ΘΕΟΔΩΡΟΣ καὶ ΣΥΜΕΩΝ,
ὅσιοι, κτίτορες μονῆς Μ. Σπηλαίου
18 ᾿Οκτωβρίου
Οἱ ἀδελφοὶ Συμεὼν καὶ Θεόδωρος κατάγονταν ἀπὸ πλούσια καὶ λαμπρὴ οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης. Στὴν πόλη αὐτὴ πέρασαν τὰ παιδικά τους χρόνια καὶ ἔλαβαν τὴν ἐγκύκλια παιδεία τῆς ἐποχῆς τους. ῞Οταν ἀνδρώθηκαν, ἀποφάσισαν νὰ μεταβοῦν στὸ ὄρος τοῦ ῎Αθωνα γιὰ νὰ μονάσουν. Σύντομα ἡ παιδεία καὶ οἱ ἀρετές τους ἀναγνωρίσθηκαν ἀπ᾿ ὅλους, γεγονὸς ποὺ ἔκανε τοὺς προεστῶτες τοῦ ῎Ορους νὰ τοὺς ἀποδεχθοῦν ὡς διδασκάλους καὶ νὰ τοὺς χειροτονήσουν ἱερεῖς· “ἔκριναν”, μάλιστα, “ὅλοι εὔλογον τὴν φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν πνευματικὴν τοῦ ἁγίου ῎Ορους εἰς τοὺς πατέρας, ὡσὰν ὅπου ἐφάνησαν ἀπ᾿ ἀρχῆς σχεδὸν πρῶτοι κατοικήτορες καὶ πολιοῦχοι τῶν ἄλλων”. ῾Η φήμη τους εἶχε διαδοθεῖ σὲ ὅλο τὸν ῎Αθωνα, “ἀκούονταν καὶ ἐλαλοῦντο καὶ ἐθαυμάζονταν ἀπὸ ὅλους”, ὥστε νὰ συγκεντρωθεῖ γύρω τους ἕνας σεβαστὸς ἀριθμὸς μαθητῶν. Τὰ βασικὰ θέματα τῆς διδασκαλίας τους ἦταν “περὶ παρθενίας καὶ περὶ ἀσκήσεως”.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ποὺ ἐγκαταβίωσαν στὸ ῎Ορος διδάσκοντας τοὺς μοναχούς, ἀποφάσισαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὰ ῾Ιεροσόλυμα. Συνάντησαν ὅμως τὴ ζωηρὴ ἀντίδραση τῶν ἄλλων μοναχῶν, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ ἀποχωρισθοῦν τοὺς δύο μεγάλους διδασκάλους καὶ πατέρες, ἐνεδρεύοντας μάλιστα στὸν ᾿Ισθμὸ τοῦ Ξέρξη γιὰ νὰ ἀποτρέψουν τὴν ἔξοδό τους. Τελικά, κατόρθωσαν νὰ πείσουν τοὺς μοναχοὺς γιὰ τὴν σταθερότητα τῆς ἀποφάσεώς τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἱερότητα τοῦ σκοποῦ τους καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὰ ῾Ιεροσόλυμα.
῎Επειτα ἀπὸ ἕνα μακρὺ καὶ ἐπίπονο ταξίδι ἔφθασαν στὴν ἁγία Πόλη, προσκύνησαν ἐκεῖ τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ἐπισκέφθηκαν ἐν συνεχεία τὸ ὄρος Σινᾆ καὶ ἐπέστρεψαν στὴν ῾Ιερουσαλήμ. ᾿Εδῶ τοὺς φανερώθηκαν καθ᾿ ὕπνον οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ ᾿Ανδρέας, οἱ ὁποῖοι τοὺς προφήτευσαν ὅσα “ἔμελλαν νὰ τοὺς συνέβουν τριγύρω εἰς ταῖς αἱρέσεις τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἀνάμεσα εἰς τοὺς εἰκονομάχους”. Οἱ ῞Οσιοι ἀνέφεραν τὸ “ἐνύπνιον, ἢ μᾆλλον εἰπεῖν τὴν προφητικὴν ὅρασιν” στὸν πατριάρχη ῾Ιεροσολύμων, ὁ ὁποῖος τοὺς συμβούλευσε σχετικὰ καὶ τοὺς ἐφοδίασε μὲ συστατικὰ γράμματα καὶ ἐπιστολὲς γιὰ τὸν πάπα τῆς Ρώμης.
