ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, (1297-1359),
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, οἰκουμενικὸς θεολόγος,
πατὴρ τῆς ᾿Εκκλησίας
14 Νοεμβρίου
Ο ΒΙΟΣ
῾Η οἰκογένεια τοῦ Γρηγορίου, προερχομένη ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς ἐπαρχίες, ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ Μικρὰ ᾿Ασία κατακλύζονταν ἀπὸ τὶς ὁμάδες τῶν ᾿Οσμανδῶν ἐπιδρομέων. ῾Ο πατέρας του Κωνσταντῖνος Παλαμᾆς, συγκλητικὸς καὶ μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, τόσο πολὺ ἐκτιμώνταν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ᾿Ανδρόνικο Β¢, ὥστε ὁ τελευταῖος τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἐπιμέλεια τῆς ἐκπαιδεύσεως τοῦ ἐγγονοῦ του, τοῦ μετέπειτα αὐτοκράτορος ᾿Ανδρονίκου Γ¢.
῾Ο Γρηγόριος, συνομήλικος τοῦ ἡγεμονόπαιδος ᾿Ανδρονίκου, ἐγεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τὸ 1297. ῾Ο πατέρας του, ποὺ ἀπέθανε ἐνωρίς, τὸν ἄφησε ὀρφανὸ ἑπταετῆ, ἀλλ᾿ αὐτὸς εὑρῆκε ἰσχυρὸ προστάτη τὸν αὐτοκράτορα. Στὸ πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ διευθύνονταν τότε ἀπὸ τὸν διαπρεπῆ θεολόγο καὶ φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη, ἀκολούθησε τὶς ἐλευθέριες σπουδὲς καὶ ἐπιδόθηκε ἰδιαιτέρως στὴ φιλοσοφία. ῞Οταν μετὰ δύο δεκαετίες ἦλθε σὲ σύγκρουσι μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀναγεννήσεως, αὐτοὶ ἀμφισβήτησαν τὴν κατοχὴ ὁλοκληρωμένης παιδείας ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν ἀπεκάλεσαν ἀμόρφωτο. Καὶ τότε, ἀλλὰ καὶ ἀργότερα ἀναγκάσθηκε νὰ ὑπερασπίση τὸν ἑαυτό του καὶ σ᾿ ἕνα σύγγραμμά του, ποὺ ἐκδόθηκε μὲ ἄλλο ὄνομα, κατέγραψε ἕνα ἐπεισόδιο ποὺ συνέβηκε στὰ φοιτητικά του χρόνια. ῞Οταν ἦταν δεκαεπταετής, τοῦ ἀνατέθηκε νὰ ὁμιλήση στὰ ἀνάκτορα ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Ανδρονίκου Β¢ καὶ πολλῶν ἐπισήμων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν περὶ τῆς λογικῆς τοῦ ᾿Αριστοτέλους. Διαπραγματεύθηκε τὸ θέμα μὲ τόση ἐπιτυχία, ὥστε ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης εἶπε πρὸς τὸ βασιλέα· “καὶ ὁ ἴδιος ὁ ᾿Αριστοτέλης, ἂν ἐζοῦσε καὶ ἦταν παρὼν θὰ τὸν ἐπαινοῦσε” (Κατὰ Γρηγορᾆ Α¢, 14. Χρήστου, Συγγράμματα, τ. 4, 242).
Σ᾿ αὐτὴν πιθανῶς τὴν ἡλικία ἐγκατέλειψε τὶς ἐπιστημονικὲς σπουδές, γιὰ νὰ ἐπιδοθῆ στὴ μελέτη τῆς θεολογικῆς γραμματείας καὶ τὴν ἄσκησι, πρὸς μεγάλη ἀπογοήτευσι τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος τὸν προώριζε γιὰ ὑψηλὰ ἀξιώματα. ῾Οδηγός του ἔγινε πλέον ὁ ἐπίσκοπος Φιλαδελφείας Θεόληπτος, ὁ ὁποῖος τὸν εἰσήγαγε στὴ νοερὰ προσευχή. Εἰκοσαετὴς ἀποσύρθηκε στὴ μόνωσι, ἔπεισε δὲ καὶ τὴν οἰκογένειά του νὰ κάμη τὸ ἴδιο· τὴ μητέρα του Καλλονή, τοὺς ἀδελφούς του Μακάριο καὶ Θεοδόσιο, τὶς ἀδελφές του ᾿Επίχαρι καὶ Θεοδότη.
Αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ὁ μοναχικὸς βίος ἀκολουθοῦσε καὶ τοὺς δύο παλαιοὺς τρόπους· τὸν ἐρημιτικὸ καὶ τὸν κοινοβιακό. ῾Ο Γρηγόριος ἔδειχνε ἰδιαίτερη προτίμησι στὴν ἐρημιτικὴ ἄσκησι, συνδυασμένη πάντως μὲ τὴν ἐξάρτησι ἀπὸ μονὴ ἢ ἀδελφότητα. Μαζὶ μὲ τοὺς δύο ἀδελφούς του διέμεινε ἀρχικὰ γιὰ λίγον καιρὸ στὸ ὄρος Παπίκιο, στὰ σύνορα Θράκης καὶ Μακεδονίας κι ἔπειτα ἐμόνασε σὲ διαφόρους τόπους τοῦ ῎Αθωνος· ὡς ἐρημίτης πλησίον τοῦ Βατοπεδίου, ὑπὸ τὸν ἀσκητὴ Νικόδημο, ἔπειτα στὸ κοινόβιο τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ ἀργότερα πάλι ὡς ἐρημίτης στὰ Γλωσσία.
᾿Αναγκασμένος νὰ ἐγκαταλείψη τὸ ῎Ορος μαζὶ μὲ ἄλλους ἐρημίτες τὸ 1325 καὶ προτιθέμενος νὰ μεταβῆ στὰ ῾Ιεροσόλυμα, δὲν προχώρησε πέρα ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. ῾Ως αἰτία τῆς ἀποχωρήσεως ἀπὸ τὸ ῎Ορος ἀναφέρονται οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων, ποὺ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ εἶχαν καταστῆ συχνότερες καὶ ἀγριώτερες. ᾿Απὸ τοὺς ἀντιπάλους ὅμως τοῦ Γρηγορίου εὑρίσκονται ἄλλοι λόγοι, καὶ συγκεκριμένως ὁ φόβος τῶν ἐρημιτῶν, μὴ τυχὸν λόγω ὡρισμένων πνευματικῶν τάσεών τους κατακριθοῦν ὡς ὀπαδοὶ τῶν Μασσαλιανῶν (Γρηγορᾆ, ῾Ιστορία, Bonn, 719). Τὸ ὄνομα τότε κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους ἐδιδόταν ἀπὸ τοὺς ῞Ελληνες συγγραφεῖς στοὺς Βογομίλους, τοὺς δυαρχικοὺς δηλαδὴ αἱρετικούς, ποὺ μὲ ἑστία τὴ Βουλγαρία εἶχαν ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα ἐπεκτείνει τὴν ἐπιρροή τους σὲ μοναστήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Θράκης καὶ τῆς Θεσσαλονίκης. ῾Η ἐπίδρασις ἦταν εὔκολη, δεδομένου ὅτι οἱ ἐρημίτες κατ᾿ ἀνάγκην παραμελοῦσαν τὰ ἐξωτερικὰ μέσα τῆς λατρείας κι ἔδιναν κυρίαρχη θέσι στὴν προσωπικὴ προσευχή· κι αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν τὸ κύριο γνώρισμα καὶ τῶν παλαιοτέρων Μασσαλιανῶν καὶ τῶν Βογομίλων. ῾Ο Παλαμᾆς κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Ακίνδυνο ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη ἦλθε σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Βογομίλους, ἐνῶ ὁ βιογράφος του Φιλόθεος Κόκκινος φροντίζει νὰ ἀναιρέση τὴν κατηγορία κατὰ τρόπο ποὺ δὲν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτησι, σημειώνοντας ὅτι ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματά του στὸ μοναχικὸ βίο, στὸ Παπίκιον ὄρος, ὁ Παλαμᾆς συγκρούσθηκε μὲ τοὺς Βογομίλους καὶ ὅτι μάλιστα ἀπειλήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ἡ ζωή του (᾿Εγκώμιον, 3, 3-13. Χρήστου, Συγγράμματα, σσ. 66-78). Εἶναι ὁπωσδήποτε βέβαιο ὅτι ἐσημειώθηκε τότε κάποια προσέγγισις, ἀλλ᾿ αὐτὴ προερχόταν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Μασσαλιανῶν καὶ συνετέλεσε στὴν ἀπορρόφησι τοῦ κυρίου ὄγκου τους ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο μοναχικὸ βίο.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος, 1326, ὁ Γρηγόριος, ποὺ ἤδη εἶχε χειροτονηθεῖ ἱερεὺς στὴ Θεσσαλονίκη, ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ δέκα συνοδούς του μοναχοὺς γιὰ τὴν Βέροια, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ μιὰ πενταετία. ᾿Εφαρμόζοντας ἐκεῖ αὐστηρὴ μόνωσι, ἐπερνοῦσε τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας ἔγκλειστος, ἀσχολούμενος μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη, ἐνῶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ ἐμφανιζόταν γιὰ νὰ μετάσχη στὴ θεία εὐχαριστία. Διέκοψε κάποια ἐποχὴ τὴ μόνωσι κατόπιν εἰδήσεων περὶ τοῦ θανάτου τῆς μητέρας του, γιὰ νὰ μεταβῆ στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ παραλάβη τὶς δύο ἀδελφές του, τὶς ὁποῖες ἐγκατέστησε στὴ Βέροια.
Πέντε ἔτη μετὰ τὴν ἐγκατάστασί του στὴ Σκήτη τῆς Βεροίας ἡ κατάστασις σ᾿ αὐτὴ τὴν περιοχὴ κατέστη ἐπισφαλὴς λόγω τῆς καθόδου τῶν Σέρβων ὑπὸ τὸν Στέφανο Δουσάν, οἱ ὁποῖοι ἐπιδίδονταν σὲ λεηλασίες καὶ ἐξανδραποδισμούς, τὸν ἀνάγκασαν νὰ φύγη ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὸν ῎Αθωνα, τὸ 1331. ῎Επηξε τώρα τὴν σκηνὴ τῆς ἡσυχίας στὸ πλησιόχωρο πρὸς τὴ Μεγίστη Λαύρα κελλὶ τοῦ ἁγίου Σάββα, ὅπου ἔμεινε ἕως ὅτου τοῦ ἀνατέθηκε ἀπὸ τὴν Κοινότητα τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους ἡ ἡγουμενία τῆς Μονῆς ᾿Εσφιγμένου, ἑνὸς μεγάλου ἱδρύματος τοῦ ῎Ορους αὐτὴν τὴν ἐποχὴ μὲ 200 μοναχούς, ποὺ εἶχε, ὅπως φαίνεται κάποια προβλήματα κι ἐχρειαζόταν τὴν παρουσία μιᾆς ἰσχυρῆς προσωπικότητος. ᾿Αφοῦ ἔμεινε στὴ μονὴ αὐτὴ μόνο ἕνα ἔτος (1333-1334) ἐπέστρεψε πάλι στὸ ἡσυχαστήριό του.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἡσυχαστήριο εὑρισκόταν, ὅταν προσκλήθηκε σὲ μιὰ εὐρύτερη δραστηριότητα. Κατὰ τοὺς χρόνους τούτους ἦλθε στὴν ῾Ελλάδα ὁ μοναχὸς Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, μέλος τῆς ἑλληνικῆς κοινότητος τῆς Νοτίου ᾿Ιταλίας. ᾿Αφοῦ ἐδίδαξε γιὰ ἀρκετὸ χρόνο στὴν Κωνσταντινούπολι, ἀπέκτησε φήμη μεγάλου σοφοῦ, τῆς ὁποίας ἄλλωστε ἦταν ἄξιος, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀπὸ οἴησι εἶχε τὴν συνήθεια νὰ ἐξευτελίζη τοὺς ὁμοτέχνους του, ἐδημιούργησε ἐκεῖ βαρειὰ ἀτμόσφαιρα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε νὰ μετακινηθῆ στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐπίσης ἐσημείωσε λαμπρὴ ἐπιτυχία ὡς διδάσκαλος τῆς φιλοσοφίας. ῾Η σύγκρουσις τῶν δύο τούτων ἀνδρῶν ἐγέννησε τὴν λεγομένη ἡσυχαστικὴ ἔριδα, ποὺ ἐκυριάρχησε στὸν πνευματικὸ βίο τοῦ Βυζαντίου καὶ ἐπηρέασε τὰ πολιτικὰ πράγματα σ᾿ αὐτὸ ἐπὶ μία εἰκοσιπενταετία.
῾Ο Γρηγόριος εἶχε ἤδη δώσει τὰ πρῶτα δείγματα τῆς συγγραφικῆς του παραγωγῆς διὰ τῆς συντάξεως ὡρισμένων ἀσκητικῶν δοκιμίων μικρᾆς ἀκόμη πνοῆς, ἀλλὰ ἀπαιτήθηκε ἡ σύγκρουσις μὲ τὸν Βαρλαάμ, γιὰ νὰ ἐπιστρατεύση ὅλη τὴ δύναμι τῆς σκέψεως καὶ τοῦ καλάμου του. Τοὺς δύο πνευματικοὺς ἄνδρες ἔφεραν σ᾿ ἐπαφὴ γιὰ πρώτη φορὰ οἱ συζητήσεις περὶ ἑνώσεως τῶν ᾿Εκκλησιῶν ποὺ ἔγιναν ἐπὶ ᾿Ανδρονίκου Γ¢ κατὰ τὰ ἔτη 1333 καὶ 1334 στὴν Κωνσταντινούπολι. ῾Ο Βαρλαὰμ ποὺ μετεῖχε στὶς συζητήσεις ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας, ἐθεωροῦσε τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν Λατίνων ὅτι τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται “καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ” ὡς ἄνευ ἐννοίας, ἀφοῦ εἶναι ἀδύνατη ἡ κατανόησι τῶν κινήσεων ποὺ γίνονται μέσα στὸν ἀκατάληπτο Θεό. Τὸ σύγγραμμα τοῦ Γρηγορίου “Λόγοι ᾿Αποδεικτικοὶ περὶ ῾Αγίου Πνεύματος” καὶ μὲ τὸν τίτλο του μόνο δείχνει τὴν ἀντίθεσί του πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσι.
Τὴν θεολογικὴ ἀντίθεσι ἐπέτεινε ἔπειτα ἀπὸ λίγον καιρὸ ἡ διαφορὰ τῶν δύο σχετικὰ μὲ τὴν ἀσκητικὴ μέθοδο. ῾Ο Βαρλαάμ, ἀφοῦ ἔμαθε ἀπὸ ἕνα ἀφελῆ μοναχὸ περὶ ψυχοσωματικῆς τεχνικῆς τῆς προσευχῆς, τὴν ὁποία ἐφήρμοζαν ὡρισμένοι ἡσυχασταί, στηρίζοντας τὸν πώγωνα στὸ στῆθος καὶ προφέροντας νοερῶς καὶ ἀδιαλείπτως τὴν προσευχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ἰδοῦν τό θεῖο φῶς, ἀνέλαβε σκληρὴ ἐπίθεσι κατὰ τῶν ἡσυχαστῶν γενικῶς, χαρακτηρίζοντάς τους ὡς ὀμφαλοψύχους (Παλαμᾆς, Πρὸς Βαρλαὰμ Β¢, 50 κ.ἀ., Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 288). ᾿Επειδὴ παρὰ τὶς συστάσεις τοῦ Γρηγορίου ᾿Ακινδύνου, κοινοῦ φίλου καὶ τῶν δύο τότε, ἡ ἐπίθεσις τοῦ Βαρλαὰμ συνεχίζετο, προσκλήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Παλαμᾆς, γιὰ νὰ ὑποστηρίξη τὶς θέσεις τῶν μοναχῶν. Κι αὐτὸς ἐγκαταστάθηκε κοντὰ στοὺς φίλους του τῆς Θεσσαλονίκης, τὸ 1337, κι ἔμεινε ἐκεῖ ἄνω ἀπὸ τρία ἔτη, γιὰ νὰ ἐπιδοθῆ ἀποτελεσματικώτερα στὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖο προσκλήθηκε, γράφοντας, ὁμιλώντας καὶ συζητώντας. Τὶς παρατηρήσεις του γιὰ τὴν πνευματικὴ τελείωσι διετύπωσε στὰ ἐννέα βιβλία τοῦ κλασικοῦ του συγγράμματος, ῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων. ῾Η ἐπίμονη προσπάθεια τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως νὰ φέρουν ἠρεμία ἀπέτυχε, παρ᾿ ὅλο ποὺ σὲ μιὰ μεγάλη σύναξι ὁ Βαρλαὰμ ὑποσχέθηκε ὄχι μόνον νὰ διακόψη τὸν πόλεμο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀπαλείψη τὶς κατηγορίες ἀπὸ τὰ παλαιὰ κείμενά του, χωρὶς νὰ τηρήση ὅμως τὶς ὑποσχέσεις.
Τότε οἱ δύο ἄνδρες μετέβηκαν στὴν Κωνσταντινούπολι, γιὰ νὰ φέρουν τὸ ζήτημα ὑπὸ τὴν κρίσι τῶν ἁρμοδίων ἀρχῶν. ῾Ο Παλαμᾆς ἦταν ἐφοδιασμένος μὲ τὸν ῾Αγιορειτικὸ τόμο, ἕνα ὁμολογιακὸ κείμενο ποὺ εἶχε συνταχθῆ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἄλλους μοναχικοὺς ἡγέτες καὶ εἶχε ὑπογραφῆ προσφάτως ἀπὸ δυναμικοὺς παράγοντες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. Σύνοδος, ποὺ συγκροτήθηκε στὴν πρωτεύουσα τὸν ᾿Ιούνιο τοῦ 1341 καταδίκασε τὶς θέσεις τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος στὴν ἀμηχανία του ἐζήτησε τὴν συμβουλὴ τοῦ προστάτη του πρωθυπουργοῦ ᾿Ιωάννη Καντακουζηνοῦ· ἡ συμβουλὴ τούτου ἦταν νὰ ζητήση ὁ Βαρλαὰμ συγγνώμη ἀπὸ τὸν Παλαμᾆ, ἡ ὁποία ἐδόθηκε προθύμως. Καὶ ἐπεχείρησε μὲν ὁ Βαρλαὰμ νὰ συνεχίση τὸν ἀγῶνα του, ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ ἔχασε τὴν εὔνοια τοῦ Καντακουζηνοῦ, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε λόγω τοῦ θανάτου τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Ανδρονίκου Γ¢ ἦταν ἐπιφορτισμένος μὲ βαρύτατα καθήκοντα καὶ ἀνήσυχος γιὰ τὸ μέλλον τοῦ κράτους. Καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀναχωρήση ὁριστικὰ στὴ Δύσι, ὅπου προσχώρησε στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ ᾿Εκκλησία καὶ ἀναδείχθηκε σὲ ἐπίσκοπο τοῦ Gerace.
