ΑΝΤΩΝΙΟΣ ὁ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ,
ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης († 2.11.844)
2 Νοεμβρίου
῞Ενα ἐκτενὲς ἀπόσπασμα τοῦ Βίου τῆς ὁσίας Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ μὲ αὐτόνομο χαρακτήρα, ἀποτελεῖ τὴ σημαντικότερη πηγὴ ποὺ διαθέτουμε γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης ᾿Αντωνίου τοῦ ὁμολογητῆ. ῾Ο συγγραφέας τοῦ Βίου Γρηγόριος, κληρικὸς τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, παρεκκλίνοντας σκόπιμα ἀπὸ τὴ ροὴ τῆς διηγήσεώς του γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς ὁσίας Θεοδώρας, παρέχει στὶς παραγράφους 10-18 πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν περίοδο τῆς δεύτερης Εἰκονομαχίας καὶ γιὰ τὸ λίγο γνωστὸ πρόσωπο ἑνὸς εἰκονόφιλου ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη, τοῦ ἀρχιεπισκόπου ᾿Αντωνίου. ῾Η αὐτοτέλεια ποὺ παρατηρεῖται στὴ δομὴ αὐτῶν τῶν ἐννέα παραγράφων δίκαια ἐπιτρέπει νὰ χαρακτηρίσουμε αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα ὡς τὸ “Βίο ᾿Αντωνίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ ὁμολογητοῦ”, ἀφοῦ ἀκολουθεῖ πιστὰ στὴν ἐσωτερικὴ διάρθρωσή του ὅλους τοὺς κανόνες ποὺ διέπουν τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα.
᾿Αφορμὴ γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐκτενῆ παρέκβαση τοῦ Γρηγορίου κληρικοῦ ὑπῆρξε ἡ συγγένεια τοῦ ᾿Αντωνίου μὲ τὴν ὁσία Θεοδώρα, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται σὲ δύο σημεῖα τοῦ Βίου: ἀρχικὰ μὲ ἔμμεσο τρόπο, κατὰ τὴ διήγηση τῆς μοναστικῆς ἀφιερώσεως τῆς κόρης τῆς ὁσίας Θεοδώρας, τῆς Θεοπίστης, στὸ μονύδριο τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾆ, ὅπου ἡγουμένευε ἡ ἀδελφὴ τοῦ ᾿Αντωνίου, Αἰκατερίνη (“προσφέρουσιν Αἰκατερίνῃ τῇ ᾿Αντωνίου τοῦ ὁμολογητοῦ ἀδελφῇ, τοῦ καὶ προέδρου τῆς ἡμῶν χρηματίσαντος πόλεως, καὶ αὐτῆς συγγενοῦς καθεστηκυίας τῆς μακαρίας”), καὶ μὲ ἄμεσο τρόπο κατὰ τὴν ἀπαρχὴ τῆς διηγήσεως τοῦ Γρηγορίου γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο ᾿Αντώνιο (“ἐβουλόμην, ἐνταῦθα τοῦ λόγου γενόμενος, πολλῶν τῶν τῆς μακαρίας Θεοδώρας προσεχῶν καὶ γένους ἀνωτάτου τοὺς βίους διεξελθεῖν, ....ἵνα ἴδητε τοὺς αὐτῆς προσγενεῖς, οἷα κατὰ Θεὸν ζῶντες ἐτύγχανον. ...᾿Αντωνίου μόνου τοῦ ἡμῶν ἀρχιποίμενος ἐπιμνησθείς, αὖθις τὸν λόγον ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ δὴ τρέψομαι”).
Μὲ δεδομένη αὐτὴ τὴ συγγένεια εἶναι δυνατὸ νὰ προσδιορισθεῖ ἐπαγωγικὰ ὡς τόπος καταγωγῆς τοῦ ᾿Αντωνίου ἡ Αἴγινα, ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόταν ἡ ὁσία Θεοδώρα. Εἶναι, ὡστόσο, ἀδύνατος ὁ προσδιορισμὸς τοῦ χρόνου, κατὰ τὸν ὁποῖο μετανάστευσαν στὴ Θεσσαλονίκη ὁ ᾿Αντώνιος καὶ ἡ ἀδελφή του Αἰκατερίνη, ἐνῶ ἄγνωστοι παραμένουν καὶ οἱ λόγοι ποὺ προκάλεσαν αὐτὴ τὴ μετανάστευση.
