ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ καὶ ΑΓΑΘΟΠΟΥΣ, μάρτυρες
4 ᾿Απριλίου
Στὸ Συναξάριο τῶν μαρτύρων ᾿Αγαθόποδος καὶ Θεοδούλου δὲν ἀναφέρεται ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου, ἔχοντας ὅμως ὑπόψη μας κάποια στοιχεῖα ἀπὸ τὸ ἐκτενὲς Μαρτύριο ποὺ ἕπεται τοῦ Συναξαρίου συμπεραίνουμε ὅτι οἱ δύο μάρτυρες ἐτελειώθησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ διοκλητιάνειου διωγμοῦ ἐπὶ Καίσαρος Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ ἄρχοντος Φαυστίνου.
Στὸ Μαρτυρολόγιό τους τονίζεται ἰδιαίτερα τὸ θάρρος, ἡ παρρησία, καὶ ἡ ἐμμονὴ τῶν δύο μαρτύρων στὴν ἀληθινὴ πίστη, ποὺ προκάλεσαν τὸ θαυμασμὸ ὅλων τῶν παρισταμένων.
Καὶ οἱ δύο μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη· ὁ Θεόδουλος, νεαρὸς στὴν ἡλικία, ἦταν ἀναγνώστης καὶ προερχόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Οἱ ἀδελφοί του, Καπίτων, Μητρόδωρος καὶ Φιλόστοργος, ἦταν εὐσεβέστατοι νέοι καὶ στὶς δύσκολες ὧρες ποὺ πέρασε ὁ Θεόδουλος μετὰ τὴ σύλληψή του, στάθηκαν δίπλα του, ἐνισχύοντάς τον καὶ τονώνοντάς του τὸ φρόνημα. Σημειώνεται δέ, στὸ Συναξάριό του, ὅτι λίγο πρὶν ἐξαπολυθεῖ ὁ διωγμὸς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου του, ὁ Θεόδουλος δέχθηκε ὡς δῶρο ἕνα πρωτότυπο δαχτυλίδι, σύμβολο τοῦ δωρητοῦ Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ὁ Θεόδουλος ἀπέκτησε θεραπευτικὲς ἰδιότητες καὶ ἐπιτελοῦσε ἰάσεις.
῾Ο ᾿Αγαθόπους (Agathoponus ἢ Agathopolus ἢ Agathonis στὰ ἀρχαῖα λατινικὰ συναξάρια), γέροντας στὴν ἡλικία, εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ διακόνου ὅταν συνελήφθη μαζὶ μὲ τὸν Θεόδουλο καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν Φαυστῖνο, ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλονίκης, μὲ σκοπὸ ἢ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα ἢ διαφορετικὰ νὰ θανατωθοῦν. Καὶ οἱ δύο ὅμως ἔχοντας μιὰ ψυχὴ καὶ ἕνα φρόνημα δήλωσαν ἐνώπιον τοῦ Φαυστίνου πὼς δὲν πρόκειται νὰ ὑποχωρήσουν καὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν ῞Ενα καὶ μοναδικὸ Θεό.
