ΙΩΑΝΝΗΣ Α¢, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης,
συγγραφεύς, ἅγιος (± π. 625)
῍Αν καὶ ἡ συγγραφική του ἐπίδοσις καὶ ἡ ἄλλη δραστηριότης του παρουσιάζεται καὶ μαρτυρεῖ ὅτι πρόκειται περὶ ἐξαίρετης προσωπικότητος, πολὺ λίγα στοιχεῖα εἶναι γι᾿ αὐτὸν γνωστά, πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ δικά του κείμενα. ᾿Απὸ τὸ α¢ βιβλίο τῶν Διηγήσεων τῶν Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου εἶναι συγγραφεύς, συνάγεται ὅτι ὡς νεαρὸς κληρικὸς μετέσχε ἐνεργῶς στὴν ἀπόκρουσι δύο ἐπιδρομῶν τῶν ᾿Αβαροσλάβων ἐναντίον τῆς Θεσσαλονίκης, τὸ 597 καὶ τὸ 603 ἢ 609 (Θαῦμα Α 14 καὶ Α 12), ἐπὶ ἀρχιερατείας τοῦ Εὐσεβίου. Παρόμοια δραστηριότητά του, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, ἀναφέρει ὁ συνεχιστής του συντάκτης τοῦ β¢ βιβλίου τῶν Διηγήσεων τῶν Θαυμάτων, σὲ δυὸ περιπτώσεις σλαβικῶν ἐπιθέσεων, ποὺ πρέπει νὰ τοποθετηθοῦν στὰ ἔτη 615 καὶ 618 περίπου.
῾Ο ᾿Ιωάννης διαδέχθηκε στὴν ἕδρα τῆς Θεσσαλονίκης τὸν Εὐσέβιο, ποὺ εἶναι γνωστὸς ἀπὸ ἕνα σημαντικὸ σημείωμα τοῦ Φωτίου, μία ἐπιστολὴ τοῦ πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, ἀπὸ τὸ σύγγραμμά του Δέκα Λόγοι κατὰ ᾿Ανδρέου ᾿Εγκλείστου καὶ ἀπὸ τὶς φευγαλέες ἀναφορὲς στὶς Διηγήσεις τῶν Θαυμάτων. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ περιγραφόμενα θαύματα στὶς Διηγήσεις πραγματοποιήθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Εὐσεβίου, ποὺ πιθανῶς πρέπει νὰ τοποθετηθῆ στὰ ἔτη 590-610.
Δὲν μπορεῖ νὰ καθορισθῆ μὲ ἀκρίβεια ὁ χρόνος ἀρ-χιερατείας τοῦ ᾿Ιωάννη Α¢, ἀλλὰ χωρὶς ἀμφιβολία περιλαμβάνεται στὰ ἔτη 610-625, μὲ πολλὴ πιθανότητα τῆς ἐπεκτάσεώς της κατὰ πέντε ἔτη στὴν ἀρχὴ καὶ ἄλλα τόσα στὸ τέλος, 605-630. ῞Ενα μῆνα μετὰ τὸν θάνατό του συνέβηκε στὴν πόλι τρομερὸς σεισμός, ποὺ ὅμως δὲν εἶχε ἀντιστοίχως καταστρεπτικὲς συνέπειες. Τὸν σεισμὸ εἶχε προβλέψει ὁ ᾿Ιωάννης καὶ εἶχε παρακαλέσει μάλιστα τὸν Θεὸ νὰ μὴ συμβῆ ἐπὶ τῆς ζωῆς του, ὅπως καὶ ἔγινε.
