ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ,
ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης (ἀρχές 4ου αἰ.)
[ἐκ τῶν πατέρων τῆς Α¢ Οἰκουμενικῆς Συνόδου]
28 Μαΐου καὶ Ζ¢ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα
Μεταξὺ τῶν πατέρων ποὺ μετεῖχαν στὴν Α¢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία καταδικάστηκε ἡ αἵρεση τοῦ ᾿Αρείου, συγκαταριθμεῖται καὶ ὁ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης ᾿Αλέξανδρος, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὶς σωζόμενες μαρτυρίες γιὰ τὸ πρόσωπό του, μετεῖχε ἐνεργὰ στὸν ἀγώνα τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου κατὰ τῶν ᾿Αρειανῶν καὶ διεδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο “ἀπολαύων ἰδιαιτέρας τιμῆς καὶ κύρους ὡς ἡγέτης, ἐκπρόσωπος τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ ᾿Ανατολικοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ”.
Σύμφωνα μὲ τὸν Γελάσιο Κυζίκου, ὁ ᾿Αλέξανδρος ὑπογράφει στὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας ὡς “᾿Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης διὰ τῶν ὑπ᾿ αὐτὸν τελούντων, ταῖς κατὰ Μακεδονίαν πρώτην καὶ δευτέραν σὺν τῇ ῾Ελλάδι, τήν τε Εὐρώπην πᾆσαν, Σκυθίαν ἑκατέραν, καὶ ταῖς κατὰ τὸ ᾿Ιλλυρικὸν ἁπάσαις, Θεσσαλίαν τε καὶ ᾿Αχαΐαν” (PG 85, 1312A). Στὸ ἔργο τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου, ᾿Απολογητικὸς κατὰ ᾿Αρειανῶν, συμπεριλαμβάνονται δύο ἐπιστολὲς ποὺ ἀνήκουν στὸν ἐπίσκοπο ᾿Αλέξανδρο, ὅπως πιστοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος (“ἵνα μὴ ταῖς παρὰ τῶν πολλῶν γραφείσαις ἐπιστολαῖς χρήσομαι, ἀρκεῖ μόνον τὴν ᾿Αλεξάνδρου τοῦ ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης παραθέσθαι”). Πρόκειται α) γιὰ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε στὸν Μ. ᾿Αθανάσιο τὸ ἔτος 322 (“Κυρίῳ ἀγαπητῷ υἱῷ καὶ ὁμοψύχῳ συλλειτουργῷ ᾿Αθανασίῳ ᾿Αλεξανδρείας”), στὴν ὁποία ἐκφράζει τὴ χαρά του, διότι οἱ κατηγορίες ὅτι ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ μελιτιανοῦ ἐπισκόπου ᾿Αρσενίου, ἀποδείχθηκαν ψευδεῖς, καὶ β) γιὰ μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκρατορικὸ ἐπίτροπο κόμητα Διονύσιο (“Ταῦτα δεξάμενος ᾿Αλέξανδρος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, ἔγραψε Διονυσίῳ τῷ κόμητι ταῦτα”), στὴν ὁποία καταγγέλλει τὶς σκευωρίες τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων ποὺ μετεῖχαν στὴ σύνοδο τῆς Τύρου (335) κατὰ τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου.
Στὸ ἴδιο ἔργο του ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος ψέγει τοὺς ᾿Αρειανούς, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ ἐμφανίσουν τὸν ᾿Αλέξανδρο ὡς συναυτουργὸ σὲ ἐγκληματικὲς ἐνέργειες ποὺ εἶχαν διαπράξει ὁμόφρονές τους: “Ταῦτα καὶ ᾿Αλέξανδρος ἐν νῷ λαβὼν ὁ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπίσκοπος, γράφει πρὸς τοὺς ἐκεῖ μείναντας τὴν σκευωρίαν ἐλέγχων, καὶ τὴν ἐπιβουλὴν μαρτυρόμενοςÿ ὃν κἂν συναριθμῶσιν ἑαυτοῖς, καὶ τῆς ἐπιβουλῆς μετρῶσιν ἕνα, οὐδὲν ἄλλο ἢ κατ᾿ ἐκεῖνον τὴν βίαν δεικνύουσι”.
Τὴ συμμετοχὴ τοῦ ᾿Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης στὴ σύνοδο τῆς Τύρου, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς ᾿Αναστάσεως στὰ ῾Ιεροσόλυμα στὶς 17 Σεπτεμβρίου 335, ἐπιβεβαιώνει ἔμμεσα καὶ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας στὸ Βίο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου (4, 23): “Μακεδόνες τὸν παρ᾿ αὐτοῖς μητροπόλεως παρέπεμπον”.