῾Η παιδεία καὶ ἡ φιλομάθεια τοῦ ᾿Αντωνίου δὲν περιορίζονταν μόνο σὲ κείμενα τῆς χριστιανικῆς γραμματείας, ἀλλὰ κατέστη κάτοχος καὶ ἐγκυκλίου μορφώσεως. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο, ἐνῶ ἡ εὐρεῖα μόρφωση ποὺ ἀπέκτησε, καὶ ἡ ζωηρὴ φιλομάθειά του τὸν ἐφοδίασαν μὲ ὑψηλὴ δογματικὴ πανοπλία. ᾿Αποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν ὑπῆρξε, σύμφωνα μὲ τὸ βιογράφο του, ἡ ἐκλογή του στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς μητροπόλεως Δυρραχίου.
῾Η μὴ ὕπαρξη στοιχείων γιὰ τοὺς προκατόχους τοῦ ᾿Αντωνίου περιορίζει τὸν προσδιορισμὸ τοῦ χρόνου ἐκλογῆς του στὰ δεδομένα ποὺ παρέχει ὁ Βίος τῆς ὁσίας Θεοδώρας. Κατὰ συνέπεια terminus ante quem γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ ᾿Αντωνίου στὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο τῆς μητροπόλεως Δυρραχίου ἀποτελεῖ ἡ ἀναζωπύρωση τῆς Εἰκονομαχίας ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα Ε¢ τὸν ᾿Αρμένιο. Μὲ δεδομένη τὴν ὁμόφωνη μαρτυρία τῶν πηγῶν, ποὺ τοποθετεῖ τὴν ἔναρξη τῆς δεύτερης Εἰκονομαχίας δύο χρόνια μετὰ τὴν ἄνοδο τοῦ Λέοντος Ε¢ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, τὸ χρονικὸ αὐτὸ ὅριο πρέπει νὰ προσδιορισθεῖ στὸ ἔτος 815.
῍Αν καὶ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ Βίο τῆς ὁσίας Θεοδώρας γιὰ τὴν περίοδο τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ᾿Αντωνίου τοῦ ὁμολογητῆ στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς πόλεως τοῦ Δυρραχίου εἶναι λιγοστά, δὲν εἶναι ὡστόσο καὶ τὰ μοναδικά. ῾Η σημαντικότερη πηγὴ ποὺ διαθέτουμε γι᾿ αὐτὴν τὴν περίοδο εἶναι δύο ἐπιστολὲς τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη, τῆς ἡγετικῆς μορφῆς τῶν εἰκονοφίλων κατὰ τὴ δεύτερη Εἰκονομαχία, πρὸς τὸν ᾿Αντώνιο· πρόκειται γιὰ τὶς ἐπιστολὲς 462 (᾿Αντωνίῳ τοῦ Δυρραχίου) καὶ 542 (᾿Αντωνίῳ ἐπισκόπῳ), σύμφωνα μὲ τὴν ἀρίθμηση ποὺ ἔλαβαν κατὰ τὴν πρόσφατη κριτική τους ἔκδοση. ῍Αν καὶ ἡ ταύτιση τοῦ παραλήπτη αὐτῶν τῶν ἐπιστολῶν μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Δυρραχίου ᾿Αντώνιο, ποὺ καθίσταται γνωστὸς ἀπὸ τὸ Βίο τῆς ὁσίας Θεοδώρας τῆς Θεσσαλονίκης, εἶχε παλαιότερα ἀμφισβητηθεῖ, σήμερα ἔχει γίνει καθολικὰ ἀποδεκτή· τὴν ταύτιση αὐτή, ἐξάλλου, ἐπιρρωνύει ἡ σύνδεση τῶν πληροφοριῶν ποὺ παρέχει ὁ ἐν λόγῳ Βίος μὲ μαρτυρίες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς δύο ἐπιστολές.
