Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης
Αρχική Σελίδα Επικοινωνία Χρήσιμες Συνδέσεις Χάρτης Πλοήγησης Γλωσσάριο
 website clocks
αναζήτηση    
Λατρευτική Εβδομάδα στην Θεσσαλονίκη (20 -27 Απριλίου 2024)

ΝΙΚΑΝΩΡ

ΝΙΚΑΝΩΡ, ὅσιος,

κτίτωρ ῾Ι. Μονῆς Ζάβορδας († 7.8.1549)

7 Αὐγούστου



῾Ο ὅσιος Νικάνωρ εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἱστορικῆς μο­νῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, γνωστῆς καὶ μὲ τὴν προσωνυμία Ζάβορδα, ποὺ βρίσκεται κτισμένη στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους τοῦ Καλλιστράτου στὰ Γρεβενά. Σημαντικὴ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὸν ὁ­σιακὸ βίο του, ἀποτελεῖ, ἐκτὸς τοῦ ἀνωνύμου Βίου του, ἡ Διαθήκη ποὺ συνέταξε ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικάνωρ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του, τὸ ἔτος 1549.

Τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Νικόλαος καὶ γεννή­θη­κε στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 1491 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γο­­νεῖς, τὸν ᾿Ιωάννη καὶ τὴ Μαρία. ῾Υπῆρξε ὁ καρπὸς τῶν θερ­μῶν προσευχῶν τῶν ἀτέκνων γονέων του καὶ ἰδίως τῆς μη­τέρας του, ἡ ὁποία καθημερινὰ προσευχόταν ἐπὶ ὧρες στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Μηνᾆ, ζητώντας ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θερα­πεύσει τὴ στειρότητά της.

Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ὁ Νικόλαος ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἐνῶ λίγο ἀργότερα πέθανε καὶ ἡ μητέρα του. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του ἀποφάσισε νὰ διανείμει τὴ με­γάλη περιουσία ποὺ εἶχε κληρονομήσει ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ λάβει τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα Νικάνωρ, ἐνῶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε ἱερέας ἀπὸ τὸ μητροπολίτη Θεσσα­λονίκης Μάξιμο (1486/7-1515) καὶ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ τυ­πικάρη, δηλαδὴ τοῦ ὑπευθύνου γιὰ τὴν τυπικὴ διάταξη τῶν καθημερινῶν λατρευτικῶν συνάξεων.

Μετὰ ἀπὸ σύντομο χρονικὸ διάστημα, σὲ ἡλικία εἰκο­σιεπτὰ ἐτῶν, ἡ φιλέρημη φύση τοῦ Νικάνορος καὶ ἡ θεία ἐντολὴ “Νικάνορ, ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου, καὶ ἐκ τῆς συγγε­νείας σου, καὶ πορεύου εἰς τὸ τοῦ Καλλιστράτου ὄρος, καὶ ἀγωνίζου ἐκεῖ καλῶς”, ποὺ ἔλαβε, σύμφωνα μὲ τὸ Συναξά­ριό του, μία νύκτα, τὸν ὤθησαν στὴν πλήρη ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν κόσμο. Κατευθυνόμενος πρὸς τὸ ὄρος τοῦ Καλ­λιστράτου, στὸν ἄνω ροῦ τοῦ ποταμοῦ ῾Αλιάκμονα, περιό­δευε σὲ πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Μακεδονίας, διδάσκοντας τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐπιτελώντας θαυματουργικὲς ἰάσεις.

Τὴν περίοδο αὐτὴ συνδέεται ἡ παρουσία του καὶ μὲ τὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὴ Σκήτη Βεροίας, τὸ πε­ρί­φη­μο μοναστικὸ κέντρο ποὺ ἀναπτύχθηκε στὸ μέσο ροῦ τοῦ ῾Α­λιάκμονα κατὰ τὴ μεσοβυζαντινὴ περίοδο, καθὼς καὶ μὲ τὸν ὅσιο Διονύσιο τὸν ἐν ᾿Ολύμπῳ, ὁ ὁποῖος προτοῦ με­τα­βεῖ στὸν ῎Ολυμπο, ὅπου ἵδρυσε τὴ γνωστὴ ἱστορικὴ μονὴ τῆς ἁγίας Τριάδος, εἶχε ἀσκητεύσει γιὰ ἕνα μεγάλο χρονι­κὸ διά­στημα στὴ μονὴ Προδρόμου, συντελώντας μάλιστα ἀποφα­σι­στικὰ στὴν κοινοβιακή της λειτουργία, καθὼς καὶ στὴν πλη­θυ­σμια­κὴ ἀνά­πτυξη τῆς Σκήτεως.

