ΑΚΑΚΙΟΣ, ὁσιομάρτυς († 1.5.1816)
1 Μαΐου
῾Ο ὁσιομάρτυς ᾿Ακάκιος ἀνήκει σὲ μιὰ ὁμάδα νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ εἶχαν ἐξομώσει σὲ νεαρὴ ἡλικία καὶ εἶχαν καταστεῖ ἀρνησίχριστοι, ἀργότερα συνειδητοποίησαν τὸ βαρὺ ἁμάρτημά τους, μετανόησαν καὶ κατέφυγαν στὸ ῞Αγιο ῎Ορος μὲ σκοπὸ τὴν προετοιμασία τους γιὰ τὸ ἑκούσιο μαρτύριο, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἐπιβεβαίωναν καὶ ἔμπρακτα τὴν ἐπιστροφή τους στὴν ὀρθόδοξη πίστη.
῾Ο ᾿Αθανάσιος, αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ακακίου, καταγόταν ἀπὸ τὸ Νεοχώρι -σημερινὸ ᾿Ασβεστοχώρι- Θεσσαλονίκης. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀναγκασθεῖ γιὰ βιοποριστικοὺς λόγους νὰ μετακομίσουν στὶς Σέρρες, ὅπου παρέδωσαν τὸν ἐννεάχρονο ᾿Αθανάσιο σὲ κάποιον ὑποδηματοποιὸ γιὰ νὰ τοῦ διδάξει τὴν τέχνη του. ῞Ομως ἡ σκληρὴ συμπεριφορά του καὶ ἡ κακομεταχείριση ἐξώθησαν τὸν ᾿Αθανάσιο στὴν ἐξόμωση γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ βάσανα. Στὴν πράξη του αὐτὴ τὸν προέτρεψαν καὶ δύο ὀθωμανές, οἱ ὁποῖες παρακολουθοῦσαν τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ τοῦ ἀφεντικοῦ του, καὶ ὑποσχόμενες μιὰ καλύτερη ζωὴ στὸν μικρὸ ᾿Αθανάσιο τὸν ἔπεισαν τὴν ἡμέρα τῆς Μ. Παρασκευῆς νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Μωαμεθανὸς πλέον ὁ ᾿Αθανάσιος, υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα τῆς περιοχῆς ᾿Ισοὺφ Μπέη, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου παρέμεινε ἐπὶ ἐννέα χρόνια. Σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν ὁ ᾿Αθανάσιος δέχθηκε τὴν πονηρὴ ἐπίθεση τῆς μητριᾆς του, ἡ ὁποία καθὼς ἔβλεπε τὸν μικρὸ ᾿Αθανάσιο νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ ἀνδρώνεται τὸν ἐρωτεύθηκε. ᾿Επειδὴ ὅμως αὐτὸς δὲν ὑποχώρησε καὶ δὲν ὑπέκυψε στὸ πάθος τῆς μητριᾆς του συκοφαντήθηκε ἀπ᾿ αὐτὴν στὸ θετὸ πατέρα του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ αὐτόν. ᾿Εκμεταλλευόμενος αὐτὴν τὴν εὐκαιρία κατέφυγε στὴ Θεσσαλονίκη κοντὰ στοὺς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τὶς Σέρρες μόλις πληροφορήθηκαν τὴν ἐξόμωσή του. Στὸ πατρικό του σπίτι δὲν παρέμεινε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, φοβούμενος μήπως καταστεῖ γνωστὸ στὴ Θεσσαλονίκη τὸ γεγονὸς τῆς ἀρνήσεώς του καὶ τῆς προσχωρήσεώς του στὸ μωαμεθανισμὸ καὶ γίνει κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ αἰτία νὰ τιμωρηθοῦν καὶ οἱ γονεῖς του καὶ αὐτός. Γι᾿ αὐτό, ἀκολουθώντας τὶς συμβουλὲς τῶν γονέων του μετέβηκε στὸ ῞Αγιο ῎Ορος, ὅπου, ἀφοῦ περιπλανήθηκε σὲ ἀρκετὲς μονές, κατέληξε τελικὰ στὴ σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στὴ συνοδεία τοῦ γέροντος Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος τὸν παρέδωσε ὡς ὑποτακτικὸ στὸ γέροντα ᾿Ακάκιο γιὰ νὰ τὸν προετοιμάσει γιὰ τὸ μαρτύριο, ὅπως εἶχε κάνει καὶ προηγουμένως μὲ τοὺς