρχιερέως Σκευᾆ (Πρ. 19, 1-16). Στὸ διάστημα τῆς τριετοῦς παραμονῆς τοῦ Παύλου στὴν ῎Εφεσο οἱ Πράξεις δὲν ἀναφέρουν ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν, ὅπως γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὶς ᾿Εκκλησίες τῆς Γαλατίας, γιὰ ἕνα ταξίδι του στὴν Κόρινθο, ὅπου ὑπέστη ἀτιμωτικὴ προσβολὴ καὶ ἀφοῦ κακοποιήθηκε ἀναγκάσθηκε νὰ ἐπιστρέψει ἀμέσως στὴν ῎Εφεσο, γιὰ μιὰ ἀκόμη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους καθὼς καὶ κάποια ἄλλα γεγονότα τὰ ὁποῖα ἀναφέρει σὲ ἄλλες ἐπιστολές του (Ρωμ. 15, 19. 16, 3-4. Α¢ Κορ. 15, 32. Β¢ Κορ. 1, 8-10).
᾿Αλλὰ καὶ στὴν ῎Εφεσο ὁ Παῦλος ἀντιμετώπισε πολλοὺς κινδύνους, ὅπως ἀναφέρει στὶς ἐπιστολὲς πρὸς Κορινθίους καὶ Γαλάτας: “ἐθηριομάχησα ἐν ᾿Εφέσῳ” (Α¢ Κορ. 15, 32) ἢ “τῆς θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ (=᾿Εφέσῳ)” (Β¢ Κορ. 1, 8) κ.ἀ. Καὶ ἐνῶ ὁ Παῦλος βρισκόταν ἀκόμη στὴν ῎Εφεσο καὶ ὑπελόγιζε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ Μακεδονία καὶ ᾿Αχαΐα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ πάει στὰ ῾Ιεροσόλυμα γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὴ Ρώμη (Πρ. 19, 21), ἔστειλε τοὺς συνεργάτες του Τιμόθεο καὶ ῎Εραστο στὴν ᾿Αχαΐα μέσῳ Μακεδονίας (Πρ. 19, 22). Κάποιες δυσάρεστες ὅμως ἐξελίξεις στὴν ᾿Εκκλησία τῆς Κορίνθου ἀνάγκασαν τὸν Παῦλο νὰ ἐπισκεφθεῖ ἐκτάκτως γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Κόρινθο, χωρὶς τὸ ταξίδι του αὐτὸ νὰ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, συνάγεται ὅμως ἀπὸ τὰ γραφόμενά του στὴ δεύτερη ἐπιστολή του πρὸς Κορινθίους (Β¢ Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1). ῞Οταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξίδι αὐτὸ στὴν ῎Εφεσο ἔγραψε πρὸς τοὺς Κορινθίους ἐπιστολὴ μὲ αὐστηρὸ περιεχόμενο (Β¢ Κορ. 2, 3· 9. 7, 8-12) τὴν ὁποία μετέφερε πιθανὸν ὁ Τίτος μαζὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ ἐπιστρέψει στὴν Τρωάδα μέσῳ Μακεδονίας.
Στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ Παῦλος εἶχε ἀρκετὲς δυσκολίες ἐξ αἰτίας τῶν ἀντιδράσεων καὶ ταραχῶν τοῦ ὄχλου, τὸν ὁποῖο ξεσήκωσε ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος μαζὶ μὲ ὅσους εἶχαν συμφέροντα ἀπὸ τὴ λατρεία τῆς θεᾆς ᾿Αρτέμιδος στὴν ῎Εφεσο (Πρ. 19, 23-41). Μετὰ ἀπὸ τὰ ἐπεισόδια αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀναγκάστηκε νὰ φύγει γιὰ τὴ Μακεδονία καὶ φθάνοντας στὴν Τρωάδα ἀνέμενε ἐναγωνίως τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Τίτου (Πρ. 20, 1). ᾿Επειδὴ ὅμως αὐτὸς καθυστεροῦσε ἀνήσυχος ὁ Παῦλος ἔφυγε γιὰ τὴ Μακεδονία μὲ προορισμὸ τὴν Κόρινθο. Τελικὰ συναντήθηκε μὲ τὸν Τίτο καθ᾿ ὁδὸν, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε καθησυχαστικὲς εἰδήσεις γιὰ τοὺς Κορινθίους, ὅτι δηλ. ἡ εἰρήνη στὴν ᾿Εκκλησία εἶχε ἀποκατασταθεῖ, παρ᾿ ὅτι οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἰουδαϊζόντων δὲν εἶχαν σταματήσει.
Τότε ἔγραψε τὴ δεύτερη (σωζόμενη) ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους, τὴν ὁποία ἔστειλε μὲ τὸν Τίτο καὶ δύο ἀκόμη ἀδελφοὺς (Β¢ Κορ. 9, 3ἑ.), οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν τὴν ὑποχρέωση νὰ συγκεντρώσουν καὶ τὴ λογεία τῶν πιστῶν τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Κορινθίων μέχρις ὅτου φθάσει ἐκεῖ καὶ ὁ Παῦλος (Β¢ Κορ. 9, 1). ῞Οταν τελικὰ ἔφθασε ὁ Παῦλος στὴν Κόρινθο γιὰ τρίτη φορὰ (Β¢ Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1) παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ τρεῖς περίπου μῆνες (τὸ 57) καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ ἔγραψε καὶ τὴν ἐπιστολή του πρὸς Ρωμαίους. Καὶ ἐνῶ τὸ ἀρχικὸ σχέδιό του ἦταν νὰ φύγει κατ᾿ εὐθείαν γιὰ τὴ Συρία, λόγῳ κάποιων κινδύνων τοὺς ὁποίους διέτρεξε ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους, προτίμησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Συρία μέσῳ Μακεδονίας, συνοδευόμενος ἀπὸ μεγάλη ἀκολουθία, ἀποτελουμένη ἀπὸ ἀντιπροσώπους τῶν ᾿Εκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν καὶ τὶς λογεῖες στὰ ῾Ιεροσόλυμα· μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ “Σώπατρος ἀπὸ τὴ Βέροια, οἱ ᾿Αρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, οἱ Τυχικὸς καὶ Τρόφιμος ἀπὸ τὴν ᾿Ασία καὶ οἱ Γάϊος καὶ Τιμόθεος”. ῞Ολοι αὐτοὶ προπορεύθηκαν καὶ περίμεναν τὸν Παῦλο μὲ τὸ Λουκᾆ νὰ ἔλθουν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους στὴν Τρωάδα (Πρ. 20, 1-6). Μετὰ ἀπὸ παραμονὴ μιᾆς ἑβδομάδος στὴν Τρωάδα ἐπισκέφθηκαν τὴν ῎Ασσο, ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν ὅλοι μαζὶ στὴ Μυτιλήνη καὶ στὴ συνέχεια ἔφθασαν τὴν ἑπομένη στὴ Χίο· καὶ τὴν ἄλλη κατέληξαν στὴ Σάμο, ὅπου καὶ ἔμειναν στὸ Τρωγύλλιο καὶ τὴν ἑπομένη ἦλθαν στὴ Μίλητο (Πρ. 20, 13-15). Τὴν ῎Εφεσο αὐτὴ τὴ φορὰ δὲ θέλησε νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ ὁ Παῦλος γιὰ νὰ μὴν καθυστερήσει ἐπειδὴ βιαζόταν νὰ προφθάσει νὰ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ στὰ ῾Ιεροσόλυμα (τὸ 57) (Πρ. 20, 16) καὶ νὰ φέρει τὶς λογεῖες ποὺ εἶχε συγκεντρώσει ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποὺ ἐπισκέφθηκε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εκκλησίας πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε πολὺ χρήσιμους λόγους. ᾿Εντύπωση ἀλλὰ καὶ ὀδύνη προκάλεσε ἡ πρόβλεψη τοῦ Παύλου ὅτι δὲ θὰ τὸν ξαναδοῦν καὶ ὅτι γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπει ὡς ὑπεύθυνοι νὰ προσέχουν ὄχι μόνο τοὺς ἑαυτούς τους ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ ποίμνιό τους στὸ ὁποῖο τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα τοὺς ἔθεσε ἐπισκόπους καὶ πρόσθεσε: “πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτως κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾆλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾆσιν αὐτοῖς προσηύξατο” (Πρ. 20, 35-36).