Τὰ σωζόμενα δείγματα τῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς τοῦ ᾿Ιωάννη εἶναι ἐξαίρετα. Πρῶτο μεταξύ τους εἶναι φυσικὰ οἱ Διηγήσεις Θαυμάτων τοῦ ἁγίου Δημητρίου, καὶ συγκεκριμένως τὸ πρῶτο βιβλίο τους, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ δεκατρεῖς ἐκθέσεις κατανεμημένες σὲ δεκαπέντε λόγους ἢ κεφάλαια. Οἱ ἐκθέσεις ἐκφωνήθηκαν ἀρχικὰ ὡς ὁμιλίες, ὅπως συνάγεται ἀπὸ πλῆθος ἐνδείξεων ποὺ εἶναι κατάσπαρτες σὲ ὅλο τὸ κείμενό τους. ῞Οταν ἐτελείωσε ἡ σειρὰ τῶν ὁμιλιῶν, ποὺ ἀρχικὰ μπορεῖ νὰ συμπεριελάμβανε περισσότερα τεμάχια ἀπὸ ὅσα σώζονται, πραγματοποιήθηκε ἡ σύνδεσίς των σὲ μία συγγραφικὴ ἑνότητα μὲ ὀλίγες διαφοροποιήσεις, ὁπότε εἰσήχθηκαν ὁ πρόλογος, ἡ ἀρίθμησις, ὁ γενικὸς τίτλος καὶ οἱ ἐπὶ μέρους τίτλοι. Τὰ κεφάλαια 13-15, ποὺ ἐκθέτουν ἕνα πολυσύνθετο θαῦμα κατὰ τὴ διάρκεια μιᾆς πολιορκίας, πρέπει νὰ ἐκφωνήθηκαν ὡς ἑνιαῖο σύνολο, ἂν καὶ πολὺ ἐκτενές.
Δὲν εἶναι πιθανὸ νὰ πρόκειται γιὰ σειρὰ ἐτησίων ὁμιλιῶν ποὺ ἐκφωνήθηκαν ἀνὰ μία κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, δηλαδὴ σὲ δέκα τρία ἔτη, ἀλλὰ πρόκειται μᾆλλον γιὰ ἔκτακτη σειρά, μὲ τὴν ὁποία ὁ συγγραφεὺς θέλησε νὰ ἐγκαινιάση τὴ σταδιοδρομία του στὸν ἀποστολικὸ θρόνο αὐτῆς τῆς πόλεως. Μπορεῖ λοιπὸν σὲ τρεῖς ἢ τέσσερις ὁμάδες νὰ ἐκφωνήθηκαν κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του στὶς ἡμέρες τῶν προεορτίων τῆς 26 ᾿Οκτωβρίου.
῾Η γλῶσσα τοῦ κειμένου τούτου εἶναι ὄχι μόνο ὁμαλή, ἀλλὰ καὶ σημαντικὰ ὑψηλότερη ἀπὸ τῶν ἄλλων ἁγιολογικῶν κειμένων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐνῶ στὰ καθαρῶς ὁμιλητικὰ κείμενα εἶναι ἀκόμη κομψότερη.
῾Ο σκοπὸς τοῦ κειμένου καθορίζεται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενό του· ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι σκοπός του εἶναι νὰ τονίση ἕνα ὕμνο στὸν Θεὸ καὶ μία δοξολογία γεμάτη κατάνυξι γιὰ ὅσα ἔχει δωρίσει σὲ τούτη τὴν θεοφύλακτη καὶ φιλόχριστη καὶ φιλομάρτυρα πόλι τῆς Θεσσαλονίκης, ἕνα τεῖχος δηλαδὴ ἄσειστο νοητό, ὀχύρωμα ἀκαταγώνιστο ἀπέναντι στοὺς δαίμονες καὶ τοὺς βαρβάρους, γαλήνιο καταφύγιο ἀπὸ τὶς βιωτικὲς τρικυμίες, αἰώνιο φυλακτήριο τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυχῶν· τὸν Πανάγιο Δημήτριο. ᾿Ιδιαιτέρως βέβαια σκοπὸς τοῦ ᾿Ιωάννη εἶναι νὰ διηγηθῆ τὰ θαύματα τοῦ ἀθλοφόρου Δημητρίου ὑπὲρ τῆς πόλεως, γιὰ νὰ παραστήση στὴ φιλόθεη ἀκοὴ τῶν ἀκροατῶν, ὅτι ἡ σωτηρία προῆλθε τότε στὴν πόλι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι ἀπὸ ἀλλοῦ, καὶ νὰ διεγείρη τὶς διάνοιες ὅλων πρὸς τὴ θεία κατάνυξι, τὴ θεάρεστη ἐξομολόγησι καὶ τὴ συνεχῆ εὐχαριστία πρὸς τὸν ἀθλοφόρο. Εἶναι λοιπὸν σκοπὸς τῶν διηγήσεων τούτων ἡ δοξολογία πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸν ἀθλοφόρο Δημήτριο, ἡ ἀνάπτυξις τῆς εὐλαβείας τῶν πολιτῶν πρὸς τὸν πολιοῦχο τους καὶ γενικώτερα ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ οἰκοδόμησίς των.