῎Ετσι ἔληξε ἡ πρώτη περίοδος τῆς ἔριδος. Τρία ἦσαν τὰ κύρια ἀντικείμενα ποὺ ἀπασχόλησαν τὶς συζητήσεις· α) ἡ μέθοδος τῆς ἡσυχαστικῆς προσευχῆς, β) ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, γ) ἡ θέα τοῦ θείου φωτός. Τρεῖς ἦσαν καὶ οἱ χρονικές της περίοδοι· α) 1337-1341, β) 1341-1347, γ) 1347-1358. ῍Αν καὶ τὰ θέματα ἐκεῖνα παρουσιάζονται σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ἔριδος, θὰ μπορούσαμε νὰ εἰποῦμε ὅτι τὸ καθένα τους προσιδιάζει στὴν ἀντίστοιχη χρονικὴ περίοδο.
Κατὰ τὴν δεύτερη περίοδο τῆς ἔριδος, ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ πρόβλημα, ὁ Γρηγόριος διατελοῦσε σὲ κατάστασι διωγμοῦ. ῾Η σύνοδος τοῦ ᾿Ιουνίου 1341, ποὺ καταδίκασε τὸν Βαρλαάμ, καὶ τοῦ Αὐγούστου 1341, ποὺ καταδίκασε τὸν ᾿Ακίνδυνο, νέο ἀρχηγὸ τῆς ἀντιησυχαστικῆς μερίδος, κατ᾿ οὐσίαν δὲν εἶχαν λάβει θέσι ἔναντι τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἔριδος, ἀλλ᾿ ἁπλῶς καταδίκασαν τὴν ἐπιθετικὴ τακτικὴ τῶν Βαρλαὰμ καὶ ᾿Ακινδύνου, ἀπήλλαξαν τὸν Παλαμᾆ καὶ τοὺς ἄλλους ἡσυχαστὰς τῶν κατηγοριῶν καὶ ἀπαγόρευσαν τὴν ἀνακίνησι θεολογικῶν ζητημάτων.
Πολλοὶ ἐπίσκοποι, ὑποβλέποντας τὴν αὔξησι τοῦ κύρους τῶν μοναχῶν, καὶ οἱ κύκλοι τῶν ἀναγεννητῶν ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ ὑπερασπιστοῦ τῶν ἡσυχαστῶν· κι εὑρῆκαν εὐκαιρία κατὰ τὴν ἀπελπιστικὴ ἐξέλιξι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων ποὺ ἀκολούθησε. Μετὰ τὸν πρόωρο θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Ανδρονίκου Γ¢, ποὺ ἐπῆλθε τὸν ᾿Ιούνιο τοῦ 1341 καὶ λόγω τῆς ἀνηλικιότητος τοῦ υἱοῦ του ᾿Ιωάννου Ε¢ Παλαιολόγου, δύο ἰσχυροὶ ἄνδρες θέλησαν νὰ καταστοῦν ρυθμισταὶ τῆς καταστάσεως, ὁ καθένας γιὰ δικό του λογαριασμό· ὁ δομέστικος (πρωθυπουργός) ᾿Ιωάννης Καντακουζηνὸς καὶ ὁ μέγας δοὺξ (ἀρχιναύαρχος) ᾿Αλέξιος ᾿Απόκαυκος. ᾿Αλλὰ ἀμέσως παρενέβηκε στὸν ἀγῶνα καὶ ὁ πατριάρχης ᾿Ιωάννης Καλέκας, ἄνθρωπος μὲ πολιτικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ πιστὸς στὴν παλαιὰ παράδοσι τῶν πατριαρχῶν νὰ εἶναι φύλακες τῆς νόμιμης διαδοχῆς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ θρόνου ἐναντίον κάθε αὐθαιρέτου διεκδικητοῦ, ἰδίως σὲ περίπτωσι ἀνηλικιότητος τοῦ διαδόχου. ᾿Επειδὴ ὁ Καντακουζηνὸς ἐφαινόταν ἐπικινδυνότερος, ὁ Καλέκας ἐτάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ ᾿Αποκαύκου. Οἱ δύο παρατάξεις συγκρούσθηκαν σκληρῶς, ὁ δὲ Καντακουζηνὸς ἐγκατέστησε τὴν ἕδρα του στὸ Διδυμότειχο καὶ ἀργότερα στὴν ᾿Αδριανούπολι, ὅπου ἐστέφθηκε αὐτοκράτωρ (1346).
῾Ο Γρηγόριος Παλαμᾆς, βλέποντας ὅτι αὐτὴν τὴν ἐποχὴ τὸ μέλλον τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῆς πολιτείας ἦταν κοινό, ἐνδιαφερόταν νὰ ἰδῆ στὴν ἐξουσία ἕναν ἄνδρα ἱκανὸ ν᾿ ἀντιδράση κατὰ τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν καὶ νὰ διαλύση τὴν ἐσωτερικὴ σύγχυσι. ῎Ισως μάλιστα στὸ πρόσωπο τῆς βασιλομήτορος ῎Αννας, πριγκήπισσας ἀπὸ τὴν Σαβόϊα, νὰ διέβλεπε τότε κάποιον κίνδυνο ὑποταγῆς τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας στὴ Ρώμη· ἀλλὰ ἡ ὑποψία ἦταν ἀβάσιμη, ἀφοῦ ἡ ῎Αννα ἔμεινε μέχρι τέλους πιστὴ στὴν ὀρθοδοξία. ᾿Ενόμισε λοιπὸν ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ εὑρεθῆ στὴν αὐτοκρατορία ἄλλος ἱκανώτερος ἀπὸ τὸν Καντακουζηνό, ὁ ὁποῖος μάλιστα δὲν ἦταν τότε ἀκόμη στενὸς φίλος τοῦ Παλαμᾆ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἦταν προστάτης τῆς ᾿Αναγεννήσεως καὶ τοῦ Βαρλαάμ.
Στὸν ἐμφύλιο πόλεμο ἔλαβαν μέρος καὶ οἱ λαϊκὲς τάξεις, ἀλλὰ δὲν ἐπρόκειτο περὶ λαϊκῆς ἐξεγέρσεως ἐναντίον τῶν εὐγενῶν, ὅπως πολλοὶ ἱστορικοὶ ἐδέχονταν παλαιότερα, ἰδίως γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη. ῍Αν ὁ Καντακουζηνὸς ἀνῆκε στὴν τάξι τῶν εὐγενῶν καὶ πλουσίων, οἱ ἡσυχασταὶ ποὺ τελικὰ τοῦ συμπαραστάθηκαν ἦσαν κήρυκες τῆς πτωχείας· ἐξ ἄλλου ἡ οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων ποὺ ἦταν στὴν κορυφὴ τῆς ἄλλης παρατάξεως ἦταν ἡ αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια.
῾Η μετὰ τὸ 1341 δίωξις τοῦ Παλαμᾆ ὀφείλεται στὴν ἄτεγκτη στάσι τοῦ πατριάρχη ᾿Ιωάννη Καλέκα καὶ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Γρηγορίου ᾿Ακινδύνου. ῾Ο ᾿Ακίνδυνος, νεαρὸς καὶ εὐφυὴς θεολόγος ἀπὸ τὸ Πρίλαπο, ποὺ ἄλλοτε ἐθεωροῦσε τὸν Παλαμᾆ ὡς διδάσκαλό του (᾿Αντιρρητικὸς πρὸς ᾿Ακίνδυνον, 3, 1, 2. Χρήστου, Συγγράμματα, 3, 161) ὡς πρὸς τὸ γνωσιολογικὸ μὲν πρόβλημα εἶχε ταχθῆ πρὸς τὴν πλευρὰ τοῦ Βαρλαάμ, ὡς πρὸς τὸ ἀσκητικὸ δὲ συμφωνοῦσε μὲ τὸν Παλαμᾆ· γι᾿ αὐτὸ ἀκολούθησε τὴν μοῖρα τῶν μετριοπαθῶν, ποὺ συνθλίβονται μεταξὺ ἰσχυρῶν ἀντιπάλων τῶν δύο ἄκρων. Αὐτὴ τὴ θέσι προσπαθοῦσε νὰ τηρήση καὶ ὁ Καλέκας. ᾿Αποτέλεσμα αὐτῆς τῆς τάσεως ἦταν ἡ διὰ βαθμιαίων μέτρων ἀποκατάστασις τοῦ ᾿Ακινδύνου καὶ ἡ ἐπίσης διὰ βαθμιαίων μέτρων καταδίκη τοῦ Παλαμᾆ. ῾Ο Παλαμᾆς, ἀρχικὰ μὲν ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ ἁγίου Μιχαὴλ στὸ Σωσθένιο τοῦ Βοσπόρου κι ἔπειτα στὴν ῾Ηράκλεια.
᾿Απὸ ἐκεῖ προσκλήθηκε στὰ ἀνάκτορα γιὰ νὰ δώση ἐξηγήσεις σχετικὰ μὲ τὴν ἀνακίνησι δογματικῶν ζητημάτων. Τότε, ἂν καὶ εὑρέθηκε ἀθῶος ἀπὸ τὴν σύγκλητο, ὁ Καλέκας τὸν ἐνέκλεισε σὲ μιὰ μονὴ μὲ φρουρά, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1342, καὶ ἀργότερα τὸν μετακίνησε σὲ ἄλλη μονὴ ποὺ ἦταν πλησιέστερη πρὸς τὸ πατριαρχεῖο. Μετὰ δύο μῆνες ὁ Γρηγόριος μαζὶ μὲ ἄλλους 16 μοναχοὺς κατέφυγαν στὴν ῾Αγία Σοφία, ἀλλὰ τὸν ᾿Απρίλιο τοῦ 1343 ὁ Καλέκας τοὺς συνέλαβε, μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι ἄσυλο εἶναι τὰ εἰδικὰ γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ οἰκήματα καὶ ὄχι ὁ ναός. ᾿Εγκλείσθηκε τότε στὴ φυλακὴ τῶν ἀνακτόρων, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ παραμείνη ἐπὶ τέσσερα περίπου ἔτη, μαζὶ μὲ ἄλλους πολιτικοὺς κρατουμένους. Μὲ ἀπόφασι μιᾆς ἐνδημούσης συνόδου (1344) ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴν κατηγορία ὅτι παρερμήνευε τὴν ἀπόφασι τῆς συνόδου τοῦ 1341 καὶ ὅτι ἠρνεῖτο τὴν μνημόνευσι τοῦ πατριάρχου στὶς ἀκολουθίες. Οἱ περιπέτειες αὐτὲς δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ γράψη πλῆθος ἐπιστολιμαίων δοκιμίων καὶ πραγματειῶν, ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες ἐξέχουν οἱ ᾿Αντιρρητικοὶ πρὸς ᾿Ακίνδυνον.
᾿Απὸ τὸ ἔτος 1346 ἄρχισε νὰ διαφαίνεται ἡ μεταβολὴ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων. Κατόπιν παρεμβάσεως τῆς ῎Αννας στὶς 2 Φεβρουαρίου 1347 μιὰ σύνοδος ποὺ τὴν ἀπετέλεσαν ἀρχιερεῖς τῆς παρατάξεώς της κατεδίκασε κι ἐκήρυξε ἔκπτωτο τὸν ᾿Ιωάννη Καλέκα. Τὸ βράδυ αὐτῆς τῆς ἡμέρας εἰσῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολι ὁ ᾿Ιωάννης Καντακουζηνός· ἡ ῎Αννα ἔστειλε σ᾿ αὐτὸν ἀντιπροσώπους γιὰ διαπραγματεύσεις τὸν Γρηγόριο Παλαμᾆ καὶ τὸν πενθερὸ τοῦ Καντακουζηνοῦ ᾿Ανδρόνικο ᾿Ασάνη, ποὺ ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ὥρα ἀπολύθηκαν ἀπὸ τὶς φυλακές. Τὸν πατριαρχικὸ θρόνο κατέλαβε ὁ ἡσυχαστὴς ᾿Ισίδωρος, ποὺ ἐφρόντισε γιὰ τὴν ἐκλογὴ 30 νέων ἐπισκόπων πρὸς ἀναπλήρωσι τῶν μεγάλων κενῶν. ῎Ετσι ἔληξε ἡ δεύτερη περίοδος τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδος.
῾Ο διαπρεπέστερος ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεγέντες τότε νέους ἐπισκόπους ὑπῆρξε ὁ Γρηγόριος Παλαμᾆς ποὺ ἐχειροτονήθηκε γιὰ τὴν ἕδρα τῆς Θεσσαλονίκης. ᾿Αλλὰ στὴν πόλι αὐτὴ τὰ πράγματα ἦσαν ταραγμένα ἀπὸ πενταετίας. Μιὰ κίνησις ποὺ ὡς ἀρχικὸ σκοπὸ εἶχε ν᾿ ἀντιδράση ἐναντίον τῆς προσπάθειας τοῦ ᾿Ιωάννη Καντακουζηνοῦ νὰ ἀναρριχηθῆ στὸ θρόνο τοῦ Παλαιολόγου, ἐξελίχθηκε σὲ ὀχλοκρατία καὶ τέλος ἐπέβαλε καθεστὼς φιλικὸ πρὸς τοὺς Παλαιολόγους καὶ ἐχθρικὸ πρὸς τὸν Καντακουζηνὸ καὶ τοὺς εὐγενεῖς τῆς πόλεως ποὺ ἦσαν ὀπαδοί του. Τὸν κύριο ὄγκο τῶν ἐπαναστατῶν συγκροτοῦσαν οἱ λεγόμενοι Ζηλωταί. Παλαιότερα οἱ ἱστορικοὶ ἀναζητοῦσαν σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀνταρσία κίνητρα δημοκρατικὰ καὶ ἀντεκκλησιαστικά, στηρίζοντας τὶς ἀπόψεις των σ᾿ ἕνα ἔργο τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, τὸ ὁποῖο ὅμως, ὅπως ἔδειξε ὁ I. ŠevcÚenko δὲν ἀναφέρεται στὴ Θεσσαλονίκη ἀλλὰ στὴν Κωνσταντινούπολι (DOP IX [1957] 80-171).
Οἱ Ζηλωταὶ ἐπῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ θρησκευτικὴ μερίδα τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας, ποὺ εὑρισκόταν σὲ ἀδιάκοπη ἀντίδρασι πρὸς τὶς πολιτικὲς ἐπεμβάσεις στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Στὶς τάξεις των κυριαρχοῦσαν συνήθως ἀνέντακτοι μοναχοί, ἀλλὰ κατὰ τὶς διαδηλώσεις προσθέτονταν σ᾿ αὐτοὺς ἄνθρωποι πτωχοί, ἐπαῖτες καὶ περίεργοι. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ μερίδα ἔλαβε διαφορετικὴ διαμόρφωσι, καὶ μάλιστα στὴ Θεσσαλονίκη αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ὑπερίσχυσε τὸ πολιτικὸ στοιχεῖο, χωρὶς πάντως νὰ ἐμφανίση αὐτὴ ἀντιθρησκευτικὲς καὶ ἀντεκκλησιαστικὲς τάσεις. Πρόσφυγες ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὰ ἐδάφη ποὺ εἶχαν καταλάβει πρόσφατα οἱ Σέρβοι καὶ προστέθηκαν στοὺς πτωχοὺς τῆς πόλεως, ἐπίεσαν τὴν ἡγεσία τῶν Ζηλωτῶν νὰ λάβη μέτρα σὲ βάρος τῶν πλουσίων ποὺ ἀπέληξαν σὲ κοινὴ λεηλασία. ᾿Εξωτερικὴ ἀφορμὴ ἐδόθηκε ἀπὸ τὴν διεκδίκησι τῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὸν Καντακουζηνό. ᾿Εναντίον αὐτοῦ ἐτάχθηκαν οἱ Ζηλωταὶ γιὰ δύο λόγους· πρῶτα, διότι ἦσαν ἀφοσιωμένοι στὴν οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, τῆς ὁποίας ἐπίλεκτα μέλη διέμεναν κατὰ καιροὺς στὴ Θεσσαλονίκη κι ἐκυβερνοῦσαν τὴν περιοχή, καὶ δεύτερο, διότι ὁ Καντακουζηνὸς ἦταν θιασώτης τῆς ἐνισχύσεως τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας, ἐνῶ τὸ πολιτικὸ κλῖμα τῆς Θεσσαλονίκης εὐνοοῦσε τὴ διοικητικὴ αὐτονομία.
