ΑΡΓΥΡΟΣ ὁ ἐξ ΑΠΑΝΟΜΗΣ,
νεομάρτυς († 11.5.1806)
11 Μαΐου
Τὸ Μαρτύριο τοῦ νεομάρτυρος ᾿Αργυροῦ, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ Νικηφόρος ὁ Χῖος καὶ περιλαμβάνεται στὸ Νέον Λειμωνάριον, παρουσιάζει μία ἐμφανῆ ὁμοιότητα μὲ τὸ Μαρτύριο τοῦ νεομάρτυρος Χριστοδούλου τοῦ ἐκ Κασσάνδρας, (βλ. λῆμμα) ποὺ ἐκδόθηκε στὸ Νέον Μαρτυρολόγιον τοῦ ὁσίου Νικοδήμου. ῾Η ὁμοιότητα αὐτὴ ἐκτείνεται τόσο στὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα τῶν δύο νεομαρτύρων ὅσο καὶ στὴν αἰτία καὶ τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρίου τους, καὶ μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ὡς ἑξῆς: Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ οἱ δύο κατάγονταν ἀπὸ χωριὰ τοῦ νομοῦ Χαλκιδικῆς κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη. ᾿Επίσης ἡ χρονικὴ ἀπόσταση ποὺ τοὺς χωρίζει εἶναι πολὺ μικρή, καθὼς ἀπέχουν μόνο μία γενεὰ μεταξύ τους καὶ ἀσφαλῶς τὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοδούλου θὰ εἶχε προκαλέσει ἔντονη αἴσθηση στοὺς κατοίκους τῆς Θεσσαλονίκης. Εἶναι φυσικὸ λοιπὸν νὰ διατηροῦνταν ζωντανὴ ἡ παράδοση περὶ τοῦ μαρτυρίου του, καθὼς μάλιστα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες μάρτυρες θὰ ζοῦσαν ἀκόμη. ῎Ισως καὶ νὰ κυκλοφοροῦσε μεταξὺ τῶν χριστιανῶν τῆς πόλεως κάποια καταγραφὴ τοῦ μαρτυρίου του. ῎Εχοντας λοιπὸν κανεὶς ὑπόψη του ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ ὑποθέσει ὅτι ὁ νεαρὸς ᾿Αργυρός, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοδούλου καὶ ἐνθουσιώδης καθὼς ἦταν λόγω τῆς ἡλικίας του, μιμήθηκε τὴ γενναία πράξη τοῦ Χριστοδούλου, ποὺ εἶχε φυσικὰ τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα.
῾Ο ᾿Αργυρὸς ἢ ᾿Αργύρης γεννήθηκε στὸ χωριὸ ᾿Απανομὴ (τὴ σημερινὴ ᾿Επανομή) τοῦ νομοῦ Θεσσαλονίκης κατὰ τὸ ἔτος 1788. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἦρθε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου προσλήφθηκε ἀπὸ κάποιον ράπτη ὡς ὑπηρέτης. ῾Ο συντάκτης τοῦ Μαρτυρίου του δὲν μᾆς παρέχει κάποια ἄλλα βιογραφικὰ στοιχεῖα· ἀναφέρεται μόνο στὸ γεγονὸς ποὺ ὑπῆρξε ἡ αἰτία γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ μαρτύριο, τὸ ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ ἴδιος, πληροφορήθηκε ἀπὸ κάποιους ἀξιόπιστους αὐτόπτες μάρτυρες ποὺ γνώριζαν τὸν ᾿Αργυρὸ προτοῦ μαρτυρήσει, γεγονὸς συνηθισμένο σὲ πολλὰ βυζαντινὰ ἁγιολογικὰ κείμενα, ἀλλὰ καὶ σὲ νεομαρτυρολογικὰ (βλ. π.χ. καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ νεομάρτυρος Μιχαὴλ τοῦ ἐκ Γρανίτσης ᾿Αγράφων).
Αἰτία τῆς προσαγωγῆς τοῦ ᾿Αργυροῦ στὸ μαρτύριο ὑπῆρξε ἕνας χριστιανός, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὸν Σοχὸ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ εἶχε φυλακισθεῖ γιὰ κάποιο ἀδίκημα ποὺ εἶχε διαπράξει. Μὴ ἔχοντας ὅμως χρήματα γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῆς ποινῆς του καὶ φοβούμενος τὴ θανατικὴ καταδίκη, ἀποφάσισε νὰ ἐξωμόσει, φαινόμενο ποὺ συναντοῦμε πολὺ συχνὰ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ δήλωσή του, ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ εἰσῆλθε σ᾿ ἕνα καφενεῖο μαζὶ μὲ μερικοὺς γενίτσαρους ποὺ ἀνέλαβαν νὰ τὸν κατηχήσουν στὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία.