Στὴν πρώτη ἐπιστολή, γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ θεωρηθεῖ βέβαιο ὅτι εἶχε σταλεῖ στὸν ᾿Αντώνιο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του στὸ Δυρράχιο, δηλ. πρὸ τοῦ 815, ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀπαντᾆ μὲ ἀπολογητικὸ ὕφος σὲ προηγούμενη μακροσκελῆ ἐπιστολὴ τοῦ ᾿Αντωνίου σχετικὰ μὲ ἕνα περιστατικὸ κανονικῆς φύσεως. Τὸ γενικότερο ὕφος τῆς ἐπιστολῆς εἶναι ἰδιαίτερα θερμὸ καὶ διακρίνεται ἀπὸ μία τάση ἐγκωμιασμοῦ τοῦ προσώπου τοῦ ᾿Αντωνίου, μὲ χαρακτηρισμοὺς ποὺ φανερώνουν τὴν ἰδιαίτερη ἐκτίμηση καὶ τὸν σεβασμὸ τοῦ ὁσίου Θεοδώρου πρὸς αὐτόν.
Τὸ ἴδιο πνεῦμα διακρίνει καὶ τὴ δεύτερη ἐπιστολή, ἡ χρονολόγηση τῆς ὁποίας, μὲ βάση ἐσωτερικὲς μαρτυρίες, προσδιορίζεται στὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ Β¢, καὶ εἰδικότερα μεταξὺ τοῦ Μαΐου τοῦ 826 καὶ τοῦ Νοεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, ποὺ συνιστᾆ τὴν ἡμερομηνία θανάτου τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη. ῾Η θερμότητα τοῦ ὕφους τῶν δύο ἐπιστολῶν τοῦ Θεοδώρου Στουδίτη, ἐπιτρέπει τὴ διατύπωση τῆς ὑποθέσεως, ὅτι οἱ δύο ἄνδρες συνδέονταν μὲ παλαιὰ προσωπικὴ φιλία, ποὺ εἶχε ἴσως ἀναπτυχθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐξορίας τοῦ Θεοδώρου Στουδίτη στὴ Θεσσαλονίκη τὸ ἔτος 797, λόγῳ τοῦ σχίσματος τῆς ζευξιμοιχείας τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ¢. ῾Ο ἴδιος, ἄλλωστε, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸ θεῖο του Πλάτωνα, περιγράφει ἀρκετὰ ἀναλυτικὰ τὴν ἄφιξή του στὴν πόλη καὶ τὴ θερμὴ ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἐπιφύλαξαν τόσο ὁ ὕπαρχος τῆς Θεσσαλονίκης ὅσο καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπός της.
῎Εμμεση ἀναφορὰ στὸν ᾿Αντώνιο, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του στὴ Μητρόπολη Δυρραχίου, συναντοῦμε καὶ στὴν ἐπιστολὴ 543 τοῦ Θεοδώρου Στουδίτη πρὸς τὸ μοναχὸ Διονύσιο, ὁ ὁποῖος εἶχε δεχθεῖ τὶς νουθεσίες τοῦ θεοφιλεστάτου ἡμῶν πατρὸς καὶ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Δυρραχίου κατὰ τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, ἀλλά, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, δίχως ἀποτέλεσμα.
᾿Ιδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἔχει γι᾿ αὐτὴν τὴν περίοδο καὶ ἡ δημοσίευση μιᾆς ἀρχιεπισκοπικῆς σφραγίδος τοῦ Δυρραχίου, τὸ χασματῶδες κείμενο τῆς ὁποίας ἀποκαταστάθηκε ὡς ἑξῆς: “† Θεοτόκε βοήθει ..../ίῳ ἀρχιε/[π]ισκό(πῳ) Δυρ/ραχιω(τῶν)”· ἡ κατοχή της πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ κατὰ πᾆσα πιθανότητα στὸν ᾿Αντώνιο τὸν ὁμολογητή, κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀρχιερατείας του στὸ θρόνο τοῦ Δυρραχίου.