᾿Επειδὴ ὁ Παλαμᾆς εὑρισκόταν πλέον στὸ πλευρὸ τοῦ Καντακουζηνοῦ, δὲν ἔγινε δεκτὸς ὡς ἀρχιεπίσκοπος τὸ 1347, παρὰ τὴν συμφιλίωσι τῶν δύο αὐτοκρατόρων ᾿Ιωάννη Ε¢ καὶ ᾿Ιωάννη ΣΤ¢. ῎Επειτα ἀπὸ πολύμηνη παραμονὴ στὸ ῞Αγιο ῎Ορος ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολι, φέροντας ἐκεῖ προτάσεις τοῦ Σέρβου βασιλέως Στεφάνου Δουσάν. Σὲ μιὰ ἄλλη προσπάθειά του νὰ εἰσέλθη στὴν πόλι, οἱ Ζηλωταὶ προέβαλαν τὴν ἀξίωσι νὰ μὴ μνημονεύη τὸν Καντακουζηνὸ στὶς λειτουργίες μαζὶ μὲ τὸν Παλαιολόγο· ἀλλ᾿ αὐτὸς πιστὸς στοὺς δύο αὐτοκράτορες ἀρνήθηκε νὰ ὑποχωρήση. Μόνο, ὅταν ὁ Καντακουζηνὸς ἐπέβαλε αὐτοπροσώπως τὴν τάξι στὴ Θεσσαλονίκη, μπόρεσε νὰ εἰσέλθη σ᾿ αὐτὴν καὶ ὁ Γρηγόριος Παλαμᾆς, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1350. ᾿Ερχόμενος ὡς εἰρηνευτής, ἀνέπτυξε τὸ θέμα περὶ τῆς εἰρήνης καὶ ἑνότητος τόσο κατὰ τὴν πρώτη του ὁμιλία στὴ Θεσσαλονίκη, ὅσο καὶ στὴν εὐχὴ ποὺ ἀνέπεμψε πρὸς τὸ Θεὸ ἐμπρὸς στὴν πύλη τῆς πόλεως.
“῎Οντως εἰς βάθος ἐπέσαμεν, ὄντως δειναῖς σειραῖς ἁμαρτημάτων περιεσφίχθημεν... ᾿Απάλλαξον αὐτοὺς τῆς πρὸς ἀλλήλους ἔριδος· κατάλλαξον αὐτοὺς πρὸς ἑαυτοὺς καὶ πρὸς ἀλλήλους”.
Τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τοῦ Παλαμᾆ διακόπηκε ἕξι μῆνες μετὰ τὴν ἐγκατάστασί του στὴν ἕδρα του, λόγω τῆς ἀνανεώσεως τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδος ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Γρηγορᾆ. ῾Ο Νικηφόρος, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοτέρους λογίους τοῦ Βυζαντίου κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τοῦ βίου του, εἶχε δείξει μετριοπάθεια κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἂν καὶ ἦταν φίλος τοῦ Καντακουζηνοῦ· γι᾿ αὐτὸ κατέστη συμπαθὴς σὲ ὅλους. ᾿Αλλὰ μετὰ τὴν ἔκλειψι τοῦ ᾿Ακινδύνου ἀπὸ τὴ θεολογικὴ σκηνὴ παρουσιάσθηκε ὡς κατήγορος τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾆ καὶ ὡς ἀρχηγὸς τῆς ἀντιησυχαστικῆς μερίδος. ῾Η αἰτία τῆς ἐπεμβάσεώς του ὀφείλεται προφανῶς στὶς ἐπιθέσεις τῶν ῾Ησυχαστῶν ἐναντίον τῶν ἀναγεννητικῶν κινήσεων, στὶς ὁποῖες μετεῖχε ἐνεργῶς καὶ μάλιστα πρωταγωνιστοῦσε ὁ Γρηγορᾆς.
Πάντως, ἀφοῦ οἱ μεσολαβητικὲς προσπάθειες τοῦ ᾿Ιωάννη Καντακουζηνοῦ ἀπέτυχαν, συγκλήθηκε τὸ 1351 μιὰ σύνοδος, ποὺ ἐργάσθηκε σὲ δυὸ φάσεις καὶ κατεδίκασε τὸν Γρηγορᾆ καὶ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ τὸν ὑποστήριζαν. Τὸν τόμο ποὺ συντάχθηκε κατὰ τὴν δεύτερη φάσι ὑπέγραψε καὶ ὁ ᾿Ιωάννης Καντακουζηνός, ὁ ὁποῖος τὸν ἔφερε μὲ μεγαλοπρεπῆ πομπὴ στὸ βῆμα τῆς ῾Αγίας Σοφίας. ᾿Αργότερα τὸν ὑπέγραψε καὶ ὁ ᾿Ιωάννης Παλαιολόγος, ποὺ ἀπουσίαζε τότε, καθὼς καὶ ὁ δεύτερος συναυτοκράτωρ Ματθαῖος Καντακουζηνός. ᾿Εντὸς ὀλίγων ἐτῶν οἱ ἀποφάσεις ποὺ περιλαμβάνονται στὸν τόμο ἔγιναν δεκτὲς ἀπὸ ὅλη τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, οἱ δὲ ἀντιδράσεις κατὰ τῶν ἡσυχαστῶν ὑπῆρξαν στὸ ἑξῆς μεμονωμένες καὶ ἀσήμαντες.
Γιὰ δεύτερη φορὰ διακόπηκε τὸ ποιμαντικὸ ἔργο ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία του. ῾Ο ᾿Ιωάννης Παλαιολόγος, ποὺ διέμενε στὴ Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ τὴν βασιλομήτορα ῎Αννα, ἀνέλαβε νέο ἀγῶνα κατὰ τοῦ Καντακουζηνοῦ, ἀλλ᾿ ἔπειτα ἐκάμφθηκε κι ἐζήτησε τὴ μεσολάβησι τοῦ Παλαμᾆ γιὰ τὴν συμφιλίωσί του μὲ τὸν Καντακουζηνό, ἀλλ᾿ ὁ Παλαμᾆς δὲν κατώρθωσε ποτὲ νὰ ἐκπληρώση τὴν ἀποστολή του. Μεταβαίνοντας μὲ μιὰ τριήρη στὴν Κωνσταντινούπολι, ἀναγκάσθηκε νὰ προσορμισθῆ στὴν Καλλίπολι, τὴν ὁποία μόλις πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν εἶχαν καταλάβει οἱ Τοῦρκοι, πατώντας γιὰ πρώτη φορὰ αὐτονόμως τὸ ἔδαφος τῆς Εὐρώπης. Συνελήφθηκε αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸν Μάρτιο τοῦ 1354 μαζὶ μὲ μερικοὺς συνοδούς του. Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν ἀντιλήφθηκαν ὅτι πρόκειται περὶ διασήμου ἀνδρός, ὥρισαν ὑψηλὸ τίμημα ὡς λύτρο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσί του καί, ἕως ὅτου φανοῦν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τὸ πρόσφεραν, τὸν περιέφεραν σὲ πολλὲς πόλεις τῆς ἐπικρατείας των, ὅπως ἦταν ἡ Λάμψακος, ἡ Προῦσα καὶ ἡ Νίκαια.
῾Υπέστη μεγάλες ταλαιπωρίες ἐπὶ ἕνα ἔτος, ἀλλ᾿ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἔρχεται σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τοὺς παράγοντες τῶν συρρικνωμένων ἑλληνικῶν κοινοτήτων τῆς Μικρᾆς ᾿Ασίας καὶ νὰ συζητῆ μὲ μουσουλμάνους θεολόγους. Μιὰ συζήτησι ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὸν καὶ τοὺς αἰνιγματικοὺς Χιόνες ὠργάνωσε ὁ ἐμίρης τῶν Τούρκων ᾿Ορχάν. ᾿Αβέβαιος γιὰ τὸ μέλλον τῆς αὐτοκρατορίας, μὲ χαρὰ ἐδέχθηκε τὴν πρόβλεψι ἑνὸς Τούρκου συνομιλητοῦ του περὶ μελλοντικῆς συμφωνίας τῶν ὀπαδῶν τῶν δύο θρησκευμάτων, ἀλλὰ βέβαια κατὰ τὴν ἰδική του ἑρμηνεία· κι εὐχήθηκε νὰ ἔλθη γρήγορα ἐκείνη ἡ ἡμέρα (᾿Επιστολὴ αἰχμαλωσίας, 11. Χρήστου, Συγγράμματα 4, 146).
῾Ο Γρηγόριος ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων κατόπιν καταβολῆς πλουσίων λύτρων. ῾Ως πρὸς τὴν προέλευσι τῶν λύτρων ὑπάρχουν δύο εἰδήσεις διαφορετικές· κατὰ τὴν μία τὰ κατέβαλε ὁ αὐτοκράτωρ ᾿Ιωάννης Καντακουζηνός, ποὺ εἶχε παραιτηθῆ ἀπὸ τὸν θρόνο του πλέον, κατὰ τὴν ἄλλη τὰ κατέβαλαν Σέρβοι ἔμποροι ποὺ ἐνεργοῦσαν πιθανῶς γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Στεφάνου Δουσάν, ὁ ὁποῖος πάντοτε ἐπεδίωκε τὸν προσεταιρισμὸ τοῦ Γρηγορίου πρὸς διευκόλυνσι τῶν πολιτικῶν του σχεδίων.
῞Οταν μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσί του ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολι, εὑρέθηκε ἐμπρὸς σὲ σοβαρὲς μεταβολὲς στὴν πολιτεία καὶ τὴν ᾿Εκκλησία. ῾Ο ᾿Ιωάννης Καντακουζηνὸς εἶχε ἐγκαταλείψει τὸ θρόνο κι ἐνδυθῆ τὸ μοναχικὸ ράσο, καὶ ὁ Κάλλιστος ἐπίσης ἔδωσε τὴν πατριαρχικὴ θέσι του σ᾿ ἕνα ἄλλο φίλο τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾆ, τὸν Φιλόθεο Κόκκινο.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1355 ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολι ὁ δυτικὸς ἐπίσκοπος Σμύρνης Παῦλος, λεγᾆτος τοῦ πάπα ᾿Ιννοκεντίου ΣΤ¢, ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ᾿Ιωάννη Ε¢ νὰ ἰδῆ καὶ ἀκούση ὁμιλοῦντα τὸν Παλαμᾆ. Καὶ πράγματι ὁ αὐτοκράτωρ ἐκάλεσε τὸν Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τὶς ἀπόψεις του ἐνώπιον καὶ τοῦ λεγάτου. ῾Ο παπικὸς λεγᾆτος, ἂν καὶ γνώστης τῆς ἑλληνικῆς, ὡς ῞Ελλην ἀπὸ τὴν Καλαβρία, δὲν ἔλαβε μέρος στὴ συζήτησι, ἴσως διότι δὲν ἤθελε νὰ τιμήση μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἕνα κατὰ τὴν ἄποψί του αἱρεσιάρχη ἢ διότι δὲν ἦταν ἕτοιμος γιὰ τέτοια θεολογικὴ συζήτησι. Μετὰ τὴν διάλεξι ὁ λεγᾆτος εἶπε ἰδιαιτέρως στὸν αὐτοκράτορα ὅτι πολλὰ λέγει ὁ Παλαμᾆς, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι μάταια. Εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ κινήσεις τοῦ λεγάτου ἀποτελοῦσαν μέρος ἑνὸς σχεδίου τοῦ ᾿Ιωάννη Ε¢ Παλαιολόγου γιὰ τὴν προσέγγισι τῶν ρωμαιοκαθολικῶν θέσεων, κάτι ποὺ θὰ ἐξασφάλιζε στρατιωτικὲς ἐνισχύσεις.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ αὐτοκράτωρ, κατὰ παράκλησι πάλι τοῦ λεγάτου, ὠργάνωσε μιὰ συζήτησι μεταξὺ τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾆ καὶ τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾆ ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς γνώσεως καὶ τοῦ φωτός, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέρρευσε μιὰ σειρὰ πραγματειῶν καὶ τῶν δύο ἀνδρῶν.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1355 ὁ Γρηγόριος ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου παρέμεινεν ἀδιατάρακτος ἐπὶ τέσσερα ἔτη καὶ πλέον μέχρι τοῦ θανάτου του (1359) καὶ ἐπέδειξε τὰ πλούσια ποιμαντικὰ προσόντα του. ᾿Επότισε ἀφθόνως μὲ τὸν ζωτικό του λόγο τὶς διψασμένες ψυχὲς τοῦ ποιμνίου, καθοδήγησε μεθοδικῶς τὰ μοναχικὰ φροντιστήρια τῆς μητροπόλεως κι ἐπιμελήθηκε τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου, ἔχοντας συμπαραστάτρια τὴ βασίλισσα ῎Αννα, ποὺ διοικοῦσε τὴν πόλι. Τὸ ἔργο του τώρα δὲν διαταράχθηκε παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, μιὰ νέα βαρύτερη φάσι παλαιᾆς ἀσθενείας τῶν σπλάγχνων, ποὺ ἐπέφερε καὶ τὸν θάνατό του, τὴν 14 Νοεμβρίου 1359 σὲ ἡλικία 63 ἐτῶν, μετὰ ἀρχιερατεία δώδεκα καὶ ἡμίσεως ἐτῶν, τῶν ὁποίων τὰ μισὰ περίπου ἐπέρασε ἐκτὸς ἕδρας.
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
῾Ο Γρηγόριος συνέταξε μέγα πλῆθος συγγραμμάτων, τὰ ὁποῖα σώζονται σχεδὸν ὅλα. Περὶ τῆς λογοτεχνικῆς ἀξίας τῶν ἔργων του ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ὑψηλὴ γνώμη, δικαιολογούμενος ὅτι ἐγκατέλειψε τὶς μελέτες του γύρω ἀπὸ τὴν λογογραφία ἀπὸ πολὺ καιρό. ᾿Αγαποῦσε τὴν καλλιλογία, ἀλλ᾿ ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ προσδώση ἐπαρκὲς κάλλος στὸ λόγο του, λέγει, ἐπεδίωκε νὰ φθάση στὸ ἀνάλογο ὕψος τῶν ἐννοιῶν, πρᾆγμα ποὺ θεωρεῖ “πρῶτον κάλλος” (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων 3,1,2. Χρήστου, Συγγράμματα 1, 616 ἑξ.). Στὸ χωρίο αὐτὸ δηλώνει ὅτι ἔγραφε “πρὸς ἀνάγκην” καὶ ὄχι “πρὸς ἐπίδειξιν”, ἔγραφε δηλαδὴ περιστασιακῶς. ῾Ο λόγος του ἔχει πολλὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ βυζαντινοῦ κηρύγματος· εἶναι ὁρμητικός, αὐτοσχέδιος καὶ πλήρης ἐπαναλήψεων, ἀλλὰ εἶναι συγχρόνως ἀπερίτεχνος καὶ φυσικός. ῾Η ἔκθεσίς του ποικίλλεται μὲ γραφικὰ χωρία καὶ λειτουργικοὺς στίχους, ἀλλ᾿ ἐπίσης πλουτίζεται μὲ λόγια λαϊκὰ καὶ μὲ παροιμίες. Εἶναι συχνὰ πολεμικὸς καὶ ὑποκειμενικός, διότι συνήθως ἀπευθύνεται πρὸς ἀντιπάλους.
Α¢. Συγγράμματα περὶ ῾Αγίου Πνεύματος. ῾Ο Βαρλαὰμ Καλαβρός, ποὺ ἦταν ἡγέτης τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Πατριαρχείου κατὰ τὶς συζητήσεις μὲ τὴν παπικὴ ἀντιπροσωπεία περὶ ἑνώσεως τῶν ᾿Εκκλησιῶν στὴν Κωνσταντινούπολι (1334) ὑπεστήριζε τὴν ὀρθόδοξη ἀνατολικὴ ἄποψι προφορικῶς καὶ γραπτῶς μὲ μιὰ παράδοξη ἐπιχειρηματολογία· ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν Δυτικῶν περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος δὲν εἶναι ἀσφαλής, ὡς μὴ στηριζόμενος στὴ λογική, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἀκριβὴς γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατη. Τοῦτο ὅμως ὑπέσκαπτε καὶ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος τὰ θεμέλια. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παλαμᾆς συνέταξε τοὺς Δύο ᾿Αποδεικτικοὺς λόγους περὶ ῾Αγίου Πνεύματος, στοὺς ὁποίους τονίζει ὅτι ἐπὶ τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἀπόδειξις, ἀλλ᾿ αὐτὴ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς λογικὲς κατασκευὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ στηρίζεται στὴν παράδοσι, τὴν πίστι καὶ τὸν φωτισμό. Καὶ ἀναπτύσσει βάσει τῆς παλαιοτέρας θεολογίας τὸ δόγμα περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκχύσεως διὰ (ἢ ἐκ) τοῦ Υἱοῦ. Οἱ δύο αὐτοὶ λόγοι, ποὺ ἐγράφηκαν τὸ 1335, ὑποβλήθηκαν σὲ ἀναθεώρησι τὸ 1355, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀφίξεως στὴν Κωνσταντινούπολι τοῦ παπικοῦ λεγάτου Παύλου. Τὴν ἴδια ἐποχή, ὁ Γρηγόριος ἔγραψε τὸ σύντομο ἔργο ᾿Αντεπιγραφαὶ εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τοῦ ᾿Ιωάννη Βέκκου, τοῦ λατινόφρονος πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ εἶχε καταρτίσει ἀνθολογία πατερικῶν χωρίων, γιὰ νὰ δείξη ὅτι τὸ λατινικὸ δόγμα εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν πατερικὴ διδασκαλία.