Μετὰ ἀπὸ ἕνα δύσκολο ταξίδι ἐπέστρεψαν στὸ ῞Αγιο ῎Ορος, ὅπου ἔγιναν δεκτοὶ μὲ πολλὴ χαρὰ ἀπὸ τοὺς μοναχούς, στοὺς ὁποίους ἐξιστόρησαν τὶς περιπέτειές τους. ᾿Αλλὰ σὲ λίγο ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ “πρὸς τὰ μέρη τῆς Θεσσαλονίκης ἐλθόντες ὡμιλοῦσαν εἰς ὅλους τοὺς κατοικοῦντας εἰς τοὺς τόπους ἐκείνους τὰ σωτήρια δόγματα”. ᾿Απὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἔστειλαν μοναχοὺς μὲ παραμυθητικὲς ἐπιστολὲς στὰ ᾿Ιλλυρικὰ μέρη -ἤγουν τῆς Σκλαβουνίας, ὅπως ἐξηγεῖ ἕνας διασκευαστής, ὁ Παρθένιος- καὶ οἱ ἴδιοι περιόδευσαν διδάσκοντας καὶ ἐπισκεπτόμενοι τὶς πόλεις καὶ τὶς περιοχὲς τῆς Θεσσαλίας, ὥσπου ἔφθασαν στὸ “ὄρος τὸ Θετταλικὸν τὸ ὀνομαζόμενον τῶν Κελλίων”, γιὰ νὰ νουθετήσουν καὶ νὰ παρακινήσουν πνευματικὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἐρημίτες ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ.
᾿Απὸ ἐκεῖ προχώρησαν “εἰς τὰς Νέας Πάτρας” (σημ. ῾Υπάτη), ὅπου καὶ ἔμειναν ἀρκετὸ καιρό, γιὰ νὰ καταλήξουν στὴ συνέχεια στὸ ὄρος τῶν Θερμοπυλῶν. ᾿Εδῶ ἀποφάσισαν νὰ ἐγκαταβιώσουν, ἀλλὰ ἄγγελος Κυρίου τοὺς προέτρεψε νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο τους στὴν Πελοπόννησο, ὅπου θὰ συναντοῦσαν στὸ χωριὸ τῶν Γαλατῶν, κοντὰ στὰ Καλάβρυτα, μία εὐσεβῆ κόρη, ποὺ εἶχε ἀνακαλύψει μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Οἱ ὅσιοι πατέρες μετέβησαν λοιπὸν στὴν Πελοπόννησο καὶ φθάνοντας στὸ χωριὸ τῶν Γαλατῶν -“λεγόμενον τώρα Ζαχλωροῦς”, μᾆς λέει πάλι ὁ Παρθένιος- συναντήθηκαν μὲ τὴ βοσκοπούλα, στὴν ὁποία εἶχε προαγγελθεῖ ἡ ἔλευσή τους, ὅταν αὐτὴ βρῆκε τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὸ Σπήλαιο.
῾Η κόρη ἀνεγνώρισε ἀμέσως τοὺς θεόσταλτους ἄνδρες καὶ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, τοὺς ὁδήγησε στὸ Μέγα Σπήλαιο, ὅπου ἀντίκρυσαν τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. ᾿Ενῶ ἄφωνοι θαύμαζαν τὴ μεγαλοπρεπῆ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἀκούσθηκε μία φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἡ ὁποία τοὺς προέτρεπε νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο τους: “σπουδάσατε νὰ νουθετήσετε καὶ νὰ βεβαιώσετε ὅσους κατοικοῦν εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ εἰς ὅλαις της ταῖς χώραις νὰ μένουν πάντα σταθεροὶ καὶ ἀμετάτρεπτοι εἰς τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων”.