Τὴ διήγησή του γιὰ τὴν ἀρχιερατεία τοῦ ᾿Αντωνίου στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τοῦ Δυρραχίου, διακόπτει αἰφνιδίως ὁ Γρηγόριος κληρικός, γιὰ νὰ ἀναφερθεῖ στὴν ἀναζωπύρωση τῆς Εἰκονομαχίας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος Ε¢, δύο χρόνια μετὰ τὴν ἄνοδό του στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Γίνεται ἐκτενὴς μνεία τοῦ διωγμοῦ τοῦ Λέοντος Ε¢, ποὺ ἐξιστορεῖται μὲ τὰ πιὸ μελανὰ χρώματα, ἐνῶ στὴ συνέχεια ἡ διήγηση ἐπικεντρώνεται στὸν ἀντιρρητικὸ λόγο ποὺ ἐξεφώνησε ὁ ᾿Αντώνιος ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος. ῎Εχει ὡστόσο ἐπισημανθεῖ ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα στὴν παράδοση τοῦ κειμένου αὐτοῦ τοῦ ἀντιρρητικοῦ λόγου. Πρόκειται γιὰ τὴν παράδοση δύο τελείως διαφορετικῶν κειμένων, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ σωζόμενο στὸν ἀρχικὸ Βίο τῆς ὁσίας Θεοδώρας ἐμφανίζει καὶ μεγάλη ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Μ. Φωτίου πρὸς τὸν βασιλέα τῶν Βουλγάρων, Μιχαήλ. Τὸ περιεχόμενο ἐντούτοις καὶ τῶν δύο ἀντιρρητικῶν λόγων, ποὺ παραδίδονται ὡς ἐκφωνηθέντες ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο ᾿Αντώνιο, ἐμφανίζει ἐναργῶς τὴν ἴδια χριστολογικὴ βάση ποὺ χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ παρόμοιους ἀντιρρητικοὺς λόγους ἄλλων ἁγίων τῆς εἰκονομαχικῆς περιόδου.
῾Η ἀπάντηση τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος, μετὰ τὴ σθεναρὴ στάση τοῦ ᾿Αντωνίου, ἦταν σκληρὰ βασανιστήρια, ποὺ τοῦ ἐπέφεραν ἀνίατες πληγὲς καὶ κλόνισαν τὴν ὑγεία του, καὶ τέλος ἡ καταδίκη του σὲ ἐξορία.
῾Ωστόσο, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Λέοντος Ε¢ ἀπὸ τὸ Μιχαὴλ Β¢ καὶ τὴν ἀνάρρηση τοῦ δευτέρου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, τὰ Χριστούγεννα τοῦ 820, ὁ ᾿Αντώνιος ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία, ἐνῶ δύο περίπου δεκαετίες ἀργότερα, μετὰ τὴν παρέλευση “τοῦ τῆς αἱρέσεως δεινοῦ χειμῶνος”, ὁ ᾿Αντώνιος ἐξελέγη ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, πράξη ποὺ τὸν ἀποκαθιστοῦσε στὸ ἀρχιεπισκοπικὸ ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο εἶχε στερηθεῖ βίαια κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Λέοντος Ε¢.
Τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Αντωνίου ὡς ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ἀναγράφεται στὴ δέκατη θέση, στὸν κατάλογο τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Θεσσαλονίκης, ἑνὸς πολὺ σημαντικοῦ ὑστεροβυζαντινοῦ κειμένου (15ος αἰ.) γιὰ τὴν ἐπισκοπικὴ καὶ τὴν ἐν γένει ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα μὲ αὐτό, προκάτοχός του ὑπῆρξε ὁ Λέων ὁ Φιλόσοφος ἢ Μαθηματικός, ποὺ διετέλεσε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὴν ἄνοιξη τοῦ 840 ὡς τὸ τέλος τῆς Εἰκονομαχίας, τὴν ἄνοιξη τοῦ 843· γιὰ τὸν διάδοχο ὅμως τοῦ ᾿Αντωνίου παρουσιάζεται ἀρκετὴ σύγχυση στοὺς συγχρόνους καταλόγους, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ἀγνοώντας ἴσως τὸ κείμενο τοῦ Συνοδικοῦ, ἀναγράφουν τὸ ὄνομα τοῦ Βασιλείου τοῦ ὁμολογητῆ. ῾Ωστόσο, θὰ πρέπει κατὰ τὴ γνώμη μας νὰ θεωρηθεῖ ἀκριβὴς ἡ σειρὰ ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ Συνοδικὸν στὸ σημεῖο αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο τὸν ᾿Αντώνιο διαδέχθηκε ὁ Σισίνιος καὶ ἐν συνεχεία ὁ Στέφανος (ἀρ. 11 καὶ 12 ἀντίστοιχα), τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων ἀπουσιάζουν ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους συγχρόνους καταλόγους τῶν ἐπισκόπων τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ ὄχι ὁ Βασίλειος ὁ ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ ἀρχιεράτευσε ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 862 καὶ 866.