῍Αν καὶ στὸ Βίο τοῦ ὁσίου Νικάνορος δὲ μαρτυρεῖται ἡ διέλευση ἢ ἡ παραμονή του στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προ­δρό­μου, ὑπάρχει ὡστόσο μία σημαντικὴ πληροφορία γιὰ τὴ σχέ­ση του μὲ τὸν ὅσιο Διονύσιο· περιγράφοντας ὁ βιογρά­φος του τὴν ταπείνωσή του, τονίζει ὅτι αὐτὴ εἶχε προκαλέ­σει καὶ τὸ θαυμασμὸ τῶν μαθητῶν τοῦ ὁσίου Διονυσίου: “ὅ­θεν πολ­λά­κις οἱ μαθηταὶ τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν τῷ ᾿Ολύμ­πῳ ὄρει ἀσκήσαντος, ἐθαύμαζον, βλέποντες τὴν μεγά­λην τα­πείνωσιν ὁποῦ εἶχεν ὁ ὅσιος Νικάνωρ εἰς τὰ φορέ­ματα. Διὰ τὸ ὁποῖον εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ ὅσιος Διονύσιος· βλέπετε, ἀδελ­φοί, μέγαν θησαυρὸν κρύπτει ὑποκάτω ἐκεῖνο τὸ εὐτελὲς τρι­βώνιον”. ᾿Επιπλέον, τὸ γεγονὸς αὐτὸ προσέλ­κυσε δύο μαθη­τὲς τοῦ ὁσίου Διονυσίου κοντὰ στὸν ὅσιο Νι­κάνορα, κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀσκήσεώς του σὲ σπήλαιο στὸ ὄρος τοῦ Καλ­λιστράτου: “Ταῦτα ὡς ἤκουσαν περὶ τοῦ ὁσίου Νικάνο­ρος δύο τινὲς πλούσιοι Χριστιανοί, καὶ μα­θόντες ἀκριβῶς τὰ περὶ τούτου, ἐπῆγαν δρομαῖοι εἰς τὴν σκήτην του, θέλοντες νὰ ὑποταχθοῦν εἰς αὐτόν”, ἐνῶ εἶναι χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ προσφώνηση τοῦ ὁσίου Νικάνορος πρὸς αὐτούς, ἡ ὁποία μαρ­τυρεῖ τὴ βαθειὰ ἐκτίμηση ποὺ ἔ­τρεφε πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ὁσίου Διονυσίου: “Τί πρὸς ἐμὲ τὸν εὐτελῆ τοῦ Δεσπό­του Χριστοῦ δοῦλον ἤλθετε τέκνα, ἀ­φέντες τὸν πολὺν ἐν ἀ­ρετῇ Διονύσιον;”.

Μ᾿ αὐτὲς τὶς πληροφορίες τοῦ Βίου, ποὺ ὑποδηλώνουν τὴ στενὴ σχέση μεταξὺ τῶν δύο ῾Οσίων, συμφωνεῖ ἀπόλυτα καὶ μία ἀκόμη μαρτυρία, ποὺ βρίσκουμε στὴ Διαθήκη του· ἀναφερόμενος στὸ θέμα τῆς ἐκλογῆς ἡγουμένου στὴ μονὴ τῆς Ζάβορδας, προστάσσει τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς νὰ ζη­τοῦν πρόσωπο κατάλληλο γιὰ τὴν ἡγουμενία, ἀρχικὰ ἀπὸ τὴ μο­νὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὰ Μετέωρα, ἐν συν­εχεία ἀπὸ τὴ μονὴ Βαρλαὰμ τῶν Μετεώρων ἤ, τέλος, “νὰ παγένεται εἰς τὸ μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ ἐν τῇ σκήτῃ τῆς Βερρίας εἰς τὸ κτήριων τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ καὶ συνασκητοῦ, κυρ διονυσίου...”· τὴν ἴδια προσταγὴ διετύ­πωσε ὁ ὅσιος Νικάνωρ καὶ σὲ ὁμιλία του πρὸς τοὺς ἀδελ­φοὺς τῆς Μονῆς του τρεῖς ἡμέρες πρὸ τοῦ θανάτου του.

