ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ, μάρτυς
14 Μαρτίου
Τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρει τέσσερις μάρτυρες μὲ τὸ ὄνομα ᾿Αλέξανδρος, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζουν πολλὰ κοινὰ στοιχεῖα καὶ γι᾿ αὐτὸ προσδιορίζονται ἀπὸ τὸν διαφορετικὸ τόπο μαρτυρίου: ὁ ἅγιος ᾿Αλέξανδρος Πύδνης, ὁ ὁμώνυμός του Θεσσαλονίκης, ὁ Δρουζιπάρας καὶ τέλος ὁ Δινογετίας τῆς Κάτω Μοισίας. ῾Η προσεκτικὴ ὅμως ἀνάλυση τῶν σχετικῶν Μαρτυρίων πείθει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τέσσερα διαφορετικὰ πρόσωπα, ἀλλὰ γιὰ δύο ὁμωνύμους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ἔζησαν τὴν ἴδια ἐποχὴ (3ος αἰ.), σαφῶς διακρίνονται μεταξύ τουςÿ δηλ. ὁ ἅγιος ᾿Αλέξανδρος Δρουζιπάρας εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὁμώνυμό του Δινογετίας τῆς Κάτω Μοισίας, ποὺ εἶναι ὁ ἅγιος ᾿Αλέξανδρος ὁ Ρωμαῖος, καθώς, ὅπως θὰ φανεῖ παρακάτω, ὁ ἅγιος ᾿Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης εἶναι ὁ αὐτὸς μὲ τὸν ὁμώνυμό του Πύδνης.
Στὸ Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως ὑπάρχει ἡ μνεία τὴν 9η Νοεμβρίου, “τοῦ ἁγίου μάρτυρος ᾿Αλεξάνδρου τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ” μὲ ἐλάχιστα ὅμως στοιχεῖα, ὅπως τὴν καταγωγή, -“ἐκ τῆς Θεσσαλονίκης ὁρμώμενος”-, τὴν ἐποχὴ -“ἦν ἐπὶ Μαξιμιανοῦ βασιλέως”-, καὶ μία λιτὴ περιγραφὴ τῆς αἰτίας τοῦ μαρτυρίου τουÿ ἀναφέρεται δηλ. ὅτι ἂν καὶ τὸν κάλεσε ὁ αὐτοκράτορας νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, αὐτὸς ἀρνήθηκεÿ ἐπέδειξε μάλιστα τὴν ἀπέχθειά του κατὰ τρόπο θεαματικό, ἀνατρέποντας τὴν τράπεζα τῶν σπονδῶν, μὲ ἄμεση συνέπεια νὰ τιμωρηθεῖ μὲ ἀποκεφαλισμὸ γιὰ τὴ μεγάλη του ἀσέβεια. Στὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β¢ καταγράφονται περισσότερες λεπτομέρειες: ὁ δήμιος ποὺ θὰ ἀποκεφάλιζε τὸν ἅγιο ἔμεινε ἐμβρόντητος, βλέποντας κάποια ὀπτασίαÿ ἀφοῦ ὁ ἅγιος προσευχήθηκε, τότε μόνον ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο του, τὸν ἀποκεφαλισμό, ἀλλὰ καὶ πάλι θαυμαστὰ γεγονότα ἔλαβαν χώρα: ἐκείνη τὴν žρα ὁ αὐτοκράτορας εἶδε νὰ συνοδεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου στὸν οὐρανὸ τέσσερις ἄγγελοι, κάτι ποὺ τὸν συγκλόνισε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραχωρήσει τὸ λείψανο τοῦ μάρτυρα στοὺς χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ νὰ τὸ θάψουν κατὰ τὰ ἔθιμά τους.