᾿Εφ᾿ ὅσον τὰ περισσότερα θαύματα ποὺ περιγράφονται σ᾿ αὐτὸ τὸ κείμενο εἶναι πολιουχικά, δηλαδὴ ἐνεργοῦνται ἀπὸ τὸν Δημήτριο μὲ τὴν ἰδιότητά του ὡς προστάτη τῆς Θεσσαλονίκης, εἶναι εὔλογο ὅτι ἅπτονται τῆς ἱστορίας τῆς πόλεως, ἀλλ᾿ οἱ Διηγήσεις δὲν πρέπει νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς ἱστορικὰ κείμενα. ῾Ο ᾿Ιωάννης δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἀκρίβεια, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἱστορικὴ πλαισίωσι τῶν θαυματουργιῶν τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Γι᾿ αὐτὸ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τους πρέπει νὰ ἀξιολογοῦνται καὶ νὰ ἀξιοποιοῦνται μὲ περίσκεψι. Πολυάριθμες εὐχές του ἔχουν ἐνσωματωθῆ σ᾿ αὐτὲς τὶς Διηγήσεις καὶ μία ἀπ᾿ αὐτὲς στὴν ἔκθεσι τοῦ συνεχιστοῦ του.
῞Ενα ἰδιαίτερο ᾿Εγκώμιο στὸν ἅγιο Δημήτριο παραμένει ἀνέκδοτο κατὰ τὸ πρωτότυπο, ἀλλὰ ἐκδόθηκε παλαιοσλαβικὴ μετάφρασίς του.
῾Η ὁμιλία του Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου εἶναι ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς ἀξιόλογη, καθ᾿ ὅσον προηγεῖται χρονικῶς ὅλων τῶν ἄλλων σωζομένων ἐπὶ τοῦ θέματος ὁμιλιῶν, ἀκόμη καὶ τοῦ ᾿Ανδρέα Κρήτης, τοῦ Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Μοδέστου. ῾Η ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως ποὺ εἶχε ἤδη ἐπικρατήσει σὲ μερικὲς ᾿Εκκλησίες, ἐπεβλήθηκε ἐπισήμως διὰ διατάγματος τοῦ Μαυρικίου γύρω στὰ 600. Προφανῶς ὁ ᾿Ιωάννης ἀποφάσισε πολὺ γρήγορα νὰ εἰσαγάγει τὴν ἑορτὴ καὶ στὴ δική του ἐπαρχία. ῾Η ὁμιλία εἶναι γεμάτη παραινέσεις ποὺ ἀπευθύνει ἡ Μαρία πρὸς ὅλους σὰν πνευματικὴ μητέρα. ῾Υπάρχουν ἀρκετὲς παραλλαγὲς αὐτῆς τῆς ὁμιλίας, τῶν ὁποίων οἱ νοθεῖες ὁμιλοῦν περὶ ἀναλήψεως τῆς Θεοτόκου. Πολὺ ἐνδιαφέρουσα φαίνεται μία ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ παραμένει ἀκόμη ἀνέκδοτη.