Β¢. ᾿Επιστολαὶ πρὸς τοὺς ἡγέτες τῶν ἀντιησυχαστῶν. Προέρχονται ἀπὸ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ἔριδος καὶ ἐξεικονίζουν καλὰ τὰ ἐπεισόδια τῆς πρώτης φάσεώς της. Α¢ Πρὸς ᾿Ακίνδυνον, τοῦ ἔτους 1336. ᾿Επανέρχεται στὸ θέμα περὶ ἐκπορεύσεως, ἀφοῦ ὁ ᾿Ακίνδυνος τοῦ ἐγνωστοποίησε ὅτι ὁ Βαρλαὰμ ἐστενοχωρήθηκε ἀπὸ τὸν τόνο τῶν περὶ Πνεύματος συγγραμμάτων του. Β¢ Πρὸς ᾿Ακίνδυνον, ἀρχὲς τοῦ 1337. ᾿Απαντᾆ σὲ γράμματα τοῦ ᾿Ακινδύνου, ποὺ τοῦ ἐζητοῦσε μετριοπάθεια, τονίζοντας ὅτι ὑπεράνω τῶν προσωπικῶν συμπαθειῶν κεῖται ἡ ἀλήθεια. Α¢ Πρὸς Βαρλαάμ, ἀρχές τοῦ 1337. Εἶναι πραγματεία ἀπαντητικὴ σ᾿ ἐπιστολὴ τοῦ Βαρλαὰμ περὶ τοῦ γνωσιολογικοῦ κυρίως θέματος, μὲ τὴν ὁποία ἐπιδιώκεται ἡ συντριβὴ τῆς διαλεκτικῆς μεθόδου τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἡ ἀνάδειξις τῆς ἀποδεικτικῆς διὰ τῆς βιβλικῆς καὶ πατερικῆς αὐθεντίας μεθόδου. Δὲν ἐμφανίζεται σ᾿ αὐτὴν διάθεσις ρήξεως μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ ἀναγνωρίζεται ἡ εὐφυΐα καὶ ἡ πλουσία μόρφωσί του. Β¢ Πρὸς Βαρλαάμ, θέρος τοῦ 1337. Εἶναι πραγματεία ποὺ συμπληρώνει τὴν προηγουμένη. ῾Ο Παλαμᾆς ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἄποψι τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι ὁ Θεὸς προηγεῖται τῶν κοινῶν ἐννοιῶν καὶ ἀξιωμάτων, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπόκειται στὴν δι᾿ αὐτῶν ἀποδεικτικὴ μέθοδο, ἀπαντᾆ ὅτι ἀντιθέτως τὰ φθαρτὰ πράγματα δὲν ἔχουν ἀπόδειξι, ἐνῶ στὰ αἰώνια χωρεῖ ἀπόδειξις, μόνο ποὺ αὐτὴ ἡ ἀπόδειξις δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Γ¢ Πρὸς ᾿Ακίνδυνον, ἀρχὲς τοῦ 1341. ῾Η ἔρις λαμβάνει τώρα τὴν ἡσυχαστική της μορφή, κι ἔτσι ὁ Παλαμᾆς ἐδῶ περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, τῆς πρώτης ἄκτιστης καὶ ἀκατάληπτης, τῶν δευτέρων ἐπίσης ἀκτίστων ἀλλὰ καταληπτῶν.
Γ¢. Συγγράμματα ῾Υπὲρ τῶν ῾Ησυχαζόντων. Πρόκειται περὶ μιᾆς ἐκτενοῦς συνθέσεως ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς τριάδες βιβλίων, δηλαδὴ συνολικῶς ἀπὸ ἐννέα βιβλία. ῾Ο Βαρλαὰμ εἶχε συντάξει ἕνα ἔργο σὲ τρία βιβλία, ὅπου ἀνέπτυσσε τὶς ἀπόψεις του περὶ γνώσεως καὶ φωτισμοῦ μὲ σαφῆ τάσι ἐναντίον τῶν ῾Ησυχαστῶν. ῾Ο Παλαμᾆς, ὅταν ἐπληροφορήθηκε γιὰ τὸ περιεχόμενό του, τὸ ὁποῖο ἐτηρεῖτο ἀπόκρυφο, καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἰδῆ ὁλόκληρο, ἔγραψε τρία ἀντίστοιχα βιβλία, τὸ 1338. Στὸ πρῶτο βιβλίο ἀξιολογεῖ τὴν ἔξω σοφία δίδοντάς της περιωρισμένη ἀξία καὶ ὁμιλώντας περὶ δύο γνώσεων, τῆς ἀνθρωπίνης καὶ τῆς θείας· στὸ δεύτερο πραγματεύεται περὶ τῆς συγκρατήσεως τοῦ νοῦ μέσα στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο κατὰ τὶς συνθετικὲς ἀνθρωπολογικές του προϋποθέσεις, θεωρεῖ ἄξιο ἁγιασμοῦ· στὸ τρίτο πραγματεύεται περὶ θείου φωτισμοῦ καὶ τελειώσεως. Τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔλαβε γνῶσι αὐτουσίου τοῦ ἔργου τοῦ Βαρλαάμ, ὁπότε ἐπανῆλθε στὸ θέμα κι ἔγραψε ἄλλα τρία βιβλία μὲ περισσότερη ἐπεξεργασία. ῎Επειτα ὁ Βαρλαὰμ συνέταξε τὸ ἔργο του Κατὰ Μασσαλιανῶν, στὸ ὁποῖο κατηγοροῦσε τοὺς ῾Ησυχαστὰς καὶ τὸν Γρηγόριο προσωπικῶς ὅτι δέχονται τὶς ἀντιλήψεις τῶν Μασσαλιανῶν, ὅπως ἐλέγονταν τότε συνήθως οἱ Βογόμιλοι, περὶ τῆς σημασίας τῆς προσευχῆς καὶ τῆς θέας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴν τὴν κατηγορία ἀπέδειξε ὁ Γρηγόριος διὰ τριῶν νέων βιβλίων, ποὺ ἔγραψε στὶς ἀρχὲς τοῦ 1341. Τὴν δυνατότητα μεθέξεως τοῦ Θεοῦ στηρίζει στὴν διάκρισι μεταξὺ τῆς ἀκατάληπτης οὐσίας καὶ τῶν καταληπτῶν καὶ μεθεκτῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Δ¢. ῾Ομολογιακὰ κείμενα. Πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ὁ ῾Αγιορειτικὸς τόμος, ποὺ συντάχθηκε τὸ 1340 καὶ ὑπογράφηκε ἀπὸ τοὺς ἡγετικοὺς παράγοντες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους· ὁμιλεῖ περὶ τοῦ φωτισμοῦ διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος, ὁ ὁποῖος διανοίγει τὴν διάνοια. ῎Ερχεται ἔπειτα ἡ ῾Ομολογία Πίστεως, ἡ ὁποία συντάχθηκε στὶς φυλακὲς τὸ 1344 καὶ ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὴ σύνοδο τοῦ 1351. ῾Η ᾿Αναίρεσις τοῦ τόμου τοῦ Καλέκα, ἀνασκευάζει ἐπιστολὴ τοῦ πατριάρχου μὲ τὴν ὁποία ἀνακοίνωνε τὴν καταδίκη τοῦ Παλαμᾆ, τὸ 1345. Στὸ ἴδιο ἔτος ἀνήκει καὶ ἡ ᾿Αναίρεσις γράμματος τοῦ ᾿Ιγνατίου ᾿Αντιοχείας, μὲ τὴν ὁποία ἀνέτρεπε γράμμα τοῦ ᾿Ιγνατίου, καταδικαστικὸ γιὰ τὸν ἴδιο. Μὲ τὴν ᾿Αναίρεσιν γράμματος τοῦ πατριάρχου Καλέκα, ἀνασκευάζει τὴν ἑρμηνεία συλλογῆς χωρίων, τὰ ὁποῖα εἶχε κυκλοφορήσει ὁ πατριάρχης, τὸ 1346.
Ε¢. ᾿Επιστολαὶ ἀναφερόμεναι στὴν ἔριδα. Προέρχονται σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὴ δεύτερη περίοδο τῆς ἔριδος, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς φυλακίσεως τοῦ Παλαμᾆ. 1) Πρὸς ᾿Αρσένιο Στουδίτη, στὴν ὁποία ἀνασκευάζει τὴν περὶ διθεΐας κατηγορία ἐναντίον του (1342). 2) Πρὸς ᾿Ιωάννην Γαβρᾆν, φίλο τοῦ ᾿Ακινδύνου καὶ ἀντιησυχαστή, ποὺ περιέχει ἔκθεσι συζητήσεως τοῦ Γρηγορίου μὲ ἄλλο φίλο τοῦ ᾿Ακινδύνου (1342). ῾Ο ᾿Ακινδυνιστὴς φέρεται νὰ μεταπείθεται. 3) Πρὸς Παῦλον ᾿Ασάνην, μαθητή του, ἀπαντητική, στὴν ὁποία ἀναιροῦνται στίχοι τοῦ ᾿Ακινδύνου ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου (1343). 4) Πρὸς ᾿Αθανάσιο ἐπίσκοπο Κυζίκου, ὅπου δείχνει ὅτι οἱ περὶ θείου φωτὸς καὶ θείας χάριτος ἀπόψεις τοῦ ᾿Ακινδύνου εἶναι ὅμοιες μὲ τοῦ Βαρλαάμ. 5) Πρὸς Δαμιανὸν φιλόσοφο. ᾿Αναιρεῖ ἐπίσης τὰ λεγόμενα στοὺς ἀντιπαλαμικοὺς στίχους τοῦ ᾿Ακινδύνου (1343). 6) Πρὸς Διονύσιον μοναχό, ὅπου δικαιολογεῖ τὴ χρησιμοποίησι νέων ὅρων στὴ θεολογία του (1343). 7) Πρὸς Δανιὴλ μητροπολίτη Αἴνου, ὅπου παρατηρεῖ ὅτι δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὰ πράγματα ἡ ἐντύπωσις, ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς πεπαιδευμένους ἐπισκόπους ὑποστήριζαν τὶς ἀπόψεις τοῦ ᾿Ακινδύνου καὶ ἐκθέτει τὶς θεολογικές του ἀπόψεις. 8) Πρὸς τὸν Νομοφύλακα Συμεών, τὸν ὁποῖο θέλει νὰ προφυλάξη ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν ἀντιησυχαστῶν (1344). 9) Πρὸς τὸν Βησσαρίωνα, λαυριώτη μοναχό, ὅπου ἐκθέτει τὰ συμβάντα στὴ σύνοδο τοῦ 1341 καὶ παραπονεῖται γιὰ τὴν ἔλλειψι κατανοήσεως μεταξὺ μερικῶν μοναχῶν τῆς Λαύρας τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους (1344). 10) Πρὸς Φιλόθεον ἡγούμενον τῆς Λαύρας, ὅπου ἐκθέτει τὰ ἀπὸ τὴ σύνοδο τοῦ 1341 καὶ ἔπειτα γεγονότα (τέλος τοῦ 1344). 11) Πρὸς τοὺς γέροντας τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὅπου ἐκθέτει τὰ γεγονότα ἀπὸ τὸ 1341 καὶ εὐχαριστεῖ τοὺς ῾Αγιορεῖτες γιὰ τὴν ἐπιστολή τους πρὸς τὸν πατριάρχη ὑπὲρ αὐτοῦ (1344). 12) Πρὸς τὸν ἀδελφό του Μακάριο σημείωμα, ὅπου παρατηρεῖ ὅτι οἱ ῾Αγιορεῖτες δὲν ἔχουν κατανοήσει ὅτι φωτιὰ καίεται καὶ κυριαρχεῖ (1344). 13) Πρὸς τὸν Μακάριον δεύτερη ἐπιστολή, στὴν ὁποία δηλώνει ὅτι ἀναμένει αἰσία ἔκβασι τῶν πραγμάτων λόγω τῆς συγκρούσεως τοῦ πατριάρχη ᾿Ιωάννη Καλέκα μὲ τὴν βασιλομήτορα ῎Αννα (1345). 14) Πρὸς τὴν βασιλομήτορα ῎Αννα Παλαιολογίνα, ποὺ ἐγράφηκε κατόπιν ἐπιθυμίας της· τονίζει ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ διθεΐτη ἀνήκει περισσότερο στοὺς ἀντιπάλους του παρὰ σ᾿ αὐτὸν (1346).
ΣΤ¢. Πραγματεῖες ἀναφερόμενες στὴν ἡσυχαστικὴ ἔριδα. ᾿Εγράφηκαν κατὰ τὴν δεύτερη περίοδο τῆς ἔριδος, πλὴν δύο ποὺ ἀνήκουν στὶς ἀρχὲς τῆς ἑπομένης περιόδου. 1) Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, ὅπου, στηριζόμενος στὸν Διονύσιο ᾿Αρεοπαγίτη, ἐξηγεῖ πῶς ὑπάρχουν μέσα στὸ Θεὸ διακρίσεις κατὰ τὶς ἰδιότητες τῶν ὑποστάσεων, ἀλλὰ καὶ ἕνωσις κατὰ τὶς κοινὲς ἐνέργειές του (1342). 2) Περὶ θείων ἐνεργειῶν καὶ τῆς μεθέξεως αὐτῶν, ὅπου ἀναπτύσσεται ἡ ἄποψη ὅτι μπορεῖ νὰ ὀνομάζονται θεότης ὄχι μόνον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐνέργειες, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνη διθεΐα (1342). 3) Περὶ θείας καὶ θεοποιοῦ μεθέξεως, ἐπέκτασις τοῦ ἰδίου θέματος μὲ τὸ τοῦ προηγουμένου βιβλίου (1342). 4) Διάλεξις ᾿Ορθοδόξου καὶ Βαρλααμίτου, προφανῶς ἑνὸς ὀπαδοῦ τοῦ ᾿Ακινδύνου, τὸν ὁποῖο ὁ Παλαμᾆς παρουσιάζει πάντοτε ὡς ὁμόφρονα τοῦ Βαρλαάμ. Οἱ ἀπόψεις τοῦ ᾿Ακινδύνου εἶχαν μεγαλύτερη ἀπήχησι ἀπὸ τὴν τοῦ Βαρλαὰμ στοὺς κύκλους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὸ βιβλίο αὐτὸ ἀποδίδεται ὁ ὅρος θεότης ὄχι μόνο στὴ θεία οὐσία, ἀλλὰ καὶ στὶς θεῖες ἐνέργειες (1342). Διάλεξις Θεοφάνους πρὸς Θεότιμον, ποὺ παρουσιάζεται σὰν νὰ ἐγράφηκε ἀπὸ τὸν Θεοφάνη, πρόσωπο πιθανῶς πλαστό. Δείχνει τὴν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεων τοῦ Παλαμᾆ περὶ μεθέξεως τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἑρμηνείας πατερικῶν χωρίων (1342). 6) Περὶ τοῦ ὅτι οἱ Βαρλαὰμ καὶ ᾿Ακίνδυνος εἶναι οἱ διχοτομοῦντες τὸν Θεόν. ῞Οπως λέγει ὁ τίτλος, ἂν δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ μετοχὴ τοῦ ὑψίστου Θεοῦ, τότε αὐτὸ ποὺ μετέχεται εἶναι ἕνας δεύτερος Θεὸς καὶ τότε ὑπάρχει διχοτόμησις τοῦ Θεοῦ. 7) Διασάφησις τῆς δοξασίας τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ᾿Ακινδύνου, ὅπου ἀνασκευάζονται οἱ κατηγορίες τοῦ ᾿Ακινδύνου, ποὺ ἐστηρίζονταν σὲ παραποιημένα κείμενά του. ᾿Εγράφηκε ἐπὶ πατριαρχίας ᾿Ισιδώρου τὸ 1348. 8) ᾿Απάντησις περὶ ρήσεως Κυρίλλου, ἑρμηνεία χωρίου τοῦ Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας περὶ ταυτότητος τῆς ζωῆς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ.
Ζ¢. ᾿Αντιρρητικοὶ κατὰ ᾿Ακινδύνου. Εἶναι ἕνα σύνολο ἀποτελούμενο ἀπὸ ἕξι πραγματεῖες. ῾Η συγγραφή τους ἄρχισε τὸ 1343, εὐθὺς μόλις ὁ Παλαμᾆς πληροφορήθηκε ὅτι ἔργα τοῦ ᾿Ακινδύνου ἐναντίον τῆς διδασκαλίας τῶν ῾Ησυχαστῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου προσωπικά. Οἱ τρεῖς πρῶτες πραγματεῖες (λόγοι) ἀναφέρονται στὸ πρόβλημα περὶ θείας οὐσίας καὶ θείας ἐνεργείας, στὸ θεολογικὸ δηλαδὴ πρόβλημα, διότι αὐτὸ εἶχε ὡς ἀφετηρία τῆς δικῆς του διαπραγματεύσεως ὁ ᾿Ακίνδυνος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κατέβαινε στὰ σχετικὰ μὲ τὸ θεῖο φῶς καὶ τὴν θέωσι. ῾Ο Παλαμᾆς ἐκφράζει τὴν γνώμη ὅτι ὁ ᾿Ακίνδυνος πράττει αὐτό, γιὰ νὰ διαφέρη ἀπὸ τὸν Βαρλαάμ, ποὺ ἄρχισε ἀντίστροφα, καὶ νὰ ἐμφανίζεται ἔτσι σὰν ἀνεξάρτητος ἀπὸ αὐτόν. Τὸ ὀρθὸ ὅμως εἶναι ὅτι ὁ ᾿Ακίνδυνος ἀρχίζει μὲ τὸ θεολογικὸ πρόβλημα γιὰ τὸν λόγο ὅτι αὐτὸ ἦταν ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διαφωνοῦσε πρὸς τὸν Παλαμᾆ. Οἱ ἑπόμενες τρεῖς πραγματεῖες πραγματεύονται περὶ τοῦ θείου φωτὸς καὶ ἡ τελευταία περὶ θεώσεως· ἀλλὰ φυσικὰ πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἡ ἐπεξεργασία τῶν θεμάτων πραγματοποιεῖται χωρὶς αὐστηρὴ συνοχὴ καὶ διασπᾆται συχνὰ ἀπὸ τὴν παρεμβολὴ προσωπικῶν στοιχείων. ῾Η σύνταξις αὐτῶν τῶν πραγματειῶν ἐτελείωσε τὸ 1344.