Στὸ Βίο σημειώνεται πὼς ὁ ὅσιος Νικάνωρ “περιπα­τῶντας... ἀπὸ κάστρον εἰς κάστρον καὶ ἀπὸ χωρίον εἰς χω­ρίον, ἐδίδασκεν, ὡς ἄλλος ᾿Απόστολος, τοὺς Χριστιανοὺς νὰ φυλάττουν ὀρθῶς τὴν εὐσέβειαν”. ᾿Ασφαλῶς μεταξὺ τῶν “κά­στρων” ποὺ περιόδευσε ὡς ἱεραπόστολος, πρέπει νὰ θεωρη­θεῖ πὼς συμπεριλαμβανόταν καὶ ἡ Βέροια, ἀφοῦ μὲ αὐτὴ τὴν ὀνομασία, δηλ. ὡς “κάστρο τῆς Βεροίας” ἀπαντᾆται στὶς πηγὲς αὐτῆς τῆς περιόδου. Κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἱεραποστο­λικὴ περιοδεία του, καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τὸ ὄρος τοῦ Καλλιστρά­του, καὶ εὑρισκόμε­νος στὴ Βέροια, συνάντησε προφανῶς καὶ συν­δέθηκε πνευ­ματικὰ μὲ τὸν ὅσιο Διονύσιο, ὁ ὁποῖος ἐκτί­μησε βαθύτατα τὴν αὐστηρή του ἄσκηση. ᾿Εξάλλου, ὅπως μαρ­τυ­ρεῖται καὶ ἀπὸ τὸ Βίο τοῦ ὁσίου Διονυσίου, καὶ ὁ ὅσιος Διονύσιος δροῦσε ἱεραποστολικὰ στὴν περιοχὴ τῆς Βε­ροίας, μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴ Σκήτη: “Εἶχε δὲ [ὁ Διο­νύ­σιος] καὶ τὴν ἀγά­πην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς πλησίον ἀνό­θευτον, οὐ μόνον πρὸς τοὺς μοναχούς, νουθετῶν αὐτοὺς καὶ παρακινῶν νὰ φυλάτ­τουν τὰς ὑποσχέσεις τοῦ σχήματος, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ χωρία καὶ πόλεις πολλάκις ὑπήγενε, διδάσκων πάντας νὰ φυλάττουσι τὰς σωτηρίους ἐντολὰς τοῦ Κυρίου”. Οἱ δύο ῞Ο­σιοι παρουσιάζουν λοιπὸν καὶ ἕνα ἀκόμη κοινὸ στοιχεῖο: δροῦν, παράλληλα μὲ τὴ μοναχική τους ἄσκηση, ἱεραποστο­λικά, περιοδεύοντας καὶ διδάσκοντας τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, πράξη ποὺ τοὺς κατατάσσει στὴν ὁμάδα ἐκείνων τῶν ἱεραποστό­λων καὶ ἐθναποστόλων τοῦ 16ου αἰώνα, ποὺ προ­έρχονταν ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν μοναχῶν (ὅσιοι Θεόφιλος ὁ μυ­ροβλύτης, Νήφων πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἀπὸ Θεσσαλονί­κης, Συμεὼν ὁ ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων, Δαμια­νὸς ὁ νέος κ.ἄ.) καὶ συνιστοῦν προδρόμους τοῦ ἁγίου Κοσμᾆ τοῦ Αἰτω­λοῦ, περιοδεύοντας στὶς ὑπόδουλες περιοχὲς τῆς Μακεδονί­ας καὶ ἀναζωπυρώνοντας μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ παρά­δειγμά τους τὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν ῾Ελλήνων.