Περισσότερες λεπτομέρειες τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου διασώζει ὁ κώδικας ᾿Αθηνῶν 2108, ὁ ὁποῖος προσθέτει λεπτομέρειες ἄγνωστες ἀπὸ ἄλλες πηγές, ὅπως π.χ. ὅτι ὁ ᾿Αλέξανδρος ἔνιψε τὰ χέρια του, πρὶν προσευχηθεῖ, καθὼς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δημίου, Μινουκιανός. Περιγράφει ἐπίσης τὴν μεταμέλεια τοῦ Μαξιμιανοῦ γιὰ τὸ θάνατο τοῦ ᾿Αλεξάνδρου καὶ τὴ συζήτηση μὲ τοὺς παρισταμένους χριστιανούς, προφανῶς στρατιωτικούς, “...καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς, ῾῾τί ἐστὶν μαρτυρία᾿᾿; Βίκτωρ ὁ στρατιώτης εἶπενÿ ῾῾ἐν τῷ ἡμετέρῳ νόμῳ, βασιλεῦ, ὅστις ἂν ὑπὲρ Χριστοῦ οὕτως ἀποθάνῃ, μάρτυς ἐστί, καὶ πάντες οἱ χριστιανοὶ συνερχόμενοι θάπτουσιν αὐτόνÿ δεόμεθα οὖν σου, βασιλεῦ, ἐπισταλῆναι τοῖς ἐν Θεσσαλονίκῃ ἀδελφοῖς, žστε αἰσίως κηδευθῆναι αὐτόν᾿᾿”. ῾Ο Μαξιμιανὸς ὄχι μόνο δέχθηκε νὰ παραχωρήσει στοὺς χριστιανοὺς τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος, ἀλλά, ἐπιπλέον, ἔγραψε καὶ ἐπιστολὴ στοὺς χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης: “Μαξιμιανὸς Καῖσαρ τοῖς Θεσσαλονικέων χριστιανοῖς χαίρειν. Τὸν οὕτως ἐν τῷ ἡμετέρῳ νόμῳ καταφρονήσαντά μου καὶ κελευσθέντα ὑπ᾿ ἐμοῦ ἀποθανεῖν, ἤδη ἀποστείλαντες τοὺς εἰωθότας ἀναλαμβάνειν τὰ τῶν μαρτυρούντων σώματα θάψατε. ῎Επεμψα γὰρ τοῦτο καὶ ἄκτον, ἵνα διὰ τάχους ἅπαντες ἀναλάβητε τὸ λείψανον τοῦ μάρτυρος ᾿Αλεξάνδρουÿ ὡς γὰρ ὑμεῖς λέγετε, ἐμαρτύρησεν”. Οἱ χριστιανοὶ πράγματι παρέλαβαν τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρα καὶ τὸ ἔθαψαν “εἰς τόπον καλούμενον Θωργίαι, πάντα πληρώσαντες... ἀνεχώρησαν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην”. ῾Ωστόσο, τὸ τοπωνύμιο Θωργίαι εἶναι ἄγνωστο καὶ παραμένει ἀταύτιστο.
᾿Απὸ τὶς λεπτομέρειες τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μαξιμιανοῦ πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, στὴν ὁποία τιτλοφορεῖται ὡς “καῖσαρ Μαξιμιανός”, ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ προσδιορίσουμε χρονικὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου στὸ διάστημα μεταξὺ τῆς 21ης ᾿Ιουλίου 285 -ἀναγόρευση τοῦ Μαξιμιανοῦ ὡς καίσαρος-, καὶ τῆς 1ης Αὐγούστου 286 -ἀνάδειξή του σὲ Αὔγουστο ἀπὸ τὸ Διοκλητιανό-.
῾Η ἀναγόρευση τοῦ Μαξιμιανοῦ γνωρίζουμε ὅτι ἔγινε στὴ Νικομήδεια, ἢ κάπου στὴν ᾿Ανατολή, διότι σύμφωνα μὲ τὶς πηγές, ὁ Διοκλητιανὸς ἐκεῖνο τὸ χειμῶνα τὸν πέρασε στὴ Νικομήδεια. ᾿Ακόμη εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Μαξιμιανὸς ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναγόρευσή του σὲ καίσαρα, ἐξεστράτευσε στὴ Γαλατία γιὰ νὰ καταστείλει τὴν ἐξέγερση τῶν Βαγαύδων, [“᾿Αμάνδου τινὸς νεωτερίσαντος ἐν Γαλλίᾳ Μαξιμιανὸς ἐκεῖσε γενόμενος τὸν νεωτερισμὸ κατέστειλεν” (Ζωναρᾆς ΧΙΙ, 31)]. Συνεπῶς, εἶναι πολὺ πιθανὸ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου νὰ συνέβη αὐτὴν τὴν περίοδο, δηλ. κατὰ τὴ μετάβαση τοῦ Μαξιμιανοῦ ἀπὸ τὴν ᾿Ανατολὴ στὴ Γαλατία διὰ τῆς ᾿Εγνατίας ὁδοῦ, ἡ ὁποία, ὡς γνωστό, διέρχεται ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Αὐτὸ ἄλλωστε καταφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γενικότερο πλαίσιο τοῦ μαρτυρίου, τὸ ὁποῖο ἔχει περισσότερο τὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς αὐλικοῦ ἐπεισοδίου παρὰ τὴ μορφὴ γενικοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὅπως αὐτὸς ποὺ ξέσπασε ἀργότερα, στὶς 24 Φεβρουαρίου 303. Πράγματι, ἡ ἄμεση ἐμπλοκὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ἡ παρουσία τοῦ προκτίκτορος, καθὼς καὶ ἡ ἀπόδοση τοῦ λειψάνου τοῦ μάρτυρος, μὲ συνοδευτικὴ ἐπιστολὴ μάλιστα πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς χριστιανούς, πείθουν ὅτι ἦταν ἀποτέλεσμα παροξυσμοῦ καὶ ἐπίδειξη ἐξουσίας, στοιχεῖα ἀδιανόητα ἂν ἐπρόκειτο γιὰ γενικὸ διωγμό. Τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου ἐπιβεβαιώνει τήν, γνωστὴ καὶ ἀπὸ ἄλλες πηγές, σχετικὰ ἤπια προσωπικὴ πολιτικὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ ἔναντι τῶν χριστιανῶν.
Θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τὸ κείμενο τοῦ κώδικος ᾿Αθηνῶν 2108 εἶναι σχεδὸν κατὰ λέξη ὅμοιο μὲ τὰ Acta latina τοῦ ἁγίου, τὰ ὁποῖα στὴ λατινικὴ παράδοση τοποθετοῦνται ἑορτολογικὰ στὶς 14 Μαρτίου. ᾿Ακόμη, ὁμοιάζει καὶ μὲ τὴ διήγηση ποὺ διασώζει τὸ ᾿Αρμενικὸ Συναξάριο, μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως ὅτι τοποθετεῖ τὸν ἑορτασμό του στὶς 18 Φεβρουαρίου.
Γιὰ τὸν ἅγιο ᾿Αλέξανδρο Πύδνης, στὸ Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως (13 Μαρτίου), ἐκτὸς τῆς ἐπιγραφῆς δὲν παραδίδεται καμμία ἄλλη πληροφορία, δηλ. κάποιο χρονολογικὸ ἢ τοπογραφικὸ στοιχεῖο. ῾Υπάρχει μία ἀόριστη καὶ κοινότυπη περιγραφή: μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης ἔλαμψε ξαφνικὰ σὰν ἄστρο ὁ ἅγιος, δίδαξε καὶ βάπτισε πολλοὺς εἰδωλολάτρες, ἀντιτάχθηκε στὴ μανία τῶν δυσσεβῶν, τῶν ὁποίων τελικὰ ἐπέσυρε τὴν ὀργή, μὲ συνέπεια νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουνÿ “ὁ δὲ Θεὸς χαρίσμασιν ἰαμάτων αὐτὸν ἀνταμείβεταιÿ ἅπασαν γὰρ νόσον πονηρὰν ἀπελαύνει ἀπὸ τῶν πίστει προσιόντων αὐτῷ”. Πιὸ σημαντικὸ εἶναι τὸ συναξάριο ποὺ παρατίθεται στὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β¢, διότι ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ἀναφέρεται ἡ Πύδνα ὡς ὁ τόπος ὅπου ἔδρασε ὁ ἅγιος, ὁ ὁποῖος πιέσθηκε νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς, ἀλλὰ ἀρνήθηκε καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίσθηκε καὶ ἀποκεφαλίσθηκεÿ τὸ λείψανό του ἐπίσης παρέλαβαν εὐσεβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸ κήδευσαν.
Τὸ μαρτύριο (Passio) τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Πύδνης ποὺ σώζεται στὰ λατινικὰ (AASS Mart. II, óσ. 339-340) εἶναι σχεδὸν κατὰ λέξη ὅμοιο μὲ τὴν ἑλληνικὴ συναξαριακὴ ἐπιτομὴ τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης, τοῦ κώδικος ᾿Αθηνῶν 2108. Αὐτὰ τὰ δύο κείμενα, ἐκτὸς τῆς ἐσωτερικῆς συγγενείας, ἔχουν ἐπιπλέον κοινὸ στοιχεῖο ὅτι δὲν ἀναφέρουν πουθενὰ τὴν Πύδνα ὡς τόπο μαρτυρίου τοῦ ἁγίου, πράγμα ποὺ ὑποδεικνύει τὴν ὕπαρξη κοινῆς πηγῆς, δηλ. κάποιου πρώιμου μαρτυρίου ἢ συναξαρίου τοῦ ἁγίου πρὶν διχοτομηθεῖ ἡ μνήμη του καὶ ὁ τοπικὸς προσδιορισμὸς τοῦ ἑορτασμοῦ του. Κάτι ἀνάλογο φαίνεται νὰ ἔχει ὑπόψη του καὶ ὁ ἀνώνυμος ὑμνογράφος, ὁ ὁποῖος γράφοντας τὸν Κανόνα τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Πύδνης (14 Μαρτίου), συνδέει ἀδιάκριτα τὰ στοιχεῖα τῶν δύο συναξαρίων, δηλ. τοῦ ᾿Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης καὶ τοῦ Πύδνης, σὲ ἕνα πρόσωπο. ῞Ολες οἱ παραπάνω λεπτομέρειες μᾆλλον ἐπιβάλλουν τὴν ταύτιση τῶν δύο ᾿Αλεξάνδρων, στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης.
Στὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης ἑορτάζεται στὶς 7 ἤ, κυρίως, στὶς 9 Νοεμβρίου, καὶ τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Πύδνης στὶς 13 κυρίως ἢ στὶς 14 Μαρτίου. Στὴ λατινικὴ παράδοση, στὸ Μαρτυρολόγιο τοῦ ῾Ιερωνύμου ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης ἀναγράφεται στὶς 14 Μαρτίου, ἐνῶ στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο στὶς 9 Νοεμβρίου.
᾿Εφόσον τὰ παλαιὰ μαρτυρολόγια (Μαρτυρολόγιο ῾Ιερωνύμου) καὶ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἑλληνικὰ συναξάρια, ἀλλὰ καὶ ὁ Κανόνας τοῦ ἁγίου ἀναφέρονται στὶς 14 (ἢ 13 Μαρτίου), αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ ἦταν καὶ ἡ ἀρχικὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του, ἡ ὁποία, ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, τοποθετήθηκε μεταγενέστερα στὸ ἑλληνικὸ ἑορτολόγιο στὶς 9 Νοεμβρίου ὡς μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης.
Σημαντικὴ βοήθεια στὴ διακρίβωση τῆς ταυτότητος τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου παρέχει τὸ χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾆ, τοῦ ἔτους 964, πρὸς τὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας (Actes de Lavra É, ἀρ. 5). Σύμφωνα μὲ τὸ χρυσόβουλλο αὐτό, ὁ Νικηφόρος ἱκανοποιώντας σχετικὸ αἴτημα τοῦ ὁσίου ᾿Αθανασίου τοῦ ᾿Αθωνίτη, παραχωροῦσε στὴ μονὴ τῆς Μ. Λαύρας τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου, καθὼς ἐπίσης δώριζε καὶ τὶς τίμιες κάρες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου τοῦ “ἐνδόξως ἀριστήσαντος καὶ ὑπὲρ τοῦ σωτῆρός μου στερρῶς μαρτυρήσαντος ἐν Πύδνῃ τῆς Θεσσαλίας”, οἱ ὁποῖες φυλάσσονταν στὸ αὐτοκρατορικὸ παρεκκλήσιο. Εἶναι σαφὲς λοιπὸν ὅτι ὁ ἅγιος ᾿Αλέξανδρος μαρτύρησε στὴν Πύδνα, τὸ μεσαιωνικὸ Κίτρος.
Τὸ Κίτρος στὴν τάξη τῶν ἐπισκοπῶν τοῦ θρόνου τῆς Θεσσαλονίκης κατεῖχε πρωτεύουσα θέση, ἀφοῦ ὁ ἐπίσκοπός του ἔφερε τὸν τίτλο τοῦ “ὑπερτίμου καὶ πρωτοθρόνου πάσης Θετταλίας ἐνῶ ὁ κυριάρχης μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἦταν ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Θετταλίας”. ῾Η σύνδεση τῆς ὀνομασίας “Θεσσαλία” μὲ τὴ Θεσσαλονίκη, ὀφειλομένη σὲ παρετυμολογία, ἐμφανίζεται σποραδικὰ κυρίως ἀπὸ τὸν 9ο αἰ. καὶ ἐνσωματώνεται ὁριστικὰ στὸ τίτλο τοῦ μητροπολίτη Θεσσαλονίκης στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰ. Αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατὶ στὸ χρυσόβουλλο λέγεται ὅτι μαρτύρησε “ἐν Πύδνῃ τῆς Θεσσαλίας” καὶ στὰ Acta Latina "in medio Macedoniae et Thessaliae".