ὁσιομάρτυρες Εὐθύμιο καὶ ᾿Ιγνάτιο. Μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα ἔντονης ἀσκήσεως, ὁ ᾿Αθανάσιος, ὁ ὁποῖος στὸ μεταξὺ διάστημα ἐκάρη μοναχὸς καὶ μετονομάσθηκε ᾿Ακάκιος, ἔχοντας τὶς εὐλογίες τῶν λοιπῶν γερόντων ξεκίνησε συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν μοναχὸ Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος εἶχε συνοδεύσει ἐνωρίτερα καὶ τοὺς δύο παραπάνω ὁσιομάρτυρες, γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 10 ᾿Απριλίου. ῾Ο πλοίαρχος, ἄνθρωπος εὐλαβής, ὅταν ἔμαθε τὸ σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ τοῦ ᾿Ακακίου ὑποσχέθηκε στὸν Γρηγόριο νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τοῦ λειψάνου του μετὰ τὸ μαρτυρικό του τέλος καὶ νὰ τὸ ἐπανακομίσει ὁ ἴδιος στὸ ῞Αγιο ῎Ορος. ῞Υστερα ἀπὸ δεκατρεῖς ἡμέρες ἔφθασαν αἰσίως στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου φιλοξενήθηκαν ἀπὸ κάποιον παντοπώλη, γνώριμο τοῦ Γρηγορίου. Τὸ Σάββατο 29 ᾿Απριλίου ὁ ᾿Ακάκιος, ἀφοῦ προετοιμάστηκε κατάλληλα λαμβάνοντας τὰ ῎Αχραντα μυστήρια, ντύθηκε μὲ ροῦχα τουρκικὰ καὶ μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ καπετάνιου ἔφθασε στὸ κριτήριο, ὅπου ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων τῶν παρισταμένων τὴν ἐπάνοδό του στὴν πρώτη του πίστη. ᾿Εξαιτίας αὐτῆς του τῆς ὁμολογίας κλείσθηκε στὴ φυλακήÿ καθ᾿ ὅλη δὲ τὴ διάρκεια τῆς φυλακίσεώς του προσπάθησαν ἐπανειλημμένα εἴτε μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, εἴτε μὲ βασανιστήρια καὶ ἐκφοβισμοὺς νὰ τὸν μεταπείσουν. ῞Ολα αὐτὰ ὅμως δὲν κατάφεραν νὰ τὸν κλονίσουνÿ ἰδιαίτερα μάλιστα ἐνισχύθηκε καὶ προετοιμάσθηκε γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ μαρτύριο ὅταν ἔλαβε τὴ θεία Κοινωνία ποὺ τοῦ μετέφερε κρυφὰ στὴ φυλακὴ ὁ ἀδελφὸς τοῦ καπετάνιου. Οἱ Τοῦρκοι προύχοντες βλέποντας τὸ σταθερὸ φρόνημα τοῦ ᾿Ακακίου κατάλαβαν πὼς μάταια κοπιάζουν, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποφάσισαν τὴ θανάτωσή του. ῎Ετσι, τὴν 1 Μαΐου, ἡμέρα Δευτέρα καὶ žρα πέμπτη “εἰς τόπον καλούμενον Δακτυλόπορταν” ὁ ᾿Ακάκιος παρέδωσε διὰ τοῦ ξίφους τὸ πνεῦμα του. Τὴν τρίτη ἡμέρα, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα συνήθεια, ὁ Γρηγόριος ἐξαγόρασε τὸ λείψανο τοῦ μάρτυρος μὲ χρήματα ποὺ συγκέντρωσε ἀπὸ τοὺς παντοπῶλες τοῦ Γαλατᾆ καὶ τὸ μετέφερε στὴ νῆσο Πρίγκηπο, ὅπου ἐπιβιβάστηκαν στὸ πλοῖο μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν ἔρθει στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ προορισμὸ τὸ ῞Αγιο ῎Ορος. Στὶς 9 Μαΐου ἀποβιβάστηκαν στὸ λιμενίσκο τῆς μονῆς ᾿Ιβήρων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέφεραν τὸ λείψανο στὴν Καλύβη τοῦ ἁγ. Νικολάου, ὅπου τὸ ἐνταφίασαν στὸ παρεκκλήσιο τῶν ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου καὶ ᾿Ιγνατίου μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ὁσιομάρτυρος.
