Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Χρήσιμες Συνδέσεις Χάρτης Πλοήγησης Γλωσσάριο
 website clocks
αναζήτηση    

ΔΑΥΙΔ

ΔΑΥΙΔ ὁ ΔΕΝΔΡΙΤΗΣ, ὅσιος

26 ᾿Ιουνίου



῾Η ἀρχαιότερη γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὸν ὅσιο Δαυὶδ περιέχε­ται στὴν συλλογὴ ἱστοριῶν περὶ τῶν μοναχῶν τῆς ᾿Ανατολῆς, γνωστὴ ὡς Λειμών, τοῦ ᾿Ιωάννου Μόσχου. Στὸ περίφημο αὐτὸ ἔργο τῆς ἀσκητικῆς γραμματείας, ἔχουν συγ­κεντρωθεῖ ἀ­ξιοσημείωτες διηγήσεις ποὺ ἄκουσαν κατὰ τὴν ἐπίσκεψή τους στὰ μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου, ὁ ᾿Ιωάν­νης Μό­σχος μαζὶ μὲ τὸ Σωφρόνιο Σοφιστή, μετέπειτα πατριάρ­χη ῾Ιεροσολύμων, στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτο­ρος Τιβερίου (578-582). Στὴν ᾿Αλεξάνδρεια, μεταξὺ τῶν ἄλλων μοναστηριῶν, ἐπισκέφθηκαν στὸ Λιθαζό­μενο τὸ μοναστήρι τοῦ Θεσσαλονικέ­ως ἀββᾆ Παλλαδίου. Αὐτὸς τοὺς μίλησε γιὰ δύο διακεκριμέ­νους μοναχοὺς ἀπὸ τὴν Μεσοπο­ταμία, τοὺς Δαυὶδ καὶ ᾿Αδολ­ά, οἱ ὁποῖοι ἀσκήτευαν ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσα­λονίκη, τὴν ἐπο­χὴ ποὺ ὁ Παλλάδιος βρι­σκόταν ἐκεῖ.

Περισσότερες πληροφορίες περιέχονται στὸν ἐκτενῆ Βίο τοῦ ῾Οσίου, ἔργο ἀνωνύμου συγγραφέως, ὁ ὁποῖος συνετάγη στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τὰ ἔτη 715-720 καὶ τὸν ὁποῖο ἐξ­έδωσε ἀρχικὰ ὁ Rose τὸ 1887 ἀπὸ ἕνα χειρό­γρα­φο, καὶ τὸ 1979 διορθωμένο, βάσει ἁγιορειτικῶν κωδί­κων, ὁ ἀρχιμ. Ε. Δεληδῆμος. ῾Ο Βίος μπορεῖ νὰ μὴ διαθέτει τὴν ἀρχαιότητα τῆς μαρτυρίας τοῦ ἀββᾆ Παλλαδίου, εἶναι ὅμως σοβαρότατη πη­γή, διότι καταγράφει ὅλες τὶς λεπτο­μέρειες ποὺ διασώ­ζονταν προφορικὰ στὴ μονὴ ὅπου ὁ ῞Ο­σιος ἀσκήτευσε καὶ τάφηκε.

῾Υπάρχουν ἐπίσης καὶ δύο σύντομες περιγραφὲς τῆς ἀ­σκήσεως τοῦ ῾Οσίου στὸ Συναξάριο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κων­σταντινουπόλεως καὶ στὸ Μηνολόγιο τοῦ αὐτοκράτο­ρος Βασι­λείου. Τὰ κείμενα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἀντιπροσωπευ­τικοὺς τύ­πους ὁμάδος συγγενῶν συναξαρίων τοῦ Ι¢ ἢ τοῦ τέλους τοῦ Θ¢ αἰῶνος, τὰ ὁποῖα, ὅπως φαίνεται, ἔχουν βασισθεῖ σὲ κά­ποιον ἄλλο Βίο (Β), ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπωλε­σθεῖ ἢ τουλάχι­στον δὲν ἔχει βρεθεῖ ἀκόμη. Συγκριτικὰ μὲ τὸ γνωστὸ Βίο ὑ­πάρ­χουν κάποια ἐπιπλέον στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ εἶναι δευτε­ρεύουσας σημασίας, ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸν ὑπάρχοντα Βίο. Κατὰ τὸν Latyšev ὁ ἀπωλεσθεὶς Βίος (Β) πρέπει νὰ γράφηκε πρὸ τοῦ Θ¢ αἰ. καὶ νὰ χρη­σίμευσε ὡς πηγὴ στὸν ὅσιο ᾿Ιωσὴφ τὸν ῾Υμνογράφο (816-886) γιὰ τὴ σύνταξη τῆς ᾿Ακολουθίας τοῦ ῾Οσίου, μετὰ τὸ 850. ῾Ο Loenertz ὅμως πιστεύει, ὅτι ὁ ᾿Ιωσὴφ στηρίχθη­κε μόνο στὸ γνωστὸ Βίο καὶ ὁ ἀπωλεσθεὶς Βίος (Β) πρέπει νὰ γράφηκε ἀργότερα, βασι­ζόμενος στὶς γνωστὲς πηγές, δηλ. τὰ ἀποσπάσματα τοῦ Λει­μῶνος, τὸν ἐκτενῆ Βίο καὶ τὴν ᾿Ακολουθία τοῦ ᾿Ιω­σὴφ τοῦ ῾Υμνογράφου. ᾿Απὸ τὸν τελευταῖο Βίο (Β) προφανῶς ἀντλοῦν τὸ ᾿Εγκώ­μιον εἰς τὸν ὅσιον Δαυὶδ ποὺ ἐξέδωσε ὁ Β. Λα­ούρ­δας τὸ 1970, καθὼς καὶ τὸ ᾿Εγκώμιον εἰς τὸν ἐν ἁ­γίοις πα­τέρα ἡμῶν Δαυὶδ τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ τοῦ Μακαρίου Μα­κρῆ, τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Latyšev (1912) ἀποδίδοντάς το ἐσφαλ­μένα στὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β¢ Παλαιολόγο.