᾿Εξάγεται ἑπομένως τὸ συμπέρασμα πὼς ὁ ὅσιος Νι­κά­νωρ, ὁ ὁποῖος ρητὰ ἀποκαλεῖ τὸν ὅσιο Διονύσιο ἀδελφὸ καὶ συνασκητή του, ἐμόνασε γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα μαζὶ μὲ τὸν ὅσιο Διονύσιο στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου. ῍Αν καὶ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς συνασκήσεως τῶν δύο ῾Ο­σίων ἦταν μᾆλλον μικρό, ἐφόσον ἀποστολὴ τοῦ Νικάνορος ἦταν ὁ εὐαγ­γελισμὸς τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν καὶ ἡ τελι­κὴ ἄφιξή του στὸ Καλλίστρατο ὄρος, σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο ὅραμα ποὺ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ στὴ Θεσσαλονίκη, ἦταν ὡστόσο ἀρκετὸ γιὰ νὰ σφυρηλατήσει μία ἰσχυρὴ πνευματικὴ φιλία.

Στὸ Βίο τοῦ ῾Οσίου μνημονεύεται ἡ παραμονή του στὴ Σαρακίνα γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα, ὅπου ἐπιτέλεσε καὶ ἀρκετὰ σημεῖα, ἐνῶ στὴ συνέχεια περιγράφεται ἡ ἄφιξή του στὸ Καλλίστρατο ὄρος μέσω τῆς Κλεισούρας. ῞Οταν ἔφθασε ἐκεῖ, ἀρχικὰ ἀσκήτευσε σὲ ἕνα ἐξαιρετικὰ δυσπρόσιτο σπή­λαιο στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τοῦ ὄρους, κοντὰ στὴν ὄχθη τοῦ ῾Αλιάκμονα. ᾿Εκεῖ ἀνοικοδόμησε ἕνα μικρὸ ναὸ ἀφιερω­μένο στὸν ἅγιο Γεώργιο, ὁ ὁποῖος σώζεται μέχρι σήμερα, κατάγραφος ἀπὸ τοιχογραφίες, καὶ ἐπανασύστησε τὴν ἀρ­χαία μονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ πρέπει νὰ χρονολογηθεῖ πρὸ τοῦ ᾿Οκτωβρίου τοῦ 1527, ἡμερομηνία ποὺ φέρει ἕνα γράμμα τοῦ μητροπολίτη Γρεβενῶν Δωροθέ­ου, στὸ ὁποῖο ἐγκωμιάζεται ὁ καθηγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Γε­ωρ­γίου τοῦ τροπαιοφόρου, Νικάνωρ. Στὸ ἀσκητή­ριο τοῦ ἁγί­ου Γεωργίου ὁ ῞Οσιος ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότα­τη ἄσκηση· ἐκεῖ προσῆλθαν καὶ δύο πλούσιοι νέοι, μαθητὲς τοῦ ὁσίου Διονυσίου, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κοζά­νη, γιὰ νὰ γί­νουν ὑποτακτικοί του, καὶ ἐκεῖ συνέταξε τὴν πρώτη σύντο­μη Διαθήκη του τὸ 1540.

Κάποια νύχτα, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ ἰδίου τοῦ Νικάνορος στὴ Διαθήκη του, ὁ Χριστὸς τοῦ ὑπέδειξε μὲ θεία ἀποκάλυψη τὴν τοποθεσία, ὅπου θὰ εὕρισκε μία εἰκό­να τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὰ ἐρειπωμένα κτί­σματα πι­θανὸν κάποιου παλαιοῦ ναοῦ, στὴν κορυφὴ τοῦ ὄ­ρους τοῦ Καλλιστράτου (“διὰ ἀποκάλυψιν Θεοῦ ἐρχομένου μου ἀπάνου εἰς τὸ ὄρος. Καὶ δουλεύοντος τὸν τόπον εὑρῶν τὴν εἰκόνα τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ τῆς Μεταμορφώσεως...”). Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁριοθέτησε τὴν ἀπαρχὴ γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1540-1545, στὸν τόπο ἀκριβῶς ὅπου εἶχε ἀνευρεθεῖ ἡ ἱερὴ εἰκό­να, μὲ τὴν ἐκ θεμελίων ἀνέγερση ἀρχικὰ τοῦ ναοῦ τῆς Με­ταμορ­φώσεως τοῦ Σωτῆρος, καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ὑπολοί­που μο­ναστηριακοῦ συγκροτήματος.