Η¢. Συγγράμματα κατὰ Νικηφόρου Γρηγορᾆ. Μετὰ τὴν ἐξαφάνισι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ σκηνὴ τοῦ ᾿Ιωάννη Καλέκα καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου, οἱ ὁποῖοι πιθανῶς ἀπέθαναν κατὰ τὴν ἐπιδημία τοῦ Μαύρου Θανάτου (1348), τὴν ἡγεσία τῆς ἀντιησυχαστικῆς μερίδος ἀνέλαβε ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾆς, διαπρεπὴς φιλόσοφος καὶ φυσικός. ᾿Αφοῦ καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴ σύνοδο τοῦ 1351 καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ παραμείνη στὸν οἶκο του, στὴ μονὴ τῆς Χώρας, ἔγκλειστος, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Ιωάννη Παλαιολόγο τὸ 1354. Τὴν συζήτησι μεταξὺ Παλαμᾆ καὶ Γρηγορᾆ κατὰ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1355 ἀκολούθησε ἔντονη συγγραφικὴ δραστηριότης καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. ῾Υπάρχει πρῶτα μιὰ ᾿Επίτομος διήγησις περὶ τῆς διαλέξεως αὐτῆς, ποὺ καταστρώθηκε μὲ βάσι στενογραφικὲς σημειώσεις ἀπὸ τὸν στρατηγὸ Γεώργιο Φακρασῆ. Δική του ἔκθεσι περὶ τῶν συμβάντων στὴ συζήτησι ἐκείνη συνέταξε ὁ Γρηγορᾆς μὲ μορφὴ δύο διαλόγων πλαστῶν προσώπων. Σ᾿ αὐτὴν τὴν ἔκθεσι ἀπήντησε ὁ Παλαμᾆς μὲ δύο δικές του πραγματεῖες ποὺ φέρουν τὸν τίτλο Περὶ τῆς ψευδογραφίας καὶ δυσσεβείας τοῦ Γρηγορᾆ. Οἱ πραγματεῖες στρέφονται γύρω ἀπὸ τὴ συζήτησι ἐκείνη, ὅπου εἶχε δοθῆ μεγάλη προσοχὴ στὸ θέμα τῆς ὑφῆς τῶν θείων ἐνεργειῶν· ἂν εἶναι δηλαδὴ οὐσιώδη πράγματα, ὅπως ἐδίδασκε ὁ Παλαμᾆς, ἢ ἁπλᾆ ὀνόματα, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Γρηγορᾆς. Μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴ αὐτὴ συγγραμμάτων ὁ ᾿Ιωάννης Καντακουζηνός, τώρα μοναχὸς ᾿Ιωάσαφ, ἐκάλεσε στὸ φροντιστήριό του τὸν Γρηγορᾆ, ὁ ὁποῖος ἐπῆγε ἐκεῖ μαζὶ μὲ ἕνα μαθητή του, τὸν Πρωταγόρα. Τὴ συζήτησι ποὺ εἶχε μὲ τὸν πρώην αὐτοκράτορα ἐκθέτει πάλι διαλογικῶς ὁ Πρωταγόρας σὲ τέσσερις λόγους, πραγματεῖες, ποὺ ὁ Γρηγορᾆς συμπεριέλαβε στὴν ῾Ιστορία του, ὅπως καὶ τοὺς προηγουμένους δύο (῾Ιστορία κεφ. 30-31, 32-35). Σ᾿ αὐτὲς τὶς πραγματεῖες ἀπήντησε ὁ Παλαμᾆς μὲ ἄλλες δύο δικές του, ποὺ φέρουν ἐπίσης κοινὸ τίτλο, ῎Ελεγχος τῆς βλασφημίας τοῦ Γρηγορᾆ εἰς τὸ θειότατον φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου. Πλὴν τοῦ ἐλέγχου οἱ δύο αὐτὲς πραγματεῖες περιέχουν καὶ στοιχεῖα θετικῆς ἐκθέσεως μὲ τὴν ὁποία δείχνεται ὅτι τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι ἄκτιστο καὶ ἀΐδιο, ἂν καὶ δὲν εἶναι θεία φύσις. Στὰ συγγράμματα κατὰ τοῦ Γρηγορᾆ συνάπτεται καὶ ἕνα μικρὸ δοκίμιο ἀναφερόμενο σ᾿ ἕνα χωρίο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ποὺ εἶχε χρησιμοποιηθεῖ στὴ σύνοδο τοῦ 1351.
Θ¢. Κείμενα τῆς αἰχμαλωσίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὁ Παλαμᾆς ἀπέκτησε θλιβερὲς ἐμπειρίες, ἀλλὰ εἶχε τὴν εὐκαιρία καὶ νὰ συζητήση μὲ μουσουλμάνους θεολόγους. Τὶς ἐμπειρίες του κατέγραψε σὲ μιὰ σειρὰ ἐπιστολῶν. ῾Η ᾿Επιστολὴ πρὸς τὴν ᾿Εκκλησίαν κατ᾿ οὐσίαν περιλαμβάνει τρία τμήματα, τὰ ὁποῖα ἀντιστοιχοῦσαν σὲ τρεῖς ἐπιστολές, ποὺ ἔστειλε κατὰ καιροὺς σὲ φιλικὰ πρόσωπα, καὶ συνενώθηκαν κατὰ τὴν ἀντιγραφή τους σὲ μιά. Μιὰ δεύτερη ᾿Επιστολὴ πρὸς ἀνώνυμον εἶναι παραλλαγὴ τοῦ δευτέρου τμήματος τῆς προηγουμένης ἐπιστολῆς. Σ᾿ αὐτὴ τὴ σειρὰ ἀνήκει καὶ ἡ ῎Εκθεσις περὶ τῆς διαλέξεως τοῦ Παλαμᾆ πρὸς Χιόνας, τὴν ὁποία κατέγραψε ὁ ᾿Ιατρὸς Ταρωνίτης. ῾Ο ἡγεμὼν τῶν Τούρκων ᾿Ορχάν, θέλοντας νὰ δείξη ὅτι καὶ αὐτὸς διαθέτει λογίους ἄνδρες, ὠργάνωσε μιὰ συζήτησι μεταξὺ τοῦ Παλαμᾆ καὶ μιᾆς ὁμάδος μορφωμένων ἀνθρώπων ποὺ ἔφεραν τὸ ὄνομα Χιόνες. ῞Οπως μπορεῖ νὰ συναχθῆ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ συζήτησι ἔγινε ἑλληνιστί, οἱ Χιόνες ἦσαν ῞Ελληνες Χριστιανοὶ ποὺ ἀναζητοῦσαν ἕνα εἶδος συγκρητισμοῦ θρησκευτικοῦ, γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ὁμογενεῖς των ὑπὸ τὸ ᾿Οθωμανικὸ καθεστώς. ῾Η συζήτησι αὐτὴ ἔγινε στὴν ἔπαυλι τοῦ ᾿Ορχάν, ποὺ εὑρισκόταν στὰ βουνὰ μεταξὺ Προύσσας καὶ Νικαίας.
Ι¢. Συστηματικὰ κείμενα. Τὸ μόνο ἔργο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐνταχθῆ σ᾿ αὐτὴν τὴν κατηγορία εἶναι τὰ Κεφάλαια ῾Εκατὸν Πεντήκοντα, ποὺ εἶναι ἕνα συνθετικὸ ἔργο, προϊὸν θεολογικῆς ὡριμότητος. ῾Ο πλήρης τίτλος του εἶναι “Κεφάλαια ῾Εκατὸν Πεντήκοντα, φυσικὰ καὶ θεολογικά, ἠθικά τε καὶ πρακτικά, καὶ καθαρτικὰ τῆς βαρλααμίτιδος λύμης” καὶ δείχνει τὴν εὐρύτητα τῶν θεμάτων, τὰ ὁποῖα ὅμως ἀναπτύσσονται μὲ πολλὴ συντομία. Περιλαμβάνουν τὴ θετικὴ διατύπωσι ἐκείνων τῶν σημείων τῆς διδασκαλίας, τὰ ὁποῖα ἀποτέλεσαν ἀντικείμενα ἀντιλογίας τοῦ Γρηγορίου καὶ τῶν κατὰ καιροὺς ἀντιπάλων του. Συνοψίζουν λοιπὸν κατὰ τρόπο ἀπολύτως ἐπιτυχῆ τὴν διδασκαλία του, ὅπως διατυπώθηκε ἀντιρρητικῶς στὰ ἄλλα ἔργα του. Γιὰ τὴν συμπλήρωσι τῆς εἰκόνος περὶ τῶν θεολογικῶν, ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν του ἀπόψεων, πρέπει νὰ προσφύγη ὁ μελετητὴς ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν στὰ ἀσκητικοῦ χαρακτῆρος ἔργα του καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου στὶς ἀριστοτεχνικὲς ὁμιλίες του. ῾Η σύνταξίς των ὡλοκληρώθηκε τὸ 1349.
ΙΑ¢. ᾿Ασκητικὰ καὶ πνευματικὰ συγγράμματα. Τὰ ἀσκητικοῦ περιεχομένου συγγράμματα τοῦ Γρηγορίου δὲν εἶναι τόσο πολλά, ὅσα θὰ ἐπερίμενε κανεὶς ἀπὸ ἕνα πολυγραφώτατο συγγραφέα ὅπως αὐτός, ποὺ ἔδωσε νέες ὠθήσεις στὸν ἀσκητικὸ βίο. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἐνδιαφερόταν πρωτίστως γιὰ τὴν θεολογικὴ ὑποδομὴ τοῦ ἀσκητισμοῦ. Τὰ ἕξι δοκίμια τοῦ εἴδους τούτου, ἄνισης ἐκτάσεως ἀλλὰ ὅλα σχετικῶς μικρῆς, εἶναι χαρακτηριστικὰ καὶ προβάλλονται ὡσὰν δείγματα μιᾆς ὥριμης διατυπώσεως τῶν ἀσκητικῶν ἰδεωδῶν· 1) Τρία κεφάλαια περὶ προσευχῆς καὶ καθαρότητος καρδίας, βραχύτατο κείμενο ποὺ ἐγράφηκε ἴσως πολὺ ἐνωρίς, τὸ 1334. 2) Εἰς τὸν Βίον τοῦ ὁσίου Πέτρου ᾿Αθωνίτου, ποὺ ἐγράφηκε ἐπίσης τὸ 1334 μὲ βάσι παλαιὸ Βίο τοῦ ὁσίου. Στὸ ὑλικὸ τοῦ παλαιοῦ Βίου ὁ Γρηγόριος προσθέτει τὰ στοιχεῖα ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα στὸ ἐγκώμιο, ἀλλὰ καὶ στὴν παρουσίασι τοῦ ὁσίου ὡς προτύπου τῆς ἀσκητικῆς ἐρημιτικῆς ἀρετῆς. 3) Πρὸς τὴν μοναχὴν Ξένην περὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν, ἐπιστολιμαῖο δοκίμιο ποὺ ἐγράφηκε τὸ 1342. ᾿Απευθυνόμενο πρὸς τὴν Ξένην, ποὺ εἶχε ἀναλάβει τὴ διαπαιδαγώγησι τῶν θυγατέρων τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Ανδρονίκου Γ¢ καὶ τῆς ῎Αννας, ἐκθέτει κατὰ τρόπο ὑποδειγματικὸ καὶ πρωτότυπο τὰ στοιχεῖα τῆς παραδοσιακῆς ἀσκητικῆς πρακτικῆς, ἐπιστεγάζοντάς τα μὲ τὴν ἀναφορὰ τῶν τελειοτέρων καρπῶν τῆς ἐποπτείας καὶ τῆς θεωρίας τοῦ φωτός. 4) Λόγος ἐπιστολιμαῖος πρὸς ᾿Ιωάννην καὶ Θεόδωρον τοὺς φιλοσόφους, ποὺ ἐγράφηκε τὴν ἴδια ἐποχὴ μὲ τὸ προηγούμενο, 1342. ᾿Ενῶ ἡ Ξένη εἶναι μιὰ γυναίκα ἀσκήτρια προχωρημένη στὴν ἀρετή, ὁ Θεόδωρος, πρὸς τὸν ὁποῖο κυρίως ἀπευθύνεται τὸ δοκίμιο τοῦτο εἶναι ἕνας ἄνδρας ὑπερήφανος γιὰ τὴ σοφία του καὶ ἀδιάφορος γιὰ τὴν ἐφηρμοσμένη ἄσκησι. Φαίνεται ὅτι ὁ Θεόδωρος ἦταν κάποτε μαθητὴς τοῦ Παλαμᾆ καὶ εἶχε τὴν πρόθεσι ν᾿ ἀκολουθήση τὴν ἄσκησι, ἀλλὰ μετέβαλε γνώμη, ἐπιδόθηκε στὴ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας καὶ ἐνυμφεύθηκε ἢ ἐπρόκειτο νὰ νυμφευθῆ. ῾Ο Παλαμᾆς δηλώνει ὅτι ἡ θεία χάρις ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν καλῆ στὸν βίο τῆς ἀρετῆς, καὶ αὐτὸς ὀφείλει νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν λόγο ἐλλόγως καὶ νὰ ἔχη τὸ ὄνομα τῆς φιλοσοφίας κοινὸ γιὰ ὅσα διδάσκει καὶ γιὰ ὅσα βιώνει. 5) Πρὸς Παῦλον ᾿Ασάνην, ἀποδέκτη καὶ μιᾆς ἄλλης ἐπιστολῆς, περὶ τοῦ μεγάλου μοναχικοῦ σχήματος, τὸ ὁποῖο ὁ Παλαμᾆς δὲν ἀναγνωρίζει κατ᾿ ἀρχήν, ἐπιμένοντας ὅτι εἶναι τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν. ᾿Εγράφηκε τὸ 1348. 6) Δεκάλογος τῆς κατὰ Χριστὸν νομοθεσίας, ποὺ ἐγράφηκε ἴσως γύρω στὸ 1355. Τὸ δοκίμιο αὐτὸ ἀποτελεῖ σύνοψι τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὠργανωμένη σὲ τύπο δεκαλόγου, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ μορφολογικὰ στηρίζεται στὸ Δεκάλογο τοῦ Μωυσῆ, δὲν παρουσιάζει καμμιὰ προσπάθεια προσαρμογῆς τῶν χριστιανικῶν ἐντολῶν μὲ τὶς μωσαϊκές· ἀντίθετα μάλιστα παρουσιάζει ἕνα νέο νόμο σὲ ἀντικατάστασι τοῦ μωσαϊκοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διατηρεῖ μόνο ὅ,τι εἶναι ἀπολύτως σύμφωνο μὲ τὶς χριστιανικὲς ἀντιλήψεις. Βάσι τοῦ δοκιμίου εἶναι ἡ ἐπὶ τοῦ ῎Ορους ὁμιλία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦνται τὰ ὑλικὰ γιὰ τὴ διατύπωσι τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν.
ΙΒ¢. ῾Ομιλίαι. ῾Ο Γρηγόριος ἄρχισε νὰ ὁμιλῆ τὸ ἔτος 1334, εὑρισκόμενος στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας, κατόπιν ἑνὸς ὁράματος. Οἱ σωζόμενες ὁμιλίες του, ποὺ ἀνέρχονται σὲ 63, ἀποτελοῦν μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες συλλογὲς ὁμιλιῶν τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. Οἱ ὁμιλίες αὐτές, ποὺ κατὰ κανόνα στηρίζονται στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας ἢ στὸ ἑορταζόμενο γεγονός, δὲν περιορίζονται στὴν ἑρμηνεία καὶ ἀνάλυσι τῶν ἀναγινωσκομένων κειμένων, ἀλλὰ μὲ τὴν τυπολογικὴ καὶ συμβολικὴ μέθοδο ἐκφράσεως εὑρίσκουν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀνάπτυξι ποικίλων πνευματικῶν καὶ ἠθικῶν ἀπόψεων τοῦ θρησκευτικοῦ βίου, καὶ μερικὲς φορὲς διὰ τῆς ἀναγωγῆς φθάνουν σὲ ἀπροσδόκητα θέματα. Προσπάθειά του δὲν εἶναι διὰ τῶν ὁμιλιῶν νὰ χαμηλώση τὸ ἐπίπεδο τῶν περισσότερο μορφωμένων ἀκροατῶν, ἀλλὰ νὰ ἀνεβάση τὸ ἐπίπεδο τῶν ἁπλουστέρων. Γιὰ νὰ ἔχη ὁ λόγος του ἀποτελεσματικώτερη ἐπίδρασι, δὲν ἐπιμένει στὴ δογματικὴ πλευρὰ τῆς διδασκαλίας του καὶ ἀποφεύγει τὴν προβολὴ τῆς ἀπόψεώς του περὶ οὐσίας καὶ ἐνεργείας. Τὸ ἄλλο ὅμως στοιχεῖο τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας του, τὸ περὶ θεοπτίας, θέας τοῦ φωτός, κατέχει σπουδαία θέσι στὶς ὁμιλίες, ὡς τὸ κορύφωμα τοῦ κηρύγματός του. ῎Ετσι βλέπομε τὸν Γρηγόριο νὰ ἐπιτελῆ μὲ τὶς ὁμιλίες ἕνα ἔργο παράλληλο πρὸς ἐκεῖνο ποὺ ἐπετέλεσε διὰ τῶν συγγραμμάτων του ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων. Μὲ ἐκεῖνα τὰ συγγράμματα ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς τελείους μοναχοὺς καὶ τοὺς θεολόγους, μὲ τὶς ὁμιλίες ἀπευθύνεται πρὸς τὸ σύνολο τοῦ λαοῦ. Τὸ ὕφος του στὶς ὁμιλίες εἶναι ἐντελῶς διάφορο ἀπὸ τὸ τῶν δογματικῶν πραγματειῶν, ποὺ εἶναι γενικῶς ἀντιρρητικές· ἐδῶ εἶναι μετριοπαθὲς καὶ εἰρηνικό. ᾿Απαλλαγμένο ἀπὸ τὰ ρητορικὰ εὑρήματα καὶ τὴν φλυαρία, διατηρεῖ ὑψηλὴ λαμπρότητα.
ΙΓ¢. Σώζονται τέσσερις εὐχὲς τὶς ὁποῖες ὁ Γρηγόριος ἀνέπεμψε σὲ ἐξαιρετικὲς περιστάσεις τοῦ βίου του· κατὰ τὴν ἐνώπιον τῶν αὐτοκρατόρων παρουσίασι γιὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος (1347), κατὰ τὴν εἴσοδο στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ τὴν ἐνθρόνισί του (1350), κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐχθρικῆς ἐπιβουλῆς (1351), κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ξηρασίας (1355).
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
῞Ολες οἱ προσπάθειες ἀνανεώσεως τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας, ποὺ κατεβλήθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν βυζαντινῶν χρόνων εἶχαν ἀποτύχει, μετὰ τὸν Μάξιμο τὸν ῾Ομολογητή, εἴτε διότι ὑπερτόνιζαν τὸ στοιχεῖο τῆς πνευματικότητος σὲ βάρος τῆς θεολογίας, ὅπως ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, εἴτε διότι ἑρμήνευαν τὰ πάντα μὲ βάσι τοὺς φιλοσοφικοὺς συλλογισμούς. Συνδυάζοντας τὴν πνευματικότητα μὲ τὴν θεολογικὴ ἔκφρασι, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾆς ἐπέτυχε ν᾿ ἀνανεώση τὴ θεολογικὴ ὁρολογία καὶ νὰ δώση νέες κατευθύνσεις στὴ θεολογικὴ σκέψι.
