ΘΕΟΔΩΡΑ ἡ ΜΥΡΟΒΛΥΤΙΣ,
ὁσία (812-29.8.892)
5 ᾿Απριλίου, 3 καὶ 29 Αὐγούστου
῾Η ὁσία Θεοδώρα ἀνήκει στὴν ὁμάδα τῶν ἁγίων τῆς εἰκονομαχικῆς περιόδου καὶ ἐπιπλέον ἀποτελεῖ τὴ δεύτερη μυροβλύτιδα ἁγία τῆς Θεσσαλονίκης μετὰ τὸν πολιοῦχο τῆς πόλεως, μεγαλομάρτυρα Δημήτριο· ἔχει μάλιστα ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ μυροβλυσία τοῦ λειψάνου της μαρτυρεῖται πρὶν ἀπὸ τὴ μυροβλυσία τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ
῾Η ὁσία Θεοδώρα γεννήθηκε τὸ 812 στὴν Αἴγινα ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν ᾿Αντώνιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερέας, καὶ τὴ Χρυσάνθη. ῾Ωστόσο, ἡ μητέρα της πέθανε κατὰ τὸν τοκετό, ἀφήνοντας τὴ Θεοδώρα ὀρφανή. ῾Ο ᾿Αντώνιος, μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τῆς συζύγου του, ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει ἐρημητικὸ βίο· γι᾿ αὐτὸ ἐμπιστεύθηκε τὴ Θεοδώρα σὲ μία εὐσεβῆ συγγενῆ του, ἡ ὁποία κατέστη καὶ ἀνάδοχός της, δίνοντάς της τὸ ὄνομα ᾿Αγάπη.
Τὸ σωματικὸ κάλλος τῆς μικρῆς ᾿Αγάπης ὁδήγησε πολλοὺς ἐπιφανεῖς κατοίκους τῆς Αἴγινας νὰ τὴ ζητοῦν σὲ γάμο, παρενοχλώντας διαρκῶς τὸν πατέρα της. Τελικά, ὁ ᾿Αντώνιος τὴν μνήστευσε σὲ ἡλικία μόλις ἑπτὰ ἐτῶν, ἡλικία ποὺ σύμφωνα μὲ τὴ βυζαντινὴ νομοθεσία θεωροῦνταν τὸ κατώτερο ἐπιτρεπόμενο χρονικά ὅριο μνηστείας τῶν γυναικῶν, μὲ ἕνα πλούσιο καὶ σώφρονα ἄνδρα, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν ἀναφέρεται στὸ Βίο της, προφανῶς γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ὡς ἐλάσσονος σημασίας τὸ γεγονὸς τῆς μνηστείας της καὶ τοῦ γάμου της ἀργότερα, σὲ σύγκριση μὲ τὸν αὐστηρὸ μοναχικὸ βίο ποὺ ἀκολούθησε στὴ συνέχεια.
Τὴν περίοδο αὐτή, καὶ συγκεκριμένα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 825/830, μνημονεύονται γιὰ πρώτη φορὰ ἐπιδρομὲς τῶν σαρακηνῶν πειρατῶν τῆς Κρήτης στὴν περιοχὴ τοῦ Σαρωνικοῦ κόλπου. Οἱ ἐπιδρομὲς αὐτὲς δὲν μαρτυροῦνται ἀπὸ κανένα βυζαντινὸ χρονογράφο, ἀλλὰ καθίστανται γνωστὲς μόνο ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων τῆς Αἴγινας: τὸ Βίο τῆς ὁσίας Θεοδώρας, τὸ Βίο τοῦ ὁσίου Λουκᾆ τοῦ Στειριώτη καὶ τὸ Βίο τῆς ὁσίας ᾿Αθανασίας τῆς ἐξ Αἰγίνης (οἱ ἐπιδρομὲς ποὺ καταγράφονται στὸν τελευταῖο Βίο θεωροῦνται μεταγενέστερες αὐτῶν ποὺ μαρτυροῦνται ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους Βίους). Οἱ ἐπιδρομὲς αὐτὲς ἦταν συχνές, προκαλώντας τὸν πανικὸ καὶ ἐπιφέροντας τὸ θάνατο σὲ πολλοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ καθὼς καὶ μεγάλης ἐκτάσεως λεηλασίες, εἶχαν δὲ ὡς ἐπακόλουθο τὴ βίαιη μετανάστευσή τους καὶ τελικὰ τὴν ἐρήμωση τοῦ νησιοῦ.
Μολονότι ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Λουκᾆ μᾆς πληροφορεῖ ὅτι οἱ περισσότεροι κάτοικοι τῆς Αἴγινας μετανάστευσαν σὲ γειτονικὲς ἀκτὲς τῆς Φωκίδος καὶ τῆς Πελοποννήσου ἢ στὴν ᾿Αττικὴ καὶ στὶς Βοιωτικὲς Θῆβες, ὡστόσο ἡ ὁσία Θεοδώρα καὶ οἱ συγγενεῖς της -ὅπως ἄλλωστε καὶ πολλοὶ κάτοικοι τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου, ποὺ δέχονταν τὶς ἀλλεπάλληλες ληστρικὲς ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν- προτίμησαν νὰ καταφύγουν στὴ Θεσσαλονίκη, διότι ἡ συμβασιλεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας προστατευόταν ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ ὀχύρωσή της καὶ ἀπὸ τὸν πολιοῦχο της ἅγιο Δημήτριο, ὅπως τονίζει καὶ ὁ Θεσσαλονικέας κληρικὸς ᾿Ιωάννης Καμινιάτης, καὶ θεωροῦνταν ἀπόρθητη πόλη.
῾Ο Βίος τῆς ῾Οσίας δὲ διευκρινίζει, ἐὰν ἡ Θεοδώρα νυμφεύθηκε πρὶν ἢ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ μετανάστευση· περιορίζεται μόνο στὴν πληροφορία ὅτι ὁ πατέρας της, ὄντας φίλος τῆς ἐρημίας, ἀλλὰ ταυτοχρόνως καὶ ἐχθρὸς τῶν εἰκονομάχων ποὺ κρατοῦσαν ἐκείνη τὴν περίοδο τὰ σκῆπτρα τῆς αὐτοκρατορικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, ἀνεχώρησε γιὰ κάποια ἄγνωστη ἐρημικὴ περιοχὴ κάτω ἀπὸ τὰ Θόρωπα, τοποθεσία ποὺ παραμένει ἀταύτιστη.