῾Ωστόσο, ἡ ἀρχιεπισκοπικὴ θητεία τοῦ ᾿Αντωνίου, μετὰ τὴν ἐκλογή του στὸ θρόνο τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ὑπῆρξε βραχύβια. Στὸ Βίο τονίζεται πὼς ὁ ᾿Αντώνιος ὁ ὁμολογητὴς δὲν πρόλαβε νὰ ἐκτελέσει οὔτε κἂν τὰ λειτουργικὰ ἀρχιερατικά του καθήκοντα, παρὰ μόνο τὴ χειροτονία ἑνὸς κληρικοῦ, τὸν ὁποῖο “ἀσυγκρίτῳ πίστει πρὸς τὸν κεχειροτονηκότα κινούμενοι οἱ τῆς καθ᾿ ἡμᾆς ἐκκλησίας ἀκρότητος, τῷ ἐπωνύμῳ τοῦ κεχειροτονηκότος παρωνύμως ὠνόμασαν, εἰς μνήμην αἰωνίαν... ἔχειν τοῦτο γλιχόμενοι”. ῾Ο ὁσιακὸς θάνατος τοῦ ᾿Αντωνίου ἐπῆλθε λίγους μόλις μῆνες μετὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων “τῇ δευτέρᾳ τοῦ Νοεμβρίου τῆς ἑβδόμης ἰνδικτιῶνος”, δηλαδὴ στὶς 2 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 844.
῾Η διήγηση τοῦ Γρηγορίου κληρικοῦ συνεχίζεται μὲ μία πολὺ σημαντικὴ πληροφορία γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ ἱεροῦ σκήνους τοῦ ᾿Αντωνίου. Τὸ “πανάγιον καὶ ἀθλητικώτατον αὐτοῦ σῶμα” ἐνταφιάσθηκε στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί, πιὸ συγκεκριμένα, στὸ ταφικὸ παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. ῾Η πληροφορία αὐτὴ συνιστᾆ τὴ μοναδικὴ γραπτὴ πηγὴ ποὺ διαθέτουμε σχετικὰ μὲ τὴ χρήση αὐτοῦ τοῦ παρεκκλησίου ὡς ταφικοῦ προσκτίσματος. ᾿Επιπλέον, ἡ μαρτυρία τοῦ βιογράφου Γρηγορίου, ὅτι 46 χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ᾿Αντωνίου μεταφέρθηκε γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ στὸν ἴδιο τάφο τὸ σκήνωμα ἑνὸς ἀκόμη ἀρχιεπισκόπου τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος δὲν κατονομάζεται -εἶναι ὡστόσο βέβαιο πὼς πρόκειται γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Μεθόδιο, ποὺ ἀναφέρεται καὶ στὸ Βίο τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ νέου-, ἀποκαλύπτει τὴν καθιέρωση τῆς χρήσεως τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννου γιὰ τὴν ταφὴ ἀρχιεπισκόπων τῆς Θεσσαλονίκης. ῾Η χρησιμοποίηση αὐτοῦ τοῦ παρεκκλησίου ποὺ βρισκόταν “ἐν τοῖς λαιοῖς μέρεσι” ὡς ταφικοῦ χώρου, ἔχει ἀσφαλῶς ἄμεση σχέση μὲ τὸ κιβώριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τῶν πηγῶν, βρισκόταν στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ (“πρὸς τοῖς λαιοῖς πλευροῖς”) τοῦ ναοῦ.