Τότε ὅλοι ξέσπασαν σὲ ἕνα μεγάλο κλάμα, κι ἔπεσαν στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν καταφιλοῦσαν (Πρ. 20, 37-38) καὶ μετὰ τοὺς θερμοὺς ἀσπασμοὺς τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ ἀπέπλευσαν γιὰ τὴν Κῶ καὶ τὴ Ρόδο καὶ ἔφθασαν στὰ Πάταρα, ἀπ᾿ ὅπου μὲ φορτηγὸ πλοῖο παρέπλευσαν τὴν Κύπρο καὶ κατέληξαν στὴν Τύρο, ὅπου παρέμεινε ἑπτὰ ἡμέρες μὲ τοὺς μαθητές. Αὐτοὶ γνωρίζοντες ἀπὸ ἔμπνευση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τί θὰ συμβεῖ, ἔλεγαν στὸν Παῦλο νὰ μὴν ἀνεβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα. ῞Ομως ὁ Παῦλος συνέχισε τὸ ταξίδι του καὶ ἀπὸ τὴν Τύρο ἔφθασαν στὴν Πτολεμαΐδα καὶ τὴν ἑπομένη ἦλθαν στὴν Καισάρεια καὶ ἐπισκέφθηκαν τὸ διάκονο Φίλιππο στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου διέμειναν ἀρκετὲς ἡμέρες. ᾿Εκεῖ τοὺς συνάντησε ἕνας προφήτης, ὁ ῎Αγαβος, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλυψε στὸν Παῦλο ὅτι στὰ ῾Ιεροσόλυμα θὰ τὸν συλλάβουν οἱ ᾿Ιουδαῖοι καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ρωμαίους. ῞Ομως ὁ Παῦλος, παρὰ τὶς παρακλήσεις ὅλων τῶν συνοδῶν του καὶ τῶν ἐντοπίων νὰ μὴ μεταβεῖ στὰ ῾Ιεροσόλυμα δὲν πείσθηκε καὶ τοὺς ἐδήλωσε ἀποφασιστικὰ ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ιησοῦ (Πρ. 21, 8-14). Καὶ ἔτσι τὴν ἑπομένη ἀνεχώρησε γιὰ τὰ ῾Ιεροσόλυμα συνοδευόμενος ἀπὸ μερικοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴν Καισάρεια (Πρ. 21, 16)· ὅταν δὲ ἔφθασε, ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλη χαρὰ ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ ἀδελφούς. Τὴν ἑπομένη ἐπισκέφθηκε τὸν ᾿Ιάκωβο καὶ ὅταν συγκεντρώθηκαν καὶ ὅλοι οἱ πρεσβύτεροι τῆς ᾿Εκκλησίας, τοὺς διηγήθηκε ὅλα ὅσα θαυμαστὰ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ τὸ κήρυγμά του στὰ ἔθνη (Πρ. 21, 17-20).
Οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ποὺ φαίνεται ὅτι περίμεναν τὸν Παῦλο, ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του καὶ μόλις κατώρθωσε νὰ διασωθεῖ ἀπὸ βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία. Αὐτὸς τὸν παρέπεμψε μὲ συνοδεία καὶ σχετικὴ ἐπιστολὴ στὸ Ρωμαῖο Διοικητὴ τῆς Καισαρείας Φήλικα (Πρ. 21, 27-23, 35), ὁ ὁποῖος τὸν ἐκράτησε φυλακισμένο δύο χρόνια (57-59). Τὸν Φήλικα διαδέχθηκε ὁ Φῆστος καὶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι ζήτησαν τότε ἀπ᾿ αὐτὸν νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Παῦλο γιὰ νὰ τὸν δικάσουν αὐτοὶ στὰ ῾Ιεροσόλυμα. Βλέποντας ὁ Παῦλος ὅτι ἀντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο ἔκανε χρήση τοῦ δικαιώματος τοῦ ρωμαίου πολίτη καὶ ἐζήτησε νὰ δικασθεῖ ἀπὸ τὸν Καίσαρα (Πρ. 25, 1-26, 32) πρᾆγμα ποὺ ἔγινε δεκτό. Τὶς λεπτομέρειες τοῦ ταξιδιοῦ του αὐτοῦ στὸ ὁποῖο τὸν συνόδευσαν οἱ συνεργάτες Λουκᾆς καὶ ᾿Αρίσταρχος περιγράφουν οἱ Πράξεις (27, 1-28, 31). Τὸ ταξίδι ἄρχισε ἀπὸ τὴ Σιδώνα, τὰ Μύρα Λυκίας, τὴν Κνίδο, τοὺς Καλοὺς Λιμένας τῆς Κρήτης, τὴ Μελίτη (Μάλτα), τὶς Συρακοῦσες, τὸ Ρήγιο, τοὺς Ποτίολους καὶ κατέληξε στὴ Ρώμη. ῏Ηταν ἕνα ταξίδι γεμᾆτο ἀπὸ κινδύνους, περιπέτειες καὶ θαυματουργικὲς διασώσεις. Στὴ Ρώμη ὁ Παῦλος ἔμεινε μιὰ ὁλόκληρη διετία (60-62 ἢ 59-61) φυλακισμένος σὲ ἰδιαίτερη ἐνοικιασμένη οἰκία, ὅπου μποροῦσε νὰ δέχεται ὅλους ὅσοι ἤθελαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν, νὰ κηρύττει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διδάσκει γιὰ τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστὸ μὲ παρρησία καὶ χωρὶς μεγάλα ἐμπόδια (Πρ. 28, 30-31). Στὸ διάστημα αὐτὸ τῆς παραμονῆς του στὴ Ρώμη ὁ Παῦλος ἔγραψε τὴν πρὸς ᾿Εφεσίους ἐπιστολὴ καθὼς καὶ τὶς λεγόμενες ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ σταματοῦν οἱ πληροφορίες ἀπὸ τὶς Πράξεις γιὰ τὴ βιογράφηση τοῦ Παύλου. ῞Ολα ὅσα ἔχουν ἐκτεθεῖ μέχρι τώρα γιὰ τὶς τρεῖς ᾿Αποστολικὲς περιοδεῖες καὶ γιὰ τὴν ὅλη δραστηριότητα τοῦ Παύλου προέρχονται ἀπὸ ἀξιόπιστες καὶ ἀκριβεῖς πληροφορίες καὶ στηρίζονται σὲ ἱστορικὲς πηγές. Θὰ ἦταν εὐτύχημα καί, βέβαια, πολὺ χρήσιμο νὰ ὑπῆρχαν παρόμοιες πληροφορίες καὶ γιὰ τὴν ὑπόλοιπη δραστηριότητα τοῦ Παύλου καὶ τὴν τετάρτη ᾿Αποστολικὴ περιοδεία του.
ζ. ῾Η Δ¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία
᾿Αλλ᾿ ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ ὁ συγγραφέας τῶν Πράξεων Λουκᾆς ἐνδιαφέρθηκε κυρίως γιὰ τὴν παρουσίαση τοῦ σκοποῦ τῶν διηγήσεων τῶν Πράξεων ποὺ ἦταν νὰ περιλάβει σ᾿ αὐτὴ καὶ νὰ ἀναφέρει μερικὲς πράξεις μὲ τὶς ὁποῖες καταδεικνύεται ἡ δύναμη καὶ ἡ θεία προέλευση τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο παρὰ τὰ ἐμπόδια ποὺ συνάντησε κηρύχθηκε ἀπὸ τὰ ῾Ιεροσόλυμα μέχρι τὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας, τὸ κέντρο τῆς εἰδωλολατρίας, τὴ Ρώμη, καθὼς καὶ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς μεγάλες πόλεις τῆς Μ. ᾿Ασίας, τῆς ῾Ελλάδος κ.λπ. ᾿Απὸ τὴ στιγμὴ ὅμως κατὰ τὴν ὁποία ὁ Λουκᾆς θεώρησε ὅτι πραγματοποιήθηκε ὁ σκοπὸς αὐτὸς τῶν διηγήσεων δὲ φαίνεται νὰ εἶχε γι᾿ αὐτὸν ἰδιαίτερη σημασία ἴσως ἡ διήγηση καὶ περιγραφὴ τοῦ τέλους τοῦ Παύλου.