Καὶ στὰ δύο ἐγκώμια περιλαμβάνονται κοινὰ στοι­χεῖα, τὰ ὁποῖα, ἐνῶ λείπουν ἀπὸ τὸν γνωστὸ Βίο, ὑπάρ­χουν στὰ δύο Συναξάρια· ἐπιπλέον παρατηροῦνται πλα­τυασμοὶ καὶ ὁμοιότροπες ἐξηγήσεις στὰ αὐτὰ σημεῖα, πρᾆγ­μα ποὺ δὲν παρατηρεῖται στὸ γνωστὸ Βίο. Τὸ 1656 ὁ ᾿Αγάπιος Λάν­δος ὁ Κρὴς περιέλαβε στὴν Καλοκαιρινή του μία ἐλεύθερη ἁπλο­ελληνικὴ ἀπόδοση τοῦ Βίου.

῾Ο ἀνώνυμος βιογράφος δὲν διασώζει λεπτομέρειες ἀπὸ τὸ παρελθὸν τοῦ ῾Οσίου· ἔτσι ἀγνοοῦνται τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γέννηση καὶ τὴ δράση του πρὶν τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Θεσσαλονίκη, καθὼς καὶ οἱ λόγοι ποὺ τὸν ἔφεραν στὴ μεγα­­λόπολη αὐτή.

῾Ο Θεσσαλονικεὺς ὅμως ἀββᾆς Παλλάδιος πληροφό­ρη­σε τὸν ᾿Ιωάννη Μόσχο ὅτι ὁ Δαυὶδ ἦταν “τῷ γένει Μεσο­ποταμη­νός” καὶ ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη “μετὰ τοῦ ἀββᾆ Δαυὶδ ἦλθεν καὶ ἄλλος μοναχὸς ὀνόματι ᾿Αδολᾆς καὶ αὐτὸς Μεσο­ποταμη­νός”, δίχως κανένα ἄλλο προσδιορισμὸ τοπικὸ ἢ χρο­νικό. Μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ “Μεσοποταμηνός” ὑπο­δηλώνε­ται μᾆλλον ἡ βόρεια Μεσοποταμία, ἡ ὁποία καὶ δι­οικητικὰ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου εἶχε διαι­ρεθεῖ σὲ Μεσοποταμία καὶ ᾿Οσροηνὴ καὶ εἶχε ἀναπτυχθεῖ σὲ ἀκμά­ζον μοναστικὸ κέντρο.

Γιὰ τὰ χρονικὰ πλαίσια μποροῦμε νὰ φθάσουμε σὲ κάποιες ἀποδεκτὲς ἀπαντήσεις, συνδυάζοντας τὶς ἐσωτερικὲς πληροφορίες. ῍Αν ἡ κοίμησή του, σύμφωνα μὲ τὶς ἐσωτε­ρι­κὲς ἐνδείξεις, συνέβη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 535 καὶ 541 καὶ κατὰ τὸν Παλλάδιο “ὁ Δαυὶδ ἐποίησεν ἐν τῷ ἐγκλειστη­ρίῳ περὶ τὰ ἑ­βδομήκοντα ἔτη”, ἀπὸ τότε δηλ. ποὺ εἰσῆλθε στὴ μονὴ ἀρκε­τὰ νέος, τὸ 465-470, τότε μποροῦμε νὰ εἰκάσουμε τὴ γέννη­ση τοῦ ῾Οσίου περὶ τὸ 450.