῾Η μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος ᾿Ακακίου τιμᾆται τὴν 1η Μαΐου, ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ὅμως ἐπιτελεῖται καὶ ἡ κοινὴ μνήμη τῶν τριῶν ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου τοῦ ἐκ Δημητσάνης, ᾿Ιγνατίου τοῦ ἐκ Παλαιᾆς Ζαγορᾆς καὶ τοῦ ᾿Ακακίου. ῾Ο καθορισμὸς κοινῆς μνήμης τῶν τριῶν ὁσιομαρτύρων δικαιολογεῖται ὡς ἑξῆςÿ καὶ οἱ τρεῖς προῆλθαν ἀπὸ τὴ σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς μονῆς ᾿Ιβήρων, ἦταν πνευματικὰ τέκνα τοῦ πατρὸς Νικηφόρου τοῦ Προδρομίτη καὶ ὑποτακτικοὶ τοῦ ἴδιου γέροντα, τοῦ ᾿Ακακίου, καὶ τέλος μαρτύρησαν μὲ διαφορὰ πολὺ μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος μεταξύ τους. ᾿Επίσης τὰ λείψανα καὶ τῶν τριῶν βρίσκονται θησαυρισμένα στὸ παρεκκλήσιο ποὺ τιμᾆται στὸ ὄνομά τους, στὴν Καλύβη τοῦ ἁγίου Νικολάου στὸ ῞Αγιο ῎Ορος. Τὰ Μαρτύρια καὶ τῶν τριῶν, τῶν ὁποίων τὸ κείμενο εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπιμελημένο χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι καὶ ἐξεζητημένο, συνέταξε ὁ λόγιος μοναχὸς ᾿Ονούφριος ὁ ᾿Ιβηρίτης. ῾Ο ἴδιος μοναχὸς συνέθεσε καὶ ᾿Ακολουθία πρὸς τιμήν τουςÿ τὰ κείμενα αὐτὰ ἐκδόθηκαν τὸ 1862 στὴν ᾿Αθήνα ἀπὸ τὸν ᾿Ακάκιο τὸν Προδρομίτη. Τρεῖς Κανόνες ποὺ συνέθεσε πρὸς τιμήν τους ὁ γνωστὸς ἁγιορείτης ὑμνογράφος τοῦ περασμένου αἰώνα, μοναχὸς ᾿Ιάκωβος ὁ Νεασκητιώτης, σώζονται στὸν ὑπ᾿ ἀριθμ. 139 κώδικα τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ἐνῶ τὸ ἰδιαίτερο μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρος ᾿Ακακίου συνέγραψε ὁ μητροπολίτης Καισαρείας Μελέτιος.