῞Οταν ἀποφάσισαν νὰ καθαρίσουν τὴν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου καὶ τὸν περιβάλλοντα χῶρο, θέτοντας πῦρ στοὺς θάμνους καὶ στὰ δένδρα, τότε “δράκων τις φοβερὸς εἰς τὸ μέγεθος ἐφώλευεν ἐκεῖ”, ξεπετάχθηκε μέσα ἀπὸ τὶς βάτους, ἀλλὰ ἐξουδετερώθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο. ᾿Ανάμεσα στὰ δένδρα βρέθηκαν κάποια ἀρχαῖα ἐρείπια, τὰ ὁποῖα ἀπετέλεσαν καὶ τὴ βάση γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση ἑνὸς ναοῦ, στὸν ὁποῖο κατετέθη ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. ῾Η κόρη δέχθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη καὶ ἐγκαταστάθηκε ὡς ἔγκλειστη σὲ μία μικρὴ καλύβα κοντὰ στὸ Σπήλαιο.
῾Η φήμη γιὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἁγιότητα τῶν ῾Οσίων καὶ τῆς Εὐφροσύνης προσήλκυαν σὰν μαγνήτης πλῆθος πιστῶν στὸ Σπήλαιο. ῾Ο ἐνθουσιασμὸς τοῦ κόσμου ἦταν τέτοιος, ὥστε νὰ προσφέρουν ὅλα τὰ μέσα στοὺς ῾Οσίους γιὰ νὰ ἀνεγείρουν μοναστήρι, οἱ ῞Οσιοι ὅμως ἀρνήθηκαν κάτι τέτοιο, γιατὶ σκοπός τους ἦταν ἡ ἀποστολικὴ δράση στὴν Πελοπόννησο, ποὺ ἦταν βυθισμένη στὴν ἀσέβεια. ᾿Αφοῦ λοιπὸν ἔστειλαν μὲ κάποιον συνοδό τους τὶς ἐπιστολὲς στὸν Πάπα, ἄρχισαν νὰ περιοδεύουν στὴν Κόρινθο, τὸ ῎Αργος, τὰ ᾿Επίδαυρα, τὸ Ναύπλιο, τοὺς ᾿Αμυκλαίους, Λάκωνες, Δωριεῖς, Πατρεῖς, ῾Ηλείους, ᾿Αρκάδες. ῾Η δράση τους ἐπεκτάθηκε κι ἔξω ἀπ᾿ τὴν Πελοπόννησο, ἀφοῦ μὲ ἐπιστολὲς φρόντισαν καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν νησιῶν καὶ ἰδιαίτερα τῆς Κρήτης.
“Καὶ τέλος ἀπὸ θεῖον ἄγγελον ἐδιδάχθησαν τὸ τέλος τῆς ζωῆς των”· ἔτσι ἑτοιμάσθηκαν κατάλληλα καὶ ὅταν ἀπεδήμησαν εἰς Κύριον, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, “ἐτάφησαν λοιπὸν ἀπὸ τοὺς μαθητάς των μὲ τὰ ἴδια των μοναχικὰ φορέματα καὶ σχήματα κατὰ γῆς εἰς τὸ αὐτὸ ἅγιον Σπήλαιον”. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐκοιμήθη καὶ ἡ ὁσία Εὐφροσύνη καὶ ἐτάφη “ὅπου ἐτάφησαν καὶ οἱ θεῖοι πατέρες”.