᾿Εκεῖνο ὅμως ποὺ δὲν ἐπιβεβαιώνεται μὲ κανένα τρόπο, εἶ­ναι οἱ λόγοι ποὺ ὤθησαν τὸν Δαυὶδ καὶ τὸν ᾿Αδολᾆ νὰ μεταναστεύσουν ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία στὴ Θεσσαλονίκη. ῾Η πιθανότητα νὰ ἦρθε ὁ Δαυὶδ στὴ Θεσσαλονίκη ἀποσκο­πώ­ν­τας στὸ νὰ ἀσκητεύσει -ὅπως θέλει νὰ τὸν παρουσιά­σει ἕνα μεταγενέστερο ἐγκώμιο, τοῦ ΙΔ¢ αἰ., λέγοντας ὅτι “ἀπολεξά­μενος τῶν τότε κοινοβίων τὸ μᾆλλον ἠκριβωμέ­νον... ἐν τοῖς τούτῳ δεῖν ἔγνω τῆς οὐρανίου πολιτείας ποιή­σασθαι τὴν ἀρ­­χὴν”- φαίνεται ἀρκετὰ παρακινδυνευμένη, ἀρκεῖ νὰ παρα­βάλ­­λει κανεὶς τὶς κλιματολογικὲς ἀνέσεις ποὺ προσφέρει τὸ περι­βάλλον τῆς Μεσοποταμίας μὲ τὸ ἀντί­στοιχο ἠπειρωτικὸ κλῖμα τῆς Θεσσαλονίκης, σὲ ἕναν ἀσκη­τή. ῎Ισως, γιὰ ἄγνω­στους λό­γους, νὰ βρέθηκε στὴ Θεσσα­λονίκη καὶ ἐκεῖ ὡρί­μα­σε ἡ ἀπό­φαση νὰ στραφεῖ στὸ μονή­ρη βίο.

Κατὰ τὸν βιογράφο του ὁ ῞Οσιος εἰσῆλθε ἀρχικὰ στὴ μο­νὴ “τῶν ἁγίων μαρτύρων Θεοδώρου καὶ Μερκουρίου ἐπι­λεγομένη Κουκουλλιατῶν”, τῆς ὁποίας ἡ τοποθεσία προσ­διορίζεται “ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τεί­χους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν ᾿Απροΐτων”. Τὸ προσω­νύμιο “Κουκουλ­λιατῶν” ἢ “Κουκουλλατῶν” δηλώνει τοὺς μο­ναχοὺς ποὺ ἔφε­ραν κουκούλιο, ἴσως κατὰ ἰδιάζοντα τρόπο, ἂν κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὶς σωζόμενες ἀπεικονίσεις τοῦ ῾Οσίου, δηλ. ριγμένο στοὺς ὤμους.

῾Η θέση τῆς μονῆς πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ βο­ρειο­ανα­το­λικὰ τῆς ᾿Ακροπόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἀναγνωρίζεται τὸ τοπωνύ­μιο “Κῆπος τοῦ Προβατᾆ”. ῾Η ὀνομασία “μονα­στή­ρι­ον τῶν ᾿Απροΐτων” μᾆλλον ἔδωσε τὸ ὄνομα καὶ στὸ ὁμώνυ­μο παρα­πόρτιο, ἡ ὁποία τελικὰ ὑπο­χώρησε καὶ ἐπι­κράτησε νὰ ὀνο­μάζεται πρὸς τιμὴ τοῦ ῾Οσί­ου, ἀφοῦ ἔζησε καὶ τά­φη­κε ἐκεῖ, λαμβάνοντας κατ᾿ ἐπέκτα­ση τὸ ὄνομά του καὶ ὅλη ἡ πε­ριοχή.

Θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι τὸ σημερινὸ “πα­ρεκ­κλήσιο τοῦ ὁσίου Δαυίδ” δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν ἀρ­χαία ἐκείνη μονή, ἀλλὰ εἶναι τὸ ὑπολειφθὲν τμῆμα τοῦ καθ­ολικοῦ τῆς μονῆς τοῦ προ­φήτου Ζαχαρία, γνωστῆς ὡς “μο­νῆς τοῦ Λατόμου”, τὸ ὁποῖο ἀφιερώθηκε στὴν μνήμη τοῦ ὁσίου Δαυίδ μόνο μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ μάλιστα τὸ 1921.

Τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾆς Δια­θήκης, ἰδιαιτέρως τοῦ προφήτου καὶ βασιλέως Δαυίδ, ὁ ὁποῖ­ος “τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παι­δεία καὶ σύνεσις” ὤθησαν τὸν ῞Οσιο νὰ ἀποφασίσει: “... δεῖ κἀμὲ τριετῆ χρόνον καθίσαι ἐν τῷ δένδρῳ τούτῳ, ὅπως ὁ κύ­ριός μου ᾿Ιησοῦς ἀποκαλύψῃ μοι καὶ ἐπίδῃ ἐπὶ τὴν ταπείνω­σίν μου, καὶ δώσῃ μοι σύνεσιν καὶ ταπείνωσιν τοῦ δουλεύειν αὐτῷ ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ”. Πράγματι, “ἐκα­θέσθη ἐπὶ τῷ δέν­δρῳ ὃ ἦν ἐγγύθεν κατὰ τὸ δεξιὸν μέρος τῆς ἐκκλησίας ἱστά­μενον, ὄνομα τούτῳ ἀμυγδαλέα” καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ πιὸ ἀπο­φασιστικὰ συνέχισε τὴν ἄσκησή του. Στὸ τέλος τῆς τρι­ετίας ἐμφανίσθηκε ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὸν διαβεβαίωσε ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ παράκλησή του καὶ ἡ δοκιμασία του ὡς δεν­δρίτη ἀσκητῆ ἔληξε· “κά­τελθε ἀπὸ τοῦ φυτοῦ οὗ καθέζη καὶ ποίησον σεαυτῷ κελ­λίον, καὶ ἔση ἐν αὐτῷ αἰνῶν καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν”. ῾Ο ῞Οσιος κοι­νοποίησε τὴν ὀπτασία αὐτὴ στοὺς μαθητές του, ζητώντας τὴ βοήθειά τους γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ κελλιοῦ. ῾Η εἴδηση γρήγορα ἔφθασε στὸν ἀρχι­επίσκοπο τῆς Θεσσα­λονίκης Δω­ρόθεο καὶ σὲ ὅλη τὴν πόλη.

Γιὰ τὸν τόπο ὅπου βρισκόταν τὸ κελλί, τὸ “ἐγκλει­στή­ριο” τοῦ ῾Οσίου, δὲν λέγει τίποτε ὁ βιογράφος του. ῾Η ἔλλει­ψη αὐτὴ ὅμως συμπληρώνεται ἀπὸ τὶς πληροφορίες τοῦ ἀββᾆ Παλλαδίου, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ὁ ῞Οσιος “ἔξωθεν τοῦ τείχους τῆς πόλεως καὶ ὡς ἀπὸ σταδίων τριῶν ἔγκλει­στος ἦν”, δηλ. ἐκτὸς τῶν τειχῶν καὶ μᾆλλον πρὸς τὰ βό­ρεια, σὲ ἀπόσταση μικρότερη ἀπὸ ἑξακόσια μέτρα. Τὸ διά­στημα ἐγ­κλεισμοῦ του ἐκεῖ προσδιορίζεται μόνον ἀπὸ τὸν Βίο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι εἰσῆλθε ὅταν ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Δωρό­­θεος καὶ ἐξῆλθε στὰ χρόνια τοῦ διαδόχου του ᾿Αριστείδου.

Πότε ἀνῆλθε στὸ θρόνο ὁ Δωρόθεος δὲν εἶναι γνω­στό. Θὰ πρέπει πάντως νὰ ἀναζητήσουμε τὸ χρόνο αὐτὸ στὸ ἐνδιάμεσο διάστημα μετὰ τὸ 497, διότι μέχρι τότε κατεῖχε τὴν ἕδρα τῆς Θεσσαλονίκης ὁ ᾿Ανδρέας, καὶ πρὸ τοῦ 515, διότι τὸ Μάρτιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους ἔφθασε στὴ Ρώμη ἐπιστο­λὴ τοῦ Θεσσαλονίκης Δωροθέου πρὸς τὸν νεοεκλε­γέντα πάπα ᾿Ορμίσ­­δα γιὰ τὴ διευθέτηση τοῦ ᾿Ακακιανοῦ σχίσματος (PL 63, 371-372). Οἱ σχέσεις αὐτές, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονί­κης καὶ πάπα Ρώμης, ὀφείλονται στὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ἐπο­χὴ αὐτὴ ἡ ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλο­νίκης καὶ ὅλο τὸ ἀνατο­λι­κὸ ᾿Ιλλυρι­κὸ ὑπαγόταν διοικητικὰ στὸ θρόνο τῆς Ρώμης καὶ ὁ ἀρχιεπί­σκοπός της ἦταν βικά­ριος τοῦ πάπα καὶ εἶχε ἄμεση ἀναφορὰ σ᾿ αὐτόν. Οἱ δια­πραγματεύσεις δὲν ἀπέδωσαν καὶ προκλήθη­καν μάλιστα σο­βαρότατα ἐπεισόδια καὶ ταραχὲς στὴ Θεσσα­λονίκη σὲ βά­ρος τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ πάπα, μὲ ἄμε­σο ἀπο­τέλεσμα νὰ ζητήσει ὁ πάπας τὴν καθαίρεση τοῦ Δω­ροθέου· ὅλα αὐτὰ ἀπετέλεσαν τὸ ἀντικείμενο νέας ἀλληλο­γραφίας τῶν δύο ἀνδρῶν τὸ 520 (PL 63, 499-500). ῾Ο Δω­ρόθεος πάντως ἀπε­βίωσε ὡς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ πρεσβύτερος ᾿Αριστείδης, φυσικὰ μετὰ τὸ 520.

Γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ᾿Ιου­στι­νιανὸς μὲ τὴν Νεαρὰ 11, τοῦ ἔτους 535, ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσα­λονίκης τὶς βόρειες ἐπαρχίες τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ καὶ ἀνύψωσε τὴν ἰδιαίτε­ρή του πατρίδα σὲ ἀρχιεπισκοπή, ὑπὸ τὸν τίτλο τῆς Νέας ᾿Ιουστινιανῆς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ ᾿Α­ρι­στείδης, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἀποδέχθηκε τὴ μετα­βολή, προσ­πά­θησε ὅμως νὰ περισώσει τὴν πολιτικὴ σημα­σία τῆς πό­λεως, μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ ὑπάρχου τοῦ ᾿Ιλλυ­ρικοῦ ἀπὸ τὴν Πρώτη ᾿Ιουστινιανὴ στὴ Θεσσαλο­νίκη. ᾿Ενῶ ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως δὲν μείωνε τὴν ἀξία τῆς Θεσ­σαλονίκης, ἡ μετάθεση τῆς ἕδρας τῆς ὑπαρχίας (Praefectura) συνιστοῦσε σοβαρὸ ὑποβιβασμὸ τῆς πόλεως. Τὸ αἴτημα λοιπὸν τῶν Θεσσαλονικέων, καθὼς καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὑπάρχου Δο­μνίκου, ἦταν ἡ ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας στὴ Θεσσαλονίκη, ἰδέα ποὺ ἐνστερνίσθηκε μὲ ἐν­θουσιασμὸ ὁ ἀρχι­επίσκοπος ᾿Αριστείδης.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ζητήθηκε ἡ βοήθεια τοῦ ὁσίου Δαυὶδ γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ αἰτήματος στὸν ᾿Ιουστινιανό, διότι ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὅπως ὁ Βίος ἐξηγεῖ, δὲν μποροῦσε “καταλι­πεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον” καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταν­τινούπο­λη, μᾆλλον ὅμως, ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται, διότι ὑπῆρχαν κάποια προβλήματα στὶς σχέσεις τῶν δύο ἀνδρῶν. ᾿Εκτὸς τῶν ἄλλων ὅμως, ἡ προτίμηση τοῦ ὁσίου Δαυὶδ δείχνει τὴ βαρύτητα, ἀλλὰ καὶ τὶς δυσχέρειες ποὺ προβλε­πόταν ὅτι θὰ συναντοῦσε ἕνα παρόμοιο αἴτημα στὸν ᾿Ιου­στινιανό, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχε τιμήσει τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη ᾿Ιουστινιανή, μὲ τὶς ἕδρες τῆς νέας ἀρχιεπισκοπῆς καὶ τῆς ὑπαρχίας.

Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἐγκλεισμοῦ ὁ ῞Οσιος ἐμφανί­σθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ φῶς τοῦ ἥλιου· ἡ μορφή του εἶχε ἀλλάξει, “ἦν γὰρ αὐξηθεῖσα ἡ κόμη τῆς ἁγίας αὐτοῦ κεφαλῆς ὡς φθάνειν μέχρι τῆς ὀσφύος αὐτοῦ, καὶ ὁ πώγων αὐτοῦ μέχρι τῶν ποδῶν αὐτοῦ, τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ πρόσω­πον καθάπερ ἡλιακὰς ἀκτῖνας ἀπέπεμπεν”. Συνοδευόμενος ἀπὸ δύο μαθητές του, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Δημήτριο, ἀπέ­πλευσε πρὸς τὴ Βασιλεύουσα. ῾Η φήμη ὅμως τοῦ ῾Οσίου εἶχε προ­τρέξει· ἔτσι, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὅλη ἡ πόλη τὸν ὑποδέ­χθηκε· “εὐθέως κατάδηλον ἐγένετο εἰς πᾆσαν τὴν πό­λιν περὶ τοῦ ὁσί­ου Δαυίδ”, καὶ μάλιστα “γνοῦσα ἡ θεοφι­λεστάτη Θεο­δώρα στέλλει κουβικουλαρίους καὶ εἰσδέχεται αὐτόν, κατ᾿ ἰ­δίαν ἑτοι­μάσασα δωμάτιον ἄξιον τοῦ ἁγίου”. ῾Η ὑποδοχή του ἀπὸ τὴ Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ ᾿Ιουστι­νια­νοῦ, καθὼς καὶ οἱ τιμὲς καὶ ὁ σεβασμός της πρὸς τὸ πρό­σωπο τοῦ ῾Οσίου, προκάλεσαν τὸ θαυμασμὸ ὅλων τῶν παρισταμένων.