῾Η Θεοδώρα ἀπέκτησε τρία παιδιά, ἀλλὰ τὰ δύο τελευταῖα πέθαναν, γεγονὸς ποὺ προσέθεσε ὀδύνη στὴν ἤδη πολυτάραχη ζωή της. ᾿Εντούτοις, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε τὴ Θεοδώρα καὶ τὸ σύζυγό της στὴν ἀπόφαση νὰ ἀφιερώσουν τὸ πρῶτο παιδί τους, τὴν κόρη τους ποὺ ἀργότερα ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Θεοπίστη, στὴ μικρὴ μονὴ τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾆ, κοντὰ στὴν Κασσανδρεωτικὴ πύλη, ποὺ βρισκόταν στὰ ἀνατολικὰ τείχη τῆς πόλεως, ὅπου ἡγουμένευε μία συγγενής της, ἡ Αἰκατερίνη, ἡ ὁποία ἦταν ἀδελφὴ τοῦ μετέπειτα ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης ᾿Αντωνίου τοῦ ὁμολογητῆ (βλ. λῆμμα).
῾Η ἐξέχουσα προσωπικότητα τοῦ ἀρχιεπισκόπου ᾿Αντωνίου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης μετὰ τὸ τέλος τῆς Εἰκονομαχίας, ἀναγκάζει τὸ βιογράφο τῆς ὁσίας Θεοδώρας νὰ διακόψει τὴ ροὴ τῆς διηγήσεώς του, γιὰ νὰ σκιαγραφήσει σὲ ἐννέα παραγράφους (§ 10-18) τὸ πρόσωπο καὶ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὡς τὸν ὁσιακὸ θάνατό του στὶς 2 Νοεμβρίου 844, λίγο μετὰ τὴν ἄνοδό του στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης. ῞Ολες αὐτὲς οἱ πληροφορίες παραδίδονται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸ Βίο τῆς ὁσίας Θεοδώρας, ἐμπλουτίζοντάς τον μὲ σπουδαῖα ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ στοιχεῖα.
Λίγο μετὰ τὴ μοναστικὴ ἀφιέρωση τῆς Θεοπίστης πέθανε καὶ ὁ σύζυγος τῆς Θεοδώρας. Τὸ νέο τραγικὸ συμβὰν δὲν κατέβαλε τὴν πίστη της, ἀλλὰ τὴν ὤθησε στὴν ἀπόφαση νὰ διαμοιράσει τὴν περιουσία της καὶ νὰ καταφύγει τὸ 837 στὴ μονὴ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, στὸ κέντρο τῆς πόλεως, ὅπου ἡγουμένευε ἡ ὁμολογήτρια ῎Αννα. ῾Ο χαρτοφύλακας Θεσσαλονίκης ᾿Ιωάννης Σταυράκιος, ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὸ 12ο αἰώνα ἕνα ἐγκώμιο πρὸς τιμὴ τῆς ὁσίας Θεοδώρας (BHG 1740), ταυτίζει τὴν ἡγουμένη ῎Αννα μὲ τὴν ἀνάδοχο καὶ κηδεμόνα τῆς ὁσίας στὴν Αἴγινα, μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ πατέρα της ᾿Αντωνίου στὴν ἔρημο. Στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἡ νεαρὴ ᾿Αγάπη, σὲ ἡλικία εἰκοσιπέντε ἐτῶν, δοκιμάσθηκε καὶ ἔδωσε τὶς μοναχικὲς ὑποσχέσεις, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Θεοδώρα.
Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ Βίου καταλαμβάνει ἡ διήγηση τῆς μοναστικῆς ζωῆς καὶ ἀσκήσεως τῆς ῾Οσίας στὸ κοινόβιο τοῦ ἁγίου Στεφάνου, προβάλλοντας ἔντονα τὴν ὑπακοή της στοὺς κανόνες τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, τὴν ταπείνωση, τὴ φιλαδελφία, τὴν ἐλεήμονα φύση της καὶ κυρίως τὴ μεγάλη ἐπιμέλεια ποὺ ἐπιδείκνυε γιὰ τὴν πνευματική της σωτηρία καὶ τὸ θεῖο ἔρωτά της πρὸς τὸν οὐράνιο Νυμφίο. ῾Ο Βίος ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο ἁγιολογικὸ κείμενο τῆς Θεσσαλονίκης μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προβάλλεται τόσο ἔντονα, ἀλλὰ καὶ τόσο ἔντεχνα, ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ ὡς ἡ ἰδεώδης καὶ πλέον ἀσφαλὴς μορφὴ μοναχικῆς ζωῆς. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποκτᾆ ἀκόμη μεγαλύτερη σημασία ἂν συνεκτιμηθεῖ πὼς λίγες δεκαετίες πρὶν ἀπὸ τὴ συγγραφὴ τοῦ Βίου τῆς ὁσίας Θεοδώρας, ἐμφανίζεται ἕνα ἄλλο ἁγιολογικὸ κείμενο, μὲ ἀθωνικὴ προέλευση, ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ ᾿Αθωνίτη, τοῦ πρώτου γνωστοῦ οἰκήτορα τοῦ ῎Αθω, ὅπου, ἀντίθετα, προβάλλεται ὁ ἰδιόρρυθμος μοναστικὸς βίος, ἐνῶ ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ ἀπορρίπτεται καὶ κατακρίνεται ὡς δαιμονιώδης.
῾Η Θεοδώρα ἔζησε στὸ κοινόβιο τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου πενήντα πέντε χρόνια, ἀπὸ τὸ 837 ὡς τὴν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς της στὶς 29 Αὐγούστου τοῦ 892. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μακροπερίοδο διάστημα ὁ ἐνάρετος βίος της ὑπῆρξε ὑπόδειγμα μοναχικῆς βιοτῆς· εἶναι δὲ χαρακτηριστικὴ ἡ ἐκτενὴς ἀναφορὰ τοῦ βιογράφου της σὲ ὁρισμένα περιστατικά, ὅπου ἡ ῾Οσία ἀντιμετώπισε μὲ καταπληκτικὴ καρτερία καὶ δύναμη τὰ πολὺ αὐστηρὰ ἐπιτίμια ποὺ τῆς ἔθετε ἡ ἡγουμένη ῎Αννα γιὰ νὰ τὴν παιδαγωγήσει.