῎Αλλωστε ἡ δυσμενὴς ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως σὲ βάρος τῶν χριστιανῶν μετὰ τὴν πυρπόληση τῆς Ρώμης ἀπὸ τὸν παράφρονα αὐτοκράτορα Νέρωνα στὶς 29 ᾿Ιουλίου τοῦ 64 καθὼς καὶ ὁ ἄγριος διωγμὸς ποὺ ἄρχισε μὲ τὰ πολλὰ καὶ φοβερὰ μαρτύρια τῶν χριστιανῶν, γιὰ τὸ συγγραφέα τῶν Πράξεων θὰ ἔπρεπε ἀσφαλῶς νὰ ἔχει διαφορετικὸ περιεχόμενο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ περιέγραψε μέχρι τώρα. Θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρεται σὲ μιὰ νέα ἱστορία, ἱστορία τῶν διωγμῶν τῶν χριστιανῶν, ἡ ὁποία θὰ εἶχε διαφορετικὲς ἐξελίξεις στὸ μέλλον καὶ τὴν ὁποία ὁ Λουκᾆς δὲ φάνηκε διατεθειμένος νὰ περιγράψει.
῎Ετσι γιὰ τὴν παραπέρα πορεία καὶ δραστηριότητα τοῦ Παύλου, τὴν Δ¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία (62-65 ἢ 61-64) οἱ πληροφορίες εἶναι πενιχρὲς καὶ ἔμμεσες καὶ δὲ συμφωνοῦν ἀπόλυτα. ᾿Απὸ τὶς σποραδικὲς ἀναφορὲς καὶ τοὺς ὑπαινιγμοὺς τῶν Πράξεων, ἀπὸ κάποιες εἰδήσεις τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ὅπως τοῦ Κλήμεντος Ρώμης (τῆς Α¢ ᾿Επιστολῆς πρὸς Κορ. 5, 6-7), τοῦ Μορατορίου Κανόνος, τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας (᾿Εκκλ. ἱστ. 2, 22, 6), τοῦ ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου (Β¢ Τιμοθ. 4, 17) τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, τοῦ ῾Ιερωνύμου καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν Ποιμαντικῶν ἐπιστολῶν, συνάγεται ὅτι ὁ Παῦλος μετὰ τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὴ δίκη στὴ Ρώμη, ταξίδεψε “μέχρις ἐσχάτων τῆς Δύσεως”. Τοῦτο κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος Ρώμης (ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους Α¢ 5, 7) σημαίνει, κατὰ τὴν ἐκτίμηση μερικῶν, μέχρι τὴν ῾Ισπανία. ᾿Αλλὰ καὶ ἀπὸ μαρτυρίες τῶν Ποιμαντικῶν ἐπιστολῶν (Α¢ Τιμ., Β¢ Τιμ. καὶ Τίτου) φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος ἀποφυλακισθεὶς πῆγε στὴν ῾Ισπανία, πραγματοποιώντας ἔτσι ἔντονη παλαιὰ ἐπιθυμία του (Ρωμ. 15, 14· 28), μέσῳ Γαλλίας στὴν ὁποία, λέγεται, ὄχι χωρὶς ἀντιρρήσεις, ὅτι ἄφησε τὸν Κρήσκεντα (Β¢ Τιμ. 4, 10). Στὴν ῾Ισπανία δὲν πρέπει νὰ ἔμεινε πολὺ καιρὸ καὶ νὰ ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη ἀπ᾿ ὅπου καὶ πάλι ἀνεχώρησε γιὰ τὶς περιοχὲς τῆς ᾿Ανατολῆς.
Βασικὴ ἐπιδίωξη τοῦ Παύλου ἦταν νὰ δεχθοῦν οἱ διάφοροι λαοὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα, μὲ μεγάλα σημεῖα καὶ θαύματα, μὲ τὴ δύναμη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῎Ετσι μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὰ μέρη αὐτὰ τῆς Δύσεως ὁ Παῦλος ἐκάλυψε σχεδὸν ὅλο τὸ χῶρο ἀπὸ τὴν ῾Ιερουσαλὴμ τῆς ᾿Ανατολῆς, μέχρι τὴν ῾Ισπανία καὶ ᾿Ιλλυρία τῆς Δύσεως. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε γιὰ τὸν Παῦλο κύριο σκοπὸ καὶ τὴ βασικὴ ἀπασχόληση, νὰ κηρυχθεῖ δηλαδὴ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ, ὅπου δὲν εἶχε ἀκόμη ἀκουσθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ αὐτοί, στοὺς ὁποίους δὲν τὸν εἶχαν ἀκόμη ἀναγγείλει καὶ νὰ τὸν καταλάβουν ὅσοι δὲν τὸν εἶχαν κἂν ἀκούσει: “καθὼς γέγραπται, οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ ὄψονται, καὶ οἳ οὐκ ἀκηκόασι συνήσουσι” (Ρωμ. 15, 18-21).
Σύμφωνα μὲ τὶς ποιμαντικὲς ἐπιστολές, κατὰ τὴν Δ¢ ᾿Αποστολικὴ περιοδεία ὁ Παῦλος ἐπισκέφθηκε τὴν ῎Εφεσο, τὴ Μακεδονία (Α¢ Τιμ. 1, 3), τὴν Κρήτη (Τίτ. 1, 5), τὴ Νικόπολη (Τίτ. 3, 12), τὴν Τρωάδα (Β¢ Τιμ. 4, 12), τὴ Μίλητο καὶ τὴν Κόρινθο (Β¢ Τιμ. 4, 20), πιθανὸν καὶ τὶς ᾿Εκκλησίες τῶν Κολοσσῶν, ῾Ιεραπόλεως, Λαοδικείας, ἐκπληρώνοντας παλαιὰ ὑπόσχεσή του πρὸς τὸν Φιλήμονα (22) καὶ τοὺς Κολοσσαεῖς γιὰ νὰ γνωρίσει καὶ προσωπικὰ τοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν αὐτῶν ποὺ δὲν εἶχε συναντήσει μέχρι τότε (Κολ. 2, 1).
᾿Επειδὴ ἡ σειρὰ αὐτὴ τῶν ἐπισκέψεών του παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ Παῦλος μετὰ τὴ Ρώμη ἔφυγε τὸ πιθανότερο γιὰ τὴν Κρήτη, ὅπου ἄφησε τὸν Τίτο γιὰ νὰ τακτοποιήσει τὰ ἐκεῖ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα (Τίτ. 1, 5). ᾿Απὸ τὴν Κρήτη ἀνεχώρησε (περίπου τὸ 63) γιὰ τὴν ῎Εφεσο καὶ τὶς ᾿Εκκλησίες τῆς κοιλάδος τοῦ ποταμοῦ Λύκου. Στὴν ῎Εφεσο ἄφησε τὸν Τιμόθεο νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς νομοδιδασκάλους καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς πιστοὺς (Α¢ Τιμ. 1, 3-11) καὶ ὁ ἴδιος ἀνεχώρησε γιὰ τὴ Μακεδονία (Α¢ Τιμ. 1, 3), διερχόμενος ἀπὸ τὴν Τρωάδα. Στὴ Μακεδονία ἔμεινε γιὰ ἕνα διάστημα, ἴσως στοὺς Φιλίππους, ἐκπληρώνοντας τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοὺς εἶχε δώσει (Φιλιπ. 2, 24). ᾿Απὸ τοὺς Φιλίππους πιθανὸν νὰ ἔγραψε τὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τίτο, ὅπως καὶ τὴ Β¢ πρὸς Κορινθίους. Στὴ συνέχεια θὰ πρέπει νὰ κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Νικόπολη, ὅπου ὑπελόγιζε νὰ παραχειμάσει καὶ στὴν ὁποία ἐκάλεσε ἀπὸ τὴν Κρήτη τὸν Τίτο νὰ συναντηθοῦν, ἐνῶ θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀντικαταστήσει στὴν Κρήτη ὁ ᾿Αρτεμᾆς ἢ ὁ Τυχικός (Τιτ. 3, 12).