Τέλος, ὁ ᾿Ακάκιος ὁ Προδρομίτης δημοσίευσε μία ἐπιστολὴ τοῦ ᾿Ακακίου μαζὶ μὲ ἄλλα πέντε γράμματα τοῦ Εὐθυμίου τοῦ ᾿Ιβηροσκητιώτη, καθὼς καὶ ἕνα πιστοποιητικὸ τοῦ ἐπισκόπου ᾿Αργυρουπόλεως Γρηγορίου πρὸς τὸν συνοδίτη Γρηγόριο, ὅπου τοῦ ἔδινε τὴν ἄδεια γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ ὁσιομάρτυρος Εὐθυμίου. Τὰ ἔγγραφα αὐτὰ βρίσκονται ἐντὸς εἰδικῆς θήκης στὸ ᾿Αρχεῖο τῆς μονῆς ᾿Ιβήρωνÿ δυστυχῶς ὅμως δὲν σώζεται τὸ πρωτότυπο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ᾿Ακακίου στὸ ᾿Αρχεῖο τῆς Μονῆς, ἀλλὰ κάποιο ἀντίγραφό του. ῞Οτι πρόκειται περὶ ἀντιγράφου, διαπιστώνεται εὔκολα ἀπὸ τὴν ἀντιπαραβολὴ τοῦ κειμένου τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ᾿Αρχείου καὶ τοῦ κειμένου ποὺ δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Ακάκιο τὸν Προδρομίτη, τὸ ὁποῖο εἶναι πλῆρες ἐνῶ ἀπὸ τὸ πρῶτο ἀπουσιάζει κάποια παράγραφος. Τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ παραθέτουμε στὸ τέλος ὁλοκληρωμένη θέτοντας μέσα σὲ ἀγκύλες τὸ κείμενο ποὺ ἀπουσιάζει στὸ ἀντίγραφο τοῦ ᾿Αρχείου. ῾Η ἐπιστολὴ αὐτή, πού γράφηκε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτύριό του, ἀπευθύνεται στὸ γέροντά του Νικηφόρο καὶ ἔχει ὡς θέμα της τὴν ἐνημέρωσή του περὶ τῆς ἀφίξεώς τους στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴ συνέχεια ὁ ᾿Ακάκιος ζητᾆ τὶς προσευχὲς τοῦ γέροντά του καθὼς καὶ τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν γιὰ τὴν εὐόδωση τοῦ σκοποῦ του καὶ τέλος ἀπευθύνει τοὺς χαιρετισμούς του πρὸς ὅλους.
῞Ενα πρόβλημα ποὺ δημιουργήθηκε ἐξαιτίας τῆς ἐπιστολῆς σχετίζεται μὲ τὸ χρόνο τοῦ μαρτυρίου τοῦ ᾿Ακακίου, καθὼς σ᾿ ὅλα τὰ συναξάρια μνημονεύεται ὡς χρόνος ἀθλήσεώς του τὸ ἔτος 1815 πλὴν τῆς ἐπιστολῆς ποὺ μνημονεύει τὸ ἔτος 1816, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ θεωρηθεῖ καὶ τὸ ἀκριβέστερο. Καὶ αὐτὸ γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐπιστολή, “Αὔριον λοιπὸν Παρασκευῇ, 28ῃ ᾿Απριλίου”, πρέπει νὰ ἀναφέρεται στὸ ἔτος 1816 ἐφ᾿ ὅσον ἡ 28η ᾿Απριλίου συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα Παρασκευὴ κατὰ τὸ ἔτος αὐτό.
᾿Επιστολὴ τοῦ ὁσιομάρτυρος ᾿Ακακίου
Πανοσιώτατέ μοι καὶ πνευματικέ μου πάτερ δουλικῶς σοῦ προσκυνῶ καὶ τὴν ἁγίαν δεξιάν σου ἀσπάζομαι.
Τὸ παρόν μου ταπεινὸν γράμμα δὲν εἶν᾿ εἰς ἄλλο τι εἰ μὴ εἰς τὸ νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σας καὶ διὰ νὰ μάθετε καὶ τὸ καλό μας κατευώδιο μὲ τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Θεοῦ καὶ μὲ τὶς ἐδικές σας ἁγίες εὐχές. Κατευωδωθήκαμεν εἰς τὴν βασιλεύουσαν τῇ 24ῃ τοῦ ᾿Απριλίου μηνὸς [καὶ ἐμπήκαμεν μαζὶ μὲ τὸν γέροντά μου εἰς τὰ ἐργαστήρια τὰ χαβιαρτζίδικα, ὅπου καὶ ἄλλην φορὰν ἐμπῆκεν ὁ γέροντάς μου], καὶ ἐλπίζω μὲ τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Θεοῦ καὶ τῆς Κυρίας μου βασίλισσας καὶ μὲ τὶς ἐδικές σου θερμὲς δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον καὶ τῶν συναδέλφων μου νὰ λάβη τέλος κι ἡ ὑπόθεσίς μας.