῾Η Θεοδώρα ἀρνήθηκε τὴν πρόταση νὰ ἀναλάβει τὸ πηδάλιο τῆς ἡγουμενίας κάποιας ἄλλης μονῆς, ἐνῶ ὅταν τὸ 868 τέθηκε στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Στεφάνου ζήτημα διαδοχῆς τῆς ἡγουμένης, ἐξελέγη ἡ κόρη της Θεοπίστη. ῎Εκτοτε ἡ ῾Οσία ἐνέτεινε ἀκόμη περισσότερο τὸν ἀγώνα της, ἐπιδιδόμενη καθημερινὰ σὲ ἔργα εὐποιΐας καί, παρὰ τὴ γεροντική της ἡλικία, προσπαθοῦσε νὰ ἐπικουρεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο στὰ διακονήματα τῆς μονῆς.
῾Η μακαρία κοίμηση τῆς ῾Οσίας ἐπῆλθε εἰρηνικὰ στὶς 29 Αὐγούστου τοῦ 892, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν, καὶ συνοδεύθηκε ἀπὸ μία ἁλυσίδα θαυμάτων κατὰ τὴν ταφή της, ποὺ συνεχίσθηκαν ὡς τὴ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου της στὶς 3 Αὐγούστου τοῦ 893 σὲ μαρμάρινη λάρνακα, ἐντὸς τοῦ παρεκκλησίου τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτήν. Τὰ θαύματά της προκάλεσαν τὴν ἐξάπλωση τῆς φήμης της καὶ τὴ συρροὴ μεγάλου πλήθους πιστῶν, ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὴ συναντίληψη τῆς ῾Οσίας καὶ τὴ θεραπευτική της ἐπέμβαση, καὶ ὁδήγησαν στὴ σκέψη νὰ φιλοτεχνηθεῖ ἡ πρώτη εἰκόνα της, ποὺ τοποθετήθηκε ἐπάνω ἀπὸ τὴ λάρνακά της.
Τὸ στοιχεῖο ποὺ προσιδιάζει στὴν περίπτωση τῆς ῾Οσίας Θεοδώρας εἶναι ἡ ἔκβλυση εὐώδους ἐλαίου (μύρου) ἀπὸ τὸ λείψανό της, τὴν κανδήλα ποὺ κρεμόταν πάνω ἀπὸ τὴ λάρνακά της καὶ τὴν εἰκόνα της. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κατατάσσει τὴν ὁσία Θεοδώρα στὴν κατηγορία τῶν μυροβλυτῶν ἁγίων τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
᾿Ιδιαίτερα σημαντικὲς εἶναι καὶ οἱ μαρτυρίες ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ ἱστορικὰ ἔργα καὶ ἀπὸ ξένους περιηγητὲς τῆς ὑστεροβυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς περιόδου, σχετικὰ μὲ τὴν κατάσταση τοῦ λειψάνου τῆς ὁσίας Θεοδώρας. Τὸ 1405 τὸ ἱερὸ λείψανό της προσκύνησε ὁ Ρῶσος ᾿Ιγνάτιος ὁ ἐκ Σμολένσκ, ἐνῶ τὸ 1420 ὁ, ἐπίσης Ρῶσος, διάκονος Ζωσιμᾆς ἔμεινε ἔκπληκτος στὴ θέα τοῦ λειψάνου τῆς ῾Οσίας, διότι ἔδινε τὴν ἐντύπωση ζωντανοῦ σώματος, καὶ προσθέτει ὅτι τὰ ἐνδύματά του ἦταν διαποτισμένα ἀπὸ τὸ μυρίπνοο ἔλαιο ποὺ πήγαζε ἀπ᾿ αὐτό. Κατὰ τὴν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1430, τὸ τίμιο λείψανο κατατεμαχίσθηκε καὶ διασκορπίσθηκε, ἀλλὰ ἡ εὐσέβεια τῶν Θεσσαλονικέων τὸ ἀπεκατέστησε στὴν πρότερη σχεδὸν κατάστασή του. Τελευταία χρονολογικά, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ σημαντικὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Γάλλου Robert de Dreux τὸ 1669, ὁ ὁποῖος εἶδε “τὸ λείψανον τῆς ἁγίας Θεοδώρας διατηρούμενον ὁλόκληρον καὶ τοῦ ὁποίου ἡ σὰρξ εἶχε προσλάβει σκοτεινὴν χροιάν, ἀλλὰ χωρὶς νὰ πάθει τίποτε, μολονότι πάμπολλα ἔτη παρῆλθον ἀπὸ τοῦ θανάτου τῆς ἁγίας. Εὑρίσκετο τοποθετημένη ἐπὶ μικρᾆς νεκρικῆς κλίνης, ὡς ἐὰν ἐκοιμᾆτο”. Φαίνεται, ὡστόσο, πὼς οἱ δύο πυρκαγιὲς τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ προξένησαν σοβαρὲς βλάβες στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, ἔβλαψαν καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς ὁσίας Θεοδώρας, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται σήμερα, στὴν ξύλινη λάρνακα ὅπου φυλάσσεται, στὸ ἀριστερὸ παρεκκλήσιο τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς τῆς ἁγίας Θεοδώρας.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ
Τὰ δύο ἁγιολογικὰ κείμενα ποὺ γράφτηκαν πρὸς τιμὴν τῆς ὁσίας Θεοδώρας ἀπὸ τὸ Γρηγόριο, κληρικὸ τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, συνιστοῦν πολύτιμες πηγὲς τόσο γιὰ τὸ βίο της ὅσο καὶ γιὰ ἄλλα σημαντικὰ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἱστορία τῆς εἰκονομαχικῆς καὶ μεταεικονομαχικῆς περιόδου γεγονότα. Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ Βίος της, ἕνα ἀπὸ τὰ ἀξιολογότερα δείγματα τῆς ἁγιολογικῆς παραγωγῆς τοῦ “χρυσοῦ αἰώνα” τῆς ῾Αγιολογίας. ᾿Αρχικὰ ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸ Γρηγόριο στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τῆς ἁγίας Θεοδώρας κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς της, κι ἔλαβε τὴ μορφὴ γραπτοῦ κειμένου τὸ 894. ῍Αν καὶ γράφηκε μισὸν αἰώνα μετὰ τὸ τέλος τῆς Εἰκονομαχίας, τὸ κείμενο αὐτὸ διαπνέεται ἀπὸ ἐμφανῆ ἀντιεικονομαχικὸ χαρακτῆρα καὶ εἶναι ἐμπλουτισμένο μὲ σημαντικὰ ἱστορικὰ καὶ τοπογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ συνδέονται μὲ τὸ ἀντικείμενο τῆς διηγήσεως καὶ ἐπιβεβαιώνουν τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ τοῦ συγγραφέα στὴν ἱστορικὴ ἀκρίβεια. ῾Ο Βίος διασώζεται καὶ σὲ παραφρασμένη μορφὴ σὲ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 14ου αἰώνα· πιστεύεται ὅτι ἡ παράφραση αὐτὴ πραγματοποιήθηκε στὰ τέλη τοῦ 13ου ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα.