᾿Απὸ ἄλλους ὅμως ὑποστηρίζεται ὅτι μετὰ τὴ Μακεδονία ὁ Παῦλος κατευθύνθηκε πρὸς τὴν κυρίως ῾Ελλάδα, ἔφθασε στὴν Κόρινθο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴν Κρήτη. Στὸ τέλος τοῦ χειμῶνα (64 ἢ 63), μποροῦμε νὰ ὑποθέσομε ὅτι, ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Τίτο ἀνέλαβαν ἱεραποστολικὴ δράση στὴν περιοχὴ τῆς Δαλματίας (Ν. ᾿Ιλλυρικό), στὴν ὁποία δὲ φαίνεται νὰ παρέμειναν πολύ.
Μετὰ τὸ τέλος τῆς δράσεώς τους στὴ Δαλματία, πιθανότατα ἐπέστρεψε στὶς ᾿Εκκλησίες τῆς Μ. ᾿Ασίας, τὴν ῎Εφεσο μέσῳ Μακεδονίας καὶ Τρωάδος, ὅπως προανήγγειλε στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς Τιμόθεο (Α¢ Τιμ. 3, 14-15 καὶ 4, 13), συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Τίτο. Στὴ συνοδεία τους προστέθηκαν ὁ Δημᾆς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Λουκᾆς ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, ὁ Κρήσκης, ὁ Τυχικὸς (Β¢ Τιμ. 4, 10-12), ὁ ῎Εραστος καὶ ὁ Τρόφιμος (Β¢ Τιμ. 4, 20). ᾿Εκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο τελευταίους οἱ ἄλλοι τὸν ἀκολούθησαν μέχρι τὴ Ρώμη.
Φθάνοντας στὴν Τρωάδα φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι κάποιου χριστιανοῦ Κάρπου. ᾿Εκεῖ φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος συνελήφθη αἰφνίδια καὶ ἀπροσδόκητα ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς ἀρχὲς καὶ πάντως μὲ ἄγνωστη τὴν αἰτία. Αὐτὸ συνάγεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἄφησε στὸ σπίτι τοῦ Κάρπου τὴ φαιλόνη καὶ τὰ βιβλία του, ποὺ ἦταν ἀπαραίτητα γι᾿ αὐτὸν (Β¢ Τιμ. 4, 13) καὶ τὰ ὁποῖα παρήγγειλε ἀπὸ τὴ Ρώμη στὸν Τιμόθεο νὰ τοῦ τὰ μεταφέρουν. ᾿Απὸ τὴν Τρωάδα, ὁδηγούμενος γιὰ τὴ Ρώμη, ἴσως πέρασε ἀπὸ τὴν ῎Εφεσο ὅπου πιθανὸν νὰ συνάντησε τὸν Τιμόθεο, ἔφθασε στὴ Μίλητο, ὅπου ἀποβιβάσθηκε ὁ ἀσθενὴς Τρόφιμος καὶ στὴ συνέχεια νὰ πέρασε ἀπὸ τὴν Κόρινθο, ὅπου ἔμεινε ὁ ῎Εραστος (Ρωμ. 16, 23. Β¢ Τιμ. 4, 20).
Πάντως ἡ σύλληψη καὶ ἡ μεταφορὰ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη, θὰ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἔγινε μεταξὺ τῆς ἀνοίξεως καὶ τοῦ θέρους τοῦ 65 (Β¢ Τιμ. 4, 21). Οἱ συνθῆκες τῆς δεύτερης αὐτῆς φυλακίσεώς του, πρέπει νὰ ἦταν ὁπωσδήποτε διαφορετικὲς ἀπὸ τὴν πρώτη (Β¢ Τιμ. 2, 9). Εἶχε ἀσφαλῶς ὀλιγότερες ἐλευθερίες γιὰ νὰ τὸν ἐπισκέπτονται οἱ φίλοι του, ὅπως ὁ ᾿Ονησιφόρος (Β¢ Τιμ. 1, 16-18), ὁ Εὔβουλος καὶ Πούδης, ὁ Λίνος καὶ ἡ Κλαυδία καὶ ἄλλοι (Β¢ Τιμ. 4, 21), καὶ οἱ συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκᾆς, Τυχικός. Φαίνεται ὅτι κατὰ τὸ διάστημα τῆς φυλακίσεώς του αὐτῆς ἔγραψε τὴ Β¢ πρὸς Τιμόθεο ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ κύκνειο ἆσμα του, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ τὴ φυλάκισή του αὐτὴ ὁδηγήθηκε στὸ μαρτυρικὸ θάνατό του.
῾Ο ἀκριβὴς χρόνος τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου δὲν εἶναι γνωστός, ἐλλείψει συγκεκριμένων πληροφοριῶν, τὶς ὁποῖες ὅμως ἀναπληρώνει ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἡ ὁποία συνδέει τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Παύλου μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Πέτρου καὶ ἀναφέρει σχετικὰ μόνο, ὅτι οἱ δύο ᾿Απόστολοι μαρτύρησαν κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Νέρωνα, χωρὶς νὰ προσδιορίζει τὸν ἀκριβῆ χρόνο τοῦ μαρτυρίου τους. ᾿Εξ ἄλλου ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς 29ης ᾿Ιουνίου ὡς “γενεθλίου” ἡμέρας τους δὲ δηλώνει τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους, ἀλλὰ τὴν καθιέρωση τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τους τὸ 258, ἴσως λόγῳ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τους, ἀπὸ τὴν ὁδὸ ῎Οσκα τοῦ Παύλου καὶ ἀπὸ τὸ Βατικανὸ τοῦ Πέτρου σὲ κάποια κατακόμβη κοντὰ στὴν ᾿Αππία ὁδὸ γιὰ λόγους καλύτερης ἀσφάλειας κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Λικινίου Βαλεριανοῦ (257-270). Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ Παῦλος ἐμαρτύρησε στὰ τέλη περίπου τοῦ ἔτους τῆς συλλήψεώς του, τὸ 65 ἢ τὸ ἀργότερο στὶς ἀρχὲς τοῦ 66, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ὑπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες.
῎Αλλωστε ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση δὲν ἐνδιαφέρθηκε τόσο γιὰ τὴν ἐξακρίβωση τῶν λεπτομερειῶν τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ Παύλου, ὅσο ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν προβολὴ τοῦ μαρτυρίου του ὡς κατακλεῖδα τῆς ἀπολύτου ἀφοσιώσεώς του στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ὁποίου ἐσφράγισε μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό του.
᾿Εκ τῆς ῾Ιερᾆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ἔγινε γνωστὸν ὅτι τεμάχιον Λειψάνου τοῦ ῾Αγίου ᾿Ενδόξου καὶ Πανευφήμου ᾿Αποστόλου Παύλου, τοῦ καὶ ἱδρυτοῦ τῆς τῶν Θεσσαλονικέων ᾿Εκκλησίας, εὑρισκόμενον εἰς χεῖρας τοῦ Μητροπολίτου Αὐστρίας Χρυσοστόμου, παρεδόθη εἰς τὸν Παναγιώτατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Β¢, τῇ ἐγκρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Τοῦτο παραμένει “ἄχρι συντελείας τῶν αἰώνων, ὡς φύλαξ καὶ φρουρός” καὶ “εἰς διαρκῆ εὐλογίαν καὶ πηγὴν χάριτος καὶ ἁγιασμοῦ διὰ τὸ θεοφιλὲς ποίμνιον τῆς θεοσώστου Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης”.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
ποίημα τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου († 1938)
῏Ηχος δ¢. Κανόνα πίστεως.