1. Φιλοσοφία, θεολογία, θεοπτία. Τὸν χαρακτῆρα τῆς θεολογίας τοῦ Παλαμᾆ προκαθορίζει ἡ ἀφετηρία του· δὲν ἐξεκίνησε ἀπὸ φιλοσοφικὲς ἔννοιες, διαμορφωμένες ἐκ τῶν προτέρων, ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα σύστημα προσωπικῶν ἐμπειριῶν, τὶς ὁποῖες ἐζήτησε νὰ κατοχυρώση θεολογικῶς· γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἄρχισε νὰ γράφη σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ σὲ ἀντιπαράθεσι πρὸς τὸν Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρό. ῾Η σκέψη τοῦ Βαρλαὰμ ἔτεινε σὲ μιὰ μονομερῆ διατύπωσι τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀγωγῆς, διότι παρῆγε καὶ τὴ γνῶσι καὶ τὴν ἠθικὴ καθαρότητα ἀπὸ τὴ φιλοσοφία. ᾿Ισχυριζόταν ὅτι στὴ σοφία συμβαίνει ὅ,τι καὶ στὴν ὑγεία, ἡ ὁποία εἶναι ἑνιαία καὶ δὲν εἶναι ἄλλη ἐκείνη ποὺ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἄλλη αὐτὴ ποὺ ἐξασφαλίζεται ἀπὸ τὸν ἰατρό· ἔτσι μιὰ εἶναι καὶ ἡ σοφία, εἴτε θεία εἴτε ἀνθρωπίνη, κι αὐτὴ κατατείνει πρὸς τὴν εὕρεσι τῆς μιᾆς ἀληθείας.
῾Ο Παλαμᾆς ἀρνεῖται αὐτὴν τὴν θέσι, ἰσχυριζόμενος ὅτι, ἂν μέσα στὸ πεδίο τῆς ἴδιας τῆς φιλοσοφίας παρατηροῦνται διάφορες κατευθύνσεις, πολὺ ἰσχυρότερη εἶναι ἡ διαφοροποίησις μεταξὺ φιλοσοφίας καὶ θεολογίας. Στὴν πραγματικότητα ὑπάρχουν δύο σοφίες· ἐκείνη ποὺ ζητεῖ νὰ ἱκανοποιήση τὶς ἀνάγκες τοῦ κοινωνικοῦ βίου καὶ τὴν διανοητικὴ περιέργεια, κι αὐτὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων 2, 1, 4 ἑξ. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 468 ἑξ.). ῾Η διάκρισις αὐτὴ στὴν ὕπαρξι διττῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄλλα εἶναι φυσικά, παρεχόμενα σὲ ὅλους, καὶ ἄλλα ὑπερφυσικὰ καὶ πνευματικά, διδόμενα στοὺς καθαροὺς καὶ τοὺς ἁγίους (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων 2, 1, 25. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 487)· καὶ ἔχει τὴ ρίζα της στὴν παλαιὰ χριστιανικὴ πεποίθησι, τὴν ὁποία συναντοῦμε στοὺς Καππαδόκες πατέρες.
῾Η φιλοσοφία εἰσάγει στὴ γνῶσι τῶν ὄντων τοῦ κόσμου τούτου καὶ προσφέρει τοὺς κανόνες τῆς κοινωνικῆς συμβιώσεως, ἀλλά, ὅταν ξεφεύγη ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτά, καθίσταται ματαιοπονία. “Σκοπὸς τῆς κοσμικῆς φιλοσοφίας κατὰ τὸ πρακτικὸ μέρος της, διὰ τοῦ ὁποίου κοσμοῦνται τὰ ἤθη, διαμορφώνονται οἱ τέχνες καὶ ρυθμίζονται τὰ θέματα τῶν οἴκων καὶ τῶν πόλεων, εἶναι ἡ ὠφέλεια τοῦ παρόντος βίου. Καὶ κάθε πρᾆξις ποὺ δὲν κατατείνει πρὸς αὐτὸ θὰ μποροῦσε δικαίως νὰ θεωρηθῆ ματαιοπονία ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προσκολλημένοι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τῆς δὲ λογικῆς φιλοσοφίας, διὰ τῆς ὁποίας ἐρευνοῦμε τοὺς λόγους τῆς φύσεως καὶ κινήσεως, καθὼς καὶ τὶς ἀναλογίες καὶ τοὺς σχηματισμοὺς καὶ τὶς ποσότητες τῶν ἀχωρίστως χωριζομένων ἀπὸ τὴν ὕλη, ἔργο εἶναι ἡ διαπραγμάτευσις τῆς ἀληθείας μέσα στὰ ὄντα. ῞Οταν κανεὶς ὁμιλῆ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐφικτὴ ἀλήθεια, ἂν τὸ κάμη ἑκουσίως, εἶναι πονηρὸς καὶ δόλιος· ἂν τὸ κάμη ἀκουσίως, εἶναι ἀφιλόσοφος καὶ ἀνόητος, καὶ μάλιστα τόσο περισσότερο, ὅσο περισσότερο νομίζει ὅτι εἶναι ἐκπαιδευμένος στὴ φιλοσοφία, ἀγνοώντας τὴν ἄγνοιά του” (᾿Αντιρρητικὸς πρὸς ᾿Ακίνδυνο 6, 1. Χρήστου, Συγγράμματα, 3, 379). Πρέπει νὰ παρατηρηθῆ μάλιστα ὅτι σ᾿ αὐτὴν τὴ γνῶσι τῶν ὄντων μερικῶς μόνο εἰσάγει ἡ φιλοσοφία, κι αὐτὸ διότι τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἐπανάστασί του διέστρεψε τὶς εἰκόνες ποὺ ὑπάρχουν μέσα μας καὶ ἀπεμάκρυνε τὸ διορατικό της, κι ἔτσι ἡ φιλοσοφία στηρίζεται πλέον στὴν πιθανολογία, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει ἀντιφάσεις καὶ διαφωνίες. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἐνασχόλησις μὲ τὴν φιλοσοφία εἶναι μὲν χρήσιμη, διότι γυμνάζει καὶ ὀξύνει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, καὶ εἶναι φυσικὸ χάρισμα. ᾿Αλλὰ δὲν πρέπει νὰ τὴν τυραννῆ ἕως τὰ γηρατειὰ (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων 1, 1, 8. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 368 ἑξ.). ῍Αν ὅμως ὁ Παλαμᾆς διαχωρίζη τὴ γνῶσι, δὲν διαχωρίζει καὶ τὴν ἀλήθεια, διότι δίνει διάφορο ἀντικείμενο σὲ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς γνώσεις· ἔργο τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ μελέτη τῶν ὄντων, ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἡ μελέτη τοῦ Θεοῦ. ῍Αν οἱ δύο σοφίες καταλήξουν σὲ διάφορα συμπεράσματα, αὐτὰ δὲν ἐπιβάλλουν ἀναγνώρισι διπλῆς ἀληθείας, ἐφ᾿ ὅσον τὰ ἀντικείμενα παραμένουν διαφορετικά.
Τὸ ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἀσυγκρίτως ὑπέρτερο ἀπὸ τὸ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης· “δὲν εἶναι μόνο τὸ νὰ γνωρίζη ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ οὔτε τὸ νὰ γνωρίζη τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν τάξι του γνῶσις ὑψηλότερη ἀπὸ τὴ φυσιολογία καὶ τὴν ἀστρολογία καὶ κάθε φιλοσοφία γύρω σ᾿ αὐτὰ τὰ ἀντικείμενα, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ γνωρίζη ὁ νοῦς μας τὴν ἀσθένειά του καὶ νὰ ζητῆ νὰ τὴν θεραπεύση εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπὸ τὴν γνῶσι καὶ διερεύνησι τῶν μεγεθῶν τῶν ἄστρων καὶ τῶν λόγων τῶν φύσεων” (Κεφάλαια, 29). Εἶναι ὅμως δυνατὴ ἡ γνῶσις του Θεοῦ; ᾿Απὸ τοὺς ἀντιπάλους τοῦ Παλαμᾆ προσήγετο τὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ᾿Ιωάννη, κατὰ τὸ ὁποῖο “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε” (᾿Ιω. 1, 18). ᾿Αλλὰ τὸ συμπέρασμα ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ ἀμφισβητεῖται, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι “οἱ καθαροὶ τὸν Θεὸν ὄψονται” (Ματθ. 5, 8). Πράγματι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος ὡς ἀσώματος· ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ Βαρλαὰμ δὲν ἀρνεῖται κάποιο εἶδος θέας τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον παραδέχεται ὅτι ὁρᾆται διὰ τῆς καθαρᾆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ ὅτι εὑρίσκεται σὲ ἔκστασι ἀπὸ τὰ ὑλικά. Δηλαδὴ ὁ Βαρλαάμ, συμφωνώντας σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα μὲ τοὺς Νεοπλατωνικούς, δέχεται τὴν ἀκαταληψία τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ ἄλλον λόγο παρὰ ἐξ αἰτίας τῆς φυσικῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι κλεισμένος στὰ ὑλικὰ δεσμά, καὶ ὡς μόνο μέσο ἄρσεως τῆς ἀγνωσίας εὑρίσκει τὴ λύσι σώματος καὶ ψυχῆς· ἀλλὰ καὶ πάλι ἐννοοῦσε τὴ γνῶσι συμβολική. Καὶ ὁ Παλαμᾆς βέβαια δὲν διανοήθηκε ποτὲ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐντελῶς καταληπτός. Συμφωνώντας κατ᾿ ἀρχὴν μὲ τὸν Βαρλαάμ, ἀκολουθοῦσε ἔπειτα χωριστὸ δρόμο, διότι ἀποδίδει τὸ ἀκατάληπτο σὲ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία αἴρεται ὁποτεδήποτε τὸ θελήση ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἢ ἐκπληρώση ὁ ἄνθρωπος ὡρισμένες προϋποθέσεις, ποὺ ἔχουν τεθῆ ἀπὸ τὸν Θεό.
Πράγματι, ὁ Παλαμᾆς στὸ θέμα τῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ εὑρίσκει κάποια ἀντινομία, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὸς εἶναι ταυτοχρόνως καὶ καταληπτὸς καὶ ἀκατάληπτος· τοῦ Θεοῦ ἡ μία ὄψις εἶναι ἄγνωστη καὶ ἡ ἄλλη γνωστή, ἡ μία εἶναι ἄρρητη, ἡ ἄλλη ρητὴ (᾿Επίτομος Διήγησις 24. Χρήστου, Συγγράμματα, 4, 225). ῾Η γνῶσις αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς “θεολογίας”, ἡ ὁποία εἶναι διττή, καταφατικὴ καὶ ἀποφατική. Δύο εἶναι τὰ μέσα τῆς καταφατικῆς θεολογίας. Πρῶτο εἶναι ἡ λογική, ἡ ὁποία διὰ τῆς θέας τῶν ὄντων ὁδηγεῖται σὲ κάποια γνῶσι, καθ᾿ ὅσον “τῶν ἐν τῷ δημιουργικῷ νῷ λόγων αἱ εἰκόνες ἐν ἡμῖν εἰσιν”, ἂν καὶ αὐτὲς οἱ εἰκόνες ἀμαυρώθηκαν ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου. Δεύτερο μέσο εἶναι ἡ Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες. Τὰ δύο αὐτὰ μέσα παρέχουν ἀφορμὲς γιὰ τὴν γνῶσι, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀποδείξεις περὶ τοῦ Θεοῦ.
῾Ο Διονύσιος ᾿Αρεοπαγίτης εἶχε προτιμήσει τὴν ἀποφατικὴ θεολογία, ζητώντας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπαλλαγῆ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν γιὰ νὰ νοήση τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν ἔκστασι νὰ φθάση στὸν γνόφο, ὅπου θ᾿ ἀπολαύση τὴν χαρὰ τῆς θέας, μολονότι καὶ πάλι ἡ θέα θὰ παραμείνη σκοτεινή· δηλαδὴ κατὰ βάθος ἡ πορεία αὐτὴ ἀποτελεῖ βυθισμὸ στὸ σκότος. Οἱ ἀνθρωπολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ Παλαμᾆ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν τέτοια τοποθέτησι. ᾿Εκεῖνο ποὺ εὑρίσκεται κατ᾿ αὐτὸν πέρα ἀπὸ τὴν καταφατικὴ θεολογία εἶναι ἡ πίστις, ἡ ὁποία συνιστᾆ καὶ τὴν ἀπόδειξι τῶν θείων ἢ μᾆλλον συνιστᾆ μιὰ ὑπεραπόδειξι· διὸ “ἡ πίστις εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἀπόδειξι καὶ ἕνα εἶδος ἀναπόδεικτης ἀρχῆς τῆς ἱερᾆς ἀποδείξεως” (᾿Αντιρρητικὸς 6, 1, 1. Χρήστου, Συγγράμματα, 3, 380). ῾Η πίστις εἶναι μιὰ ὑπερφυσικὴ πνευματικὴ δύναμις ποὺ ὑπερβάλλει ὅλες τὶς νοητικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς.
Δὲν ἀρνεῖται ὁ Παλαμᾆς τὴν ἀποφατικὴ θεολογία, ἀλλὰ τῆς δίδει ἄλλο χρῶμα καὶ τὴν διορθώνει· “ἄλλο πρᾆγμα εἶναι τοῦτο τὸ φῶς καὶ ὁ θεῖος τοῦτος γνόφος, ἀσυγκρίτως ὑπέρτερο τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας” (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων 2, 3, 52. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 584). ῾Η καταφατικὴ θεολογία εἶναι λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποφατικὴ θεολογία εἶναι σιωπηλὸς διάλογος μὲ τὸ Θεό· ὁ Γρηγόριος Παλαμᾆς συνιστᾆ τὴν ὑπέρβασι καὶ τῶν δύο αὐτῶν μορφῶν θεολογίας διὰ τῆς θεοπτίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ κανείς, λέγει, νὰ σκέπτεται διαρκῶς γιὰ τὴν κατάστασι μιᾆς πόλεως, ἀλλ᾿ ἂν δὲν τὴν ἐπισκεφθῆ, δὲν πρόκειται ν᾿ ἀποκτήση ἀκριβῆ εἰκόνα τῆς κατασκευῆς της. Μπορεῖ κανεὶς νὰ σκέπτεται διαπαντὸς τὸν χρυσό, ἀλλ᾿ ἂν δὲν τὸν πάρη στὰ χέρια του, δὲν θὰ γίνη κάτοχος χρυσοῦ. ῎Ετσι ἐπίσης, καὶ ἂν μύριες φορὲς σκεφθῆ τοὺς θείους θησαυρούς, δὲν τοὺς ἀποκτᾆ παρὰ μόνο “ἐὰν πάθη τὰ θεῖα” (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων, 1, 3, 34. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 445). Θὰ θεολογῆ εὐδοκίμως, παρὰ ὁποιαδήποτε σιωπὴ καὶ ἄγνοια, ὅταν ἐπιτύχη νὰ ζῆ μὲ τὴ θεία παρουσία. Σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωσι ἐπίσης μετέχει τοῦ Θεοῦ, διότι ἑνώνεται μὲ τὴν ἄκτιστη λαμπρότητα καὶ δόξα του. ῎Ετσι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καταλήγει στὴν ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ εἶδος θεολογήσεως ὡδηγήθηκε ὁ Παλαμᾆς διὰ τῆς διακρίσεως μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
2. ῾Ο Θεός. ῾Ο Γρηγόριος Παλαμᾆς δὲν θεωρεῖ τὴν οὐσία ὡς τὸ κύριο συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ Θεοῦ, διότι δέχεται ὅτι προηγεῖται τῆς οὐσίας ἡ ὕπαρξις. Δὲν εἶπε ὁ Θεὸς “ἐγώ εἰμι ἡ οὐσία”, ἀλλὰ “ἐγώ εἰμι ὁ ῎Ων” (῎Εξ. 3, 14)· ἑπομένως δὲν εἶναι ὁ ὢν ἀπὸ τὴν οὐσία, ἀλλὰ ἡ οὐσία ἀπὸ τὸν ὄντα (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων 3, 2, 12. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 666). ῾Η ὕπαρξις τοῦ Θεοῦ συνίσταται σὲ δύο· τὴν οὐσία του, ἡ ὁποία εἶναι “αὐθύπαρκτη καὶ αὐτοπάτωρ”, μένει ἀκατάληπτη καὶ ὀνομάζεται κατ᾿ ἐξοχὴν καὶ κυριολεκτικῶς θεότης, καὶ τὶς ἐνέργειές του. ῾Η ἔντονη αὐτὴ διάκρισις τῶν δύο κατηγοριῶν ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ προσφορὰ τοῦ Παλαμᾆ στὴ θεολογικὴ σκέψι. Οἱ ἐνέργειες βέβαια εἶναι οἱ ἀπὸ ἄλλους λεγόμενες ἰδιότητες ἢ προσόντα, ἀλλ᾿ ἔχουν ἐδῶ ἰδιαίτερο χρωματισμό. ᾿Απὸ μακροτάτου χρόνου ἐγινόταν συζήτησις μεταξὺ τῶν ὀνοματιστῶν καὶ πραγματιστῶν περὶ τῆς ὑπάρξεως τῶν ἰδεῶν, κατ᾿ ἀκολουθίαν δὲ καὶ τῶν ἰδιωμάτων τοῦ Θεοῦ, τόσο στὴν ᾿Ανατολὴ ὅσο καὶ στὴ Δύσι, σ᾿ αὐτὴν μάλιστα πολὺ ζωηρότερη. ῾Η συζήτησις αὐτὴ ὑπεισῆλθε καὶ στὴν ἡσυχαστικὴ ἔριδα· οἱ ἀντιησυχασταὶ ἀρνοῦνταν τὴν πραγματικὴ ὕπαρξι τῶν ἰδιωμάτων, ἐνῶ ὁ Παλαμᾆς τὴν ὑπερετόνιζε, λέγοντας ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θεότης καὶ ἄλλο ἡ βασιλεία, ἡ ἁγιότης, ἡ ἀγαθότης κ.λπ. Στὴν Διάλεξι πρὸς τὸν Γρηγορᾆ διατηρεῖται ὁ παρακάτω διάλογος:
“Παλαμᾆς: Τὸ ἄτρεπτο, τὸ ἄπειρο, τὸ ἄναρχο, τὰ ἔχει ὁ Θεὸς φυσικῶς; -Γρηγορᾆς: Ναί. ᾿Αλλὰ αὐτὰ εἶναι μόνο ὀνόματα ἐπὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τίποτε ἄλλο. -Παλαμᾆς: ᾿Επειδὴ ἀπὸ τὰ λεγόμενα ἄλλα λέγονται μόνο καὶ δὲν ὑπάρχουν, ἄλλα ὅμως καὶ ὑπάρχουν καὶ λέγονται· τὸ ἄναρχο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀτελεύτητο καὶ γενικὰ τὸ ἀΐδιο καὶ τὰ παρόμοια, λέγονται μόνο ἐπὶ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ὑπάρχουν, ἢ καὶ ὑπάρχουν καὶ λέγονται; -῾Οπωσδήποτε, φιλόσοφε, καὶ ὑπάρχουν. -Πῶς λοιπὸν εἶναι μόνο ὀνόματα;” (Διάλεξις 21, Χρήστου, Συγγράμματα, 4, 223).