῾Η πληροφορία αὐτὴ ἐπαληθεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα. Οἱ Γ. καὶ Μ. Σωτηρίου ἐντόπισαν στὴ βόρεια πλευρὰ τῆς βασιλικῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου τρία παρεκκλήσια, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ πρῶτο, ἀρχαιότερο τῶν δύο ἄλλων, εἶναι νεκρικὸ πρόσκτισμα καὶ στὸ δάπεδό του βρέθηκαν δύο πλινθόκτιστοι τάφοι. ᾿Απὸ τοὺς δύο ἐρευνητὲς εἶχε ἐκφρασθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι “εἰς ἓν ἐκ τῶν τριῶν παρεκκλησίων τούτων, τῶν εὑρισκομένων εἰς τὴν ἀριστερὰν (βορείαν) πλευρὰν τῆς βασιλικῆς, πρέπει ν᾿ ἀναζητήσωμεν τὸ ναΰδριον τοῦ Βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννου, εἰς τὸ ὁποῖον, συμφώνως πρὸς τὰ ἀναγραφόμενα εἰς τὸν Βίον τῆς ἁγίας Θεοδώρας, ἐτάφη ὁ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης ᾿Αντώνιος (843)”. ῾Ο Στ. Πελεκανίδης, σὲ μεταγενέστερη ἀνασκαφή, ἔφερε στὸ φῶς καὶ ἄλλο νεκρικὸ πρόσκτισμα στὴ βόρεια πλευρὰ τῆς βασιλικῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, κάτω ἀπὸ τὸ δάπεδο τοῦ ὁποίου “ἀνεσκάφησαν ὀκτὼ τάφοι κιβωτιόσχημοι ἀνὰ δύο”. Μὲ τὶς ἀνασκαφὲς αὐτὲς ἐπιβεβαιώθηκε ὁ ἰσχυρισμὸς γιὰ τὴν ἐκτεταμένη χρησιμοποίηση τῶν προσκτισμάτων τῆς βόρειας πλευρᾆς τῆς βασιλικῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὡς ταφικῶν παρεκκλησίων γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἀρχιεπισκόπων τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ κατὰ πᾆσα πιθανότητα καὶ ἄλλων ἐπισήμων προσώπων τῆς πόλεως.
῾Η ἀπόφαση νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ σκῆνος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Μεθοδίου στὸν ἴδιο τάφο, ὅπου εἶχε κατατεθεῖ καὶ τὸ λείψανο τοῦ ᾿Αντωνίου τοῦ ὁμολογητῆ, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκαλυφθεῖ στοὺς παρευρισκομένους, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ Γρηγόριος, πιθανότατα μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ διακόνου, ὅτι τὸ λείψανο τοῦ ἀρχιεπισκόπου ᾿Αντωνίου εἶχε διαφυλαχθεῖ ἐπὶ 46 χρόνια μετὰ τὸν ἐνταφιασμό του, ἄφθαρτο: “῞Οπερ ἅγιον λείψανον μέχρι τοῦ νῦν Χριστὸς εἰς δόξαν αὐτοῦ διαφυλάττει σῷον καὶ ἀδιάλυτον... εὕρομεν τὸ πανάγιον ᾿Αντωνίου σῶμα μεθ᾿ ὧν κεκόσμητο ἀρχιερατικῶν ἐπίπλων σχεδὸν ἅπαν ὁλόκληρον καὶ ἀμείωτον...”.
῾Ως στοιχεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα πιστοποιεῖται ἡ ἁγιότητα τοῦ ἀρχιεπισκόπου ᾿Αντωνίου, ὁ Γρηγόριος κληρικὸς χρησιμοποίησε τὴν ὁμολογία τῆς ὀρθόδοξης πίστεως καὶ διδασκαλίας γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τὴν ὁποία τεκμηριώνει μὲ τὴν παράθεση τοῦ κειμένου τοῦ ἀντιρρητικοῦ λόγου πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα Ε¢, καὶ τὴν ἀφθαρσία τοῦ λειψάνου του, ὅπως εἶχε ἀποκαλυφθεῖ περίτρανα καὶ στὸν ἴδιο. Πρόκειται γιὰ κριτήρια ἁγιότητος εὐρύτατα διαδεδομένα κατὰ τὴν εἰκονομαχικὴ καὶ μεταεικονομαχικὴ περίοδο, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ τὴν ἔρευνα τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων ποὺ γράφτηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν.
῍Αν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου ᾿Αντωνίου τοῦ ὁμολογητῆ δὲν ἐγγράφηκε στὸ Συναξάριο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως οὔτε καὶ στὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας, ὡστόσο ἔχει συμπεριληφθεῖ σὲ νεωτέρους καταλόγους τῶν ἁγίων τῆς Θεσσαλονίκης, καθὼς ἐπίσης καὶ στὴ δεύτερη ἀκολουθία ποὺ συνέταξε ὁ μακαριστὸς ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας, μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, πρὸς τιμὴν “πάντων τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ ἁγίων”.