Στὴν Ζ¢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀναγνώσθηκε ἕνα χωρίο ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του Εἰς τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ στὴν ἔρημο, ὅπου ὁ ᾿Ιωάννης δικαιολογεῖ τὴν εἰκονογράφησι, χάρι στὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν προσκύνησι τῶν εἰκόνων· ἀλλὰ τίποτε ἄλλο δὲν σώζεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὁμιλίες.
Σώζεται μία ὁμιλία στὶς Μυροφόρους ἀπὸ μιὰ σειρὰ ὁμιλιῶν Εἰς τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασιν, ποὺ ἀναφέρεται στὴ συμφωνία τῶν εὐαγγελιστῶν ἐπὶ τῶν εἰδήσεων περὶ τῆς ἀναστάσεως· φέρεται καὶ ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ιωσὴφ Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ ἔχει ἐκδοθῆ ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ᾿Ιωάννη Χρυσοστόμου.
῾Ο λόγος Εἰς τὴν ἀποτομὴν ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου εἶναι ἀνέκδοτος.
Μιὰ ὁμιλία Εἰς τὴν ῞Υψωσιν τοῦ Σταυροῦ ἀποδίδεται ἀπὸ τὸν Πατμιακὸ Κώδικα 380 στὸν ᾿Ιωάννη Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ λεχθῆ μὲ βεβαιότητα ἂν εἶναι τοῦ δικοῦ μας ᾿Ιωάννη ἢ κάποιου ἄλλου ὁμωνύμου, μεταγενεστέρου, ὅπως εἶναι ὁ ᾿Ιωάννης Β¢ ποὺ μετεῖχε στὶς ἐργασίες τῆς V¢ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
῾Ο συνεχιστὴς τῶν Διηγήσεων τῶν Θαυμάτων ὁμιλεῖ ἐπανειλημμένως περὶ ὁσίας μνήμης τοῦ ᾿Ιωάννη καὶ τὸν θεωρεῖ ὡς προστάτη τῆς Θεσσαλονίκης, δεύτερον μετὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο. Καὶ μὲ τὸν τρόπο του κατοχυρώνει τὴν ἁγιότητα τοῦ προκατόχου του διὰ τῆς ἀναφορᾆς τῆς προορατικῆς ἱκανότητός του. ῾Ο ὅσιος πατήρ μας ᾿Ιωάννης, λέγει ὁ συνεχιστὴς (Θαῦμα Β 3, 2) κατὰ θεία ἀποκάλυψι ἔμαθε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ καταφερθῆ θεήλατος σεισμὸς στὴν πόλι λόγω τῆς ἀμετανοησίας μας. Καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὴ πραγματοποιηθῆ ὁ σεισμὸς ἐν ζωῆ του, ὅπως καὶ συνέβηκε· ὁ σεισμὸς ἔγινε ἕνα μῆνα μετὰ τὸν θάνατό του.
᾿Επικύρωσις τῆς ἁγιότητος τοῦ ᾿Ιωάννου ἦλθε διὰ τῆς Ζ¢ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787), στὴν πέμπτη συνεδρίασι τῆς ὁποίας ὁ Νικόλαος Κυζίκου ἐπικαλέσθηκε καὶ ἀνέγνωσε χωρίο ἀπὸ τὴν “βίβλον τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιωάννου ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης”, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ὁμιλίες στοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω. ῾Η χειρόγραφη ἐπίσης παράδοσις συνοδεύει πάντοτε σχεδὸν τὸ ὄνομα μὲ τὸ ἐπίθετο ἅγιος: “Τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης”.
Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ ᾿Ιωάννης Α¢ στὴ Θεσσαλονίκη ἐτιμᾆτο ὡς ἅγιος, ἀλλὰ τὸ ὄνομά του δὲν εἶχε εἰσαχθεῖ στὰ ἁγιολόγια τῶν ἄλλων ᾿Εκκλησιῶν· κι ἂν εἶχε εἰσαχθῆ στὸ τῆς Ρώμης, ποὺ ἕως τὸ 754 ἦταν διοικητικὴ ἀρχὴ τῆς Θεσσαλονίκης, ἐξέπεσε ἀπ᾿ ἐκεῖ μετὰ τὴν ἀπόσπασί της. Σήμερα τὸ ὄνομά του δὲν συμπεριλαμβάνεται στὸ ἐπίσημο ἁγιολόγιο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: PG 116, 1204-1324, ἀπὸ AASS Octobris IV. Lemerle, P., Les plus anciens recueils des Miracles de Saint Démétrius I, Le texte, Paris 1979. II Commentaire, Paris 1981. ×ñÞóôïõ, Ð. Ê., Διηγήσεις Θαυμάτων τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 1993. Philippidis Braat, Anna, “L’Encômion de Saint Démétrius par Jean de Thessalonique”, TM 8 (1981) 397-414. Ìansi 13, 1648-1656, ἀπόσπασμα ὁμιλίας εἰς Πειρασμούς. Combefis, Novum Auctarium I, Paris 1648, σσ. 791-821, ὁμιλία εἰς Μυροφόρους. Μέρος αὐτῆς PG 59, 635-644. Wilmart, D., Analecta Regiensia, Vaticano 1933, 323-357. Wenger, A., L’assomption de la T. S. Vierge dans la tradition byzantine du VIe au Xe s., Paris 1955, σσ. 240-241, 245-256. Makarij, Μηναῖα, τ. 6, Μόσχα 1880, 1944-1959 (ρωσ.). Jugie, M., PO 19 (1926) 374-405, γνησία παραλλαγή, 405-438, νοθευμένη. Halkin, F., REB 11 (1953) 156-164, ἐπιτομὴ τῆς εἰς τὴν Κοίμησιν. Δουκάκης, Κ., Αὔγουστος 212-226, εἰς τὴν Κοίμησιν νεοελληνιστί. Gretzer, I., Opera Omnia II, Ratisbonae 1734, σσ. 85-88, ὁμιλία εἰς τὸν τίμιον Σταυρόν, νόθος ἀποδιδομένη συνήθως ὑπὸ τῶν κωδίκων εἰς ᾿Ιωσὴφ Θεσσαλονίκης. Jugie, M., “La vie et les oeuvres de Jean de Thessalonique” EO 21(1922) 293-307, καὶ PO 19 (1926) 344-374. ῾Ο ἴδιος, “Analyse du discours de Jean de Thessalonique sur la dormition de la saint Vierge”, EO 22 (1923) 385-387. ῾Ο ἴδιος, “Jean de Thessalonique”, DTC 8 (1924) 819-826. ῾Ο ἴδιος, La mort et l’assomption de la sainte Vierge, Vaticano 1944, σσ. 139-154. Brou, L., “Restes de l’homélie sur la Dormition de l’archévêque Jean de Thessalonique dans le plus ancien antiphonaire connu”, Archiv für Liturgiewissenschaft 2 (1922) 293-307. Rivière, J., “Le plus vieux Transitus latin et son dérivé grec”, Recherches de Théol. Ancienne et Méd. 8 (1936) 323-362. Capelle, Â., “Les anciens récits de l’assomption et Jean de Thessalonique”, Recherches de Théol. Ancienne et Méd. 12 (1940) 209-235. ῾Ο ἴδιος, “Vestiges grecs et latins d’un antique Transitus de la Vierge”, Anal. Boll. 67 (1949) 21-48. Carli, L., “Le fonti del racconto della Dormizione di Maria de Giovanni Thessalonicese”, Marianum 1 (1940) 307-313. ῾Ο ἴδιος, “Giovanni Thessalonicese e l’assunzione di Maria”, Marianum 4 (1942) 1-9. Lemerle, P., “La composition et la chronologie des deux premiers livres de Miracula S. Demetrii”, BZ 46 (1953) 349-361. Hemmerdinger Iliadou, D., Anal. Boll. 73 (1955) 17, περὶ σλαβονικῆς μεταφράσεως ὁμιλίας. Stiernon, D., “Jean de Thessal.”, DSp 8(1973) 778-780. Π.Χ. |