῾Ο Βίος συμπληρώνεται ἀπὸ τὸ δεύτερο κείμενο τοῦ Γρηγορίου κληρικοῦ, τὴ Διήγηση περὶ τῆς μεταθέσεως τοῦ τιμίου λειψάνου τῆς ὁσίας Θεοδώρας, ποὺ ἀναφέρεται στὴ μετακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τῆς ὁσίας Θεοδώρας στὶς 3 Αὐγούστου τοῦ 893 καὶ παρέχει πολὺ ἀξιόλογες ἱστορικὲς πληροφορίες. Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς καὶ στὰ δύο κείμενα ὁ Γρηγόριος “δένει” τόσο ἄρρηκτα τὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας μὲ τὰ θαύματα τῆς ῾Οσίας, ὥστε, ἐντάσσοντάς τα μέσα στὸ γενικὸ ἱστορικὸ πλαίσιο, ἐπιτυγχάνει νὰ προσδώσει σ᾿ αὐτὰ μία ἀναμφισβήτητη ἀξιοπιστία, ἡ ὁποία συνδυάζεται καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καὶ οἱ ἀκροατές του ἦταν αὐτόπτες μάρτυρες πολλῶν θαυμάτων.
Τὸ συναξάριο τῆς “θαυματουργοῦ μητρὸς ἡμῶν Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ”, ποὺ ἀναγράφεται στὸ Κωνσταντινουπολιτικὸ Συναξάριο (5 ᾿Απριλίου), θεωρεῖται πλέον βέβαιο ὅτι δὲν ἀναφέρεται σὲ μία ἄλλη ὁμώνυμη ὁσία (βλ. Θεοδώρα “ἡ παλαιά”), ὅπως εἶχαν ὑποστηρίξει παλαιότερα ἀρκετοὶ μελετητές, ποὺ παρασύρθηκαν ἀπὸ τὴ διαφορετικὴ ἑορτολογικὴ ἔνδειξη καὶ ἀπὸ τὸ “ἄγνωστο” ὑπόμνημα ποὺ παρατίθεται, ἀλλὰ στὴ μυροβλύτιδα ῾Οσία, τῆς ὁποίας ἡ φήμη εἶχε, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Γρηγορίου κληρικοῦ, ἐξαπλωθεῖ ταχύτατα (“καὶ μεγαλυνομένης ὅτι μάλιστα τῆς περὶ τὴν ὁσίαν φήμης”). ῞Ενα δεύτερο βυζαντινὸ συναξάριο τῆς ὁσίας Θεοδώρας παραμένει ἀνέκδοτο, ἂν καὶ ἔχει ἐκδοθεῖ σὲ δημώδη γλῶσσα στὶς ἔντυπες ᾿Ακολουθίες τῆς ῾Οσίας.
Δύο σημαντικοὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, ὁ χαρτοφύλακας Θεσσαλονίκης ᾿Ιωάννης Σταυράκιος τὸ 12ο αἰώνα καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ὁ Χαμαετός, τοῦ ὁποίου ἡ μητέρα ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας, συνέγραψαν ἐγκωμιαστικοὺς λόγους γιὰ τὴ μυροβλύτιδα ὁσία, βασιζόμενοι στὰ στοιχεῖα ποὺ παρέχει ὁ Βίος της.
῾Ο ἐγκωμιαστικὸς λόγος τοῦ ᾿Ιωάννη Σταυρακίου παραφράστηκε τὸ 18ο αἰώνα ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Συμεὼν καὶ συμπεριλήφθηκε στὴν πρώτη ἔντυπη ᾿Ακολουθία τῆς ὁσίας Θεοδώρας, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1731 στὴ Μοσχόπολη. ᾿Ακολούθησε ἡ ἔκδοση δύο ἀκόμη ᾿Ακολουθιῶν, ἡ πρώτη τὸ 1853 στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἡ δεύτερη τὸ 1902. ᾿Ακολουθία στὴν ὁσία Θεοδώρα συνέθεσε ἐπίσης καὶ ὁ μακαριστὸς ὑμνογράφος τῆς Μ. ᾿Εκκλησίας, μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ἐνῶ μία ἄγνωστη χειρόγραφη ᾿Ακολουθία τῆς ὁσίας Θεοδώρας σώζεται στὸ χειρόγραφο 147 τῆς ἱερᾆς μονῆς τῆς Ζάβορδας, ποὺ χρονολογεῖται τὸ 15ο αἰώνα καὶ γράφηκε ἀπὸ τὸν μοναχὸ ᾿Ιωακείμ, δομέστικο καὶ ἀδελφὸ τῆς ἐν λόγω μονῆς.
Κανόνες πρὸς τιμὴν τῆς ὁσίας Θεοδώρας συνέθεσαν ὁ ὅσιος ᾿Ιωσὴφ ὁ ῾Υμνογράφος, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ᾿Ισίδωρος καὶ ὁ δικαιοφύλαξ καὶ μέγας σακελλάριος τῆς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης Δημήτριος Κανίσκης Καβάσιλας, ἐνῶ ἀρκετοὶ Κανόνες ποὺ περιλαμβάνονται στὶς ἔντυπες ᾿Ακολουθίες τῆς ῾Οσίας, παραδίδονται ἀνωνύμως· ἐπίσης, Κανόνες ποὺ δὲ σώζονται σήμερα, συνέθεσε σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Γεωργίου Σφραντζῆ καὶ ἡ “Παλαιολογίνα”, μία μοναχὴ ποὺ ἀσκήτευσε στὴ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας τὸ 14ο αἰώνα. ῾Ωστόσο, ἡ πατρότητα τοῦ Κανόνα, ποὺ φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ιωσὴφ ῾Υμνογράφου, δημιουργεῖ ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα, ἀφοῦ ὁ συνθέτης του κοιμήθηκε τουλάχιστον ἕξι χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ὁσίας Θεοδώρας. Εἶναι πιθανό, πὼς ὁ Κανόνας συνετέθη ἀπὸ τὸ μαθητὴ τοῦ ὁσίου ᾿Ιωσήφ, Θεοφάνη τὸ Σικελό, ὁ ὁποῖος συνέθεσε καὶ ἄλλους κανόνες ποὺ παραδίδονται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ διδασκάλου του.
