ΡΟΥΦΟΣ, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης (406/7-434)
[ἐκ τῶν πατέρων τῆς Γ¢ Οἰκουμενικῆς Συνόδου]
9 Σεπτεμβρίου
῾Ο Ροῦφος διαδέχθηκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης τὸν ἅγιο ᾿Ανύσιο (βλ. λῆμμα). Σ᾿ αὐτὸν ἀπευθύνονται παπικὲς ἐπιστολές, τὸ περιεχόμενο τῶν ὁποίων ἔχει βαρύνουσα σημασία γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης. Μὲ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ πάπα ᾿Ιννοκεντίου (402-417) στὶς 17 ᾿Ιουνίου τοῦ 412, ἱδρύεται τυπικῶς τὸ Βικαριᾆτο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ καθορίζονται τὰ καθήκοντα τοῦ παπικοῦ βικαρίου, δηλαδὴ τοῦ ἑκάστοτε ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Πρὸς τὸ Ροῦφο ἀπευθύνονται καὶ δύο σχετικὲς ἐπιστολὲς τοῦ πάπα Βονιφατίου (418-422), διαδόχου τοῦ ᾿Ιννοκεντίου, α) τὸ 419 μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐκλογὴ τοῦ ἐπισκόπου Κορίνθου Περιγένους καὶ β) τὸ 422 κατόπιν πληροφοριῶν γιὰ ἐπικείμενη σύγκληση συνόδου γιὰ τὴν ἐπανεξέταση τῆς ἐπισκοπικῆς ἐκλογῆς τοῦ Περιγένους.
῾Ο διάδοχος τοῦ Βονιφατίου, πάπας Κελεστίνος Α¢ (422-432) ἀπέλυσε τὸ ἔτος 424 ἐπιστολὲς σὲ ἐπισκόπους τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες τοὺς σύστηνε ὑποταγὴ στὸν παπικὸ βικάριο, ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ροῦφο, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἐκτιμᾆται πὼς ἀποκαλύπτει μία κρίση στὶς σχέσεις μεταξὺ τοῦ παπικοῦ βικαρίου καὶ τῶν ὑποκειμένων σ᾿ αὐτὸν ἐπισκόπων. ῾Ο Ροῦφος ὑπῆρξε παραλήπτης καὶ δεύτερης ἐπιστολῆς τοῦ πάπα Κελεστίνου στὶς 11 Αὐγούστου τοῦ 430, μὲ τὴν ὁποία τοῦ γνωστοποιοῦνταν ἡ σύγκληση συνόδου στὴ Δύση, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ Νεστορίου.
῾Ο ἐπίσκοπος Ροῦφος ὑπῆρξε στενὸς φίλος, ὁμόφρων καὶ ὑποστηρικτὴς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας στὸν ἀγώνα του κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Πρὸς αὐτὸν ἀπευθύνονται δύο ἐπιστολὲς τοῦ Κυρίλλου, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὰ γνωστὰ δογματικὰ προβλήματα αὐτῆς τῆς περιόδου καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα ποὺ σχετίζονταν μ᾿ αὐτά. ῞Οπως διαφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς πρώτης ἐπιστολῆς, οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς εἶχαν ἐνημερωτικὸ χαρακτήρα, οὕτως ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας (“...ἀνακοινοῦσθαι τῇ σῇ ὁσιότητι, ἵνα μὴ θρῦλοί τινες ἕτερα ἀνθ᾿ ἑτέρων λέγοντες ἐκταράσσουσι τοὺς αὐτόθι θεοσεβεστάτους ἐπισκόπους”). Καὶ οἱ δύο ἐπιστολὲς διακρίνονται γιὰ τὴ θερμότητα τοῦ ὕφους τους καὶ τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς χαρακτηρισμοὺς ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριλλος γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ρούφου (“ἐπειδὴ δὲ πάνσοφός τε καὶ παντέλειος ὤν, ἐκέλευσας πεμφθῆναί τινα τῶν ἐμῶν πονηματίων...”).
῾Η τακτικὴ ἐνημέρωση τοῦ Ρούφου γιὰ τὴν ἔκβαση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων διαφαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλη ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας πρὸς τὸν ᾿Ιωάννη ᾿Αντιοχείας: “γεγράφασι γὰρ καὶ τὰ ἴσα καὶ πρὸς τὸν θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον Θεσσαλονίκης ῾Ροῦφον, καὶ πρὸς ἑτέρους τινὰς τῶν κατὰ τὴν Μακεδονίαν θεοσεβεῖς ἐπισκόπους, οἳ καὶ ἀεὶ συντρέχουσι ταῖς παρ᾿ αὐτοῦ ψήφοις”.
῾Ωστόσο, γιὰ ἄγνωστη αἰτία δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ συμμετάσχει ὁ Ροῦφος στὶς συνεδρίες τῆς Γ¢ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε τὸ 431 στὴν ῎Εφεσο, γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρέσεις τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ τοῦ Πελαγιανισμοῦ. ῾Ως τοποτηρητής του ὑπογράφει ὁ ἐπίσκοπος Φιλίππων Φλαβιανός: “Φλαβιανοῦ Φιλίππων, ἐπέχοντος καὶ τὸν τόπον ῾Ρούφου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου τῆς Θεσσαλονικέων”.
Τὸ 434 πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς τὸ ἔτος θανάτου τοῦ ἐπισκόπου Ρούφου, ἀφοῦ τὸ 435 στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης ἔχει ἤδη ἀνέλθει ὁ ᾿Αναστάσιος (βλ. λῆμμα).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ᾿Αγγελόπουλος, ᾿Α., ῾Η ᾿Εκκλησία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 97, 99, 102, 149. ᾿Ατέσης, Β., ᾿Επισκοπικοὶ Κατάλογοι τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, ᾿Αθῆναι 1975, σ. 79. Θεοχαρίδης, Γ., ῾Ιστορία τῆς Μακεδονίας κατὰ τοὺς Μέσους Χρόνους (285-1354), [Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη 55], Θεσσαλονίκη 1980, σ. 93, σημ. 1, 109, 112, 113, 115. Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Επιστολὲς 42 καὶ 43, PG 77, 221A-224C. Κωνσταντακοπούλου, Α., ῾Ιστορικὴ Γεωγραφία τῆς Μακεδονίας (4ος-6ος αἰ.), [Διδ. διατριβή], Γιάννενα 1984, σσ. 147-148. Lequien, M., Oriens Christianus in quatuor Patriarchatus digestus, τ. ΙΙ, Parisiis 1740, στ. 33. Mansi IV, 567ἑ. Petit, L., "Les évêques de Thessalonique", EO 4 (1900-1901) 141-142 ἀρ. Χ. Σ.Π. |