Αὐτὰ τὰ ἰδιώματα ἀποτελοῦν κάτι τὸ οὐσιῶδες μέσα στὸν Θεό. Δὲν εἶναι βέβαια ἰδιαίτερες ὑποστάσεις, ἀλλὰ ἐνυπόστατα, ὑφίστανται μόνο στὴν προσωπικότητα τοῦ Θεοῦ. Διὰ τῆς διακρίσεως αὐτῆς κατέστη δυνατὴ ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, διότι ἐνῶ ἡ οὐσία αὐτοῦ παραμένει ἀγνώριστη, οἱ ἐνέργειες ὑποπίπτουν στὴν ἀντιληπτικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὸς φθάση σ᾿ ἕνα βαθμὸ τελειώσεως· ἀλλ᾿ εἶναι ἐπίσης οἱ ἐνέργειες στὴ διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου πρὸς μέθεξιν.
3. ῎Ανθρωπος. ῾Ο Παλαμᾆς, ἀκολουθώντας τὴ γραμμὴ τῶν ἀνατολικῶν πατέρων, τονίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μῖγμα δύο διαφόρων κόσμων ὡσὰν συνισταμένη των. Οἱ ἀνθρωπολογικὲς λοιπὸν προϋποθέσεις του εἶναι διάφορες τῶν χωριστικῶν προϋποθέσεων τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Βαρλαάμ. Κατὰ τὴν ἄποψι αὐτή, σύμφωνη ἄλλωστε μὲ τὴν καθολικὴ χριστιανικὴ ἀντίληψι, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πονηρό, ἀλλ᾿ ἀποτελεῖ πρόσφατη κατοικία τοῦ νοῦ, ἀφοῦ μάλιστα καθίσταται καὶ τοῦ Θεοῦ κατοικία. ῎Ετσι μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ τὸ σῶμα συνιστᾆ ἕνα σύνολο ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο.
Τονίζει τὴν συγγένεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατ᾿ ἀρχὴν ἡ συγγένεια ἔχει τὴν ρίζα της στὸ “λόγο” ποὺ εὑρίσκεται μέσα σὲ κάθε δημιούργημα. ῾Ο κόσμος γενικὰ δημιουργήθηκε μὲ βάσι ἕνα ἀΐδιο σχέδιο ποὺ περικλείει τοὺς “οὐσιοποιοὺς λόγους” τῶν ὄντων. Καὶ ἐδῶ εὑρίσκεται ἡ κλείδα τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸ τοποθετεῖ ὁ Μάξιμος ῾Ομολογητής. ᾿Αφοῦ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι στὸ σύνολό του ἄκτιστο, καὶ οἱ λόγοι τῶν ὄντων εἶναι ἄκτιστοι.
῾Ο Γρηγόριος Παλαμᾆς υἱοθετώντας αὐτὴν τὴν ἄποψι σὲ γενικὲς γραμμές, ταυτίζει τοὺς λόγους μὲ τὶς ἀΐδιες ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ποὺ οὔτε στὴν οὐσία ἀνήκουν οὔτε αὐτοτελῆ πράγματα εἶναι, ἀλλὰ ἀρύονται τὴν ὕπαρξί τους ἀπὸ τὴν προσωπικότητα τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνυπόστατα. ῎Ετσι κατοχυρώνεται καθαρώτερα ἡ διδασκαλία περὶ τῆς θείας εἰκόνος στὸν ἄνθρωπο. ῾Ο Γρηγόριος μάλιστα συνδυάζει τὴν εἰκόνα μὲ τὴν Τριάδα καὶ διακηρύσσοντας ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ᾿ εἰκόνα, ὄχι ἀορίστως τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὶς τρεῖς συγκεκριμένες ὑποστάσεις του. Τοῦτο καθίσταται ὁπωσδήποτε εὔλογο στὰ πλαίσια τῆς ὅλης διδασκαλίας τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ ἄνθρωπος κατ᾿ αὐτὸν ἔχει δημιουργηθῆ διὰ τῆς ἐνεργείας σύνολης τῆς Τριάδος καί, ὑπὸ ὡρισμένες προϋποθέσεις, δέχεται τὸ θεῖο φῶς ποὺ ἐκπέμπεται ἀπὸ σύνολη τὴν Τριάδα. ῾Ο νοῦς, ὁ λόγος καὶ τὸ πνεῦμα του ἀποτελοῦν μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὴν ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς θείας Τριάδος, δηλαδὴ τοῦ Νοῦ (Πατρός), τοῦ Λόγου, τοῦ Πνεύματος. ῞Οπως στὴν θεότητα ὁ Νοῦς γεννᾆ τὸν Λόγο καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὡς ἔρως τοῦ Νοῦ πρὸς τὸν Λόγο, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅπως τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ζωοποιεῖ τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα ζωοποιεῖ τὸ σῶμα. Μὲ τὴν πλουσία παραστατικὴ καὶ συμβολική της σημασία αὐτὴ ἡ θέσι θέλει νὰ τονίση τὸν ὑψηλὸ βαθμὸ συγγενείας μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς θείας Τριάδος, πέρα ἀπὸ τὴν ἔντονη προσωπαρχικὴ ζωὴ τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων (Κεφάλαια, 38).
Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἱκανὰ φυσικὰ δῶρα πρὸς κατανόησι τῶν πραγμάτων, ἔχουν δηλαδὴ τὰ δῶρα τῆς φυσικῆς χάριτος, τὰ ὁποῖα βέβαια διὰ τῆς πτώσεως ἀλλοιώθηκαν. Τὰ πνευματικὰ ὅμως δῶρα τῆς θεοποιοῦ χάριτος δίνονται μόνο στοὺς τελείους (Κατὰ ᾿Ακινδύνου 5, 21).
4. ᾿Ενανθρώπησις καὶ ἀνακαίνισις. Τὸν πεσόντα ἄνθρωπο ἀνώρθωσε ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν Γρηγόριο, τὸ ἐξοχώτερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἰδίως τὰ τελευταῖα ἐπεισόδιά της, ὁ σωτήριος θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασίς Του (῾Ομιλία 41). ῾Ο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐγεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα, γιὰ νὰ προσλάβη τὴν φύσι ποὺ εἶχε φθαρῆ μὲ τὴν συμβολὴ τῆς Εὔας, καὶ μάλιστα ἀπὸ παρθένο, γιὰ νὰ ἀνακαινίση τὸν ἄνθρωπο. ῎Ετσι παράχθηκε μιὰ νέα ρίζα, ἡ ρίζα τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ὁποία συνδέεται ὁ ἄνθρωπος. Τώρα ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ κάθεται στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προσελκύει τοὺς ἐπὶ μέρους ἀνθρώπους κοντά της. ῾Η σύνδεσις μὲ τὴ νέα ρίζα ἐξασφαλίζεται διὰ τῆς ἑκουσίας συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀνακαίνισι, τῆς ὁποίας ἀρχὴ εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ βαπτίσματος, “τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας” καὶ συνέχεια ἡ κοινωνία τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
5. Πνευματικὴ τελείωσις. Τῆς πνευματικῆς ζωῆς μπο-ροῦν νὰ ἀπολαύσουν ὅλοι οἱ πιστοὶ σὲ ὁποιαδήποτε κατάστασι βίου κι ἂν εὑρίσκωνται, ἀλλ᾿ ἰδιαιτέρως προκόπτουν σ᾿ αὐτὴν οἱ ἀποσυρόμενοι ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμον καὶ ζῶντες σὲ ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική. ῾Η ἡσυχία ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν συγκέντρωσι (συνέλιξι) τοῦ νοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὴν ὁποία οἱ μὲν ἀρχάριοι ἡσυχασταὶ ἐπεδίωκαν μὲ μιὰ εἰδικὴ τεχνικὴ μέθοδο, ποὺ δὲν ἐνθαρρύνει ὁ Παλαμᾆς, οἱ δὲ τελειότεροι ἐπιδιώκουν μὲ τὴν ἰσχυρὴ θέλησι. ῾Ο δεύτερος ἰσχυρὸς παράγων ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν τελείωσι εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, στὴν ὁποία μετέχει τὸ σύνολο τοῦ ἀνθρώπου, ψυχὴ καὶ σῶμα. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται μιὰ ἐσωτερικὴ θέρμη, ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸ πῦρ καὶ τὴν αὔρα. ῞Οσοι ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία κινοῦνται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ θεοποιὸ χάρι.
῾Η συμμετοχὴ στὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἶναι πλήρης, ὁδηγεῖ στὴν θέωσι. Πρὸς ἀποφυγὴν παρερμηνείας τῆς ἐννοίας τῆς θεώσεως ἐφρόντισε νὰ σημειώση ὅτι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι “ὅλως διόλου γινόμεθα θεοί, χωρὶς τῆς κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος”, γινόμαστε δηλαδὴ θεοὶ κατὰ χάριν καὶ ὄχι κατ᾿ οὐσίαν. Παρὰ ταῦτα, λόγω τῆς συμμετοχῆς στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες, κατὰ κάποιον τρόπο γίνονται καὶ οἱ ἄνθρωποι ἄκτιστοι, γίνονται ἄναρχοι καὶ ἀτελεύτητοι. “῾Ο Θεὸς ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν τὸν Θεὸν καὶ τὸν ὑμνοῦν ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του, τοὺς καθιστᾆ θεοσεβεῖς· ἐκείνους ὅμως ποὺ ἐπὶ πλέον μετέχουν τῶν ἐνεργειῶν καὶ ἐνεργοῦν κατὰ τὴν μετουσία τους, τοὺς καθιστᾆ θεοὺς κατὰ χάριν ἀνάρχους καὶ ἀτελευτήτους” (᾿Απολογία, 37. Χρήστου, Συγγράμματα, 2, 122). Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Παλαμᾆς παραπέμπει στὸν Μάξιμο τὸν ῾Ομολογητή.
῾Η ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι δυνατὴ ἀπὸ τοῦ παρόντος βίου διὰ μιᾆς παραδόξου συνδέσεως τοῦ ἱστορικοῦ μὲ τὸ ὑπεριστορικόν. Βασικὸ στοιχεῖο τῆς συμμετοχῆς στὴν ἐμπειρία τῶν θείων εἶναι ἡ θέα τοῦ θείου φωτός, μιᾆς ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι ἀΐδιο. Τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ μαθηταὶ στὸ Θαβώρ, τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ καθαροὶ ἡσυχασταὶ σήμερα καὶ ἡ ὑπόστασις τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἀποτελοῦν τρεῖς φάσεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ γεγονότος ποὺ εἶναι συντεθειμέναι σὲ μιὰ ὑπερχρόνιο πραγματικότητα. ᾿Αλλὰ σὲ σύγκρισι μὲ τὴν μέλλουσα πραγματικότητα ἡ παροῦσα ἐμπειρία εἶναι ἕνας ἀρραβών.
῾Ο Γρηγόριος δὲν διέκοψε ἀμέσως μὲ τὴν ἐπιδείνωσι τῆς νόσου τὸ διδακτικὸ καὶ ἱερουργικὸ ἔργο, ἀλλ᾿ ἀργότερα ὑποχρεώθηκε νὰ μείνη κλινήρης. Καὶ στὴν κλίνη του ἀκόμα συγκεντρώνονταν οἱ μαθηταὶ καὶ συνεργάτες του γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὶς τελευταῖες διδαχές του. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες ἐφώναζε συχνά:
- Τὰ ἐπουράνια στὰ ἐπουράνια,
σὰ νὰ ἔβλεπε κιόλας τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ ἐβιαζόταν νὰ φθάση ἐκεῖ μία ὥρα γρηγορώτερα.
Κατὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος περιέλαμψε τὸ δωμάτιο μὲ θεῖο φῶς ποὺ ἀλλοίωσε τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ ἔδωσε μία ὑπερφυσικὴ αἴγλη, ἂν καὶ ἦταν τελείως ἀποσαρκωμένο. Τὴ λάμψι τοῦ θείου φωτὸς εἶδαν μόνο δύο ἀπὸ τοὺς παρισταμένους ἄνδρες, κληρικοὶ διακεκριμένοι καὶ στολισμένοι μὲ κάθε ἀρετή, ἐνῶ τὴν ὑπερφυσικὴ αἴγλη τοῦ προσώπου τὴν εἶδαν ὅλοι, ὄχι μόνο ὅσοι παρευρίσκονταν ἐκεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη, ἀλλὰ καὶ ὅσοι παρακολούθησαν ἔπειτα τὴν ἐκφορά. ᾿Απέθανε στὶς 14 Νοεμβρίου 1359.
῾Ο θάνατος ἦταν τὸ μακάριο τέλος μιᾆς θαυμαστῆς ζωῆς ἐδῶ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἡ ἀρχὴ μιᾆς ἰσόθεης ζωῆς δίπλα στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τὸ λείψανό του κατατέθηκε στὸ ναὸ τῆς ῾Αγίας Σοφίας ποὺ ἦταν τότε ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς πόλεως.
Οἱ ἀγῶνες του γιὰ τὴν ᾿Ορθοδοξία ἐπὶ δυόμισυ δεκαετίες ἦσαν σὲ ὅλους γνωστοί, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἁγιότης τοῦ βίου του. ῏Ησαν ἐπίσης γνωστὲς καὶ μερικὲς θαυματουργικὲς ἐνέργειές του ὅσον καιρὸ ἐζοῦσε. Μετὰ τὸν θάνατό του ἔφθασαν στὴν Κωνσταντινούπολι πληροφορίες γιὰ νέα θαύματά του, ἐνῶ στὴ Μονὴ τῆς Λαύρας καὶ στὴν Καστοριὰ τοῦ ἀποδόθηκαν πολὺ γρήγορα τιμὲς ἁγίου. ῎Επειτα ἀπὸ αὐτὰ ὁ πατριάρχης Κάλλιστος, ποὺ ἔμεινε στὸ θρόνο ἕως τὸν θάνατό του, τὸ 1364, ἐζήτησε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μία ἀκριβῆ ἔκθεσι γιὰ τὰ συμβαίνοντα. ῾Η ἔκθεσις συντάχθηκε ἔπειτα ἀπὸ ἔρευνα καὶ ἀπόφασι συνάξεως κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ποὺ συνῆλθε ὑπὸ τὴν προεδρία τῆς βασιλομήτορος ῎Αννας, ἡ ὁποία συνέχιζε νὰ παραμένη στὴ Θεσσαλονίκη.
Μὲ βάσι αὐτὴ τὴν ἔκθεσι ὁ Φιλόθεος, ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν Κάλλιστο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τὸ 1364 συνέταξε ᾿Εγκώμιο καὶ ᾿Ακολουθία, καὶ ἐτέλεσε λειτουργία πρὸς τιμήν του. Αὐτῆς τῆς δραστηριότητος τοῦ Φιλοθέου καρπὸς εἶναι καὶ ἡ ἐκτενὴς βιογραφία τοῦ Γρηγορίου ποὺ μᾆς ἄφησε.
Μὲ πρᾆξι τῆς συνόδου τοῦ ᾿Απριλίου τοῦ 1368 ἀναγράφηκε ἡ μνήμη του ὡς ἁγίου στὸ ἡμερολόγιο τῆς ῾Αγίας Σοφίας, ποὺ ἐσήμαινε οὐσιαστικὰ ἀναγνώρισι τῆς ἁγιότητός του ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Ανατολικὴ ᾿Εκκλησία. ῾Ωρίσθηκε νὰ ἑορτάζεται τὴ δεύτερη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, σὰν ἐπέκτασί της κατὰ κάποιο τρόπο. ῾Εορτάζεται μὲ κατάνυξι σὲ ὅλο τὸ χῶρο τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλὰ στὴν πόλι του καὶ στὸ ναό του ὁ ἑορτασμὸς προσλαμβάνει ἰδιαίτερη λαμπρότητα. Στὸ ἀπολυτίκιο ποὺ τοῦ ἀφιέρωσε ὁ πατριάρχης Φιλόθεος ἐπισημαίνονται τὰ κύρια στοιχεῖα τῆς προσφορᾆς του:
᾿Ορθοδοξίας ὁ φωστήρ,
᾿Εκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε,
τῶν μοναστῶν ἡ καλλονή,
τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος,
Γρηγόριε θαυματουργέ,
Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα,
κήρυξ τῆς χάριτος,
ἱκέτευε διὰ παντὸς
σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
᾿Εννοεῖται ὅτι ἑορτάζεται ἐπίσης καὶ ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου του τὴν 14 Νοεμβρίου.