῾Ο Φαυστῖνος βλέποντας μὲ πόση παρρησία καὶ γενναιότητα ἀντιμετώπιζαν καὶ οἱ δύο τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου, ἀποφάσισε νὰ ἐπιχειρήσει νὰ τοὺς μεταπείσει χωριστὰ τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς ἀπομάκρυνε ὅλους καὶ κράτησε κοντά του μόνο τὸν Θεόδουλο μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἴσως μπορέσει νὰ τὸν κάμψει εὐκολότερα, ἐξαιτίας τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του. Δὲν πέτυχε ὅμως τὸ σκοπό του, γιατὶ οὔτε οἱ ὑποσχέσεις ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἀπειλὲς κλόνισαν τὸ φρόνημα τοῦ Θεοδούλου· ἀπεναντίας μάλιστα ἐπέδειξε τέτοια γενναιότητα ποὺ ἄφησε ἔκπληκτο τὸν Φαυστῖνο, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τὴν ἀποτυχία του, διέταξε νὰ ἀπομακρύνουν τὸν Θεόδουλο καὶ νὰ ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του τὸν ᾿Αγαθόποδα, τὸν ὁποῖο προέτρεψε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, τονίζοντάς του τὴν ἡλικία του καὶ τὴ σύνεση ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιδείξει σ᾿ αὐτή. ᾿Επιπλέον, γιὰ νὰ τὸν κάμψει ἀκόμη περισσότερο, τοῦ εἶπε ὅτι καὶ ὁ Θεόδουλος θυσίασε ἐνωρίτερα ἀπ᾿ αὐτόν. ῾Ο ᾿Αγαθόπους, ποὺ ἀντιλήφθηκε ἀμέσως τὴν ἀπάτη τοῦ ἀπάντησε ἀναλόγως, λέγοντάς του ὅτι, “προθύμως καὶ ἐγὼ τὴν διὰ λόγων θυσίαν θὰ προσφέρω πρὸς τὸν Θεόν μου καὶ τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Διότι πρὸς τούτους καὶ ὁ Θεόδουλος ὑπεσχέθη νὰ προσφέρη εὔοσμον θυσίαν”.
Στὴ συνέχεια ἔδωσε μιὰ σθεναρὴ ὁμολογία τῆς πίστεώς του, τέτοια ποὺ πολλοί, φοβούμενοι μήπως κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐνδυναμωθοῦν ὅσοι ἀνέμεναν νὰ ἀνακριθοῦν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, κατηγορούμενοι γιὰ τὸν ἴδιο λόγο μὲ τὸν ᾿Αγαθόποδα, προέτρεψαν τὸν Φαυστῖνο νὰ διατάξει τὴ φυλάκισή του μαζὶ μὲ τὸν Θεόδουλο. ᾿Αρκετοὶ τότε ἀπὸ τὸ παριστάμενο πλῆθος, ἐμφορούμενοι ἀπὸ δειλία, προσπάθησαν νὰ τοὺς μεταπείσουν, προβάλλοντας ὡς ἐπιχείρημα στὸν μὲν Θεόδουλο τὴ νεότητά του, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ λυπηθεῖ, στὸν δὲ ᾿Αγαθόποδα τὴ λευκασμένη κεφαλή του. ᾿Αλλὰ οἱ δύο ὑποψήφιοι μάρτυρες ἔμειναν ἀνυποχώρητοι· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁδηγήθηκαν στὴ φυλακή, ὅπου διανυκτέρευσαν προσευχόμενοι. Κατὰ τὸ μεσονύκτιο ἐνδυναμώθηκαν μὲ αἴσια ὄνειρα· μετὰ δὲ ἀπὸ αὐτὸ συνέχισαν νὰ προσεύχονται καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸ Θεὸ ποὺ τοὺς στήριξε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νύκτας οἱ ὑμνωδίες τῶν δύο ἁγίων ξεχύθηκαν σ᾿ ὅλη τὴ φυλακὴ καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς φυλακισμένους κακοποιοὺς βλέποντας τὸ θάρρος καὶ τὴν ἠρεμία τῶν δύο μαρτύρων, συγκλονισμένοι δήλωναν μετάνοια, ἀψηφώντας κι αὐτὸν ἀκόμη τὸ θάνατο, ἐνῶ ἀπὸ τὸν προκαλούμενο θόρυβο εἰσῆλθε στὴ φυλακὴ ὁ ὄχλος ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ ἀπ᾿ ἔξω καὶ θαύμαζε γιὰ τὰ γεγονότα.
Κάποιος Οὐρβανὸς ποὺ παρακολούθησε ὅλα ὅσα εἶχαν συμβεῖ στὴ φυλακή, ἔσπευσε νὰ καταγγείλει τὰ γενόμενα στὸν Φαυστῖνο· ἐπιπλέον τοῦ συνέστησε νὰ θανατώσει ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα τὸν Θεόδουλο καὶ τὸν ᾿Αγαθόποδα, γιατὶ ὅσο περισσότερο παρέμεναν στὴ φυλακὴ τόσο περισσότερους ἀνθρώπους θὰ προσέλκυαν στὴ χριστιανικὴ πίστη.
