ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΑΤΑΦΛΩΡΟΣ, (1125-1195)
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, δόκιμος συγγραφεύς, ἅγιος
ΒΙΟΣ
῾Ο Εὐστάθιος διέπρεψε ὄχι μόνο ὡς ἱεράρχης, ἀλλὰ καὶ ὡς φιλόλογος. ᾿Εγεννήθηκε γύρω στὸ 1125 πιθανῶς στὴν Κωνσταντινούπολι. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ νεαρὰ ἡλικία εἰσῆλθε στὴν μονὴ ἁγίας Εὐφημίας, τὴν ὁποία ἀποκαλεῖ “Εὐεργέτιδα” (᾿Επιστολὴ 30), ὅπου καὶ ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια μόρφωσί του· ἀλλ᾿ ἀργότερα παρακολούθησε μαθήματα στὴν Πατριαρχικὴ Σχολὴ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο. ῾Η ἄποψις ὅτι διετέλεσε μοναχὸς τῆς μονῆς ἁγίου Φλώρου, ποὺ στηρίζεται στὸ ἐπίθετό του Κατὰ Φλῶρον, Κατάφλωρος, δὲν φαίνεται νὰ εὐσταθῆ, διότι πιθανὸν τὸ ἐπίθετο αὐτὸ εἶναι οἰκογενειακό.
Τὸ 1150 χειροτονήθηκε διάκονος τῆς ἁγίας Σοφίας κι ἔπειτα ἀπὸ λίγα χρόνια διωρίσθηκε “διδάσκαλος τῶν ρητόρων” σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ δύο ἱδρύματα ἀνωτάτης ἐκπαιδεύσεως τῆς πρωτεύουσας· ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὴν τὴν ἰδιότητα χαρακτηρίζεται ὡς “δημόσιος διδάσκαλος”, πρέπει νὰ γίνη δεκτὸ ὅτι ἐδίδασκε μᾆλλον στὸ Πανεπιστήμιο, ὅπου ἐταίριαζε καὶ ἡ ἐκλεπτυσμένη φιλολογικὴ ἐπεξεργασία τῶν κλασικῶν κειμένων στὴν ὁποία εἶχε ἐξαίρετη ἐπίδοσι. Συγχρόνως ὅμως ἐπὶ ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου εἶχε στὸν οἶκο του κύκλο μαθητῶν μὲ τοὺς ὁποίους συζητοῦσε φιλολογικὰ προβλήματα. ῾Ο Εὐθύμιος Μαλάκης (Μονωδία) μαρτυρεῖ ὅτι τὸ μοναχικό του δωμάτιο “ἦν μουσεῖον ἄντικρυς, ἄλλη τις ᾿Ακαδημία καὶ Στοὰ καὶ Περίπατος”.
Τὸ 1174 ἐψηφίσθηκε μητροπολίτης Μύρων τῆς Λυκίας, ἀλλὰ πρὶν προλάβη νὰ ἐγκατασταθῆ στὴν ἕδρα αὐτή, ἐχήρευσε ἡ μητρόπολη Θεσσαλονίκης καὶ κατὰ σύστασι τοῦ αὐτοκράτορος ἡ πατριαρχικὴ σύνοδος ἐτοποθέτησε ἀρχιεπίσκοπο σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλι τὸν Εὐστάθιο, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὸ ἀξίωμά του τὸ 1175. ᾿Απὸ τὴν δραστηριότητά του κατὰ τὸν χρόνο τῆς ἀρχιερατείας του θὰ ξεχωρίσουμε μερικὰ ἰδιαιτέρας σημασίας ἐπεισόδια.