Σχετικὰ μὲ τὴν οἰκουμενικῶν διαστάσεων δραστηριότητα τοῦ ἐπισκόπου ᾿Αλεξάνδρου, πρέπει νὰ σημειωθεῖ καὶ ἡ ἄποψη ὁρισμένων ἐρευνητῶν ὅτι ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ᾿Αλεξάνδρου ᾿Αλεξανδρείας, τὴν ὁποία συμπεριέλαβε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴν ᾿Εκκλησιαστικὴ ῾Ιστορία του, καὶ στὴν ὁποία στιγματίζεται ἡ αἵρεση τοῦ ᾿Αρειανισμοῦ, ἀπευθύνεται στὸν ᾿Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης καὶ ὄχι στὸν ᾿Αλέξανδρο Κωνσταντινουπόλεως.
Τέλος, δύο ἰδιαίτερα σημαντικὲς ἀπὸ ἁγιολογικῆς πλευρᾆς πληροφορίες σχετίζονται μὲ τὴν ἐπισκοπικὴ δράση τοῦ ᾿Αλεξάνδρου στὴ Θεσσαλονίκη: στὴ Διήγηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς ᾿Ακαπνίου, ᾿Ιγνατίου, γιὰ τὸ περίφημο ψηφιδωτὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὴ μονὴ Λατόμου, ἐξιστορεῖται διεξοδικῶς ἡ κατήχηση καὶ ἡ βάπτιση τῆς Θεοδώρας, κόρης τοῦ Μαξιμιανοῦ (βλ. λῆμμα) ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ᾿Αλέξανδρο (“᾿Ετελεῖτο δὲ τότε ἄρα τῷ ἀρχιερεῖ τῶν πιστῶν -᾿Αλέξανδρος δὲ οὗτος ἦν ὁ ἱερός- θυσία ἡ ἀναίμακτος”).
῾Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται ἀπὸ τὸ συναξάριο τῆς ἁγίας μάρτυρος Ματρώνης τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ (βλ. λῆμμα), ποὺ περιλαμβάνεται στὸ Κωνσταντινουπολιτικὸ Συναξάριο, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα βυζαντινὰ συναξάρια. Μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν, ὁ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης ᾿Αλέξανδρος, πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης μετὰ τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313), μετέφερε τὸ μαρτυρικό της λείψανο μέσα στὴν πόλη καὶ “ἐκκλησίαν κτίσας ἐκεῖσε ἀπέθετο τὴν μακαρίαν καὶ ἀοίδιμον ὁσίως καὶ εὐσεβῶς”.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ᾿Αγγελόπουλος, ᾿Α., ῾Η ᾿Εκκλησία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 69. Μ. ᾿Αθανάσιος, ᾿Απολογητικὸς κατὰ ᾿Αρειανῶν, PG 25, 273, 368, 393. ᾿Ατέσης, Β., ᾿Επισκοπικοὶ κατάλογοι τῆς ῾Ελλάδος ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, ᾿Αθῆναι 1975, σ. 78. Γελάσιος Κυζίκου, Τῶν κατὰ τὴν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδον πραχθέντων σύνταγμα, PG 85, 1312, 1344. Θεοχαρίδης, Γ., ῾Ιστορία τῆς Μακεδονίας κατὰ τοὺς Μέσους Χρόνους (285-1354), [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 55], Θεσσαλονίκη 1980, σ. 39 σημ. 7. Καδᾆς, Σ., “Διήγηση ᾿Ιγνατίου περὶ τοῦ ψηφιδωτοῦ τῆς μονῆς Λατόμου”, Κληρονομία 20 (1988) 151.11-152.29. Κωνσταντινίδης, ᾿Ι., “᾿Αλέξανδρος (7) ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης”, ΘΗΕ 2 (1963) 107. Παπαγεωργίου, Π., “Θεσσαλονίκης ἀρχιεπίσκοποι ᾿Αλέξανδροι”, ἐφ. ᾿Αλήθεια 20 Δεκεμβρίου 1903. Χρυσοστόμου, Γ., “Οἱ ῞Αγιοι τῆς Θεσσαλονίκης”, στὸ Χαριστήριον τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τῷ δευτέρῳ ἐπὶ τῇ συμπληρώσει εἰκοσαετοῦς ἐν Θεσσαλονίκῃ ποιμαντορίας (1974-1994), Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 911-912. Lehaut, A., στὸ Dictionnaire d’Histoire et de Géographie Ecclesiastique, τ. Ι, στ. 284 ἀρ. 22. Lemerle, P., "Sainte Anysia, martyre a Thessalonique? Une question posée", Anal. Boll. 100 (1982) 124. Lequien, M., Oriens Christianus in quatuor Patriarchatus digestus, τ. ΙΙ, Parisiis 1740, στ. 28-29. Moutsopoulos, N., "Monasteries outside the Walls of Thessaloniki during the Period of Slav Raids", Cyrillomethodianum 11 (1987) 147. Mansi, ô. ÉÉ, ó. 881. Petit, L., "Les évêques de Thessalonique", EO 4 (1900-1901) 139-140. Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, ἔκδ. H. Delehaye, Bruxellis 1902, στ. 563.18-22. Σ.Π. |