῞Οταν ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Δημητρίου μετατράπηκε σὲ τζαμὶ τὸ 1493, ἱδρύθηκε κοντὰ στὴν παραλία νέος μικρὸς ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου. ᾿Εκεῖ μεταφέρθηκε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ὅταν καὶ τῆς ῾Αγίας Σοφίας ὁ ναὸς μετατράπηκε σὲ τζαμί, τὸ 1525, ὁπότε ὁ ναΐσκος ἀφιερώθηκε καὶ στοὺς δύο προστάτες τῆς πόλεως. Καθεδρικὸς ναὸς μετὰ τὴν κατάληψι τῆς ῾Αγίας Σοφίας κατέστη ὁ τῶν ᾿Ασωμάτων, δηλαδὴ τῆς Ροτόντας, ἕως τὸ 1590, ὁπότε καὶ αὐτὸς καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ καθεδρικὸς ναὸς ἔγινε πλέον ὁ τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ Γρηγορίου, ποὺ εἶχε σχετικῶς διευρυνθῆ. ῾Ο ναὸς αὐτὸς καταστράφηκε ἀπὸ πυρκαϊὰ τὸ 1889 καὶ ἄρχισε ἀμέσως ἡ κατασκευὴ νέου. ῾Ο νέος ναός, ἀφοῦ ἡ πόλις ἐλευθερώθηκε τὸ 1912 καὶ ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἀποδόθηκε καὶ πάλι στὸν ἅγιό του, ἀφιερώθηκε στὸν ἅγιο Γρηγόριο.
῾Η μονὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὰ Κουφάλια, ποὺ συστήθηκε τὸ 1978 καὶ ἔχει πάρει διαστάσεις μεγάλου ἱδρύματος, ἀποτελεῖ εὐλαβικὸ ἀφιέρωμα στὴν ἁγιωσύνη του.
Γιὰ τὴ θέσι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἀνάμεσα στοὺς μεγάλους θεολόγους καὶ πατέρες τῆς ᾿Ορθοδοξίας εὑρίσκομε μιὰ παραστατικὴ διήγησι ὀπτασίας ποὺ παραθέτει στὸ τέλος τῆς βιογραφίας του ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος. Τὴν παραθέτομε κατὰ λέξι παρακάτω:
– ῞Ενας ἀπὸ τοὺς μοναστὰς τῆς θαυμαστῆς Λαύρας τοῦ διασήμου ᾿Αθανασίου, τὴν ὁποία πολλὲς φορὲς ἐμνημονεύσαμε ἤδη προηγουμένως, ἄνδρας ποὺ ἀνῆκε σ᾿ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπέλεξαν τὸν ἐντελῶς μοναδικὸ καὶ ἡσυχαστικὸ βίο καὶ ἦταν τελείως ἀθέατος καὶ ἀνομίλητος σχεδὸν σὲ ὅλους, πλὴν ἑνὸς ἢ δύο προσώπων, παρακαλοῦσε ἐντόνως τὸν Θεὸ νύκτα καὶ ἡμέρα νὰ τοῦ ἀποκαλυφθοῦν τὰ συμβάντα στὸν θεῖο Γρηγόριο· δηλαδὴ ποία κατάληξις τὸν εὑρῆκε καὶ μὲ ποιοὺς ἀπὸ τοὺς εὐαρεστήσαντας τὸν Θεό, στὴν τάξι του, εὑρίσκεται τώρα ἐκεῖ. ᾿Αφοῦ πολὺν καιρὸ παρακαλοῦσε αὐτά, τοῦ παρουσιάσθηκε μιὰ νύκτα ἡ ἑξῆς ὀπτασία.
Τοῦ ἐφάνηκε ὅτι εὑρισκόταν στὴν μεγάλη Κωνσταντινούπολι καὶ ὅτι ἐστεκόταν μέσα στὸν θαυμαστὸ μεγάλο ναὸ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα ἐνῶ δὲν εἶχε ταξιδεύσει ἐκεῖ ποτὲ καὶ δὲν εἶχε ἰδῆ οὔτε μὲ τὰ μάτια του ποτὲ τὸν ναὸ ἐκεῖνον. Τοῦ ἐφάνηκε ὅτι στὴ μέση τοῦ ναοῦ εἶδε νὰ συνεδριάζη σύνοδος ἱερῶν ἀνδρῶν (ἦσαν ὁ μέγας ᾿Αθανάσιος, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος, ὁ ᾿Ιωάννης μὲ τὴν χρυσῆ γλῶσσα, ὁ Νύσσης πάλι Γρηγόριος, ὁ Κύριλλος ὁ σοφός, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ἄλλο πλῆθος τῶν θεολόγων ἁγίων). Καθὼς λοιπὸν αὐτοὶ συζητοῦσαν, ὁ ὁραματιστὴς ἔσπευσε νὰ προσηλώση τὸν νοῦ του, ἀλλὰ δὲν κατώρθωσε νὰ μάθη τίποτε περισσότερο περὶ τῶν ἐκφερομένων ἀπὸ αὐτοὺς λόγων καὶ περὶ τῆς ὑποθέσεως. ῞Οταν ὅμως ἐφάνηκαν ὅτι εὑρίσκονται πρὸς τὸ τέλος τῶν συζητήσεων καὶ κατὰ τὴν συνήθεια ἔπρεπε νὰ καταλήξουν σὲ κάποια ἀπόφασι τότε καὶ ὁ μοναχὸς ἄκουσε ὅλους ἐκείνους τοὺς συνεδριάζοντας νὰ λέγουν ἀπὸ κοινοῦ ὅτι “εἶναι ἀδύνατο νὰ δοθῆ ἀπὸ ἐμᾆς ἡ ἐγκυρότης καὶ οἱ παρόντες νὰ ἐπιψηφίσουν τὶς ἀποφάσεις, ἂν δὲν προσέλθη στὴ σύνοδο καὶ στὴν ψηφοφορία ὁπωσδήποτε καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ πρόεδρος τῆς Θεσσαλονίκης”.
᾿Αμέσως τότε ἀποστέλλεται ἕνας τῶν ὑπηρετῶν γιὰ νὰ προσκαλέση κι ἐκεῖνον στὴν ἱερὰ σύνοδο. Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ μετέβηκε σ᾿ ἐκεῖνον, ἐπιστρέφει σὲ λίγο, λέγοντας ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ πλησιάση κανεὶς σ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ συνομιλήση, διότι στέκεται δίπλα στὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ ὁμιλεῖ μόνος πρὸς μόνον τὸν θεῖο βασιλέα. ᾿Εκεῖνοι τοῦ παρήγγειλαν καὶ πάλι νὰ μεταβῆ ἐκεῖ, νὰ ἀναμείνη τὸ τέλος τῆς βασιλικῆς συνομιλίας, καὶ ἔτσι νὰ συναντήση τὸν Γρηγόριο γιὰ νὰ τοῦ μεταφέρη τοὺς λόγους των. Πηγαίνει καὶ πάλι ἐκεῖ καὶ ἀφοῦ ἀνέμενε κατὰ τὴν παραγγελία καὶ εὗρε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία, διεμήνυσε ὅλα ἐκεῖνα στὸν Γρηγόριο καὶ εἶπε, “Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπικυρωθοῦν ἀπὸ τὴν σύνοδο τὰ ἀποφασισμένα, ἂν δὲν εἶσαι παρὼν καὶ σὺ ὁ ἴδιος”.
Μόλις ἐκεῖνος ἔμαθε αὐτὰ ἔρχεται πρὸς τὴν σύνοδο· οἱ δὲ σύνεδροι, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ ἔρχεται, σηκώνονται ὅλοι καὶ τὸν ὑποδέχονται μὲ κάθε φιλοφροσύνη καὶ φέροντάς τον τὸν τοποθετοῦν σ᾿ ἕδρα ἀνάμεσά τους μαζὶ μὲ τὴν κορυφαία καὶ ὁμότιμη καὶ σεπτὴ τριάδα τῶν θεολόγων. ῎Ετσι λοιπὸν ἐπιφέρουν ἐκείνη τὴν μελετωμένη ψῆφο καὶ τὸ κῦρος στὶς ἀποφάσεις ἢ μᾆλλον παρουσιάζουν οἱ ἴδιοι κάλλιστα τὰ προψηφισθέντα καὶ προεπικυρωθέντα μὲ τοὺς λόγους τόσο αὐτῶν ὅσο κι ἐκείνου, εἰς δόξαν αὐτοῦ καὶ τῆς κοινῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Πραγματικὰ ἐκεῖνα ἦσαν λόγοι ὅλων τῶν θεολόγων πρὸς τὸν Γρηγόριο μαζὶ μὲ κάποια ἱερὰ εὐχαριστία καὶ ἀπόρρητη εὐφροσύνη καὶ τέρψι, διότι τὰ μὲ διάφορες αἰτίες καὶ κατὰ διαφόρους χρόνους θεολογηθέντα ἀπὸ ἐκείνους, τὰ συνέλεξε αὐτὸς ὅλα σὲ μιὰ ἑνότητα τώρα τελευταῖα κατὰ θεία δύναμι καὶ χάρι, τὰ συνῆψε καλῶς καὶ ἐπεξεργάστηκε κι ἔδωσε ὁ ἴδιος σ᾿ αὐτὰ τὶς νεωτεριστικὲς αἱρέσεις κατὰ ἐξαίσιο τρόπο καὶ κατέστησε τοὺς λόγους ἕνα εἶδος συμπέρασμα καὶ ἀνάπτυξι ἱερὰ τῶν ἱερῶν ἐκείνων λόγων.
Αὐτὰ συνεχίζει, ἀπεφάσισαν ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας χωριστὰ ἀπὸ τοὺς θεολόγους μὲ μεγάλη εὐφροσύνη νὰ εἴπουν ἀρκετὴν ὥρα πρὸς τὸν Γρηγόριο· ἐσηκώθηκαν μαζὶ μὲ αὐτὸν ἀπὸ τὴν καθέδρα καὶ διέλυσαν τὸν ἱερὸν ἐκεῖνο σύλλογο.
Τὸ ὁλοφάνερο νόημα αὐτῆς τῆς ὀπτασίας εἶναι πρῶτο ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾆς ἀνήκει στὴν χορεία τῶν μεγάλων οἰκουμενικῶν διδασκάλων καὶ δεύτερο ὅτι ἡ διδασκαλία του ἀποτελεῖ διασάφησι, σύνοψι καὶ ἀνάπτυξι τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων πατέρων.
᾿Αποτελεῖ ὅμως καὶ ἀνανέωσι ἡ διδασκαλία του. ῎Επειτα ἀπὸ στασιμότητα πολλῶν αἰώνων ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπέτυχε ν᾿ ἀνανεώση τὴ χριστιανικὴ θεολογικὴ ὁρολογία καὶ νὰ δώση νέες κατευθύνσεις στὴ θεολογικὴ σκέψι. ᾿Αρνούμενος νὰ δεχθῆ τὴ διαλεκτικὴ τῶν ἐννοιῶν στὰ θέματα τῆς προσεγγίσεως τοῦ θείου, δὲν ἐθεωροῦσε τὸ θεῖο ῍Ον σὰν ἕνα ἀντικείμενο ἔρευνας, ἀλλὰ κατέβαλε σύντονες προσπάθειες νὰ κατοχυρώση τὴν προσωπικότητά Του.
Ζώντας σὲ μία ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἀνθρωπισμὸς ἔπαιρνε τὴ γνωστὴ ἀναγεννητική του μορφή, παρουσίασε στὸν κόσμο τὸν δικό του θεανθρωπισμό. ᾿Αντὶ νὰ ἀποσύρη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ σφαῖρα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἔφερε πλησιέστερα σ᾿ Αὐτόν. ᾿Αντιμετώπισε τὸν ἄνθρωπο σὰν ὡλοκληρωμένη προσωπικότητα ποὺ ἔχει τὴν ἀξία της τόσο ἐδῶ στὸν παρόντα κόσμο ὅσο καὶ στὸν μέλλοντα, καὶ μάλιστα ἀξία στὴ σύνθετή του ὑπόστασι, τὴν σωματικὴ καὶ πνευματικὴ συγχρόνως, τὴν ἀνθρωπίνη καὶ τὴ θεία. Καὶ εἶναι τέτοια ἡ ἀξία του ὥστε νὰ τὸν ἀνεβάζη ἐπάνω στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
῾Η θεολογία τοῦ Παλαμᾆ ἔχει συνισταμένη τὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ἀνθρώπινη τελείωσι, εἶναι ἡ θεολογία τῆς ἀποθεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ τὴν ἄποψι αὐτοῦ καὶ γενικώτερα τῶν ἡσυχαστῶν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μὲν ἕνα κτιστὸ ἀποτέλεσμα τῆς θείας ἐνεργείας, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἀνακεφαλαίωσι καὶ κόσμημα τοῦ συνόλου τῆς δημιουργίας. Κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ ἀνατάσεως, τῆς ὁποίας κορύφωμα εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τὸ Θεό, καταλαμβάνεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θείας δόξας ποὺ ἐκπέμπεται αἰωνίως ἀπὸ τὴν Τριάδα καὶ ὁ νοῦς του, ἁρπαζόμενος ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς καὶ εἰσερχόμενος μέσα σ᾿ αὐτό, γίνεται καὶ ὁ ἴδιος φῶς. ῎Ετσι σὰν φῶς βλέπει τὸ φῶς.
῾Η ἡσυχαστικὴ θεωρία του δὲν ἐπηρέασε μόνο τὴ διδασκαλία τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὸ σύνολο τῆς ζωῆς τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Τὸ θεῖο φῶς ἀναζητοῦν οἱ ἀσκηταὶ τῆς ἐρήμου, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, εἴτε μορφωμένοι εἴτε ἁπλοϊκοί· τὸ θεῖο φῶς ἀποδίδουν οἱ ἐμπνευσμένοι ζωγράφοι μὲ φωτεινὰ χρώματα στὰ ἐξογκωμένα σημεῖα τῶν προσώπων τῶν ἁγίων, ὅπως τὸ βλέπομε περισσότερο ἀπὸ παντοῦ ἀλλοῦ στὰ ἔργα τοῦ Θεοφάνη τοῦ ῞Ελληνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ῎Εκδοσις ἔργων γενική: Χρήστου, Π. Κ., Γρηγορίου Παλαμᾆ Συγγράμματα, τόμοι I-VI, Θεσσαλονίκη 1962 καὶ ἑξῆς, μὲ τὴ συνεργασία τῶν B. Bobrinsky, J. Meyendorff, Π. Παπαευαγγέλου, Γ. ᾿Ι. Μαντζαρίδου, Ν. Α. Ματσούκα, Β. Στ. Ψευτογκᾆ, Β. Φανουργάκη, Λ. Κοντογιάννη. Τόμ. Ι (1962, 19882), Περὶ ῾Αγίου Πνεύματος, ᾿Αντεπιγραφαί, ᾿Επιστολαὶ πρὸς Βαρλαὰμ καὶ ᾿Ακίνδυνον, ῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων. Τόμ. ΙΙ (1966), Πραγματεῖαι θεολογικαί, Πραγματεῖαι ὁμολογιακαί, ἐπιστολαί. Τόμ. ΙΙΙ (1970), ᾿Αντιρρητικοὶ πρὸς ᾿Ακίνδυνον. Τόμ. IV (1988), ᾿Επιστολιμαῖαι πραγματεῖαι, Κείμενα αἰχμαλωσίας, Κατὰ Γρηγορᾆ. Τόμ. V (1992), Κεφάλαια, ᾿Ασκητικὰ καὶ ᾿Ηθικά, εὐχαί. Τόμ. VI (ὑπὸ προπαρασκευήν), ῾Ομιλίαι. Μερικαὶ ἐκδόσεις: PG 150 καὶ 151. Candal, E., "El Theófanes de Gregorio Pálamas", OCP 12 (1946) 238-261. ῾Ο ἴδιος, "Fuente Palamiticas, Dialogo de jorge Facrasi", OCP 16 (1950) 303-356. Meyendorff, J., Defense des Saints Hésychastes, Louvain 1959, 19732. Οἰκονόμος, Σ. Κ., ῾Ομιλίαι κβ¢, ᾿Αθῆναι 1861. Phillipidis-Braat, A., "La captivitè de Palamas chez les Turks", TM 7 (1979) 109-222. Sinkewicz, R. E., The One hundred and fifty chapters, Toronto, Ontario, Canada 1988. Πραγματεῖες καὶ ἄρθρα: Παπαμιχαήλ, Γρ., ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾆς, Πετρούπολις, ᾿Αλεξάνδρεια 1911. Jugie, M., "Palamas Grégoire", DTC 11 (1932) 1735-1776. ῾Ο ἴδιος, "Palamite controverse", DTC 11 (1932) 1777-1818. Staniloae, D., Viat,a si invat,atura sfantului Grigorio Palama, Sibiu 1938. Candal, E., "Innovaciones Palamiticas en la doctrine de la gracia", Miscellanea Giov. Mercati, 3, 65, [Studi e Testi 123], Vatican City 1946. Kern, K., Anthropologiya sv. Grigoriya Palamy, Paris 1950. Meyendorff, J., Introduction a l’étude de Grégoire Palamas, Paris 1959. ῾Ο ἴδιος, "Palamas Grégoire", DSp. 12.1 (1987) 81-107. Radovic¢, A., Τὸ μυστήριον τῆς ῾Αγίας Τριάδος κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾆν, [ΑΒ 16], Θεσσαλονίκη 1973. Μαντζαρίδης, Γ., Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1973. ῾Ο ἴδιος, The deification of man, New York 1984. Stiernon, D., "Bulletin sur le Palamisme", Rev.Et.Gr. 30 (1972) 231-341. Nadal, J. S., "La redaction première de la troisième lettre de Palamas à Acindynos", OCP 40 (1974) 233-255. Χρήστου, Π. Κ., ᾿Ασκητικὰ καὶ Νηπτικά, Θεσσαλονίκη 1977. Sinkewicz, R. E., "St. Gregory Palamas and the doctrine of God᾿s image according to the Capita 150", Θεολογία 57 (1986) 857-881. Βίοι: Χρήστου, Π. Κ., Φιλοθέου Κοκκίνου, Εἰς τὸν βίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾆ, κείμενον καὶ μετάφρασις, Θεσσαλονίκη 1984. Πάριος, ᾿Αθ., ῾Ο Παλαμᾆς ἐκεῖνος, Βιέννη 1784, Βίος ὑπὸ Φιλοθέου, ἐγκώμιο ὑπὸ Νείλου, σὲ νεοελληνικὴ μετάφρασι, ἀκολουθία ἑορτῆς καὶ δύο παρακλητικοὶ κανόνες. Π.Χ. |