῾Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια· ἔτσι ὅταν ἐπέστρε­ψε ὁ ᾿Ιουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε σὲ ἐπίσημες ὑπο­χρεώ­σεις, φρόντισε νὰ προκαταλάβει τὴ γνώμη του θετικὰ ὑπὲρ τοῦ ὁσίου Δαυίδ, μὲ ἀποτέλεσμα “ὁ οὖν βασιλεὺς τῇ ἑξῆς σι­λέντι­ον ποιησάμενος ἐκέλευσε τὸν ὅσιον εἰσελθεῖν ἐπὶ πάσης τῆς συγκλήτου”. ῾Ο ῞Οσιος παρουσιάσθηκε στὴ σύγκλητο κατὰ τρόπο θεαματικό, “ἀνθρακιὰν αἰτησάμενος· καὶ δεξάμενος αὐ­τὴν εἰς τὰς ἁγίας αὐτοῦ χείρας, εἰσήει θυ­μιῶν τόν τε βα­σιλέα καὶ πᾆσαν τὴν θεοφιλῆ μετὰ τῶν δύο αὐτοῦ μαθητῶν, μηδόλως ἐκθλιβείσης τῆς ἁγίας αὐτοῦ σαρ­κὸς ἐν τῷ κατ­έχειν εἰς τὰς ἁγίας αὐτοῦ χείρας τὸ πῦρ”. Τὸ παράστημα τοῦ ῾Οσί­ου καθὼς καὶ τὸ προφανὲς θαῦμα, ἐπέ­βαλε σὲ ὅλους κλίμα δέους καὶ κατανύξεως, ὥστε “δεξάμε­νος ὁ θεοφιλέ­στα­τος βα­σιλεὺς τὰς ἀναφορὰς ἐκ τῶν ἁγίων αὐτοῦ χειρῶν καὶ καταμα­θὼν αὐτὰς διὰ ποῖον αἴτημα ἐσκύλη ὁ ὅσιος Δαυίδ, εἰς πάντα πρόθυμος ὑπήκουσεν τῷ ὁσίῳ καὶ ὅσα ἀπὸ στό­ματος ᾐτήσατο παρέσχεν αὐτῷ μετὰ πάσης σπουδῆς”.

῾Η ἀποστολὴ τοῦ ῾Οσίου δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει καλύ­τερη ἔκβαση, διότι “καὶ γεναμένων τῶν σακρῶν μετὰ πολλῆς σπου­δῆς καὶ ἐπιμελείας, δι᾿ ὀλίγων ἡμερῶν ἀπέλυ­σεν αὐτὸν μετὰ χαρᾆς πολλῆς, δοὺς αὐτῷ τὰς κελεύσεις αὐτοχείρως”. Κομί­ζοντας τὰ ἀγαθὰ νέα ὁ ῞Οσιος ἀπέπλευσε γιὰ τὴ Θεσ­σα­λο­νίκη, τὴν ὁποία ὅμως ἔμελλε μόνον ἀπὸ μακρυὰ νὰ ξαναδεῖ, διότι μόλις τὸ πλοῖο παρέκαμψε τὸ ἀκρωτήριο “ὃ ἔχει τὴν ἐπωνυ­μίαν ὁ ῎Εμβολος, καὶ ἅμα τῷ θεάσασθαι αὐτὸν τὸ ἅγιον μοναστήριον ἔνθα ὤκει... ἀπέδωκε τὸ πνεῦ­μα τῷ Κυρίῳ”.

῾Η εἴδηση τῆς ἀφίξεως τοῦ λειψάνου πλέον τοῦ ῾Οσίου κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες αὐτές, συγκλόνισε ὁλόκληρη τὴν πό­λη. Τὸ σκήνωμα τοῦ ὁσίου Δαυὶδ ἀρχικὰ κατατέθηκε στὸν τόπο, ὅπου εἶχαν ἀποτεθεῖ παλαιότερα τὰ σώματα τῶν μαρ­τύρων τῆς ἐποχῆς τοῦ Μαξιμιανοῦ Γαλερίου, Θεο­δούλου καὶ ᾿Αγαθό­ποδος (βλ. λῆμμα), στὰ δυτικὰ τοῦ λιμανιοῦ. ῾Ο ἀρχι­επί­σκοπος τῆς πόλεως ᾿Αριστείδης “οὐ μετρίως ἐθλί­βη” καὶ ὅρι­σε πάνδημη κηδεία. Τὸ λείψανο τοῦ ῾Οσίου ἐν­ταφιάσθηκε στὴ μονή του, τῶν ᾿Απροΐτων, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του.