Τὸ 1178 ὁ αὐτοκράτωρ Μανουὴλ Α¢ Κομνηνὸς ἐξέδωσε μιὰ ὁδηγία μὲ τὴν ὁποία ἐζητοῦσε νὰ ἀπαλειφθῆ ἀπὸ τὰ διδακτικὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία ὁ ἀναθεματισμὸς ἐναντίον τῆς περὶ Θεοῦ διδασκαλίας τοῦ Μωάμεθ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς “οὔτε ἐγέννησεν οὔτε ἐγεννήθη”· καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἐζητοῦσε τὴν ἀπάλειψι ἦταν ὅτι οἱ μεταστρεφόμενοι στὴ χριστιανικὴ πίστι μουσουλμᾆνοι κατὰ τὴν κατήχησί τους ἐσκανδαλίζονταν, διότι ἐφαινόταν ὅτι τὸ ἀνάθεμα στρέφεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τοῦ Μωάμεθ καὶ ὄχι ἐναντίον τῆς ἐσφαλμένης περὶ Θεοῦ δοξασίας τοῦ Μωάμεθ. ῾Η σύνοδος, τὴν ὁποία συνεκάλεσε γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ πατριάρχης Θεοδόσιος, κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ Εὐσταθίου ἀρνήθηκε νὰ διαγράψη τὸ ἀνάθεμα. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ ἐξέδωσε δεύτερη ὁδηγία μὲ τὴν ὁποία ἐζητεῖτο νὰ περιορισθῆ τὸ ἀνάθεμα στὸ πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ, κι ἐκάλεσε τοὺς συνοδικοὺς νὰ προσέλθουν στὰ ἀνάκτορα πρὸς συζήτησιν τοῦ θέματος. ᾿Εκεῖ ὁ Εὐστάθιος ἀρνήθηκε μὲ τόση πειστικότητα τὴν ἄρσι τοῦ ἀναθέματος ἀπὸ ἕνα Θεὸν “διδάσκαλον κάθε μιαρῆς πράξεως”, κι ἐμπόδισε τὴν ἀνάκλησι τοῦ ἀναθέματος.
῞Οταν οἱ Νορμανδοὶ εἰσέβαλαν στὰ ἐδάφη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὸ 1185, ἡ Θεσσαλονίκη ἐδοκίμασε πικρὲς ταλαιπωρίες, καὶ ὁ Εὐστάθιος μετέσχε ὁ ἴδιος σ᾿ αὐτὲς τὶς ταλαιπωρίες. Τὶς δοκιμασίες τῆς πόλεως σ᾿ αὐτὴν τὴν περίστασι περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα στὸ ἔργο του Περὶ ἁλώσεως τῆς Θεσσαλονίκης, στὸ ὁποῖο παρακολουθοῦσε τὴν ἡρωϊκὴ στάσι τῶν Θεσσαλονικέων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἰδιαιτέρως μάλιστα τῶν μαθητῶν τῆς Σχολῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, κι ἔπειτα τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέστησαν ὅλοι αὐτοὶ μετὰ τὴν κυρίευσι τῆς πόλεως. ῾Ο ἴδιος ὁ Εὐστάθιος αἰχμαλωτίσθηκε καὶ κρατήθηκε μερικὲς ἡμέρες, ἀλλ᾿ ἔπειτα ἐλευθερώθηκε κι ἔπεισε τὸν Νορμανδὸ κόμητα ᾿Αλδουΐνο, νὰ μὴ ἐξαφανίση τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τῆς πόλεως καὶ νὰ μὴ διορίση ἀντ᾿ αὐτῶν Λατίνους.
Σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του ὁ Εὐστάθιος κατέβαλε προσπάθειες ἐξυψώσεως τῆς ἠθικῆς τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ του. ᾿Επέκρινε τὴν συκοφαντία, τὴν καταπάτησι ξένης περιουσίας, τὴν ἀδικία ἐκ μέρους τῶν ἰσχυρῶν. Καὶ αἰσθανόταν ὡς σπουδαῖο καθῆκον του ὡς ἀρχιερεὺς νὰ ἐπιδίδεται στὸ κοινωνικὸ ἔργο. ᾿Ιδιαιτέρως βέβαια ἐφρόντιζε γιὰ τὴν ἐξύψωσι τοῦ κλήρου καὶ τῶν μοναχῶν.