῾Ο ὅσιος Νικάνωρ διετέλεσε πρῶτος ἡγούμενος τῆς Μο­νῆς καὶ ἡ ἐνάρετη καὶ ἀσκητικὴ μορφή του σύντομα προ­σ­έλκυσε σημαντικὸ ἀριθμὸ μοναχῶν, καθιστώντας τὴ μονὴ τῆς Ζάβορδας κέντρο πνευματικῆς ἀκτινοβολίας στὸ δυτικο­μα­κε­δονικὸ χῶρο, ἐνῶ κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες ἡ μονὴ τοῦ ὁσίου Νικάνορος ἐπρόκειτο νὰ προσφέρει πολύτιμες ὑ­πηρε­σίες τόσο στὴν ἐκπαιδευτικὴ κίνηση ὅσο καὶ στὴν ἐθνι­κὴ ἀφ­ύπνιση τῶν ὑπόδουλων ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῆς πε­ριοχῆς.

῾Η σωζόμενη Διαθήκη τοῦ ὁσίου Νικάνορος, γραμμένη πιθανὸν τὸν ᾿Οκτώβριο τοῦ 1543, προσφέρει πολύτιμες πλη­ροφορίες γιὰ τὸ ἱστορικὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς Μονῆς του, καθὼς ἐπίσης καὶ γιὰ τὸν κοινοβιακὸ βίο τῶν πατέρων της. Στὴ Διαθήκη του ὁ Νικάνωρ ὁρίζει ρητὰ τὸ ἄβατο τῆς Μονῆς καὶ τὸν τρόπο ἐκλογῆς τοῦ ἡγουμένου της καὶ καθορίζει μὲ λεπτομέρειες τὴν ἐσωτερικὴ λειτουργία τῆς Μονῆς καὶ κυρί­ως τὶς σχέσεις ποὺ θὰ πρέπει νὰ διέπουν τοὺς μονάζοντες σ᾿ αὐτήν.

῞Οταν ὁ ῞Οσιος προαισθάνθηκε τὸ θάνατό του, κάλεσε κοντά του τοὺς μαθητές του καὶ τοὺς συμβούλευσε νὰ τη­ροῦν πιστὰ τὶς ἐντολές του, ὅπως τὶς εἶχε διατυπώσει στὴ Διαθήκη του. Τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, στὶς 7 Αὐγούστου τοῦ 1549, τὴν ἑπομένη δηλαδὴ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, ὁπότε πανηγυρίζει καὶ ἡ μονὴ τῆς Ζάβορδας, ὁ ὅσιος Νικά­νωρ, ἀφοῦ κοινώνησε τὰ ἄχραντα μυστήρια, εὐλόγησε ὅλους τοὺς παρευρισκομένους καὶ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του. ῎Ισως, ὡστόσο, ἡ ἡμερομηνία τῆς κοιμήσεώς του, ποὺ παρα­δίδεται ἀπὸ τὸ Συναξάριό του, νὰ ἀπηχεῖ τὴ συνηθι­σμένη ἑορτὴ (σύναξις) τῶν κτιτόρων τῶν μονῶν, τὴν ἑπό­με­νη ἡμέ­ρα μετὰ τὴν πανήγυρη τῆς Μονῆς.

Τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου Νικάνορος τάφηκε στὸ κέντρο τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ βρίσκεται στὴ νότια πλευρὰ τοῦ καθολικοῦ. ῎Εκτοτε μαρτυρεῖται ἕνα πλῆ­θος θαυμάτων ὄχι μόνο ἐντὸς τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχή. Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου κατεδαφίσθηκε, ἐνῶ ὁ ἁπλὸς καὶ ἀ­πέριττος τάφος τοῦ ῾Οσίου ἐπισκευάστηκε καὶ καλλωπίστηκε.

᾿Αρκετὴ σύγχυση ἐπικρατεῖ σχετικὰ μὲ τὸ ἔτος θανά­του τοῦ ὁσίου Νικάνορος. Στὸ παραφρασμένο Συναξάριό του, ποὺ περιλήφθηκε σὲ ἀρκετοὺς ἔντυπους συναξαριστές, ὡς ἔτος θανάτου παραδίδεται ἐσφαλμένα τὸ 1419, ἐνῶ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης (῾Αγιολόγιον, σ. 351) ἀναγράφει ὡς ἔτος θα­νάτου του τὸ 1519. ῾Ωστόσο, τὸ 1549 ὡς ἔτος τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεως τοῦ Νικάνορος προκύπτει ἀπὸ ἕνα πλούσιο ὑλικὸ (χειρόγραφα, ἐντοιχισμένες ἐπιγραφές), ποὺ σώζεται στὴ μο­νὴ τῆς Μεταμορφώσεως.

῾Η εἰκονογράφηση τοῦ ὁσίου Νικάνορος εἶναι ἀρκετὰ πλούσια. Εἰκονίζεται σὲ τοιχογραφία ποὺ βρίσκεται στὸ γυ­ναικωνίτη τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Νικολάου στὴν Κοζάνη καὶ σὲ φορητὴ εἰκόνα ποὺ χρονολογεῖται στὰ τέλη τοῦ 18ου/ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα καὶ βρίσκεται σὲ ἰ­διωτικὴ συλλογὴ στὴ Θεσσαλονίκη, ἐνῶ νεότερες εἰκόνες του σώζονται στὴ μονὴ τῆς Ζάβορδας καὶ στὸ χωριὸ Νικά­νωρ στὴν ἐπαρχία Κονίτσης. Σημαντικὴ εἶναι καὶ μία ἀπει­κόνιση τοῦ ῾Οσίου στὸ ναὸ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς στὴ Σα­μαρίνα, χρονολογημένη τὸ 1819, καθὼς ἐρευνᾆ γιὰ νὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως καὶ κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ὑπο­δοχῆς τῶν δύο ὑποτακτικῶν του στὸ ἀσκητήριο τοῦ ἁ­γίου Γεωργίου.

Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἐπίσης ἡ συναπεικόνιση τοῦ ὁσί­ου Νι­κάνορος μὲ τὸν ἅγιο Μόδεστο, πατριάρχη ῾Ιεροσο­λύ­μων, ἡ ὁποία ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι καὶ οἱ δύο ἅγιοι θεω­ροῦνταν θαυματουργοὶ καὶ προστάτες κατὰ τῶν ποικί­λων ἀσθενειῶν ποὺ προκαλοῦσαν ἐπιζωοτία. Μολονότι στὸ Συναξάριο τοῦ ῾Οσίου δὲν περιλαμβάνεται κάποια διήγηση σχε­τικὴ μὲ τὴ θε­ραπεία ζώων, εἶναι ὡστόσο εὐνόητο πὼς οἱ κάτοικοι τῶν γύρω πε­ρι­οχῶν, κατεξοχὴν κτηνοτρόφοι, συχνὰ προσέφευ­γαν στὴν ἐπί­κληση τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁσίου Νικά­νορος γιὰ τὴν ἴαση τῶν ἄρρωστων ζώων τους.

῾Ο ᾿Απ. Γλαβίνας ἀπαριθμεῖ δεκαέξι ἐκδόσεις καὶ ἐπα­ν­εκδόσεις τῶν δύο ᾿Ακολουθιῶν ποὺ ἔχουν συντεθεῖ πρὸς τι­μὴν τοῦ ὁσίου Νικάνορος. ᾿Επίσης ἔχουν ἐκδοθεῖ Παρακλη­τικὸς Κανόνας καὶ Χαιρετισμοί, ἐνῶ χειρόγραφος Κανόνας τοῦ ῾Οσίου σώζεται στὴ μονὴ τῆς Ζάβορδας.