Τέλος, στὴ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου τῆς ὁσίας Θεοδώρας ἀφιερώνει καὶ ἕνα ἐπίγραμμα ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας.
Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ
῾Η μυροβλυσία καὶ τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσε διαρκῶς τὸ τίμιο λείψανο τῆς ῾Οσίας, τὴν τοποθέτησαν σὲ ἰδιαίτερα ὑψηλὴ θέση στὴ θρησκευτικὴ συνείδηση τῶν Θεσσαλονικέων. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἀξιοπρόσεκτη συνύπαρξη-συναπεικόνιση τῶν δύο μυροβλυτῶν ἁγίων τῆς Θεσσαλονίκης στὰ κουτρούβια, τὰ μολύβδινα φιαλίδια ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴ φύλαξη τοῦ μύρου ποὺ ἐλάμβαναν οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν μυροβλυτῶν ἁγίων, ὡς εὐλογία. ᾿Ενδεικτικὴ τῆς μεγάλης τιμῆς ποὺ ἀπέδιδαν οἱ Θεσσαλονικεῖς στὴ θαυματουργὸ μυροβλύτιδα ἁγία, εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Μ. Χατζῆ ᾿Ιωάννου στὰ τέλη τοῦ περασμένου αἰώνα: “῾Η νῦν Μητρόπολις τῆς Θεσσαλονίκης... τιμᾆται ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τῆς ἁγίας Θεοδώρας καὶ τοῦ Παλαμᾆ οὗ φέρει καὶ τὸ σῶμα”. Μαρτυρεῖται δηλαδὴ ὅτι ὁ ναὸς ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ ὅπου καὶ ὁ σημερινὸς μητροπολιτικὸς ναὸς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾆ ἦταν ἀφιερωμένος στοὺς τρεῖς πιὸ λαοφιλεῖς ἁγίους τῆς Θεσσαλονίκης.
῾Η μοναδικὴ σωζόμενη ἀπεικόνιση τῆς ὁσίας Θεοδώρας, ἡ ὁποία ἔχει δυστυχῶς καταστραφεῖ, βρισκόταν σὲ τοιχογραφία τοῦ 11ου αἰῶνος στὸ προστῶο τοῦ ναοῦ τῆς ῾Αγίας Σοφίας στὴ Θεσσαλονίκη. Μία δεύτερη εἰκόνα, μαρμάρινη σὲ στάση δεήσεως (orante), ἡ ὁποία χρονολογεῖται τὸν 9ο αἰ. καὶ φέρει τὴ συντομογραφημένη ἐπιγραφὴ ΜΡ (= ΜΗΤΗΡ) ΘΥ (= ΘΕΟΥ), ἔχει πρόσφατα ὑποστηριχθεῖ ὅτι δὲν ἀπεικονίζει τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ τὴν ὁσία Θεοδώρα, ταύτιση ἡ ὁποία ἐπιχειρεῖται νὰ τεκμηριωθεῖ μὲ βάση τὶς ἀρκετὰ ἀναλυτικὲς πληροφορίες ποὺ παρέχει ὁ Γρηγόριος κληρικὸς γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς ῾Οσίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνέβλυζε εὐῶδες ἔλαιο. ῾Ωστόσο, ἡ ταύτιση αὐτὴ παραμένει σὲ ἀρκετὰ σημεῖα εὐάλωτη, ἐφόσον δὲν λαμβάνονται ὑπόψη ὅλες οἱ σχετικὲς πληροφορίες ποὺ παρέχει ὁ Βίος, καθὼς καὶ οἱ ἀντίστοιχες περιπτώσεις ἁγίων γιὰ τοὺς ὁποίους κατασκευάζονται λίθινες εἰκόνες τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο. ᾿Απεικονίσεις τῆς ὁσίας Θεοδώρας ὑπάρχουν καὶ στὰ κουτρούβια, τὰ ὁποῖα ἐντοπίσθηκαν σὲ μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, σὲ διάφορα σημεῖα τῆς Βαλκανικῆς· συνήθως ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἀπεικονίζεται ὁ ἅγιος Δημήτριος καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ὁσία Θεοδώρα, ἡ ὁποία φέρει μαφόριο καὶ κρατεῖ στὸ δεξὶ χέρι σταυρό. Χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ λιθογραφημένη εἰκόνα ποὺ ὑπάρχει στὴν ᾿Ακολουθία τοῦ 1853, στὴν ὁποία συναπεικονίζονται ἡ ὁσία Θεοδώρα καὶ ἡ ὁσία Θεοπίστη.
῾Ο ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τῆς ὁσίας Θεοδώρας ἐπικράτησε νὰ τελεῖται στὶς 3 Αὐγούστου, δηλ. κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μετακομιδῆς τοῦ λειψάνου της, καὶ ὄχι στὶς 29 Αὐγούστου, διότι συνέπιπτε μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο, ἐμφανίζεται σὲ χειρόγραφα καὶ ἑορτολογικὴ μετατόπιση μίας ἡμέρας, δηλ. ἡ μετάθεση τῆς ἑορτῆς στὶς 30 Αὐγούστου. ῾Η 5η ᾿Απριλίου παρέμεινε ὡς μία δεύτερη ἑορτολογικὴ ἔνδειξη γιὰ τὴ μνήμη τῆς ὁσίας Θεοδώρας στὶς ἔντυπες συναξαριακὲς συλλογές, ὅπου ὑφίσταται βέβαια καὶ ἡ προαναφερθεῖσα σύγχυση περὶ τῶν δύο ὁμωνύμων ὁσίων γυναικῶν τῆς Θεσσαλονίκης.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ
Οἱ πρῶτες πληροφορίες γιὰ τὴν ἱστορία τῆς μονῆς τῆς ἁγίας Θεοδώρας προέρχονται ἀπὸ τὸ Βίο τῆς ῾Οσίας. ῞Οταν ἡ ῾Οσία κατέφυγε ἐκεῖ σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν γιὰ νὰ μονάσει (τὸ ἔτος 837), ἡ μονὴ ἦταν ἀφιερωμένη στὸ ὄνομα τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Σ᾿ αὐτὴ τὴ μονὴ ἐδώρησε τὴν περιουσία της καὶ ἔζησε συνολικὰ πενηνταπέντε χρόνια, ἀσκούμενη στοὺς ἀγῶνες τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς.
Τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς ἑόρταζε κατὰ τὴ μνήμη τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου καὶ πιθανὸν εἶχε παρόμοια ἀρχιτεκτονικὴ μορφὴ μ᾿ αὐτὴν τοῦ ναοῦ τῆς ῾Αγίας Σοφίας, φυσικὰ σὲ μικρότερες διαστάσεις. Στὴ δεξιὰ στοὰ τοῦ καθολικοῦ μνημονεύεται καὶ τὸ παρεκκλήσιο τῆς Θεοτόκου, στὸ ὁποῖο φυλασσόταν τὸ τίμιο λείψανο τῆς ῾Οσίας.
῾Η μονὴ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου λειτουργοῦσε μὲ τὸ κοινοβιακὸ σύστημα καί, σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ μᾆς δίνει ὁ Βίος τῆς ῾Οσιομυροβλύτιδος, ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ τῶν μοναστριῶν ἦταν ἄριστα ὀργανωμένη.
Μετὰ τὴ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου τῆς ὁσίας Θεοδώρας, τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 893, ἡ μονὴ μετονομάσθηκε σὲ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας. Τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσε τὸ τίμιο λείψανο τῆς ῾Οσίας, προκάλεσε τὴν ἐξάπλωση τῆς φήμης τῆς ἁγιότητός της καὶ ἀνέδειξε τὴ μονὴ τῆς μετανοίας της σὲ λαμπρὸ προσκυνηματικὸ χῶρο, στὸν ὁποῖο κατέφευγαν πιστοὶ ἀπὸ διάφορες περιοχὲς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες συναντοῦμε τὸ ὄνομα τῆς μονῆς σὲ ἔγγραφα μονῶν τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ Βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾆ, τὸν ὁποῖο συνέγραψε ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τὴν ἴδια ἐποχὴ γνωρίζουμε ὅτι στὴ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας κατέφυγε ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα καθὼς καὶ ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Θ¢, Μαρία Δούκαινα Παλαιολογίνα, καὶ ἡ ὁσία Θωμαΐδα.
Τὴ μονὴ ἐπισκέφθηκαν κατὰ καιροὺς διάφοροι ξένοι περιηγητὲς καὶ προσκυνητές. Αὐτὴν τὴν περίοδο μνημονεύεται ἀπὸ τὸ Ρῶσο ᾿Ιγνάτιο τὸν ἐκ Σμολὲνσκ καὶ τὸ Ρῶσο διάκονο Ζωσιμᾆ, ὁ ὁποῖος ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴ θέα τοῦ λειψάνου τῆς ὁσίας, διότι φαινόταν σὰ νὰ ζοῦσε καὶ τὰ ἐνδύματα τοῦ λειψάνου ἦταν διαποτισμένα ἀπὸ τὸ μυρίπνοο ἔλαιο ποὺ πήγαζε ἀπ᾿ αὐτό.
Κατὰ τὴν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 1430, ἡ ἀσέβεια καὶ βαρβαρότητα τῶν Τούρκων ἄφησε τὰ ἴχνη της καὶ στὴ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας. ῾Η μονὴ λεηλατήθηκε καὶ τὸ τίμιο λείψανο κατατεμαχίσθηκε καὶ ρίφθηκε στὴ γῆ. Εὐσεβεῖς χριστιανοὶ περισυνέλεξαν τὸ τεμαχισμένο λείψανο καὶ τὸ ἀπέδωσαν ἄρτιο στὴ μονή. ῾Ωστόσο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἡ μονὴ δὲ δημεύτηκε οὔτε μετατράπηκε σὲ τζαμί, ὅπως πολλοὶ ἄλλοι ἱεροὶ ναοὶ τῆς πόλεως. ῏Ηταν μία ἀπὸ τὶς τρεῖς γυναικεῖες μονὲς ποὺ ἐξακολούθησαν νὰ λειτουργοῦν στὴ Θεσσαλονίκη, μετὰ τὴν ἅλωσή της καὶ ἀριθμοῦσε 150 ἕως καὶ 200 μοναχές.
Σημαντικὴ εἶναι ἡ διήγηση τοῦ Γάλλου Robert de Dreux τὸ 1669, ὁ ὁποῖος μᾆς πληροφορεῖ ὅτι τὸ τέμπλο τοῦ ἱεροῦ βήματος ἦταν ἐπιχρυσωμένο καὶ ὅτι τὸ λείψανο τῆς ὁσίας διατηροῦνταν σὲ πολὺ καλὴ κατάσταση. Βρισκόταν τοποθετημένο σὲ μικρὴ νεκρικὴ κλίνη, σὰ νὰ κοιμόταν.
Δὲ γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς καὶ γιὰ ποιοὺς λόγους ἡ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας ἔπαυσε νὰ λειτουργεῖ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα καὶ λειτουργοῦσε πλέον ὡς ἐνοριακὸς ναός. Εἶναι μόνο γνωστὸ ὅτι αὐτὸ συνέβηκε τὸ 18ο αἰώνα.
῾Η συνοικία τῆς μονῆς τῆς ἁγίας Θεοδώρας ἦταν μία ἀπὸ τὶς δώδεκα χριστιανικὲς συνοικίες τῆς Θεσσαλονίκης καὶ συνόρευε μὲ δύο ἑβραϊκὲς συνοικίες. Στὴ μονὴ ἀνῆκε ἕνα νηπιαγωγεῖο καὶ ἕνα παρεκκλήσι στὴ συνοικία ἁγίου Κωνσταντίνου στὸ ῾Ιπποδρόμιο. ῍Αν καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀποκαλοῦσαν τὴ μονὴ Kizlar Manastir (μοναστήρι τῶν κοριτσιῶν), ὡστόσο οἱ χριστιανοὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἀρχική της ὀνομασία.
Τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς κάηκε στὶς δυὸ πυρκαγιὲς τοῦ 1890 καὶ τοῦ 1917. Οἱ ζημιὲς ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τὴν πρώτη πυρκαγιὰ φαίνεται πὼς ἦταν μικρές· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ναὸς ἐπισκευάσθηκε σύντομα. ῾Η πυρκαγιὰ ὅμως τοῦ 1917 κατέστρεψε ὁλοκληρωτικὰ τὸ καθολικὸ καὶ τὸ μόνο κτίσμα ποὺ διασώθηκε ἀπὸ τὶς φλόγες τῆς φωτιᾆς ἦταν τὸ κωδωνοστάσιο τοῦ ναοῦ.