῾Ο Φαυστῖνος, ταραγμένος ἀπὸ ὅσα ἄκουσε, διέταξε νὰ τοῦ παρουσιάσουν ἀμέσως τοὺς δύο συλληφθέντες, γιὰ νὰ τοὺς ἀνακρίνει γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά. Πρῶτα ἀνέκρινε τὸν Θεόδουλο· γρήγορα ὅμως παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ τὸν μεταπείσει μὲ λόγια καὶ διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν. ῾Ο Θεόδουλος ὑπέμενε ὅλα τὰ βασανιστήρια μὲ καρτερία καὶ γενναιότητα· πολλοὶ ὅμως ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἄντεξαν οὔτε κἂν στὴ θέα τῶν φοβερῶν τιμωριῶν καὶ δείλιασαν καὶ προτίμησαν νὰ φάγουν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα. Τέλος, ὁ Φαυστῖνος διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, ἐλπίζοντας πὼς θὰ λιποψυχοῦσε ὁ μάρτυς καὶ θὰ ὑποχωροῦσε ἐμπρὸς σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀπειλή, ἀλλὰ καὶ πάλι ἀστόχησε.
Στὴ συνέχεια κάλεσε τὸν ᾿Αγαθόποδα, ὁ ὁποῖος ἐπέδειξε τὴν ἴδια γενναία συμπεριφορὰ μὲ τὸν Θεόδουλο· γι᾿ αὐτὸ διέταξε καὶ πάλι νὰ τοὺς φυλακίσουν. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας οἱ δύο μάρτυρες ἐνδυναμώθηκαν μὲ μία ὀπτασία· εἶδαν ὅτι βρίσκονταν μέσα σ᾿ ἕνα πλοῖο ποὺ καταποντίσθηκε καὶ οἱ μόνοι ποὺ διασώθηκαν ἦταν αὐτοί. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, δοξολόγησαν τὸ Θεὸ καὶ ἔτσι προετοιμασμένους καὶ ἐνδυναμωμένους τοὺς παρέλαβαν οἱ φύλακες γιὰ νὰ τοὺς παρουσιάσουν ἐνώπιον τοῦ Φαυστίνου, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξέδιδε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Φαυστῖνος ἐπιχείρησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἀλλὰ ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ ἔλαβε ἦταν ὅτι, “εἴμεθα χριστιανοὶ καὶ ὑπὲρ τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ προτιμῶμεν νὰ ὑποστῶμεν τὰ πάντα”. Κατόπιν τούτου διέταξε νὰ τοὺς ρίξουν στὴ θάλασσα γιὰ νὰ πνιγοῦν. Οἱ δύο μάρτυρες, ὁδηγούμενοι στὸν τόπο τῆς καταδίκης, συνοδεύονταν ἀπὸ ὁρισμένους εἰδωλολάτρες ποὺ προσπαθοῦσαν ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ τοὺς μεταπείσουν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μία ὁμάδα χριστιανῶν ποὺ τοὺς μακάριζαν γιατὶ παρέμειναν πιστοὶ ὡς τὸ τέλος. ῞Υστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα οἱ δύο μάρτυρες ρίφθηκαν στὴ θάλασσα, ἀλλὰ τὰ δεσμά τους λύθηκαν μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραλάβουν τὰ σώματα τῶν δύο μαρτύρων οἱ χριστιανοί. Σημειώνεται μάλιστα στὸ Συναξάριό τους, ὅτι ὁ μάρτυς Θεόδουλος ἐμφανίσθηκε σὲ κάποιους χριστιανοὺς μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό του φορώντας μιὰ μεγαλοπρεπῆ στολὴ καὶ τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μοιράσουν τὴν περιουσία του στὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ σ᾿ ὅποιον ἄλλο εἶχε ἀνάγκη, ἀποκαλύπτοντας κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴ φιλάνθρωπη καὶ ἐλεήμονα φύση του ἀκόμη καὶ μετὰ θάνατον.