῾Ο ᾿Αργυρός, ποὺ εἶχε πληροφορηθεῖ τὸ γεγονός, εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς στὸ καφενεῖο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὸ παράπτωμά του καὶ ταυτοχρόνως νὰ τὸν παρακινεῖ γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴν ὀρθόδοξη πίστη. ᾿Αλλὰ ἡ στάση του αὐτὴ προκάλεσε τόσο πολὺ τοὺς γενίτσαρους, ποὺ ὅρμησαν ἐπάνω του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν γρονθοκοποῦν τόσο ἄγρια, ὥστε θὰ τὸν σκότωναν, ἐὰν δὲν ἀνέστελλε τὴν ὀργή τους ἡ ἐλπίδα μήπως καὶ μπορέσουν νὰ τὸν προσελκύσουν στὴ δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, ἀπειλώντας τον ὅτι θὰ τὸν σκοτώσουν, νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἐξωμόσει. ᾿Επειδὴ ὅμως ὁ ᾿Αργυρὸς δὲν ὑποχωροῦσε στὶς πιέσεις τους, οἱ γενίτσαροι τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτὴ ἐνώπιον τοῦ ὁποίου προσπάθησαν καὶ πάλι νὰ τὸν μεταπείσουν, μεταχειριζόμενοι πότε ἀπειλὲς καὶ πότε κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις γιὰ δῶρα καὶ ἀξιώματα. ῞Ολα αὐτὰ ὅμως δὲν στάθηκαν ἱκανὰ νὰ κλονίσουν τὸ ἑδραῖο φρόνημά του καὶ τὴν ἀπόφασή του νὰ παραμείνει ἕως τὸ τέλος πιστὸς στὴν πατρώα πίστη του· γι᾿ αὐτὸ καὶ διατάχθηκε ἡ φυλάκισή του.
Μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες οἱ γενίτσαροι ἐπανέλαβαν καὶ πάλι τὶς προσπάθειές τους, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ζήτησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν κριτὴ νὰ διατάξει τὴν ἐκτέλεσή του· αὐτὸς ὅμως βλέποντας ὅτι ὁ ᾿Αργυρὸς δὲν εἶχε διαπράξει κάποιο ἀδίκημα ἄξιο θανάτου, προσπάθησε νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων καὶ νὰ τοὺς πείσει πὼς δὲν εἶναι δίκαιο νὰ σκοτώσουν ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο. ᾿Αλλὰ ἐμπρὸς στὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων ὑποχώρησε καὶ διέταξε τὴν δι᾿ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του.
῎Ετσι, σὲ ἡλικία μόλις δεκαοκτὼ ἐτῶν, στὶς 11 Μαΐου τοῦ ἔτους 1806 καὶ ἡμέρα Παρασκευή, ὁ ᾿Αργυρὸς ὁδηγήθηκε σὲ ἕναν τόπο λεγόμενο Καμπάν (σημ. Καπάνι), στὴν κεντρικὴ ἀγορὰ τῆς πόλεως, ὅπου καὶ ἀπαγχονίσθηκε. Τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος δὲν ἔφερε κανένα σημάδι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συνήθως παρουσιάζουν τὰ νεκρὰ σώματα, ἀλλὰ ἀπεναντίας φαινόταν σὰν ζωντανό, ὁ δὲ μάρτυς ἔμοιαζε σὰν νὰ κοιμόταν, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὸ θαυμασμὸ ὅλων. ῎Ισως αὐτὸς νὰ ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ Τοῦρκοι διέταξαν νὰ κατέλθει τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος ἀπὸ τὴν ἀγχόνη, παρὰ τὴν ἐπικρατοῦσα σ᾿ αὐτοὺς συνήθεια νὰ ἀφήνουν ἐκτεθειμένα τὰ νεκρὰ σώματα ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες πρὸς ὀνειδισμό.