᾿Εθνῶν σε κήρυκα, καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, ᾿Αθηναίων διδάσκαλον, οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν, καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν, τὸ σεπτόν σου μαρτύριον, ῞Αγιε Παῦλε ᾿Απόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Β. ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
῾Ο Παῦλος μὲ τὸ κήρυγμά του στὰ σημαντικότερα κέντρα τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου ἔκανε τὸ χριστιανισμὸ παγκόσμια θρησκεία καὶ μὲ τὶς ἐπιστολές του ἔθεσε τὶς βάσεις τῆς θεολογίας χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἔγραψε συστηματικὲς θεολογικὲς μελέτες γιὰ νὰ δώσει λύσεις σὲ κάποια θεολογικὰ θέματα. ῎Εγραψε μόνο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα ποὺ εἶχαν παρουσιασθεῖ ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος.
῎Ετσι, μόνο οἱ σωζόμενες ἐπιστολές του ἀποτελοῦν καὶ τὴν κύρια πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ἀντλήσομε τὴ θεολογικὴ σκέψη του καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι δὲ γράφηκαν ἀπὸ ἕνα συστηματικὸ θεολόγο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἱεραπόστολο, εὐαγγελιστὴ καὶ ὀργανωτὴ τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν ἐθνῶν στὰ ὁποῖα ἐκήρυξε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
῾Ο Παῦλος μὲ τὶς περιοδεῖες του σὲ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἀπέβη ὁ ἀνυπέρβλητος ἱεραπόστολος. ᾿Αναπτύσσοντας μὲ τὰ κηρύγματά του τὸ περιεχόμενο τῆς Θείας ᾿Αποκαλύψεως, περὶ Θεοῦ, περὶ Χριστοῦ, περὶ σταυρώσεως καὶ ἀναστάσεώς Του, περὶ ῾Αγίου Πνεύματος, περὶ ᾿Εκκλησίας, σωτηρίας κ.λπ., ἀναδείχθηκε σὲ κορυφαῖο θεολόγο τοῦ χριστιανισμοῦ. ῞Ολη ἡ διδασκαλία του ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου, ὅπως ἔλεγε, εἶχε “νοῦν Χριστοῦ” καὶ ἑπομένως τὸ κήρυγμά του ἦταν ἀπόλυτα σύμφωνο μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ. Λόγῳ ἀκριβῶς τῆς πλήρους ἀφοσιώσεώς του στὸ Χριστὸ αἰσθανόταν, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, “συνεσταυρωμένος” μὲ ᾿Εκεῖνον καὶ ζοῦσε πλέον μιὰ νέα ἐν Χριστῷ ζωή, πιστεύοντας καὶ προσδοκώντας, ὅτι μετὰ τὸ θάνατό του θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Χριστό.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ διδάσκει γιὰ τὸ Χριστὸ ὅτι εἶναι ἡ “σοφία τοῦ Θεοῦ”, ὅτι σ᾿ αὐτὸν κατοικεῖ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικὰ καὶ ὅτι ὑπῆρξε θεῖος παράγοντας τῆς δημιουργίας, τῆς ὁποίας προϋπῆρχε, ὄντας πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸ Θεό. Διδάσκει ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο καὶ ὅτι καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας του ἦταν ὑπόδειγμα ταπεινώσεως καὶ ἀναμάρτητος. ῎Οντας Θεός, ἦλθε στὸν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, σταυρώθηκε ὅμως ἀπ᾿ αὐτούς, ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ τελικὰ ἐθριάμβευσε ἀναστηθεὶς καὶ ὅσοι ἄνθρωποι πιστέψουν καὶ βιώσουν τὴ διδασκαλία του θὰ σωθοῦν.
Εἰδικότερα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀπόγονος τοῦ ᾿Αδὰμ εἶναι ἁμαρτωλός· μπορεῖ ὅμως νὰ γίνει τέκνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σωθεῖ μόνο ἂν πιστεύσει στὸ Χριστὸ καὶ μετάσχει στὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν υἱοθεσία. ῾Η σωτήρια αὐτὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. ῾Η σταυρικὴ θυσία καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν τὸ κέντρο τῆς θεολογίας καὶ τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ Παύλου. Μὲ τὴν πίστη σ᾿ αὐτὴ τὴ σταυρικὴ θυσία καὶ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ κάθε πιστὸς ἐπιτυγχάνει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, τὴ χορήγηση τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ τὴ νέα ζωή, ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὸ Χριστό.
῾Ο Παῦλος ἐκήρυττε Χριστὸ ἐσταυρωμένο καὶ ἀναστάντα. ῾Ο χριστιανισμός του αὐτὸς ἀποτελεῖ τὴ θεολογικὴ ἔκφραση τῆς βαθειᾆς ἐμπειρίας ποὺ εἶχε καὶ ποὺ ζοῦσε καὶ τὴν ὁποία διατυπώνει συχνὰ στὶς ἐπιστολές του.
῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ δίδεται δωρεὰν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἀρκεῖ μόνο ὁ ἀποδεχόμενος αὐτὴν ἄνθρωπος νὰ διακρίνεται γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή.
῾Η χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ χορηγεῖ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ὄχι μόνο στὸν κάθε πιστό, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ᾿Εκκλησία. Τὰ διάφορα πνευματικὰ δῶρα καὶ ἀξιώματα προέρχονται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς τῆς ᾿Εκκλησίας.
῎Ετσι ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Παύλου, ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ, εἶναι βέβαιο ὅτι προϋποθέτει ἀσφαλῶς τὸ περιεχόμενο τῆς θεολογικῆς παραδόσεως τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ παρουσίασή της δύναται νὰ θεωρηθῆ ὡς συμβολὴ τοῦ Παύλου στὸ πλαίσιο τοῦ γενικοῦ σωτηριολογικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν πρώτη ᾿Εκκλησία.
Τὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν, ἡ ζωή, ὁ θάνατος, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ δημιουργία τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως κατὰ διαφόρους τρόπους ἀποδεικνύει στοὺς ἀναγνῶστες τῶν ἐπιστολῶν του ὁ ἴδιος. Τὸ μυστήριο τὸ ἀποκεκρυμμένο ἀπὸ αἰώνων ἀποκαλύφθηκε τώρα στὸν κόσμο (Ρωμ. 16, 25. Α¢ Κορ. 2, 7-8. Κολ. 1, 26-27. ᾿Εφεσ. 1, 9. 3, 3ἑ. 9, 1ἑ.) μὲ τὴ θριαμβευτικὴ μάλιστα νίκη τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καὶ μὲ τὴ δημιουργία μιᾆς νέας κοινωνίας ἀνθρώπων, τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ὁποίας κεφαλὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἔργο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ (Κολ. 1, 19. Γαλ. 1, 15. Α¢ Κορ. 1, 21. Φιλίππ. 2, 13, ᾿Εφ. 1, 8· 9) καὶ τῆς ἀγάπης Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους (Ρωμ. 9, 11. 8, 28. ᾿Εφ. 1, 11. 3, 11).
Μὲ τὴ δημιουργία τῆς ᾿Εκκλησίας συνδέεται ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας καὶ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴ δόξα του, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀνυπακοή του στὸ Θεὸ ἀμαύρωσε τὸ κατ᾿ εἰκόνα του, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀντανάκλαση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχασε τὴ θεία δόξα, ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ τὸ Θεὸ (Ρωμ. 5, 2ἑ.). Οἱ συνέπειες τῆς ἀνυπακοῆς ἐκείνης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου δίδουν τὴν εἰκόνα τοῦ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνθρώπου.