Μία σημαντικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὸν τόπο ἀθλήσεως τῶν μαρτύρων Θεοδούλου καὶ ᾿Αγαθόποδος μᾆς παρέχει ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Δαυὶδ τοῦ δενδρίτη. Συγκεκριμένα, κατὰ τὴ διήγηση τῆς διὰ θαλάσσης ἐπιστροφῆς του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Θεσσαλονίκη, ὁπότε καὶ ἐκοιμήθη, γίνεται ἀναφορὰ στὸν τόπο ὅπου εἶχαν ριφθεῖ τὰ σώματα τῶν δύο μαρτύρων. Σημειώνεται λοιπὸν ὅτι, “καὶ λοιπὸν πλησίασαν τὸ πλοῖον τῇ πόλει (ἐνν. τὴ Θεσσαλονίκη), οὐ προσώρμησε τῷ λιμένι, ἀλλὰ πρὸς δυσμὰς τῆς πόλεως ὥρμησεν ἐν ᾧ τόπῳ ἐρρίφθησαν τὰ σώματα τῶν ἁγίων Θεοδούλου καὶ ᾿Αγαθόποδος ὑπὸ τῶν ἀσεβεστάτων καὶ ἀθεωτάτων Μαξιμιανοῦ Καίσαρος καὶ Φαυστίνου ἡγεμόνος”.
Σὲ Μαρτύριό τους, ποὺ σώζεται σὲ κώδικα τῆς μονῆς ᾿Ιβήρων τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, σημειώνεται ἡ ὕπαρξη ναοῦ πρὸς τιμὴν τῶν δύο μαρτύρων στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης.
Κανόνα πρὸς τιμὴν τῶν ἁγίων Θεοδούλου καὶ ᾿Αγαθόποδος συνέταξε ὁ ὅσιος ᾿Ιωσὴφ ὁ ῾Υμνογράφος, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστὸν εἶχε διέλθει καὶ παραμείνει γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα στὴ Θεσσαλονίκη.
῾Η μνήμη τῶν δύο μαρτύρων τιμᾆται στὶς 4 ᾿Απριλίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: AASS, Propylaeum ad Novembris, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxellis 1902, στ. 583-586. AASS Novembris. Tomi II pars posterior, Martyrologium Hieronymianum, Bruxellis 1931, σσ. 173-174. AASS Aprilis I, 1-10, Antverpiae 1675, σσ. 321-325. AASS, Propylaeum ad Decembris, Martyrologium Romanum, Bruxellis 1940, σσ. 124-125. Analecta Hymnica Graeca VIII (Canones Aprilis), σσ. 106-116. BHG 1784. Δεληδῆμος, Ε., “῾Ο ὅσιος Δαυὶδ ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ”, στὸ ῾Η ἐπανακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Δαυὶδ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην (17 ᾿Ιουλίου 1978), Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 35, 50. Εὐστρατιάδης, Σωφρ., ῾Αγιολόγιον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι χ.χρ., σ. 179. ΘΗΕ 1 (1962) 104. Niceta di Grigoli, "Agatopo e Theodulo, santi, martiri de Tessalonica", BS 1 (1961) 347-348. Λαγγῆς, Ματθ., ῾Ο Μέγας Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τ. Δ¢ (᾿Απρίλιος), ᾿Αθῆναι 1979, σσ. 76-89. Τωμαδάκης, Εὐτ., ᾿Ιωσὴφ ὁ ῾Υμνογράφος. Βίος καὶ ἔργον, ᾿Αθῆναι 1971, σ. 154 ἀρ. 227. Rose, V., Leben des heiligen David von Thessalonike, Berlin 1887, 13.19-23.
Μ.Β. |