᾿Απὸ τὰ παραπάνω καταδεικνύεται ὅτι ὁ ἅγιος ᾿Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν ἅγιο ᾿Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στὴν Πύδνα καὶ ἐνταφιάσθηκε στίς, ἀταύτιστες, Θωργίες. Τὴν πεποίθηση αὐτὴ διετύπωσε πρῶτος ὁ Γεδεώνÿ στὴ συνέχεια ὁ Halkin ταύτισε καὶ τοὺς τέσσερις ᾿Αλεξάνδρους σὲ ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ διελεύκανε ὁριστικῶς τὸ ζήτημα ἦταν ὁ Δημητρακόπουλος.
῎Αγνωστο παραμένει πότε διχοτομήθηκε ὁ ἑορτασμὸς καὶ γιὰ ποιοὺς λόγους υἱοθετήθηκε ἡ 9η Νοεμβρίου ὡς ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκηςÿ κατὰ πᾆσα πιθανότητα αὐτὸ συνέβη τὸν 9ο αἰ. ῞Οπως φαίνεται πάντως ἡ μετάθεση αὐτὴ δὲν βρῆκε ἀπήχηση στὴ λατρεία, ἀφοῦ δὲν σώζεται κανένα λατρευτικὸ στοιχεῖο γι᾿ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του. ᾿Αντιθέτως, ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Πύδνης φαίνεται πὼς ἦταν ἐξ ἀρχῆς διαδεδομένη, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν χειρογράφων, περὶ τὰ 26, ποὺ παραδίδουν τὸν Κανόνα του.
᾿Απεικόνιση τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου ὑπάρχει στὸν κώδικα Vaticanus graecus 1613, τὸ περίφημο Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β¢, σὲ μικρογραφία τοῦ ζωγράφου Παντολέοντος. ῾Ο Κανόνας τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Πύδνης ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὸν Εὐ. Τωμαδάκη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως, Propylaemum ad AASS Novembris, στ. 208. Μηνολόγιο Βασιλείου Β¢, PG 117, 152 (=AASS Novem. IV, σ. 100). Μαρτύριο, AASS Mart. II, σσ. 339-340. Μαρτυρολόγιο ῾Ιερωνύμου, AASS Novem. II, σ. 100. Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, AASS Decembris, σ. 506-507. ᾿Αρμενικὸ Συναξάριο, PO 21, 66-67. Γεδεών, Μ., Βυζαντινὸν ῾Εορτολόγιον, Κωνσταντινούπολις 1899, σ. 37. Halkin, F., "La prétendue Passion inédite de S. Alexandre de Thessalonique", Nouvelle Clio 6 (1954) 70-72 (=Recherches et documents d’Hagiographie Byzantine, [SH 51], Bruxelles 1971, σσ. 92-94). ῾Ο ἴδιος, "Saint Alexandre martyr de Thessalonique", Byzance et les Slaves, Études de Civilisation. Mélanges Ivan DujcÚev, Paris 1979, σσ. 213-215. Δημητρακόπουλος, Φ., “῞Αγιος ᾿Αλέξανδρος Πύδνης ἢ Θεσσαλονίκης (κώδ. ᾿Αθηνῶν 2108)”, ῾Ελληνικὰ 29 (1976) 265-277. Χρυσοστόμου, Γ., “Οἱ ῞Αγιοι τῆς Θεσσαλονίκης”, στὸ Χαριστήριον τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τῷ Β', Θεσσαλονίκη 1994, σ. 911. Quentin, H., στὸ DHGE, τ. ΙΙ, στ. 172. Di Grigoli, N., BS τ. Ι (Roma 1961) 787-790. Barnes, T., The new Empire of Diocletian and Constantine, Harvard University Press-Cambridge Mass. 1982, σσ. 32-35, 56-60. ῾Ο ἴδιος, "Imperial Campaigns", Phoenix 30 (1978) 174-193. Εἰκονογραφία: Χαραλαμπίδης, Κ., “Μηνολογικὲς παραστάσεις τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου ᾿Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης”, Θεσσαλονίκη. ᾿Επιστημονικὴ ᾿Επετηρὶς ῾Ιστορίας τοῦ Δήμου Θεσσαλονίκης 3 (1992) 3-41. ῾Η ᾿Ακολουθία: Tomadakis, E., Analecta Hymnica Graeca τ. 7 (Canones Martii), Roma 1971, σσ. 158-167, 377-379. Γ.Τ. |