῾Η μνήμη τοῦ ὁσίου Νικάνορος στὶς 7 Αὐγούστου ἑορ­τάζεται μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα στὴ μονὴ τῆς Ζάβορδας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς δυτικῆς Μακεδονίας καὶ τῆς ᾿Ηπείρου (στὴν περιοχὴ τῆς Κόνιτσας), ὅπου κατέστη ἰ­διαίτερα γνωστὸς καὶ τιμᾆται μὲ μεγάλη εὐλάβεια, ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσαν τὰ λείψανά του κατὰ τὶς περιοδεῖες τῶν μοναχῶν τῆς Ζάβορδας σ᾿ αὐ­τὲς τὶς περιοχές.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γαλανός, Μ., Οἱ Βίοι τῶν ἁγίων τοῦ Μηνο­­λογίου τῆς ᾿Ορθοδόξου ῾Ελληνικῆς ᾿Εκκλησίας, τ. 3 (᾿Ιούλ.-Σεπτ.), ᾿Α­θῆ­ναι 19883, σσ. 36-39. [Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης], ᾿Ακολουθία πάντων τῶν ἐν Θεσσαλο­νί­κῃ ἁγίων, ψαλλομένη τῇ Γ¢ Κυριακῇ ἀπὸ τοῦ Πάσχα ἤτοι τῇ Κυ­ρια­κῇ τῶν Μυροφόρων, ἐγκρίσει τῆς ῾Ιερᾆς Συνόδου τῆς ᾿Εκ­κλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ἐκδιδόμενη ὑπὸ τοῦ Μητροπο­λίτου Θεσσα­λο­νί­κης Παν­τελε­ήμονος (Παπαγεωργίου), ἐν ᾿Αθήναις 1958, σσ. 31-32. ῾Ο ἴδιος, “᾿Ακο­λου­θία πάντων τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ δια­λαμψάντων ἁγίων”, ΓΠ τχ. 732, ἔτ. 73 (Μάρτ.-᾿Απρ. 1990) 359. Γιαν­νόπουλος, Β., “Νικάνωρ, ὅσιος”, ΘΗΕ 9 (1966) στ. 461-462. Γλαβί­νας, ᾿Απ., ῾Ο ὅσιος Νικά­νορας, ἕνας Θεσσαλονικέας ἱδρυτὴς Μονῆς († 7 Αὐγούστου 1549), Κατερίνη 1993 (στὶς σσ. 89-94 ἀναλυτικὴ βι­βλιο­γρα­φία). Γυ­φτό­που­λος, Εὐ., “῾Ο ῞Αγιος τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας. ῾Η θρη­σκευτικὴ λαϊκὴ παράδοση στὰ φυλλάδια τοῦ ὁσίου Νικάνορα”, ΜΖ τχ. 187 (Δεκ. 1981) 26-31. Δελιαλῆς, Ν., “῾Η διαθήκη τοῦ ὁσίου Νικάνορος τοῦ Θεσ­σαλονικέως”, Μακεδονικὰ 4 (1955-1960) 416-425. ῾Ο ἴδιος, “Τὸ πρωτό­τυπον τῆς διαθήκης τοῦ ὁσίου Νικάνορος τοῦ Θεσσαλονικέως καὶ τέσσερα ἄλλα ἀνέκδοτα ἔγγραφα”, Μακεδονικὰ 9 (1969) 243-265. Δευτεραῖος, ᾿Α., “Λαϊκαὶ παραδόσεις περὶ ὁσίου Νικά­νορος ἐκ Δυτικῆς Μακεδονίας”, στὸ Β¢ Συμπόσιο Λαογραφίας τοῦ Βο­ρειοελ­λαδικοῦ χώρου (῎Ηπειρος-Μακεδονία-Θράκη). Πρακτικά, Θεσσα­λονίκη 1976, σσ. 57-73. ᾿Ελευθεριάδης, Εὐ., Θεσσαλονικεῖς ἅγιοι, τ. Α¢, Θεσ­σαλονίκη 1956, σσ. 30-31. Εὐστρατιάδης, Σ., ῾Αγιο­λόγιον τῆς ᾿Ορθο­δόξου ᾿Εκκλησίας, ᾿Αθῆναι χ.