Τὰ κηρύγματά του καὶ τὸ ἔργο του τοῦ προσπόρισαν τὴν ἀγάπη τοῦ ποιμνίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀργὴ μερικῶν ἀνθρώπων, κυρίως λαϊκῶν, ποὺ ἐθίγονταν ἀπὸ τὶς ἐπικρίσεις του. Πρὸς τὸ τέλος τοῦ σταδίου του συκοφαντίες σὲ βάρος του ἐκ μέρους τῶν ὀλίγων ἐχθρῶν του, ποὺ ἦσαν “ρᾆον ἀριθμητοί” καὶ “μετρητοί”, ἔφθασαν ἕως τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν πατριάρχη. ῎Ετσι ὁ Εὐστάθιος ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, τὴν Τεσσαρακοστὴ τοῦ 1191, κι ἔφθασε στὴν Φιλιππούπολι, ὅπου συνάντησε τὸν αὐτοκράτορα ᾿Ισαάκιο ῎Αγγελο, σ᾿ ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Βουλγάρων. ᾿Απὸ ἐκεῖ ἔγραψε ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, στὴν ὁποία ἀντιπαραθέτει τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ διαβολικὸ μῖσος τῶν τιποτένιων ἐχθρῶν του ποὺ προεκάλεσε τὴν ἀπομάκρυνσί του ἀπὸ τὴν ἕδρα του. Οἱ συκοφαντίες δὲν ἐλήφθηκαν ὑπ᾿ ὄψι καὶ ὁ αὐτοκράτωρ τὸν ἐδικαίωσε χωρὶς κἂν νὰ ζητήση τὴν ἀπολογία του. Προφανῶς τὰ καταγγελλόμενα δὲν ἦσαν ἐκκλησιαστικῆς καὶ ἠθικῆς φύσεως.
῾Ο Εὐστάθιος ἐπέστρεψε στὴν Θεσσαλονίκη τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1193. Δὲν γνωρίζομε πόσο καιρὸ συνέχισε τὸ ἔργο του ἐκεῖ, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ὁ χρόνος δὲν παρατάθηκε πέρα τῆς διετίας· πιθανῶς τὸ 1195 ἀπέθανε.
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
῾Ο Εὐστάθιος ἐμοίρασε τὴν συγγραφικήν του ἐπίδοσι μεταξὺ τῆς φιλολογίας καὶ τῆς θεολογίας, ὅπως ἐπίσης ἐμοίρασε τὴν ἄλλην δρᾆσιν του μεταξὺ τῆς διδασκαλικῆς ἕδρας καὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου. ῞Οπως λέγει στὸν πρὸς αὐτὸν ἐπιτάφιο ὁ μαθητής του Νικήτας Χωνιάτης, ἥνωσε τοὺς θρόνους τῆς παιδείας καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας· γι᾿ αὐτὸ οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ τὸν ὑποδεχθοῦν στοὺς οὐρανοὺς εἶναι ὁ Κλήμης ὁ ᾿Αλεξανδρεὺς καὶ ὁ Διονύσιος ᾿Αρεοπαγίτης, ἐφ᾿ ὅσον ἔκαμε ὅ,τι καὶ ἐκεῖνοι, καθιστώντας τὴν φιλοσοφία θεραπαινίδα τῆς θεολογίας.