῾Ο νέος ναὸς κτίσθηκε στὴ θέση τοῦ κατεστραμμένου καθολικοῦ τὸ 1935 καὶ λειτούργησε ὡς ἐνοριακός. Τὸ 1957 ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Α¢ Παπαγεωργίου ἀνήγειρε τὸ κτίριο ποὺ σήμερα περιβάλλει τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς. ᾿Εκεῖ λειτούργησαν διαδοχικὰ φοιτητικὸ οἰκοτροφεῖο καὶ ἐκκλησιαστικὴ σχολή.
Τὸ 1974 ὁ νῦν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β¢ Χρυσοφάκης ἐπανασύστησε τὴ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας, ἡ ὁποία ἔκτοτε λειτουργεῖ ὡς ἀνδρώα μονὴ καὶ ἀριθμεῖ 42 πατέρες, ἀγάμους κληρικοὺς τῆς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Στὴ μονὴ φιλοξενοῦνται ἐπίσης ἐκκλησιαστικὲς ἀποστολὲς καὶ ἁγιορεῖτες πατέρες καὶ διαμένουν ξένοι ἱερεῖς, φοιτητὲς τοῦ Πανεπιστημίου.
᾿Απὸ τὸ 1989 στὸ χῶρο τῆς μονῆς στεγάζεται καὶ τὸ Κέντρο ῾Αγιολογικῶν Μελετῶν τῆς ῾Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. ῾Η μονὴ συντηρεῖ μὲ δικούς της πόρους τὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ ἁγίου ᾿Αντωνίου καὶ προβαίνει σὲ ἐκδόσεις βιβλίων. Τέλος, ἂς σημειωθεῖ πὼς ἡ μονὴ τῆς ἁγίας Θεοδώρας ἔχει πέντε μετόχια στὸ χῶρο τῆς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης: 1) τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου ᾿Αντωνίου, κοντὰ στὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο ῾Ιπποδρομίου, 2) τὸ παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Τρανοῦ κοντὰ στὴν Παναγία Χαλκέων, 3) τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος στὴ συμβολὴ τῶν ὁδῶν ᾿Εγνατία καὶ ᾿Ιασωνίδου, 4) τὸ παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας τῆς ᾿Ελεούσας ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Τσιμισκῆ καὶ 5) τὴν ἐκκλησία τοῦ ὁσίου Δαβίδ, μέρος τοῦ παλαιοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Λατόμου στὴν ῎Ανω Πόλη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: BHG 1737-1741. ᾿Ακολουθία τῆς ὁσίας μυροβλύτιδος καὶ θαυματουργοῦ Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ. Νῦν πρῶτον τυπωθεῖσα, συνεργείᾳ ἐπιμελείᾳ καὶ δαπάνῃ τῶν κυρίων Θεολόγη ἱερέως καὶ ῾Ρίζου Γεωργίου διὰ ψυχικὴν αὐτῶν σωτηρίαν. ᾿Αφιερωθεῖσα μὲν τῇ περιφανεστάτῃ Θεσσαλονίκῃ ἐχούσῃ ἀντιλείπτορα καὶ προστάτιν τὴν ῥηθεῖσαν ἁγίαν, καὶ δι᾿ ἄκραν αὐτῶν εὐλάβειαν διορθωθεῖσα δὲ ὡς ἐφικτόν, παρὰ τοῦ αἰδεσιμωτάτου καὶ λογιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις κῦ¢, κῦ¢ Γρηγορίου Μοσχοπολίτου. ᾿Εν Μοσχοπόλει 1731. Παρὰ Γρηγορίῳ ἱερομονάχῳ τῷ Κωνσταντίνου. ᾿Ακολουθία τῆς ὁσίας μυροβλύτιδος καὶ θαυματουργοῦ Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ. Μετατυπωθεῖσα συνεργείᾳ μὲν καὶ ἐπιμελείᾳ τῶν κυρίων ἐπιτρόπων Μ. ᾿Αθανασίου καὶ Π. Παπαδοπούλου, καὶ ζήλου τῶν ἱερέων τοῦ ναοῦ τῆς ὁσίας Σακκελίων Θεσσαλονίκης καὶ Πέτρου ἐφημερίου. Δαπάνῃ δὲ τῶν φιλοχρίστων καὶ εὐσεβῶν χριστιανῶν. ᾿Εν Θεσσαλονίκῃ. Τυπογραφεῖον Κυριάκου Δαρζηλοβίτου, 1853. Βίβλος καλουμένη Καλοκαιρινὴ ἐν ᾗ εἰσι γεγραμμένοι μερικοὶ βίοι ἁγίων τινῶν οἱ ὡραιότεροι τοῦ καλοκαιρίου ἀπὸ τὴν α¢ μαρτίου ἕως ταῖς ὕστεραις αὐγούστου, μεταφρασθέντες ἐκ τῆς τῶν ῾Ελλήνων εἰς τὴν κοινὴν ἡμετέραν διάλεκτον παρὰ ᾿Αγαπίου μοναχοῦ..., ᾿Ενετίησιν 1851, σσ. 267-278 Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ᾿Ακολουθία τῆς ὁσίας μητρὸς Θεοδώρας μυροβλύτιδος καὶ θαυματουργοῦ τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἧς ἡ ἱερὰ μνήμη τελεῖται τὴν 3ην τοῦ μηνὸς Αὐγούστου, Θεσσαλονίκη 1981. ῾Ο ἴδιος, “᾿Ακολουθία πάντων τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ διαλαμψάντων ἁγίων”, ΓΠ, τχ. 732, ἔτ. 73 (Μάρτ.-᾿Απρ. 1990). Δουκάκης, Κ., ῾Ο Μέγας Συναξαριστής τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι 19622, τ. Η¢ (᾿Απρίλιος), σσ. 49-50· τ. ΙΒ¢ (Αὔγουστος), σσ. 243-251. ᾿Ελευθεριάδης, Εὐ., Θεσσαλονικεῖς ἅγιοι, τ. Α¢, Θεσσαλονίκη 1956, σσ. 27-28. Εὐστρατιάδης, Σ., ῾Αγιολόγιον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι χ.