῾Η μοναδικὴ γνωστὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἁγίου ᾿Αντωνίου τοῦ ὁμολογητῆ εἶναι ἡ σύγχρονη τοιχογραφία του στὴν κάτω ζώνη τοῦ δευτέρου δεξιοῦ πεσοῦ στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾆ, στὴ Θεσσαλονίκη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, “᾿Ακολουθία πάντων τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ διαλαμψάντων ἁγίων”, ΓΠ τχ. 732, ἔτ. 73 (Μάρτ.-᾿Απρ. 1990) 356. Παπαδόπουλος, Στ., “᾿Αντώνιος. ῾Ο ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης”, ΘΗΕ 2 (1963) 978. ῾Ο ἴδιος, “᾿Αντώνιος. ῾Ο Δυρραχίου τῆς ᾿Ηπείρου”, ΘΗΕ 2 (1963) 978. Πασχαλίδης, Σ. (ἐκδ.), ῾Ο Βίος τῆς ὁσιομυροβλύτιδος Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ - Διήγηση περὶ τῆς μεταθέσεως τοῦ τιμίου λειψάνου τῆς ὁσίας Θεοδώρας (Εἰσαγωγή, κριτικὸ κείμενο, μετάφραση, σχόλια), [Κέντρον ῾Αγιολογικῶν Μελετῶν ῾Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης 1], Θεσσαλονίκη 1991. ῾Ο ἴδιος, “῞Ενας ὁμολογητὴς τῆς δεύτερης Εἰκονομαχίας: ῾Ο ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ᾿Αντώνιος († 844)”, Βυζαντινὰ 17 (1994) 189-216. Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, ἔκδ. ῾Ι. Μ. Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 598. Σωτηρίου, Γ. & Μ., ῾Η Βασιλικὴ τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, [Βιβλιοθήκη τῆς ἐν ᾿Αθήναις ᾿Αρχαιολογικῆς ῾Εταιρείας, ἀρ. 34], ᾿Αθῆναι 1952, σσ. 135-138. Τσάμης, Δ., Μητερικόν, τ. Δ¢, ᾿Αλεξανδρούπολη 1993, σσ. 102-120. Χρυσοστόμου, Γ., “Οἱ ἅγιοι τῆς Θεσσαλονίκης”, στὸ Χαριστήριον τῷ παναγιωτάτῳ μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τῷ δευτέρῳ ἐπὶ τῇ συμπληρώσει εἰκοσαετοῦς ἐν Θεσσαλονίκῃ ποιμαντορίας (1974-1994), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 913. Fatouros, G. (ἐκδ.), Theodori Studitae Epistulae, [CFHB 31/1 & 2], Berlin 1992, τ. Ι, σσ. 426*, 480*, τ. ΙΙ, σσ. 659-661, 818-819. Ferluga, J., "Sur la date de la création du thème de Dyrrachium", Actes du XIIe Congrès Intern. d’Études Byzantines, τ. ΙΙ, Beograd 1964, ó. 89, σημ. 32 (=Ferluga, J., Byzantium on the Balkans. Studies on the Byzantine Administration and the Southern Slavs from the VIIth to the XIIth centuries, Amsterdam 1976, σσ. 215-224). Janin, R., Les églises et les monastères des grands centres byzantins (Bithynie, Hellespont, Latros, Galèsios, Trébizonde, Athènes, Thessalonique), Paris 1975, σ. 406. Kurtz, E., "Des Klerikers Gregorios Bericht über Leben, Wunderthaten und Translation der hl. Theodora von Thessalonich nebst der Metaphrase des Johannes Staurakios", Mémoires de l’Académie Imperiale des Sciences de St. Pétersbourg, VIIIe serie, τ. VI, ἀρ. 1, St. Pétersbourg 1902, σσ. II-V. Laurent, V., "La liste épiscopale du Synodicon de Thessalonique", EO 32 (1933) 300-310. Lequien, M., Oriens Christianus in quatuor Patriarchatus digestus, τ. ΙΙ, Paris 1740, στ. 243. Gouillard, J., "Le Synodicon de l’Orthodoxie", TM 2 (1967) 114. Petit, L., "Le Synodicon de Thessalonique", EO 18 (1916-18) 236-254. ῾Ο ἴδιος, "Les évêques de Thessalonique", EO 4 (1900-1901) 217. Σ.Π. |