Καρπὸς τῆς διδασκαλίας του στὴ σχολὴ εἶναι τὰ ἐξαιρετικὰ ἐκτιμώμενα ἕως σήμερα ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα σὲ κλασικοὺς συγγραφεῖς. Πρῶτα ἔρχονται αἱ Παρεκβολαὶ εἰς τὴν ῾Ομήρου ᾿Οδύσσειαν καὶ ᾿Ιλιάδα, ἔργο μεγάλης πολυμάθειας, ὀξυδέρκειας καὶ φιλοπονίας, καὶ ἀνεκτίμητης ἀξίας γιὰ τὶς παρατηρήσεις του καὶ τὶς εἰδήσεις ποὺ διασώζει. Αἱ Παρεκβολαὶ εἰς τὸν Περιηγητὴν Διονύσιον εἶναι παραφραστικὸ ὑπόμνημα μεγάλης ἐπίσης ἀξίας. ᾿Απὸ τὰς Παρεκβολὰς εἰς τὸν Πίνδαρον ἔχει διασωθῆ μόνο ὁ πρόλογος. Παρόμοια εἶναι τὰ Σχόλια εἰς τὸν Κανόνα τοῦ ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ εἰς τὴν Πεντηκοστήν.
Τὴν ἀξιόλογη περιγραφικὴ ἱκανότητά του ἔδειξε ὁ Εὐστάθιος μὲ τὸ ἔργο του ῾Ιστορία τῆς ἁλώσεως τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τοὺς Λατίνους, τοὺς Νορμανδοὺς δηλαδή, τὸ 1185. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα ἱστορικὰ κείμενα τῆς ὑστεροβυζαντινῆς περιόδου, τὸ ὁποῖο μὲ τὴν παραστατικὴ παρουσίασι τῶν γεγονότων δίδει μιὰ διδακτικὴ εἰκόνα τῶν παθημάτων τῶν πολιτῶν, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος στὸν ἐπίλογο (Kyriakidis, σ. 158).
᾿Απὸ τὴν ἐπίδοσί του στὴν ἁγιογραφία προέρχονται τέσ-σερα κείμενα: Τὸ ᾿Εγκώμιο στὸν ᾿Οψικιανὸ ἅγιο Φιλόθεο, τὸ ᾿Εγκώμιο στὸν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα Κανόνα σ᾿ αὐτόν, τὸ Μαρτύριο τῶν τριῶν Καλυτηνῶν ἀδελφῶν ᾿Αλφειοῦ, Ζωσίμου καὶ ᾿Αλεξάνδρου, μαζὶ μὲ τὴν ᾿Ακολουθία τους καὶ ὁ Λόγος εἰς τοὺς τρεῖς Παῖδας τῆς Παλαιᾆς Διαθήκης. Φαίνεται ὅτι ὅλοι ἐγράφηκαν στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπως καὶ τὰ ἑπόμενα.
῍Αν καὶ ἦταν “πυρσὸς τοῦ λόγου”, οἱ ὁμιλίες του ποὺ ἔχουν διασωθεῖ εἶναι ἐλάχιστες καὶ προφανῶς ἀποτελοῦν μικρὸ μόνο μέρος τῆς ὁμιλητικῆς του παραγωγῆς. Εἶναι ἕνας Λόγος εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔτους, τέσσερις Λόγοι προεισόδιοι τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ἕνας Λόγος εἰς τὸν 48 ψαλμό. Διατηροῦνται ὅμως σὲ χειρόγραφα καὶ μερικὲς ἄλλες ποὺ δὲν ἔχουν ἐκδοθεῖ.