῾Η μνήμη τοῦ νεομάρτυρος ᾿Αργυροῦ τιμᾆται τὴν ἡμέρα τῆς τελειώσεώς του, τὴν 11η Μαΐου. ῾Η πρώτη ᾿Ακολουθία πρὸς τιμή του εἶναι πόνημα ἀγνώστου συνθέτη καὶ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 1933 στὴ Θεσσαλονίκη. Στὴν ᾿Ακολουθία αὐτὴ ἀναφέρονται καὶ τὰ ὀνόματα τῶν γονέων τοῦ ᾿Αργυροῦ· σημειώνεται λοιπὸν ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ ᾿Αστερίου καὶ τῆς Βασιλικῆς Ντογιούδη.
῾Η ᾿Ακολουθία αὐτὴ ἀντικαταστάθηκε ὡς ἐλλειπὴς ἀπὸ νεώτερη ποὺ συνέθεσε ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης τὸ 1978.
᾿Απεικονίσεις τοῦ νεομάρτυρος συναντοῦμε στὸ κεντρικὸ βημόθυρο τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας στὴν ᾿Επανομή, μὲ χρονολογία 1853, καὶ σὲ κάποια ἄλλη εἰκόνα τοῦ ἔτους 1884.
᾿Αναφορικὰ μὲ τὴν τιμὴ τοῦ νεομάρτυρος στὴ γενέτειρά του, πρέπει νὰ σημειωθεῖ πὼς ἡ μνήμη του εἶχε λησμονηθεῖ· μετὰ τὸ 1931 ὅμως ἐπῆλθε κάποια ἀναζωπύρωση. Αἰτία στάθηκε ἡ ἐπίσκεψη μιᾆς ἀντιπροσωπείας κατοίκων τοῦ χωριοῦ στὸ ῞Αγιον ῎Ορος καὶ συγκεκριμένα στὴ μονὴ Βατοπεδίου, ὅπου τοὺς δόθηκε ὁ Βίος καὶ ἡ ᾿Ακολουθία τοῦ ᾿Αργυροῦ. ᾿Απὸ τότε πλέον ἄρχισε νὰ ἑορτάζεται ὁ νεομάρτυς μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ᾿Αναστασίου, ᾿Ι., “Οἱ νεομάρτυρες τῆς Θεσσαλονίκης”, ῾Η Θεσσαλονίκη 1 (1985) 496. ᾿Ανώνυμος, ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Αγίου Νεομάρτυρος ᾿Αργυρίου τοῦ ἐν ᾿Επανωμῇ γεννηθέντος, ψαλλομένη τῇ ΙΑ¢ Μαΐου, ἐκδοθεῖσα τὸ πρῶτον δαπάνῃ τῆς ἐκκλησίας Κοιμήσεως Θεοτόκου καὶ τῇ φιλοτίμῳ συνδρομῇ τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν, Θεσσαλονίκη 1933. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Βίος καὶ ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ενδόξου Νεομάρτυρος ᾿Αργυρίου τοῦ ᾿Επανομίτου μετὰ παρακλητικοῦ κανόνος, ψαλλομένη τῇ ΙΑ¢ Μαΐου, Καλαμαριὰ Θεσσαλονίκης 1978. Εὐστρατιάδης, Σωφ., ῾Αγιολόγιον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι χ.χρ., σ. 53. ΘΗΕ 3 (1963) 68. Καστανᾆς, Θ., “Θεσσαλονικεῖς ἅγιοι”, ΓΠ 19 (1935) 159. Λαγγῆς, Μ., ῾Ο Μέγας Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τ. Ε¢ (Μάϊος), ᾿Αθῆναι 19805, σ. 255. Μακάριος Κορίνθου - Νικόδημος ῾Αγιορείτης - Νικηφόρος Χῖος - ᾿Αθανάσιος Πάριος, Συναξαριστὴς Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 19892, σσ. 520-523. Νέον Λειμωνάριον, ᾿Αθῆναι 1873, σσ. 174-175. Παζαρᾆς, Θεοχ., ᾿Επανομή. ῾Ιστορία - Τοπογραφία, [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη, ἀρ. 79], Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 69-71. Παπαδόπουλος, Χρυσ., Οἱ Νεομάρτυρες, ᾿Αθῆναι 19703, σ. 110. Περαντώνης, ᾿Ιω., Λεξικὸν τῶν Νεομαρτύρων, ᾿Αθῆναι 1972, τ. Α¢, σ. 80. Μ.Β. |