Τοὺς συναδέλφους μου πολὺ τοὺς παρακαλῶ καὶ τοὺς χαιρετῶ, νὰ μὴ μὲ λησμονήσουνÿ καὶ ἀκούγοντας τὸ μακάριόν μου τέλος νὰ εὐχαριστήσετε τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Κυρίαν μου Βασίλισσαν καὶ νὰ δοξολογήσετε καὶ νὰ καταλύσετε ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διὰ τοὺς κόπους ποὺ ἐδοκιμάσατε δι᾿ ἐμὲ μέχρι σήμερα ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σᾆς εὐχαριστήσω, μόνον ὁ ἐπουράνιος βασιλεύς μου νὰ σᾆς ἀντιβραβεύση ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ μᾆς ἀξιώση ὁ Κύριος νὰ συγκατοικήσουμε ὁμοῦ. Καὶ ὅσοι ἀκόμη συνέδραμαν καὶ βοήθησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔργο ἂς λάβουν τὸ μισθό τους ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο βασιλέα μου.
᾿Ακόμη ὅλους τοὺς ἁγίους πατέρας τῆς ἱερᾆς σκήτεώς μας εὐλαβῶς τοὺς προσκυνῶ, τὸν διδάσκαλό μου, τὸν γέροντα ᾿Ονούφριον τὸν ἀσπάζομαι, καὶ τοὺς συναδέλφους μου γέροντες, ᾿Ακάκιον, ᾿Ιάκωβον καὶ Καλλίνικον. Χαιρετίσματα καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον Γαβριήλ. [Προσκυνήματα καὶ εἰς τὸν παπᾆ ᾿Αγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν του. Τὸν παπᾆ Δοσίθεον μετὰ τοῦ γέροντός του καὶ τῆς συνοδίας του προσκυνῶ, ὡς καὶ τὸν γείτονά μας τὸν Νεόφυτον μὲ τὴν συνοδίαν του. ᾿Ασπάζομαι ὁμοίως καὶ τὸν γέροντα Μιχαὴλ μὲ τὴν συνοδίαν του]. Ταῦτα γράφω ἐν συντομίᾳ γέροντά μου καὶ πνευματικέ μου. Αὔριο λοιπὸν Παρασκευὴ 28 ᾿Απριλίου μέλλω νὰ κινήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ εἴθε οἱ ἅγιες εὐχές σας νὰ μὲ βοηθήσουν. ᾿Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ᾿Ακολουθίαι καὶ Μαρτύρια τῶν... ὑπὸ ᾿Ονουφρίου τοῦ ᾿Ιβηρίτου..., ἐκδίδονται δὲ ὑπὸ ᾿Ακακίου μοναχοῦ Προδρομίτου, ἐν ᾿Αθήναις 1862. Σκήτη Καυσοκαλυβίων, κωδ. 139, σσ. 105-133, Κανόνες τρεῖς εἰς τοὺς ὁσιομάρτυρες ὑπὸ μον. ᾿Ιακώβου. ᾿Αναστασίου, ᾿Ιω., “Οἱ νεομάρτυρες τῆς Θεσσαλονίκης”, ῾Η Θεσσαλονίκη 1 (1985) 490. ΘΗΕ 1 (1962) 1175-1176. Λαγγῆς, Ματθ., ῾Ο Μέγας Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τ. Ε¢ (Μάϊος), ᾿Αθῆναι 1980, σσ. 37-55. Μ. Εὐχολόγιο, ᾿Αθῆναι 1962, σ. 454. Meinardus, Otto, The Saints of Greece, Athens 1970, σ. 8. Νικόδημος ῾Αγιορείτης, Συναξαριστής, τ. Γ¢, σσ. 4-5. Περαντώνης, ᾿Ιω., Λεξικὸν τῶν Νεομαρτύρων, ᾿Αθῆναι 1972, τ. Α¢, σσ. 55-56. Petit, L., Bibliographie des Acolouthies grècques, Bruxelles 1926, σ. 83. Στογιόγλου, Γ., “῾Αγιορεῖτες Νεομάρτυρες”, Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1988. Τσάμης, Δ., “῾Η θεληματικὴ προσέλευση στὸ μαρτύριο ἁγιορειτῶν νεομαρτύρων”, Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 348-349. Χρυσοστόμου, Γ., “Οἱ ἅγιοι τῆς Θεσσαλονίκης”, στὸ Χαριστήριον τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τῷ δευτέρῳ ἐπὶ τῇ συμπληρώσει εἰκοσαετοῦς ἐν Θεσσαλονίκῃ ποιμαντορίας (1974-1994), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 910. Μ.Β. |