Μιὰ σειρὰ ἠθικολογικῶν κειμένων ἀποσκοποῦν στὴν βελτίωσι τοῦ βίου κλήρου καὶ λαοῦ. Τὸ ἐκτενὲς δοκίμιο ᾿Επίσκεψις βίου μοναχικοῦ, ἀφοῦ χαρακτηρίζει τὸν βίο τοῦτον ὡς ἰσάγγελο καὶ ἀγχίθεο, τοποθετεῖ τοὺς τότε μοναχοὺς στὸ κριτήριο τοῦτο καὶ φυσικὰ τοὺς εὑρίσκει ἐλλιπεῖς. Κατηγορεῖ ὅσους καθίστανται γυρολόγοι καὶ ὡς ἀμφίβιοι κυμαίνονται μεταξὺ ἀποταγῆς τοῦ κόσμου καὶ ζωῆς στὸν κόσμο, ὅσους καταλαμβάνονται ἀπὸ οἴησι, ὅσους περιποιοῦνται τὴν μακρὰ κόμη καὶ τὰ παρόμοια. Καὶ ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο νὰ πέσουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἀκολουθώντας ὑπερβολικὴ ὁδὸ ἀσκήσεως, ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὴν τελειότητά των. Φυσικὰ αὐτὴ ἡ ἀρνητικὴ εἰκὼν δὲν καλύπτει ὅλον τὸν μοναχισμὸ τῆς περιόδου, ἀλλ᾿ αὐτὴ ἐξυπηρέτει τὸν σκοπὸ τοῦ συγγράμματος. Δίδει ταυτοχρόνως ὁ Εὐστάθιος ἕνα διάγραμμα περὶ τῆς ὀργανώσεως τοῦ βίου τούτου, στὸ ὁποῖο κυριαρχεῖ ἡ ἡσυχία, ἡ μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων καὶ τῆς θύραθεν γραμματείας, ἡ φιλαδελφία καὶ ἡ καλλιέργεια ἤθους ὑψηλῆς στάθμης.
᾿Ιδιαιτέρως πρέπει νὰ ἐξαρθῆ τὸ μικρὸ δοκίμιο Περὶ ὑποκρίσεως, στὸ ὁποῖο διὰ τῆς θαυμασίας ψυχολογικῆς ἀναλύσεως τῶν συναισθημάτων δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ ρίζα τοῦ πάθους τούτου καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ζημιὰ ποὺ ἐπιφέρει στὸν κοινωνικὸ βίο, ἐνῶ ἡ ὑπόκρισις στὸ θέατρο καθίσταται μέσο διδασκαλίας. ῾Υπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο δοκίμιο Περὶ ὑπακοῆς καὶ εὐπειθείας, ποὺ ταιριάζει στὴν χριστιανικὴ ἀγωγή.
῾Υπηρεσιακῆς φύσεως κείμενα εἶναι δύο προσφωνήματα πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Κομνηνὸ καὶ ὁ ἐπιτάφιος σ᾿ αὐτόν, ἡ ἀπολογία του πρὸς τοὺς κατηγοροῦντας αὐτὸν περὶ μνησικακίας, ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὴν ᾿Εκκλησίαν του καὶ τὸ περὶ τῶν ἐπισκοπικῶν ὀνομάτων καὶ τῆς προσφωνήσεως.
Γεμᾆτες χάρι εἶναι οἱ 74 ἐπιστολές του πρὸς διάφορα πρόσωπα, στὶς ὁποῖες πρέπει νὰ προστεθῆ καὶ τὸ μικρὸ κείμενο πρὸς ἕνα στυλίτη ἀσκητὴ τῆς Θεσσαλονίκης.
Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ
Λίγες ἡμέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Εὐσταθίου ὁ συν-ομήλικος καὶ φίλος του Εὐθύμιος Μαλάκης, μητροπολίτης Νέων Πατρῶν, ἀπήγγειλε Μονωδία του ἐπάνω στὸν τάφο του. ᾿Αργότερα μιὰ Μονωδία, ἐκτενέστερη καὶ ρητορικώτερη συνέταξε ὁ μαθητής του Μιχαὴλ Χωνιάτης, μητροπολίτης ᾿Αθηνῶν. Μεταξὺ ἄλλων ὁ Μιχαὴλ γράφει: “Καὶ τώρα ὑποδέχεται τοὺς ἐπισκέπτες μὲ σημεῖα καὶ τέρατα καὶ δυνάμεις· ... διότι ὁ ἐπιτύμβιος λίθος ἐκείνου, σὰν ὁ ἀπότομος βράχος τοῦ Μωϋσέως ἔχει μετατραπῆ σὲ πηγὴ ἰάσεων, μὴ πληττόμενος μὲ ράβδο, ἀλλὰ θαυματοποιούμενος ἀπὸ τὸ θησαυρισμένο μέσα του ἅγιο σῶμα” (ΝΕ 13 [1916] 361). Τὸ 1312 ὁ Εὐστάθιος ἀπεικονίσθηκε ὡς ἅγιος σὲ τοιχογραφία τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Βατοπεδίου. Παρόμοιες εἰκόνες λίγο ἀργότερα φιλοτεχνήθηκαν σὲ μονὲς τῆς Νότιας Σερβίας (Grac´anic´a, Staro Nagoric´ane, C´uc´er Σκοπίων) καὶ ἀλλοῦ.
Κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος τοῦ Β¢ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὴν 10 ᾿Ιουνίου 1888 μὲ συνοδικὴ πρᾆξι συναρίθμησε τὸν Εὐστάθιο μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ ὥρισε ἡμέρα ἑορτασμοῦ του τὴν 20 Σεπτεμβρίου. ᾿Ακολουθία του συνέταξε ὁ ἱερομόναχος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ᾿Εκδόσεις: Οἱ Παρεκβολὲς στὸν ῞Ομηρο· ἀρχικὴ ἔκδοσις, Roma 1542-1550 σὲ 3 τόμους· τελευταία ἀνατύπωσις, χωρὶς τὸν κριτικὸ μηχανισμὸ ἀπὸ τὸν Stallbaum στὴ Λειψία, 1825-1830, σὲ 7 τόμους. Νέα ἔκδοσις M. Van der Valic, σὲ 4 τόμους, Leiden 1971-1987 (στὴν ᾿Ιλιάδα). Πρόλογος στὶς Παρεκβολὲς στὸν Πίνδαρο· ἀρχικὴ ἔκδοσις L. Fr. Tafel, Eustathii Thessalonicensis Opuscula, Frankfurt 1832, óó. 53-61. Παρεκβολὲς στὸν Διονύσιο Περιηγητή· ἀπὸ G. Bernhardy, Lipsiae 1828, ó. 67 ἑξ. Σχόλια στὸν κανόνα τοῦ Δαμασκηνοῦ. Mai, A., Spicilegium Romanum 5 (1844) 2, 161 ἑξ., PG 136, 504-754. Διήγησις περὶ τῆς ἁλώσεως Θεσσαλονίκης· PG 136, 9-141. Kyriakidis, St., Eustazio di Tessalonica, La expugnazione di Tessalonica, Palermo 1961, μὲ ἰταλικὴ μετάφρασι. Τὰ ἁγιολογικά· PG 136, 9-302 (= Tafel). ῾Ομιλίες· PG 135, 519-728 (= Tafel). ᾿Ηθικολογικά· PG 135, 729-909 (᾿Επίσκεψις μοναχικοῦ βίου)· PG 136, 301-358, 373-408 (= Tafel). Εἰς Μανουὴλ Κομνηνόν· PG 136, 925-1032 (= Tafel). ᾿Απολογία· PG 136, 408-500 (= Tafel). Πρὸς τὴν ᾿Εκκλησίαν του· PG 136, 1032-1060. Περὶ ἐπισκοπικῶν ὀνομάτων· PG 135, 909-925, Tafel, 141-145 καὶ 137-141. ᾿Επιστολές· PG 136, 1245-1334 (= Tafel, 308-361). Μελέτες: Pauly - Wissowa, Realenz. VI, 1452-1489 (L. Cohn). Φ. Κουκουλές, Θεσσαλονίκης Εὐσταθίου τὰ Λαογραφικά, τ. Α¢ καὶ Β¢, ᾿Αθῆναι 1950. Τὰ Γραμματικά, ᾿Αθῆναι 1953. Μπόνης, Κ., “Εὐστάθιος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης”, ΕΕΘΣΠΘ 1 (1953) 45-88, καὶ ἀνάτυπον. Wirth, P., Eustathiana. Gesammelte Aufsätze zu Leben und Werk des Metropoliten Eustathios von Thessalonike, Amsterdam 1980. ῞Αγιος Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου, ῾Ι. Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, 1989. Ζήσης, Θ., Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 23-60. Π.Χ. |