χρ., σσ. 180-181. Janin, R., “Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ”, ΘΗΕ 6 (1965) 188. Καστανᾆς, Θ., “Θεσσαλονικεῖς ἅγιοι”, ΓΠ 19 (1935) 155. Κίσσας, Σ., “῾Η μονὴ τῆς Μικρῆς ἁγίας Σοφίας στὴ Θεσσαλονίκη”, ῾Η Θεσσαλονίκη 1 (1985) 325-339. Λαγγῆς, Μ., ῾Ο Μέγας Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τ. Δ¢ (᾿Απρίλιος), ᾿Αθῆναι 19885, σσ. 105-107· τ. Η¢ (Αὔγουστος), ᾿Αθῆναι 19895, σσ. 514-530. Λαούρδας, Β., “Νικολάου Καβάσιλα, προσφώνημα καὶ ἐπιγράμματα εἰς ἅγιον Δημήτριον”, ΕΕΒΣ 22 (1952) 109. Μπακιρτζῆς, Χ., “Κουτρούβια μύρου ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη”, XVI Internationaler Byzantinischen-Kongres. Akten [=JÖB 32.3 (1982)], σσ. 523-528. ῾Ο ἴδιος, “Μαρμάρινη εἰκόνα τῆς ἁγίας Θεοδώρας ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη”, ῾Ελληνικὰ 39 (1988) 158-163. Νικόδημος ῾Αγιορείτης, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Θεσσαλονίκη 1989 (ἐπανέκδ. β¢), τ. Δ¢ (Μάρτ.-᾿Απρ.), σσ. 189-190· τ. ΣΤ¢ (᾿Ιούλ.-Αὔγ.), σ. 291. Νικόλαος Καβάσιλας, ᾿Εγκώμιον εἰς τὴν ὁσίαν μητέρα ἡμῶν καὶ μυροβλύτιδα Θεοδώραν, PG 150, 753-772. Παπαευαγγέλου, Π., Βυζαντινὸν φιαλίδιον ἐκ τοῦ τάφου τοῦ ἁγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 1971. Πασχαλίδης, Σ. (ἐκδ.), ῾Ο Βίος τῆς ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ - Διήγηση περὶ τῆς μεταθέσεως τοῦ τιμίου λειψάνου τῆς ὁσίας Θεοδώρας (Εἰσαγωγή, κριτικὸ κείμενο, μετάφραση, σχόλια), [Κέντρον ῾Αγιολογικῶν Μελετῶν ῾Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης 1], Θεσσαλονίκη 1991 (στὶς σσ. 297-309 ἀναλυτικὴ βιβλιογραφία). ῾Ο ἴδιος, “Τὸ συναξάριο τῆς ὁσίας Θεοδώρας στὸν κώδικα Coislinianus 223· ἕνα ἁγιολογικὸ - ἑορτολογικὸ πρόβλημα”, Βυζαντινὰ 16 (1991) 357-366. ῾Ο ἴδιος, “῞Ενας ὁμολογητὴς τῆς δεύτερης Εἰκονομαχίας: ῾Ο ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ᾿Αντώνιος († 844)”, Βυζαντινὰ 17 (1994) 189-216. Πύρρος, Σ., “Δοκίμιον Μακεδονικοῦ ῾Αγιολογίου”, Μακεδονικὸν ῾Ημερολόγιον Παμμακεδονικοῦ Συλλόγου ᾿Αθηνῶν, τ. Ε¢ (1912) 21. Σωτηρίου, Γ. & Μ., ῾Η Βασιλικὴ τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, [Βιβλιοθήκη τῆς ἐν ᾿Αθήναις ᾿Αρχαιολογικῆς ῾Εταιρείας, ἀρ. 34], ᾿Αθῆναι 1952, σσ. 135-138. Τσάμης, Δ., Μητερικόν, τ. Δ¢, ᾿Αλεξανδρούπολη 1993, σσ. 90-185. Τσάρας, ᾿Ι., ᾿Ιωάννου ᾿Αναγνώστου Διήγησις περὶ τῆς τελευταίας ἁλώσεως τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1958, σ. 50.16-27. Χρυσοστόμου, Γ., “Οἱ ἅγιοι τῆς Θεσσαλονίκης”, στὸ Χαριστήριον τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τῷ δευτέρῳ ἐπὶ τῇ συμπληρώσει εἰκοσαετοῦς ἐν Θεσσαλονίκῃ ποιμαντορίας (1974-1994), Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 923-924. Arsenij, ZÚitie i podvigi sv. Feodory Solunskoj, Jurjev 1899, σσ. 1-36. Follieri, E., "Il calendario giambico di Cristoforo di Mitilene secondo i mss. Palat. gr. 383 e Paris. gr. 3041", Anal. Boll. 77 (1959) 298. Janin, R., Les églises et les monastères des grands centres byzantins (Bithynie, Hellespont, Latros, Galèsios, Trébizonde, Athènes, Thessalonique), Paris 1975, σ. 395. Kazhdan, A., "Theodora of Thessalonike", ODB 3 (1991) 2039. Kazhdan, A. - Talbot, A. M., "Women and Iconoclasm", BZ 84/85 (1991/1992) 395 σημ. 25 καὶ 26. Kurtz, E., "Des Klerikers Gregorios Bericht über Leben, Wunderthaten und Translation der hl. Theodora von Thessalonich nebst der Metaphrase des Johannes Staurakios", Mémoires de l’Académie Imperiale des Sciences de St. Pétersbourg, VIIIe serie, τ. VI, ἀρ. 1, St. Pétersbourg 1902, σσ. 1-111. Malamut, E., Sur la route des saints byzantins, Paris 1993, σσ. 58, 65, 76, 81, 100, 229, 290. Meinardus, O., "A study of the Relics of Saints of the Greek Orthodox Church", Oriens Christianus 53-54 (1970) 253. Novum Auctarium BHG 1741e. Papageorgiu, P., "Zur Vita der hl. Theodora von Thessalonike", BZ 10 (1901) 144-158. Patlagean, E., "Theodora de Thessalonique. Une sainte moniale et un culte citadin (IXe-XXe siècle)", στὸ Culto dei santi istituzioni e classi sociali in eta preindustriale (a cura di S. Boesch Gaiano - L. Sebastiani), Roma 1984, σσ. 39-69. Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, ἔκδ. H. Delehaye, Bruxellis 1902, στ. 585.46-588.25. Nikas, C., Analecta Hymnica Graeca, ô. VIII (Canones Aprilis), Roma 1970, σσ. 117-127. Tafrali, O., Topographie de Thessalonique, Paris 1913, σ. 188. Vasil’evskij, V., "Odin iz grecÚeskikh sbornikov Moskovskoj Sinodal’noj Biblioteki", ZMNP 248 (1886) 84-96. Σ.Π. |