Στὴ σκέψη τοῦ Παύλου δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ κατάσταση τοῦ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνθρώπου καὶ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τους, χρησιμοποιώντας τοὺς χαρακτηριστικοὺς ὅρους, ἀπολύτρωση, δικαίωση, καταλλαγὴ κ.λπ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ ἱστορικὸς ᾿Ιησοῦς ἀποτελεῖ τὴ βάση τῆς Χριστολογίας του. Τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητος συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἀναστάντα ᾿Ιησοῦ, καὶ σ᾿ αὐτὸ μεγάλη εἶναι ἡ συμβολὴ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου μέσα στὴν ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ θεῖο δῶρο σὲ κάθε πιστό, ἀλλὰ ἡ θεία ἐκείνη ἐνέργεια ἐντὸς τῆς ᾿Εκκλησίας ποὺ δημιουργεῖ μέσα στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία τὴν ἀπὸ κοινοῦ ζωή· ὅπως καὶ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη, ὡς κατ᾿ ἐξοχὴν καρπὸς τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, δὲν εἶναι μία ἁπλὴ ἄσκηση μιᾆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ἡ ἔντονη ἀμοιβαιότητα καὶ κοινωνία ἀνάμεσα στὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας.
῾Η ᾿Εκκλησία ὡς νέα κοινωνία καὶ τὰ μέλη της, ἀποτελοῦν τὸ σῶμα, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. ῾Η εἰκόνα αὐτὴ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ στὸν Παῦλο, γιατὶ μ᾿ αὐτὴν ἀφ᾿ ἑνὸς δηλώνεται ἡ ὀργανικὴ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ ἀμοιβαιότητα μεταξὺ τῶν μελῶν της (Ρωμ. 12, 4-5) καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τονίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ Χριστοῦ, ὡς κεφαλή, μὲ τὸ σῶμα του, τὴν ᾿Εκκλησία.
῾Η ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἀφοῦ αὐτὸ συνιστᾆ τὸ θεσμὸ τῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ εἶναι, κατὰ τὸν Παῦλο, “ἡ κοινωνία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος” (Α¢ Κορ. 13, 13). Στὴν ᾿Εκκλησία εἰσέρχεται κανεὶς μὲ τὸ βάπτισμα, ποὺ σημαίνει τὸ θάνατο τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἔγερσή του σὲ μιὰ νέα ἐν Χριστῷ ζωὴ μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστό. ῾Η ἀληθινὴ δὲ κοινωνία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἐνσυνείδητη συμμετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας (Α¢ Κορ. 11, 26).
Τὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἄρχισε μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ᾿Εκκλησία (Ρωμ. 1, 2. Α¢ Κορ. 2, 7. Κολ. 1, 26), καὶ ὅταν “ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου” (Γαλ. 4, 4) καὶ πραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν δοθεῖ στὴν Π.Δ. (Ρωμ. 1, 2), τὰ πάντα ἔγιναν πλέον “καινά” (Β¢ Κορ. 5, 17).
Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο ἄρχισε μία νέα ἀνθρωπότητα καὶ κατὰ συνέπεια ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους καὶ μέχρι νὰ φθάσει τὸ τέλος, στὸ διάστημα αὐτό, τὰ ἔσχατα, συντελεῖται διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μία ἀνακαίνιση· ἡ κατάσταση αὐτὴ κατὰ τὸν Παῦλο εἶναι ἡ ἐσχατολογία. ῾Η ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (Α¢ Κορ. 1, 8) θὰ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου, ὁπότε “μετὰ τῶν ἁγίων” αὐτοῦ θὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο (Α¢ Κορ. 6, 2) καὶ θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του.
Προμηνύματα τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρονται στὴ δευτέρα πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή, ὅπου ὑπενθυμίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε διδάξει καὶ σ᾿ αὐτοὺς καὶ σ᾿ ὅλους προφορικά, γι᾿ αὐτὸ καὶ τελικὰ συνιστᾆ: “ἀδελφοὶ στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν” (Β¢ Θεσ. 2, 15).
Γ. ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Οἱ σωζόμενες ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου ἀποτελοῦν τὰ πρῶτα σωζόμενα, περιστασιακὰ γραπτὰ μνημεῖα τῆς Κ.Δ.
Δὲν εἶναι συστηματικὰ ἔργα οὔτε ἐπιδιώκουν νὰ ἀναπτύξουν κατὰ τρόπο συστηματικὸ κάποια θεολογικὰ θέματα, ἀλλὰ προσπαθοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν σὲ πρακτικὲς ἀνάγκες καὶ νὰ δώσουν λύσεις καὶ ἀπαντήσεις σὲ διάφορα ἐρωτήματα ποὺ παρουσιάζονταν στὶς ᾿Εκκλησίες, τὶς ὁποῖες εἶχε ἱδρύσει ἢ νὰ ἀντιμετωπίσουν κάποια συγκεκριμένα θέματα ποὺ ἀνέκυψαν ἀπὸ παρανοήσεις τῆς διδασκαλίας του. Μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἀναπτύξεως αὐτῶν τῶν θεμάτων ὁ Παῦλος εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναπτύξει καὶ κάποια θεολογικὰ θέματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀναδεικνύεται ὁ μεγαλύτερος θεολόγος τῆς ᾿Εκκλησίας.
Οἱ ἐπιστολές του παρουσιάζουν σχεδὸν τὰ ἴδια χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστολογραφίας τῆς ἐποχῆς του. Δηλαδὴ προοίμιο μὲ τὸν ἀποστολέα, τὸν παραλήπτη καὶ τὸ χαιρετισμό· στὴ συνέχεια τὴν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος καὶ τέλος τὶς παραινέσεις καὶ τοὺς χαιρετισμούς. ῾Ο Παῦλος συνήθιζε νὰ ὑπαγορεύει τὶς ἐπιστολές του καὶ στὸ τέλος γιὰ νὰ δηλώσει τὴ γνησιότητά τους πρόσθετε ἰδιόχειρο χαιρετισμὸ (βλ. Ρωμ. 16, 22. Α¢ Κορ. 16, 21. Γαλ. 6, 11. Κολ. 4,18. Β¢ Θεσ. 3, 17. Φιλήμ. 19). Οἱ ὅποιες παρουσιαζόμενες τυχὸν διαφορὲς ὕφους ἢ λεξιλογίου μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν στὴ φραστικὴ διατύπωση τῶν σκέψεών του ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς συνεργάτες του.
᾿Ανάλογα πρὸς ποιοὺς ἀπευθύνονται καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ παραλῆπτες τους οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου μποροῦν νὰ διακριθοῦν σὲ διάφορες κατηγορίες: α) ῾Η μία κατηγορία, εἶναι οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύνονται σὲ μιὰ συγκεκριμένη ᾿Εκκλησία, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιστολὲς ἐκεῖνες ποὺ ἀπευθύνονται πρὸς Θεσσαλονικεῖς (Α¢ καὶ Β¢), πρὸς Κορινθίους (Α¢ καὶ Β¢), πρὸς Φιλιππησίους, πρὸς Κολοσσαεῖς. β) ῎Αλλη κατηγορία, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύνονται γενικὰ σὲ μιὰ ὁμάδα ᾿Εκκλησιῶν καὶ ἀποκαλοῦνται “ἐγκύκλιες ἐπιστολές”, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιστολὲς ἐκεῖνες ποὺ ἀπευθύνονται πρὸς ᾿Εφεσίους καὶ πιθανὸν πρὸς Ρωμαίους. γ) Τρίτη κατηγορία, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύνονται σὲ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιστολὲς πρὸς Τιμόθεο (Α¢ καὶ Β¢), Τίτο, Φιλήμονα. δ) ῾Ως τέταρτη κατηγορία, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν μερικὲς ἐπιστολὲς ποὺ γράφτηκαν κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἦταν φυλακισμένος, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς χαρακτηρίζονται ὡς “ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας” ἢ “τῶν δεσμῶν”. Τέτοιες ἐπιστολὲς εἶναι οἱ πρὸς ᾿Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα καὶ ἡ Β¢ πρὸς Τιμόθεο. ε) Μερικὲς ἐπιστολές, ἀργότερα, λέγονται “Ποιμαντικὲς ἐπιστολές” ἐπειδὴ ἀπευθύνονται σὲ ποιμένες τῶν διαφόρων ᾿Εκκλησιῶν, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιστολὲς πρὸς Τιμόθεο (Α¢ καὶ Β¢) καὶ πρὸς Τίτο.