Χρονικὰ ἡ κοίμηση τοῦ ῾Οσίου πρέπει νὰ προσδιο­ρι­σθεῖ μετὰ τὴ δημοσίευση τοῦ διατάγματος ἐπαναφορᾆς τῆς ἕδρας τῆς ὑπαρχίας στὴ Θεσσαλονίκη. ῾Υπάρχει μία σοβαρὴ ἔνδειξη ὅτι ἤδη ἀπὸ τὸ 541 ὁ ὕπαρχος ἕδρευε πάλι στὴ Θεσ­σαλονίκη· συνεπῶς ἡ κοίμηση τοῦ ῾Οσίου πρέπει νὰ ἀναζητη­θεῖ στὸ παραπάνω διάστημα, δηλ. μεταξὺ τῶν ἐτῶν 535-541.

῾Ο Βίος τοῦ ῾Οσίου διασώζει ἀρκετά σημεῖα, τὰ ὁποῖα τέλεσε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του: “το­σαύτη δὲ χάρις ἐδό­θη, ἀγαπητοί, τῷ ὁσίῳ Δαυὶδ ὥστε καὶ δαίμο­νας ἐξ­ελαύ­νειν καὶ νοσοῦσιν ὑγείαν παρέχειν, ἐπικα­λούμενον τὸν Κύ­ρι­ον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν”.

῾Εκατὸν πενήντα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ῾Οσί­ου, περὶ τὸ 685-690, ἔγινε μία προσπάθεια γιὰ τὴ διάνοιξη τοῦ τάφου, ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν ᾿Απροΐτων Δημή­τρι­ος “ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου”. Μόλις ὅμως ξεκίνησε ἡ ἐργα­σία αὐτή, ἡ πλάκα ποὺ κάλυπτε τὸν τάφο ἔσπασε καὶ αὐτὸ θεωρήθηκε ὡς φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ ῾Αγίου νὰ μὴ θιγεῖ. Τὸ λείψανο παρέμεινε στὴν ἀρχική του θέση μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν σταυρο­φοριῶν. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς λατι­νικῆς κυριαρχίας τοῦ μομ­φερρατικοῦ οἴκου στὴ Θεσσαλο­νίκη (1204-1222), τὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν ᾿Ιταλία καὶ τὸ 1236 ἀπαντᾆται στὴν Πα­βία, ἀπ᾿ ὅπου μεταφέρ­θηκε στὸ Μιλάνο τὸ 1967.

Τελικά, μὲ ἐνέργειες τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπο­λί­του Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος Β¢, τὸ σεπτὸ λεί­ψανο τοῦ ὁ­σίου Δαυὶδ μεταφέρθηκε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατα­τέθηκε στὴ βασιλικὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου στὶς 16 Σε­πτεμ­βρίου 1978. Μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν παραπάνω ἑορτα­σμῶν ἐκ­δόθηκε ἀπὸ τὴν ῾Ι. Μονὴ ἁγίας Θεοδώρας τῆς ῾Ι. Μητρο­πό­λεως Θεσ­σαλονίκης μία νέα πλήρης “᾿Α­σματικὴ ᾿Ακολου­θία τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡ­μῶν Δαβὶδ τοῦ ἐν Θεσσα­λονίκῃ” ἀπὸ τὸν μακαριστὸ γέ­ροντα Γεράσιμο Μικραγιαν­νανίτη (Θεσσαλο­νίκη 1978).



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βίος: Μόσχος, ᾿Ιω., Λειμών, PG 87, 3, 2920-2924 καὶ γαλλικὴ μετάφραση, Rouët de Journel, M. J., Le prè spirituel, [Sources Chretiennes 12], Paris 1946. Rose, V., Leben des heiligen David von Thessalonike, Berlin 1887. Δεληδῆμος, Ε.-Ε., ῾Ο ὅσιος Δαυὶδ ὁ ἐν Θεσσαλον­ίκῃ, Θεσ­σαλονίκη 1979, σσ. 3-38. ᾿Αγά­πι­ος μοναχός, Βίβλος καλουμένη Καλοκαιρινή, ἐν ᾗ εἰσὶ γε­γραμ­μέ­νοι μερικοὶ Βίοι ἁγίων τινῶν οἱ ὡραιότεροι τοῦ καλοκαι­ρίου, ᾿Εν Βενετίᾳ 1851, σσ. 118-123 (α¢ ἔκδοση 1656, β¢ 1694).