῾Η ὕπαρξη καὶ ἡ δράση τῶν ὁσίων Θεοδώρου, Συμεὼν καὶ Εὐφροσύνης ἀγνοεῖται ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς συναξαριστές, ἀλλὰ παραδίδεται πάντοτε ὡς ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ Κτιτορικοῦ καὶ τῶν Προσκυνηταρίων τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, στὰ Καλάβρυτα τῆς Πελοποννήσου. ᾿Εκτὸς αὐτοῦ, ὁ Βίος δὲν σώζεται στὴν ἀρχική του μορφή, ἀλλὰ σὲ μεταγενέστερες παραφράσεις σὲ δημώδη γλῶσσα. Οἱ διάφορες παραλλαγὲς τοῦ Βίου τῶν ῾Οσίων, ὅπως παραδίδονται στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις, δὲν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, ἐκτὸς τῆς ἐκδόσεως τοῦ Κτιτορικοῦ ἢ Προσκυνηταρίου τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἔτους 1840. ῾Η παράφραση τοῦ ᾿Αθηναίου λογίου ᾿Ανάργυρου Βερναρδῆ, ἔκδοση Βενετίας 1706, καὶ τὸ Προσκυνητάρι τοῦ λογίου ἱεροδιακόνου Παρθενίου τοῦ Πελοποννησίου, Βενετία 1765, ἀποτελοῦν συγγενῆ κείμενα. ῾Ο Κων. Οἰκονόμος τοποθετεῖ τὴ δράση τῶν ὁσίων στὰ 310-320 καὶ τὴν εὕρεση τῆς εἰκόνος τὸ 362, ἐνῶ οἱ ἄλλες παραλλαγὲς ἀναφέρουν ἁπλὰ ὅτι ἔδρασαν στὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας.
Στὰ κείμενα τοῦ Παρθενίου καὶ τοῦ Οἰκονόμου ὁ λόγος διακόπτεται συχνὰ γιὰ ἐπεξηγήσεις καὶ ἑρμηνεῖες. ᾿Αντιθέτως ἡ παράφραση τοῦ Βερναρδῆ ἀποτελεῖ μετάφραση, “εἰς τὴν καθ᾿ ἡμᾆς γλῶσσαν”, πιστὴ καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὴ παρέμβαση, τοῦ χειρογράφου ἢ ἀντιγράφου ποὺ φιλοτέχνησαν, τὸ 1509, “οἱ ἐλάχιστοι, ὅ τε ᾿Ησαΐας καὶ Σωφρόνιος οἱ ρακενδῦται καὶ ἐρημῖται”.
Τὸ χειρόγραφο τῶν μοναχῶν Σωφρονίου καὶ ᾿Ησαΐα, φαίνεται, ἀπὸ ἐσωτερικὲς μαρτυρίες, ὅτι ἀνάγεται στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Ανδρονίκου Β¢ Παλαιολόγου (1282-1328), διότι ἀναφέρεται ὅτι “τὸ ἱερὸν τοῦτο Σπήλαιον μετεσκευάσθη καὶ ἔγινε μοναστήριον... διὰ μέσον τῆς εὐσεβείας καὶ γενναιότητος τοῦ νῦν βασιλεύοντος ᾿Ανδρονίκου...”. Συνεπῶς ἡ παράφραση τοῦ Βερναρδῆ μᾆς ὁδηγεῖ ἐγγύτερα στὸ ἀπωλεσθὲν πρωτότυπο ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ μοναχοί, δηλ. στὴν παράδοση τοῦ 13ου αἰῶνος.