Διάταξη τῶν ἐπιστολῶν. Στὸν κανόνα τῆς Κ.Δ. ἡ τοποθέτηση τῶν ἐπιστολῶν κατὰ σειρὰ ἔγινε μὲ βάση τὴν ἔκτασή τους. ῎Ετσι πρώτη κατατάχθηκε ἡ πρὸς Ρωμαίους, λόγῳ τῆς μεγαλύτερης ἐκτάσεώς της ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἐπιστολές του. ᾿Ακολουθοῦν, ἀνάλογα μὲ τὴν ἔκτασή τους, κατὰ σειρὰ οἱ ἐπιστολὲς Α¢ καὶ Β¢ πρὸς Κορινθίους, Γαλάτας, ᾿Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Α¢ καὶ Β¢ Θεσσαλονικεῖς, Α¢ καὶ Β¢ Τιμόθεο, Τίτο καὶ τελευταία ἡ πρὸς Φιλήμονα. ῾Η πρὸς ῾Εβραίους ἐπιστολὴ στὸν Κανόνα κατατάσσεται στὸ τέλος τῶν 13 ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου. ῞Ομως ὑπάρχει καὶ διαφορετικὴ διάταξη τῶν ἐπιστολῶν σὲ κάποιες ἄλλες περιπτώσεις. Σὲ μερικὰ δὲ χειρόγραφα προτάσσονται τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου οἱ 7 καθολικὲς ἐπιστολές, ἐπειδὴ οἱ συγγραφεῖς τους ἀνήκουν στὴν ὁμάδα τῶν δώδεκα ᾿Αποστόλων.
Γιὰ περισσότερα στοιχεῖα σχετικὰ μὲ ἐξειδικευμένα θεολογικά, ἱστορικά, χρονολογικὰ καὶ ἄλλα συναφῆ θέματα καθὼς καὶ γιὰ πληροφορίες περισσότερο λεπτομερεῖς σχετικὰ μὲ τὸ εἰδικότερο περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου μπορεῖ κανεὶς νὰ καταφύγει στὰ ῾Ερμηνευτικὰ ῾Υπομνήματα καὶ στὶς εἰδικὲς εἰσαγωγὲς τῶν ἐπιστολῶν τῆς Κ. Διαθήκης ποὺ ἔχουν γραφεῖ κατὰ καιροὺς ἀπὸ εἰδικοὺς συγγραφεῖς.
Γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ χρησιμοποιήθηκαν βασικὰ ἔργα ῾Ελλήνων καὶ ξένων συγγραφέων ποὺ εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα σχετίζονται ἢ ἀναφέρονται στὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου.
Δ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α¢ ΕΛΛΗΝΙΚΗ: ᾿Αγουρίδου, Σ., Παῦλος (Εἰκονογράφημα τῆς ζωῆς, τοῦ ἔργου καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ ᾿Αποστόλου), (ἀνάτυπο τῆς ΘΗΕ τ. Ι¢), ᾿Αθῆναι 1966. Τοῦ ἰδίου, “῾Η ζωὴ καὶ τὸ ἔργον τοῦ Παύλου”, ΒΜ, τεῦχ. Β¢, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 161-214. Τοῦ ἰδίου, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Κ. Διαθήκην, ᾿Αθῆναι 1971. Τοῦ ἰδίου, “῾Η ἀπέλαση τοῦ Παύλου καὶ τῶν συνοδῶν του ἀπὸ τοὺς Φιλίππους (Πρ. 16, 11-40)”, ΔΒΜ 3 (1984) Ν.Σ., σσ. 5-16. Τοῦ ἰδίου, “῾Ο Παῦλος στὴν ᾿Αθήνα” (Πρ. 17, 16-34), ΔΒΜ 4 (1985) Ν.Σ., σσ. 24-40. Τοῦ ἰδίου, “Τὰ δεσμὰ τοῦ Παύλου κατὰ τὶς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων (Πρ. 21, 27-28, 31)”, ΔΒΜ 8 (1989) 5-29. ᾿Ανδριοπούλου, Π., “῾Ο ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς χάριτος κατὰ τὸν ᾿Απόστολον Παῦλον, ᾿Αθῆναι 1963. ᾿Αντωνιάδου, Β., ᾿Εγχειρίδιον εἰσαγωγῆς εἰς τὰς ῾Αγίας Γραφάς, τ. Β¢, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Κ. Διαθήκην, ᾿Αθῆναι 1937. ᾿Αντωνιάδου, Ε., ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ἐν ᾿Αθήναις, ᾿Αθῆναι 1920. Βούλγαρη, Χρ., Νέα θεώρησις τῶν ἐρίδων τῆς ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κορίνθου καὶ τῶν ἐν αὐτῇ ἀντιπάλων τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθήνα 1976. Τοῦ ἰδίου, Χρονολογία τῶν γεγονότων τοῦ βίου τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 1983. Γαλάνη, ᾿Ι., “῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος καὶ ἡ Θεσσαλονίκη”, ΔΒΜ 4 (1985) 61-72. Γαλίτη, Γ., ῾Η πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου. Εἰσαγωγὴ - ῾Υπόμνημα, Θεσσαλονίκη 1978. Γλαβίνα, ᾿Απ., Οἱ Δώδεκα ᾿Απόστολοι, Κατερίνη 1993. Δαμαλᾆ, Μ., ῾Ερμηνεία εἰς τὴν Κ. Διαθήκην, τ. Α¢, περιέχων τὴν Εἰσαγωγὴν εἰς τὴν ἑρμηνείαν ταύτην, ἐν ᾿Αθήναις 1878. Θωμοπούλου, Σωζ., “῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος, βιβλιογραφικὸν σχεδίασμα (1819-1985)”, Θεολογία 60 (1989) 457-475. ᾿Ιωαννίδου, Β., Ο Παῦλος καὶ οἱ Στωϊκοὶ φιλόσοφοι, ᾿Αθῆναι 19572. Τοῦ ἰδίου, ῾Ο Μυστικισμὸς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 19577. Τοῦ ἰδίου, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Κ. Διαθήκη, ἐν ᾿Αθήναις 1960. Καλλινίκου, Κ., “῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ὁ καταρράκτης τῆς πίστεως”, ᾿Επετ. ῾Εστίας Θεολ. Χάλκης, τ. Β¢, ἐν ᾿Αθήναις 1991. Κανατσούλη, Δ., ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ οἱ πρῶτοι χριστιανοί, (ἀνάτ.), Θεσσαλονίκη 1967. Καραβιδοπούλου, ᾿Ι., ᾿Ενδείξεις ἐκ τῶν ἐπιστολῶν τῆς αἰχμαλωσίας καὶ ἐκ τῆς παραδόσεως περὶ τῆς φυλακίσεως τοῦ ᾿Αποστ. Παύλου, Θεσσαλονίκη 1965. Τοῦ ἰδίου, ῾Η ἁμαρτία κατὰ τὸν ᾿Απόστολον Παῦλον, Θεσσαλονίκη 1968. Τοῦ ἰδίου, Εἰσαγωγὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983. Λούβαρη, Ν., Εἰσαγωγὴ εἰς τὰς περὶ Παῦλον σπουδάς, ᾿Αθῆναι 19602. ῾Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ᾿Απόστολος Παῦλος. Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ῾Αγίου καὶ ἐνδόξου ᾿Αποστόλου Παύλου, ἱδρυτοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας Θεσσαλονίκης (22-24/11/1987), Θεσσαλονίκη 1989. Μιχαλοπούλου, ᾿Α., ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος καὶ ἡ Νικόπολις ᾿Ηπείρου, ᾿Αθῆναι 1971. Μπάλλεστερ-Κυονβάλερ Παύλου, ῾Ιστορία τῆς ῾Ισπανικῆς ᾿Ορθοδοξίας, τ. Α¢, ᾿Αθῆναι 1961. Τοῦ ἰδίου, “Τὸ ταξείδιον καὶ τὸ ἔργον τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου εἰς τὴν ῾Ισπανίαν”, ᾿Εκκλησία ΛΑ¢ (1954) 12ἑ. Νικολαΐδου, Σ., ῾Ο Παῦλος, ᾿Αθῆναι 1959. Οἰκονόμου, Χρ., “῾Ο ἀνθύπατος τῆς Κύπρου Σέργιος Παῦλος (Πρ. 13, 4-12)”. ΓΠ 72 (1989) 845-870. Παναγοπούλου, ᾿Ι., ῾Η θεολογικὴ μαρτυρία τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων, ᾿Αθῆναι 1969. Τοῦ ἰδίου, ῾Η ἐκκλησία τῶν Προφητῶν. Τὸ προφητικὸν χάρισμα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῶν δύο πρώτων αἰώνων, ᾿Αθῆναι 1979. Τοῦ ἰδίου, Θεολογικὸ ὑπόμνημα στὶς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, Μέρος Α¢, κεφ. 1-8, 3, ᾿Αθήνα 1984. Τοῦ ἰδίου, “Τὰ χαρίσματα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος κατὰ τὸν ᾿Απόστολον Παῦλον”, ῾Εστία Θεολ. Χάλκης, Μνήμη Μητροπολίτου ᾿Ικονίου ᾿Ιακώβου, ἐν ᾿Αθήναις 1984, σσ. 157-166. Πανηγυρικὸς Τόμος ἑορτασμοῦ τῆς 1900ῆς ἐπετείου τῆς ἐλεύσεως τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου εἰς ῾Ελλάδα, ᾿Επιμελεία τοῦ Γεν. Γραμματέως τῆς ᾿Επιτροπῆς τοῦ ἑορτασμοῦ καθηγητοῦ ῾Αμίλκα Σ. ᾿Αλιβιζάτου, ἐν ᾿Αθήναις 1953. Παπαγεωργακοπούλου, ᾿Α., ῾Η περὶ πίστεως διδασκαλία τοῦ ᾿Απ. Παύλου, ᾿Αθῆναι 1962. Παπαδοπούλου, ᾿Αν., Οἱ Θεσσαλονικεῖς συνεργάτες τοῦ ᾿Απ. Παύλου, Θεσσαλονίκη 1958. Παπαδοπούλου, Χρυσ., ῾Η Μικρὰ ᾿Ασία ὡς κέντρον δράσεως τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι ἄ.χρ. Παπαθωμᾆ, Γρ., “Πῆγε ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος στὴν ῾Ισπανία;”, Θεολογία 60 (1989) 754-772. Πατρώνου, Γ., Βιβλικὲς προϋποθέσεις τῆς ῾Ιεραποστολῆς, ᾿Αθῆναι 1983. Τοῦ ἰδίου, “Τὸ ᾿Αποστολικὸν κήρυγμα στὴν πρώτη ᾿Εκκλησία”, Θεοδρόμος 1 (1984) 365-426 καὶ 2 (1985) 53-140. Προκοπίου, Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, ᾿Απόστολος Παῦλος καὶ Φίλιπποι. Τὸ βαπτιστήριον τῆς ῾Αγίας Λυδίας, Καβάλα 1994. Σάκκου, Στ., Μαθήματα εἰσαγωγῆς εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη ἄ.ἐ. Τοῦ ἰδίου, Πέτρος καὶ ἡ Ρώμη, Α. ῾Η μαρτυρία τῆς Κ. Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1989. Σιώτου, Μ., Εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου εἰς Θεσσαλονίκην, (ἀνάτ.), Θεσσαλονίκη 1953. Τοῦ ἰδίου, Τὸ ἔργον Μάρκου καὶ Βαρνάβα καὶ ἡ ἑνότης τῆς ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι 1971. Τοῦ ἰδίου, “Προλεγόμενα εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῆς πρὸς Γαλάτας ἐπιστολῆς τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, ᾿Αθῆναι 1976. Τοῦ ἰδίου, Αἱ σχέσεις τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾆ πρὸς τὴν πόλιν τῶν Φιλίππων, Καβάλα 1980. Τοῦ ἰδίου, “῾Ο πολιτικὸς χαρακτὴρ τῶν ἀντιπάλων τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, (ἀνάτυπο ΔΒΜ τ. 5, τεῦχ. 2-3), ᾿Αθήνα 1978. Στεφανίδου, Β., ᾿Εκκλησιαστικὴ ῾Ιστορία, ᾿Αθῆναι 1948. Στογιάννου, Β., Πέτρος παρὰ Παύλῳ, Θεσσαλονίκη 1968. Τοῦ ἰδίου, ᾿Ελευθερία. ῾Η περὶ ἐλευθερίας διδασκαλία τοῦ ᾿Απ. Παύλου καὶ τῶν πνευματικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του, Θεσσαλονίκη 1970. Τσάκωνα, Β., Τὸ φιλολογικὸν καὶ θεολογικὸν πρόβλημα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ᾿Απόστολον Παῦλον, ᾿Αθῆναι 1960. Τρεμπέλα, Π., ῾Υπόμνημα εἰς τὰς ἐπιστολὰς τῆς Καινῆς Διαθήκης, τ. Α¢, ᾿Αθῆναι 19562 καὶ τ. Β¢, ᾿Αθῆναι 1966. Φειδᾆ, Βλ., “῾Η ᾿Εκκλησία τῶν Φιλίππων κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες”, Πρακτικὰ τ. Α¢, Καβάλα 1987. Τοῦ ἰδίου, ᾿Εκκλησιαστικὴ ῾Ιστορία, τ. Α¢, ᾿Αθῆναι 1992. Φίλη, Λ., Τὸ πρόβλημα τῶν ἑβδομήκοντα ᾿Αποστόλων τοῦ Κυρίου, ἐν ᾿Αθῆναις 19712. Φιλιππίδου, Λ., ῾Η πρώτη πρὸς Τιμόθεον Ποιμαντικὴ ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Απ. Παύλου, ᾿Αθῆναι 1952. Τοῦ ἰδίου, ῾Ιστορία τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ᾿Αθῆναι 1958. Χρήστου, Π., ῾Ο ᾿Απόστολος Βαρνάβας, ᾿Αθῆναι 1951. Β. ΞΕΝΗ: Caird, G. B., "Paul", ἐν Hastings Dictionary of the Bible, 1963. Deissmann, A., Paul, transl. by W. E. Wilson, N. York 1957. Dodd, C. H., The meaning of Paul for Today, Fontana Books 1961. Holzner, J., Παῦλος (μετ. ῾Ιερωνύμου Κοτσώνη), ᾿Αθῆναι 19677. Lightfoot, J. B., "The Chronology of St. Paul᾿s life and epistles" ἐν Biblical Essays, London 1983. Jewett, R., A Chronology of Paul᾿s Life, Philadelphia 1979. Raven, Ch., St Paul and the Gospel of Jesus, London 1961. Renan, E., Παῦλος, (μετ. Γ. Βουτσινᾆ), ᾿Αθῆναι 1923. Weiss, J., Earliest Christianity, transl. by F. C. Grant, Harper Torchbooks, 1959. Whileley, D. E. H. The Theology of St. Paul, Oxford 1964. Wright, E. καὶ Fuller, R., The book of the Acts of God, Anchor Books 1960. Χ.Κ.
|