Βίος (Β): Delehaye, Ç., Synaxarium Ecclesiae Constantinopo­li­tanae Propylaeum ad AASS Novembris, Bruxellis 1902, στ. 771-772. Μηνολόγιον Βασιλείου, PG 117, 512-513. Latyšev, V., “Περὶ τοῦ Βί­ου τοῦ ὁσίου Δαυὶδ τοῦ ἐν Θεσσα­λονίκῃ”, Πρα­κτικὰ τῆς ἐν ᾿Οδησσῷ αὐτοκρατορικῆς ῾Εταιρείας ῾Ιστορίας καὶ ᾿Αρ­χαιοτήτων 30 (1912) 236-251 (ρωσσικά). Λαούρδας, Β., “᾿Ανέκδο­το ἐγκώμιον εἰς τὸν ὅσιον Δαυίδ”, Μακεδονικὰ 10 (1970) 243-255.

᾿Ακολουθία: ᾿Ιωσὴφ τοῦ ῾Υμνογράφου, PG 105, 1133. Papa­georgiou, P. N., "Zum Leben des heiligen David von Thessalonike", BZ 2 (1893) 287-290. Uspenskij, Th., “Παραβολὴ στὸ χειρόγρα­φο τοῦ Rose”, Χρονικὰ τῆς ῾Ιστορικο-Φιλολογικῆς ῾Εταιρείας τοῦ Πανε­πιστημίου Novorossiya 4, Βυζαντινὸ τμῆμα, ᾿Οδησσός 1894, σσ. 81-83 (ρωσσικά). Kurtz, E., "Compte-rendu du travail d’Uspenskij", ΒΖ 4 (1895) 621-622. Παπαγεωργίου, Π. Ν., “Νέον χειρόγραφον τοῦ Βίου τοῦ ὁσίου Δαυὶδ τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ”, Βυ­ζαντὶς 2 (1911) 231-234. Vasiliev, A.-A., "Life of David of Thes­salonica", Traditio 4 (1946) 115-147. Loenertz, R.-J., "Saint David de Thessalonique: sa vie, son culte, ses reliques, ses images", REB 11 (1953) 205-223. Laurent, V., DHGE 14, στ. 121-122. BHG, 1144 -1144d. ΘΗΕ 4, στ. 876-877. Χρήστου, Π. Κ., Πατρολογία, τ. Ε, σσ. 473-479. Ξυγγόπουλος, ᾿Α., “᾿Ανάγλυφο τοῦ ὁσίου Δαυίδ”, Μακεδονικὰ 2 (1941-1952) 160-165. Τσιγαρίδας, Ε., Οἱ τοιχο­γραφίες τῆς μονῆς Λατόμου Θεσ­σαλο­νί­κης καὶ ἡ Βυζαντινὴ ζωγρα­φικὴ τοῦ 12ου αἰ., Θεσ­σαλονίκη 1986, σσ. 11-23. Χαρα­λαμπίδης, Κ., Οἱ Δενδρίτες στὴν προχριστιανικὴ καὶ χρι­στια­νι­κὴ ἱστορικοφιλολογικὴ παράδοση καὶ εἰ­κονογραφία, Θεσσαλονί­κη 1986, σσ. 90-95. ῾Ο ἴδιος, “῾Η τοιχο­γραφία τοῦ ὁσίου Δαβὶδ τοῦ δενδρίτη στὸ ναὸ τοῦ Προφήτη ᾿Ηλία Θεσσαλονίκης”, Σερραϊκὰ ᾿Ανά­λεκτα 2 (1993-1994) 53-56. Halkin, F., Novum Auctarium BHG, [SH 65], Bruxelles 1984, ἀρ. 492y, 493d, 493m. Fontes graeci histo­riae bul­garicae, τ. ΙΙΙ, Sofia 1960, σσ. 22-23. Lexicon der christli­chen Ico­nographie, ἔκδ. E. Kirscbaum, W. Bra­unfels, τ. 6, σ. 37ἑ. Moutso­poulos, N., "Monasteries outside the Walls of Thessaloniki du­ring the Period of Slav Raids", Cyrillome­thodianum 11 (1987) [=Μου­­­τσόπουλος, Ν., ῎Αρθρα καὶ Μελετήματα, [ΑΒ 51], Θεσσαλονί­κη 1990, σσ. 1113-1116]. Παντελεήμων Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ῾Η ἐπανα­κο­μιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Δαυὶδ εἰς τὴν Θεσσα­λονίκην (17 ᾿Ιου­λίου 1978), Θεσσαλονίκη 1979. Bazo­che, P., "David, eremita a Tessa­lonica, santo", BS IV (1964) 515-516. ᾿Ανώνυμος, "Vita di San Davide eremita", Simposio Cristiano, Mila­no 1994, σσ. 195-207.

Γ.Τ.

...επιστροφή
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης Κοινωνία της Πληροφορίας