χρ., σ. 351. Ζῶτος-Μο­λοττός, Β., Λεξ­ικὸν τῶν ἁγίων πάντων τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας. Βίοι καὶ μαρ­τύ­ρια ἀπὸ ῎Αβελ τοῦ δικαίου μέχρι τοῦ τελευταίου νεο­μάρτυρος Γεωρ­­γίου τοῦ ἐξ ᾿Ιωαννίνων, ᾿Αθῆναι 1904, σσ. 773-780. Λαγγῆς, Μ., ῾Ο Μέγας Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τ. Η¢ (Αὔγουστος), ᾿Αθῆναι 19885, σσ. 138-152. Λυριτζῆς, Γ., ῾Ο ὅσιος Νικάνωρ καὶ τὸ μοναστήρι του, Γρεβενὰ 1989. Νικόδημος ῾Αγιορεί­της, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. ΣΤ¢ (᾿Ιούλιος-Αὔγουστος), Θεσσα­λονίκη 1993, σ. 179. Οἰ­κονόμου, Φ., ῾Αγιολόγιον πάντων τῶν ἐν ᾿Η­πείρῳ ῾Αγίων, ᾿Αθῆναι χ.χρ., σσ. 236-239. Πασχαλίδης, Σ., “῞Αγιοι συνδεόμενοι μὲ τὴ Σκήτη Βεροίας καὶ τὴν ἐν αὐτῇ μονὴ Τιμίου Προ­δρόμου”, στὰ Πρακτικὰ Διημερίδας: Τὸ μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προ­δρόμου (“Σκήτη Βεροίας”), Βέροια 1994, σσ. 134-136. Πύρρος, Σ., “Δοκίμιον Μακεδονικοῦ ῾Α­γιολογίου”, Μακεδονικὸν ῾Ημερολόγιον Παμ­μακεδονικοῦ Συλλόγου ᾿Αθηνῶν τ. Ε¢ (1912) 25. Σέργιος (Σιγάλας), μητρ. Γρεβενῶν, ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Οσίου Νικάνορος (Ζάβορδα) καὶ τὸ κει­μηλιοφυλάκιον αὐτῆς, Γρεβενὰ 1991. Συνδίκα-Λαούρδα, Λ., “Μία εἰ­κόνα τοῦ ὁσίου Νικάνο­ρος”, Μακεδονικὰ 4 (1955-1960) 426-431. Τάτσης, Δ., Τὸ προσκύνη­μα τοῦ ὁσίου Νικάνορος στὴν ἐπαρχία Κο­νίτσης, Κόνιτσα 1990. Φο­ρόπουλος, Ν., “Νικάνορος ὁσίου, μονή”, ΘΗΕ 9 (1966) στ. 461-462. Χρυσοστόμου, Γ., “Οἱ ἅγιοι τῆς Θεσσαλονίκης”, στὸ Χαριστήριον τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τῷ δευ­τέρῳ ἐπὶ τῇ συμπληρώσει εἰκοσαετοῦς ἐν Θεσσα­λονίκῃ ποιμαντορίας (1974-1994), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 937. Mei­nardus, O., "A study of the Relics of Saints of the Greek Orthodox Church", Oriens Chri­stianus 53-54 (1970) 225-226. Petit, L., Biblio­graphie des acolou­thies grecques, [SH 16], Bruxelles 1926, σσ. 205-207. Syndica-Laourda, L., "Quatre Saints locaux de la Macédoine de l᾿Ouest et de l’Épire et leur iconographie", Actes du Ier Congrès International des Études Balkaniques et Sud-Est Européennes, τ. ΙΙ (Archéologie, Histoire de l’Antiquité, Arts), Sofia 1969, σσ. 883-898.
Σ.Π.

...επιστροφή
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης Κοινωνία της Πληροφορίας