῾Η χρονολόγηση τῆς δράσεως τῶν ὁσίων αὐταδέλφων Θεοδώρου καὶ Συμεών, δὲν εἶναι εὐχερὴς μὲ ἀκρίβεια· πιθανὸν νὰ ἀναφέρεται σὲ γεγονότα τοῦ τέλους 8ου αἰ. - ἀρχὲς 9ου αἰ., καὶ ἔτσι τίθεται στὴν ἐποχὴ μεταξὺ τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτη (βλ. λῆμμα) καὶ τοῦ ὁσίου ᾿Ιωσὴφ τοῦ ῾Υμνογράφου (βλ. λῆμμα). Παρέχει μία πολὺ πρώιμη εἰκόνα τοῦ ῾Ελλαδικοῦ χώρου καὶ συμπληρώνει τὶς γνώσεις μας γιὰ τὸ μοναχισμὸ τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καὶ τῆς κυρίως ῾Ελλάδος. ῾Η μνεία κάποιας μορφῆς ὀργανώσεως τῶν ἀσκητῶν τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καὶ μοναχῶν στὸ “Θετταλικὸ ὄρος τῶν Κελλίων”, τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου μεταξὺ ῎Οσσας καὶ Πηλίου, εἶναι πληροφορίες μοναδικὲς χρονικὰ καὶ ἀξιολογικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βίος: Παράφραση Βερναρδῆ. ῾Ιστορία τῆς σεβασμίας καὶ ἱερᾆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου τῆς παρὰ τὰ Καλάβρυτα κειμένης, τῶν ὁσίων πατέρων Συμεὼν καὶ Θεοδώρου τῶν κτητόρων τῆς ἐν τῷ Σπηλαίῳ παλαιᾆς μονῆς, καὶ τῆς ὁσίας κόρης Εὐφροσύνης... ῾Η διαθήκη τῶν ὁσίων πατέρων Συμεὼν καὶ Θεοδώρου. Κανόνες ἐγκωμιαστικοὶ εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, εἰς τοὺς ὁσίους πατέρες καὶ τὴν ὁσίαν κόρην. Μετατυπωθέντα ἐκ τῆς πρώτης ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως τοῦ ἔτους 1706. Δαπάνῃ Γεωργίου Γ. Λαδᾆ. ᾿Αθῆναι 1973. ᾿Αναγνωστάκης, ᾿Ηλ. - ἱερομ. ᾿Ιουστῖνος, Οἱ Θεσσαλονικεῖς ὅσιοι Συμεὼν καὶ Θεόδωρος. Πρῶτοι κατοικήτορες τοῦ ῎Αθω καὶ “τῆς Πανελλάδος πολιοῦχοι”, ἐκδ. Πανσέληνος, Καρυὲς 1985. Παράφραση Παρθενίου. Σώζεται σὲ ἕνα χειρόγραφο στὴν ᾿Εθνικὴ Βιβλιοθήκη. Οἰκονόμου, Κων. τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Κτιτορικὸν ἢ προσκυνητάριον τῆς ἱερᾆς καὶ βασιλικῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου. ᾿Εξεδόθη ἐπιδιορθωθὲν ψήφῳ καὶ σπουδῇ τοῦ ἱεροῦ Μοναστηρίου. ᾿Αθήνησιν. ᾿Εκ τῆς τυπογραφίας Κ. Ράλλη, 1840. Νεώτερες ἐκδόσεις τῶν ἐτῶν 1864, 1910, 1911, 1925, 1932. Καὶ τέλος· Κτιτορικὸν τῆς ἱερᾆς, βασιλικῆς, πατριαρχικῆς καὶ σταυροπηγιακῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου τῶν Καλαβρύτων, ἐν ᾿Αχαΐᾳ. ῎Εκδοσις ἀρχιμ. ῾Ιεροθέου Πασχοπούλου, ᾿Αθῆναι 1977. Δουκάκης, Κ., Συναξαριστής, ᾿Οκτώβριος, σσ. 235-257. Εὐστρατιάδης, Σ., ῾Αγιολόγιον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι χ.χρ., σ. 439. Λάππας, Κ., “Τὰ προσκυνητάρια τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου τῶν Καλαβρύτων”, Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα ῾Ελληνικὰ 1 (1984) 80-125. Γουλούλης, Στ., “῎Ορος τῶν Κελλίων. Συμβολὴ τοπογραφικὴ καὶ ἱστορική”, Διεθνὲς Συνέδριο γιὰ τὴν ᾿Αρχαία Θεσσαλία στὴ μνήμη τοῦ Δ. Θεοχάρη. Πρακτικά, ᾿Αθήνα 1992, σσ. 473-498. Γ.Τ. |